Πλατεία Πετρακάκη από το βιβλίο «Η Δύση της
Ανατολής» Θεσσαλονίκη 1870-1912.εκδ. ΜΙΕΤ. Το τριώροφο κτίριο, ήταν ξενοδοχείο
και στεγάζει σήμερα στο ισόγειό του τον “Ζύθο”. Οι δυο όροφοί του
κατεδαφίστηκαν μετά από τις μεγάλες ζημιές που υπέστησαν στον σεισμό του 1978
Τα
λαδάδικα και η ιστορία του τραγουδιού
Τα Λαδάδικα είναι μία
ιστορική συνοικία της πόλης της Θεσσαλονίκης. Χωρίζεται στις περιοχές Λαδάδικα
και Άνω Λαδάδικα. H περιοχή Λαδάδικα οριοθετείται από τις οδούς “Ίωνος
Δραγούμη”, “Τσιμισκή”, “Σαλαμίνος” και “Ναυάρχου Κουντουριώτου” ενώ τα Άνω
Λαδάδικα από τις οδούς "Τσιμισκή", "Φράγκων", "Λέοντος
Σοφού", "Δωδεκανήσου" "Βασιλέως Ηρακλείου" και
"Βέροιας". Τα όρια της περιοχής προσδιορίζονται από το διάταγμα
κήρυξής της ως "ιστορικού τόπου" (ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/24917/1598/24.5.85)
και η έκτασή της είναι 6,5 εκτάρια και περιλαμβάνει 24 οικονομικές νησίδες,
εκεί όπου βρίσκονται εγκατεστημένες γύρω στις 300 μονάδες επιχειρήσεων όπου
απασχολούνται περίπου 1400 εργαζόμενοι.
Η περιοχή βρίσκεται κοντά
στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης και για αιώνες ήταν ένα από τα πιο σημαντικά
εμπορικά κέντρα της πόλης. Η ίδια η ονομασία Λαδάδικα προέρχεται από την ύπαρξη
πολλών καταστημάτων χονδρικής στην περιοχή όπου πωλούνταν κυρίως ελαιόλαδο.
Πολλοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης κατοικούσαν στην περιοχή αποτελώντας έτσι την
παλιά εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκη, ενώ η περιοχή όπου κατοικούνταν από
Γάλλους και Ιταλούς εμπόρους, ο "Φραγκομαχαλάς", βρίσκεται ακριβώς
δίπλα στην περιοχή των Άνω Λαδάδικων.
Στα χρόνια πριν τον
Α'ΠΠ άρχισαν να εμφανίζονται πολλοί
οίκοι ανοχής και καπηλειά στην περιοχή, και μετά τη Μεγάλη πυρκαγιά της
Θεσσαλονίκης η περιοχή έχασε τη δυναμική της. H περίοδος παρακμής διήρκεσε
μέχρι τον μεγάλο Σεισμό του 1978 οπότε εγκαταλείφτηκε για περίπου δύο
δεκαετίες. Το 1985, τα Λαδάδικα ανακηρύχτηκαν ως περιοχή με πολιτιστική αξία
από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας. Ο ιδιαίτερος αρχιτεκτονικός ρυθμός των
κτιρίων του 19ου αιώνα διατηρείται και προστατεύεται. Η ιδιαίτερη σημασία της
περιοχής έγκειται στο ότι παρά το μικρό μέγεθός της, δίνει στον επισκέπτη μία
εικόνα πώς ήταν χτισμένη η Θεσσαλονίκη πριν το ξέσπασμα της φωτιάς του 1917 που
ισοπέδωσε το 70% της πόλης.
Οικίες στα Λαδάδικα σήμερα
Σήμερα, έχοντας περάσει
από διαδικασίες αναπαλαίωσης κατά την δεκαετία του 1980, τα Λαδάδικα αποτελούν
μία ψυχαγωγική περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου στεγάζονται πολλά μπαρ, νυχτερινά
κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια και ταβέρνες, εκεί όπου κάποτε βρίσκονταν
καταστήματα πώλησης λαδιού και εμπορικές αποθήκες. Στα Λαδάδικα βρίσκονται οι
πλατείες Μοριχόβου, η πλατεία Πετρακάκι, και στα άνω Λαδάδικα η πλατεία
Εμπορίου με έξοδο προς την οδό Πολυτεχνείου.
Η
πραγματική ιστορία του τραγουδιού «τα Λαδάδικα»
Τσιμισκή, τέλος δεκαετίας του ’20.
Στο βάθος διακρίνεται το κομμάτι των Λαδάδικων που κατεδαφίστηκε για την
διάνοιξή της οδού. Φωτογραφία του Γιώργου Λυκίδη, από το βιβλίο “Η Θεσσαλονίκη
μέσα από τον φακό του Γιώργου Λυκίδη”, εκδ. Ιανός.
Συνέντευξη
με τον στιχουργό που έχει συνδέσει το όνομα του με τη Θεσσαλονίκη
Συνέντευξη στον Θεολόγο
Ηλιού
Ο Φίλιππος Γράψας έχει
συνδέσει το όνομα του με την Θεσσαλονίκη, κάνοντας όλους τους Έλληνες να
τραγουδήσουν για τα «Λαδάδικα» και για την Θεσσαλονίκη ξημερώματα με το «Σ’
αναζητώ στη Σαλονίκη». Ο στιχουργός των πολλών μεγάλων επιτυχιών που έχει
συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, λατρεύει την
Θεσσαλονίκη και δεν μπορεί να ζήσει μακριά της.
Ο Φίλιππος Γράψας μεγάλωσε
στις γειτονιές της Άνω Πόλης και έπειτα μετακόμισε στην περιοχή του
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Άρχισε να γράφει στίχους από την εφηβεία, η αγάπη
του για την λογοτεχνία και την ποίηση οδήγησαν τη σκέψη και το χέρι του στη
λευκή κόλλα, όπως λέει ο ίδιος. «Δειλά δειλά, άρχισα να σκαρώνω στιχάκια, πιο
αποφασιστικά, όμως τα έσχιζα. Φοβόμουν την κριτική όσων πιθανόν θα τα διάβαζαν.
Αυτό ήταν λάθος». Η αφορμή για να αρχίσει να γράφει ήταν «ο έρωτας, η ανθρώπινη
συμπεριφορά, τα κοινωνικά θέματα».
Η επικοινωνία του με τον
κόσμο μέσα από τους στίχους, τον συγκινεί. «Η χαρά είναι μεγάλη, όταν άγνωστοι
άνθρωποι, μου εκφράζουν την αγάπη τους για τα τραγούδια μου. Είναι δε πολύ
συγκινητικό, όταν στις συναυλίες ακούω τον κόσμο να τα τραγουδά με τους τραγουδιστές». Αν
προσέξει κανείς τα τραγούδια, στα οποία έχει γράψει στίχους, θα παρατηρήσει πως
ο Φίλιππος Γράψας «παίζει» συνέχεια με στοιχεία της φύσης. «Δε νομίζω ότι
υπάρχει στιχουργός που να μην επηρεάζεται, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο,
από ένα φεγγάρι, από μια θάλασσα, από μια καταιγίδα κ.λ.π. Στη φύση ζούμε και η
γοητεία της, μυστηριώδης και συναρπαστική, οπότε και η έμπνευση αναπόφευκτη από
τα στοιχεία... και τα στοιχειά της!».
Η
σχέση του με την Θεσσαλονίκη
Από την Θεσσαλονίκη δεν
μπορεί να λείψει ούτε μια εβδομάδα, νιώθει την ανάγκη να γυρίσει, ακόμη κι αν
είναι στην Χαλκιδική. Την σχέση του αυτή με την πόλη την περιγράφει με τις
λέξεις «συνεχής, τρυφερή, απαιτητική,
ατέλειωτη». «Αγαπώ την ανατολίτικη νωχέλειά της, τις μυρωδιές της, τον καιρό
της. Μ’ ενοχλεί όταν μιμείται ξένες θορυβώδεις μεγαλουπόλεις κι επίσης η
έλλειψη επικοινωνίας των κατοίκων της».
Θα μπορούσε να πει κανείς
ότι σχέση του με την Θεσσαλονίκη λειτουργεί αμφίδρομα. Αυτή τον ενέπνευσε για
την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» και εκείνος την
έβαλε στα χείλη των Ελλήνων. «Η
Θεσσαλονίκη από μικρό, μου πήρε την καρδιά και της αφιέρωσα στίχους». Εκτός από
την Θεσσαλονίκη, αυτός που βοήθησε να γίνει στιχουργός ήταν ο Διονύσης Θεοδόσης,
ο οποίος έδωσε τους στίχους από το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη» στο Μάριο Τόκα. «Ο
φίλος Διονύσης, ο σπουδαίος αλλά άτυχος τραγουδιστής, πήρε τους στίχους μου και τους έδωσε στον
Μάριο Τόκα, επίσης σπουδαίο και επίσης άτυχο συνθέτη. Η συνέχεια γνωστή…».
«Τα
Λαδάδικα»
Το τραγούδι «Λαδάδικα»
στην ουσία μιλάει για μια εμπειρία ενός άντρα, δεν θα μπορούσα να μην τον
ρωτήσω αν πρόκειται για δική του εμπειρία. « Στα ‘Λαδάδικα’, περιγράφω μια
συγκεκριμένη περιοχή, σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Στο ισόγειο, τα μαγαζιά
πουλούσαν λάδια, εδώδιμα αποικιακά κ.λ.π. Στον επάνω όροφο, τα ‘σπίτια’
πουλούσαν έρωτα. Οι πελάτες ντόπιοι κα ξένοι, αγόραζαν ο,τι ήθελαν. Εξαιρετικά
ενδιαφέρον θέμα για στίχο. Αποδείχτηκε με τη μουσική του Μάριου Τόκα και
εξαιρετικά αγαπημένο τραγούδι. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς εμπειρία, τη
στιγμή που έχουν γραφτεί κι έχουν ακουστεί τόσα πολλά για τα Λαδάδικα. Με την
ευκαιρία θα ήθελα να πω ότι πριν περίπου ένα χρόνο, εμφανίστηκε κάποιος
άγνωστος σε μένα κύριος, δηλώνοντας ότι είναι αδελφός μου, για να περιγράψει μ’
έναν ψευδή, χυδαίο και εκτός πραγματικότητας τρόπο στην εφημερίδα «Λεμεσός» της
Κύπρου, το πώς εγώ εμπνεύστηκα και έγραψα «Τα Λαδάδικα»! Με τη σειρά μου δηλώνω
ότι δεν είχα ποτέ κι ούτε έχω αδελφό. Ήδη κινούμαι νομικά,για την απόκατάσταση
της αλήθειας και ό,τι αυτό συνεπάγεται.»
Από
υπάλληλος του ΟΤΕ στα γραφεία της ΜΙΝΟΣ
Ο Φίλιππος Γράψας δούλευε
στον Ο.Τ.Ε, πριν τον ανακαλύψουν από την δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ και γίνει
για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεργάτης τους. Όλα ξεκίνησαν με το «Σ’ αναζητώ
στη Σαλονίκη», που ήταν ο προπομπός της δεύτερης καριέρας του Δημήτρη
Μητροπάνου, όπως λένε και οι άνθρωποι του χώρου. Ο ίδιος περιγράφει την
διαδρομή του από την Θεσσαλονίκη στα γραφεία του Μάκη Μάτσα λέγοντας: «Όλα τα
μπορείς αν θέλεις. Στη δικιά μου περίπτωση δεν ήταν πια και τόσο δύσκολο. Υπάλληλος μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα και
το βράδυ οι ώρες δικές μου για διάβασμα και γράψιμο. Κι όταν αυτό το γράψιμο
εκτιμήθηκε από τους υπεύθυνους της μεγαλύτερης δισκογραφικής εταιρίας, τότε
βεβαίως και βρέθηκα στα γραφεία του Μάκη Μάτσα».
«Σ’
αναζητώ στη Σαλονίκη»
Το τραγούδι πέρασε από
πολλά κύματα μέχρι να φτάσει στο τελικό «προορισμό» του. Πριν φτάσει στα χέρια
του Μάριου Τόκα, τους στίχους τους είχε διαβάσει ο Μάνος Χατζιδάκις και είχε
πει στον Φίλιππο Γράψα: «Με αυτό που έγραψες, είναι σαν να έγραψες τα πάντα».
Οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν σε μισή ώρα, όταν ένας φίλος συνθέτης του κ.
Γράψα τον παρακίνησε να γράψουν ένα τραγούδι για τον διαγωνισμό τραγουδιού του
Μάνου Χατζιδάκι. Μετά τον διαγωνισμό οι στίχοι έμειναν στο συρτάρι 10 χρόνια,
μέχρι ο Διονύσης Θεοδόσης να το δείξει στο Μάριο Τόκα. «Το ‘’Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη’’ ήταν ένας πολύ
τυχερός στίχος. Πρώτα τον διάβασε ο Μάνος Χατζιδάκις και είπε σπουδαία λόγια. Μετά τον μελοποίησε υπέροχα ο
Μάριος Τόκας και τέλος ευτύχησε να το τραγουδήσει ο Δημήτρης Μητροπάνος. Τί
καλύτερο να θέλει ένας στίχος;» δηλώνει για το συγκεκριμένο τραγούδι ο
στιχουργός στο Seleo.
Ο Μάκης Μάτσας στο βιβλίο
του, αναφέρει ότι το συγκεκριμένο τραγούδι πρώτα το είχε ακούσει ο Γιώργος
Νταλάρας, η Χαρούλα Αλεξιού, ενώ πριν το δώσουν στον Δημήτρη Μητροπάνο, ο Μάκης
Μάτσας σκεφτόταν να προτείνει τον τότε νέο στο χώρο Γιάννη Πλούταρχο.
Ο ιδιοκτήτης της ΜΙΝΟΣ,
Μάκης Μάτσας αναφέρεις επίσης στο βιβλίο του ότι ο Φίλιππος Γράψας
απομακρύνθηκε από τον χώρο, λόγω κάποιων κακών κριτικών. Ο Φίλιππος Γράψας
απαντάει λέγοντας: «Από τον χώρο δεν απομακρύνθηκα ποτέ, όπως δείχνει η δισκογραφία μου. Απλώς, είναι γνωστό, πως
όταν κάνεις μια επιτυχία, αυτομάτως αποκτάς εχθρούς. Δέχτηκα λοιπόν κάποιες προσωπικές επιθέσεις
που δεν τις περίμενα και στενοχωρήθηκα. Σκεφτόμουν να τα παρατήσω. Ευτυχώς,
φίλοι με έπεισαν ότι αυτά συμβαίνουν στο χώρο και συνέχισα...».
«Το
τραγούδι σήμερα είναι καθαρά ένα βιομηχανικό προϊόν»
Ζήτησα να μου απαντήσει τι
φταίει που σήμερα οι στίχοι απλά ομοιοκαταληκτούν σε χωρίς κανένα περιεχόμενο,
σε αντίθεση με τα παλαιότερα τραγούδια. Μήπως τότε οι άνθρωποι αγαπούσαν
αλλιώς; «Πολλοί λένε, ότι το τραγούδι στις μέρες μας έχει χάσει τη δύναμή του.
Ίσως γιατί τα συναισθήματα όπως και πολλές άλλες αξίες, έχουν χάσει τα παλιά
μεγέθη τους. Σ’ένα μεγάλο ποσοστό, το τραγούδι σήμερα είναι καθαρά ένα
βιομηχανικό προιόν, που κρατάει σαν σουξέ κάποιους μήνες και μετά χάνεται γιατί
έρχεται το καινούριο σουξέ με ένα επιφανειακό πάλι σλόγκαν. Το καλό τραγούδι
όμως πάντα υπάρχει. Όποιος θέλει, το βρίσκει». Όσο για την απόσταση που υπάρχει
ανάμεσα στον στιχουργό και στον ποιητή, σχολιάζει: «Νομίζω ότι ο ποιητής,
ασκείται σε διαφορετικό πεδίο λόγου. Διατηρεί ελευθερία έκφρασης, χρόνου, ιδεών
και χώρου. Ο στιχουργός έχει τη δέσμευση της ρίμας κι επιπλέον πρέπει σε λίγες
γραμμές, να γράψει μια μικρή ή μεγάλη, εύκολα κατανοητή ιστορία, για να γίνει
τραγούδι. Πολλές φορές όμως ένας στίχος μπορεί να είναι κι ένα ατόφιο ποίημα».
Τα
λαδάδικα – Δημήτρης Μητροπάνος
“Σε
συζητάν δίχως γιατί και όχι άδικα
όπως
κοιμάσαι στα στενά παλιά λαδάδικα
έγινες
φήμη και γι’ αυτό δε φυλακίζεσαι
ζεις
στο σκοτάδι παστρικά μα δεν ορκίζεσαι
Λάμπεις
στα κόκκινα σατέν που σε τυλίγουνε
άσπροι
και σέρτικοι καπνοί σε καταπίνουνε
σε
καλντερίμια ξενυχτάς υγρά λιθόστρωτα
στου
πληρωμένου παραδείσου την αυλόπορτα
Τόσα
δίνω πόσα θες
στα
λαδάδικα πουλάν αυτό που θες
κάθε
κάμαρα κελί
με
βαριά παλικαρίσια αναπνοή
Μύριες
χαμένες μοναξιές με σένα σμίγανε
φεύγαν
καράβια μα πριν φύγουν σου σφυρίζανε
πόσα
παιδιά ήρθαν να βρουν το αντριλίκι τους
και
σου ακουμπήσανε δειλά το χαρτζιλίκι τους
Τόσα
δίνω πόσα θες
στα
λαδάδικα πουλάν αυτό που θες
κάθε
κάμαρα κελί
με
βαριά παλικαρίσια αναπνοή (δις)
Πηγές:
https://parallaximag.gr/thessaloniki/ladadika-i-istira-i-palia-egiptiaki-a
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου