-->

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Ο θάνατος του ήρωα Λοχία Ίτσιου στα οχυρά του Ρούπελ



Οχυρά Ρούπελ 1941

 Ο θάνατος του ήρωα Λοχία Ίτσιου

Ο λοχίας Ίτσιος αποδείχτηκε πολύ πιο δυναμικός από ότι υπολόγιζαν. Η αντίστασή του κράτησε όσο περισσότερο μπορούσε και πιο συγκεκριμένα μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά.

Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941 και παρά την ισχυρή και εντυπωσιακή αντίσταση των Ελλήνων και των στρατευμάτων τους, η υποχώρηση ήρθε 4 μέρες αργότερα. Η παράδοση έγινε στις 9 Απριλίου.
Πολλά είναι τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν από την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στα οχυρά. Ένας λοχίας όμως παίρνει τον πρώτο ρόλο. Είναι ο λοχίας Δημήτρης Ίτσιος, έφεδρος υπαξιωματικός του Ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, ο οποίος μόνος του με ακόμα πέντε άντρες απέκρουσε την εισβολή των Γερμανών και εξολόθρευσε με το πολυβόλο πάνω από 250 στρατιώτες της Βερμαχτ.
Ας δούμε όμως πως περιγράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας στο βιβλίο του «Ρούπελ» τον ηρωισμό του και τον θάνατό του :



«Την ορμή των Γερμανών γρεναδιέρων την εξάντλησαν τα «συγκροτήματα προκαλύψεως», μοναχικά πολυβολεία βαλμένα μπρος από τα φρούρια. Με τα αυτόματα όπλα τους κράτησαν τον εχθρό και τόσο πεισματικά τον πολέμησαν, ώστε ένα συγκρότημα, το φυλάκιο 162 υπό τον υπολοχαγό Μαρούση, που κυριεύτηκε, έπεσε στα χέρια των Γερμανών μόνο αφού σκοτώθηκαν και οι δεκαεφτά άντρες που αποτελούσαν τη φρουρά του. Τι εντύπωση έκανε στους επιτιθέμενους η θέα των νεκρών μέσα στο καταστραμμένο μικρό οχυρό τους, φαίνεται από την ημερησία διαταγή που έβγαλε ο γερμανικός στρατός αναφέροντας τους δεκαεφτά αυτούς Έλληνες για παράδειγμα προς μίμηση, επειδή (γράφει η γερμανική διαταγή) «έδειξαν ως ποιο σημείο πρέπει ο στρατιώτης να έχει αναπτυγμένο το αίσθημα του χρέους προς την Πατρίδα».
Ένα άλλο «συγκρότημα προκαλύψεως» του Ρούπελ, το πολυβολείο Π8, που το διοικούσε ο Λοχίας Ίντζος, αφού εξάντλησε τα 33.000 φυσέκια που είχε κι έστρωσε μπροστά του νεκρούς σωρό τους Γερμανούς, αντιστεκόταν μέχρις εσχάτων με χειροβομβίδες. Αλλά του ανατίναξαν τη σκεπή και μπήκαν μέσα οι εχθροί. Αντίκρισαν κατά γης τους υπερασπιστές, πληγωμένους και γεμάτους χώματα από την ανατίναξη. Ο Γερμανός ταγματάρχης ρωτά τον διερμηνέα, που έφερε μαζί του, να του πει ποιος διοικεί το πολυβολείο. Ο Ίντζος παρουσιάζεται. Με τον διερμηνέα πάντοτε ζητά ο ταγματάρχης να μάθη τι βαθμό έχει.
«Λοχίας.»
«Πες του να με ακολουθήσει.»
Βγαίνουν έξω, εκεί που κείτονται διακόσιοι Γερμανοί νεκροί. Ο Γερμανός σταματά και δείχνει του Ίντζου το μακάβριο θέαμα:
«Τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες τους καλύτερους στρατιώτες μου. Σε συγχαίρω», του λέει και του δίνει το χέρι. Ο Ίντζος στέκεται προσοχή και χαιρετά στρατιωτικά, κορδωμένος και περήφανος για παρόμοια αναγνώριση. Αλλά διαμιάς, αλλάζοντας ύφος, στρέφεται ο ταγματάρχης προς τον επιλοχία του και διατάζει.
«Τουφέκισε τον.»
Ο διερμηνέας δε μεταφράζει, λες και δεν πιστεύει ο ίδιος τι άκουσε. Ωστόσο ο επιλοχίας πηγαίνει τον Ίντζο σ' ένα δέντρο και τόνε δένει πιστάγκωνα. Ο Έλληνες λοχίας ρωτά επίμονα:
«Τι είπε; Τι είπε; Γιατί μ' έδεσε;» μα ο διερμηνέας σηκώνει τους ώμους για να μην απαντήσει. Καθώς βλέπει ο Ίντζος τον επιλοχία να παίρνει στα χέρια του οπλοπολυβόλο, φωνάζει στο διερμηνέα:
«Θα με τουφεκίσει; Γιατί;»
Τούτη τη φορά του δίνεται απάντηση:
«Για να εκδικηθεί τους νεκρούς μας.» Συγχρόνως ακούγεται ριπή πολυβόλου και ο λοχίας γέρνει μπροστά, νεκρός, επειδή τον συγκρατεί το σκοινί που είναι δεμένος. Οι σύντροφοι του Ίντζου κοιτάνε με ύφος μαζί άγριο και φοβισμένο. Μα ο Γερμανός ταγματάρχης αυτούς δεν τους πειράζει».

 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Ο Δημήτριος Ίτσιος (Άνω Πορόια Σερρών, 5 Απριλίου 1906 – Όρος Κερκίνη, 6 Απριλίου 1941) ήταν Έλληνας βλάχικης καταγωγής, έφεδρος υπαξιωματικός του Ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Διοικούσε διμοιρία πολυβόλων, που αποτελούνταν από τα Π7 και Π8 πολυβολεία φέροντας τον βαθμό του Λοχία.
Ήταν ένας απλός άνθρωπος ο οποίος πήρε τη μεγάλη απόφαση υπερασπιζόμενος την Πατρίδα του να μην παραδοθεί στην ισχυρότερη πολεμική μηχανή χωρίς αντίσταση. Επικεφαλής ολιγάριθμων ανδρών αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων στην επίθεση που δέχθηκε και από το πολυβολείο του προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Παραδόθηκε μαζί με τους άνδρες του όταν τα πυρομαχικά τους εξαντλήθηκαν.
Ο Ίτσιος είχε διαταχθεί να καλύψει με το πολυβολείο του Π8 (στο οποίο βρίσκονταν ακόμη 5 στρατιώτες) στην περιοχή Ομορφοπλαγιά του όρους Μπέλλες κοντά στα Άνω Πορρόια Σερρών, την υποχώρηση ελληνικών τμημάτων και όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν να αποχωρήσει και ο ίδιος με τους άνδρες του. Παρά τις εντολές που είχε να διασωθεί, ο Ίτσιος θέλησε να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, διατάσσοντας τους άνδρες του να διαφύγουν. Τελικά δυο από αυτούς, συντοπίτες του από το διπλανό χωριό παρέμειναν κοντά του. Παρά το σφοδρό κανονιοβολισμό και το βομβαρδισμό από αέρος που δεχόταν, το πολυβολείο άντεξε, προκαλώντας στους γερμανούς μεγάλη φθορά.



Η ΗΡΩΪΚΗ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ

Και από το σημείο αυτό και μετά υπάρχει διχογνωμία.

1.Είδαμε τι έγραψε ο Ζαλοκώστας. Όμως στα ιστολόγιa news-tora.eu, makeleio.gr, tilestwra.com  αναφέρονται τα εξής :



«Ο λοχίας Ίτσιος αποδείχτηκε πολύ πιο δυναμικός από ότι υπολόγιζαν. Η αντίστασή του κράτησε όσο περισσότερο μπορούσε και πιο συγκεκριμένα μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά.
Με πάνω απο 38 χιλιάδες σφαίρες σκότωσε πάνω από 250 Γερμανούς στρατιώτες και τον σημαντικό για τους αντιπάλους, αντισυνταγματάρχη, Έμπελινγκ. Ο Ίτσιος είχε ως εντολή να σταματήσει τους Γερμανούς ώστε οι ελληνικές δυνάμεις να καταφέρουν να κερδίσουν χρόνο. Ωστόσο, τη στιγμή που οι Γερμανοί τον εγκλωβίζουν ο Έλληνας λοχίας δίνει διαταγή στους άλλους πέντε στρατιώτες να αποχωρήσουν ώστε να αντιμετωπίσει μόνος του τη νέα επίθεση.
Δύο από τους πέντε φαντάρους αρνήθηκαν πεισματικά να τον αφήσουν και έτσι οι τρεις άντρες άρχισαν να αποκρούουν τις απανωτές γερμανικές επιθέσεις. Κατάφεραν να αποφύγουν όλες τις βολές των Στούκας καθώς και να αντιμετωπίσουν την επίθεση των χερσαίων δυνάμεων των Γερμανών.
Δυστύχως, η εξάντληση των πυρομαχικών τους τους ανάγκασε να παραδοθούν. Οι Γερμανοί πλησίασαν επιφυλακτικά τους άντρες και άρχισε ένας διάλογος μεταξύ του Έλληνα λοχία και Γερμανού επικεφαλής:
Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής
Στρατηγός Σόρνερ: εσύ;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: ναι
Στρατηγός Σόρνερ: συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: έκανα το καθήκον μου
Στρατηγός Σόρνερ: και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.
Ο Γερμανός διοικητής διέταξε να τον σκοτώσουν. Όταν ο Ίτσιος ρώτησε γιατί, δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο Σόρνερ έδωσε εντολή να τον τιμήσουν και στη συνεχεια τον εκτέλεσε ο ίδιος.
Τους δύο άλλους άντρες, που παρέμειναν στο πλευρό του Ίτσιου, τους άφησε ελεύθερους. Αυτοί άλλωστε ήταν που διηγήθηκαν τα γεγονότα και την αυτοθυσία του Ίτσιου, που έμεινε στην ιστορία.



2. Στο newsbomb.gr υπάρχει μια άλλη εκδοχή που αναφέρει τα εξής:

Στην κορυφογραμμή του Μπέλες ήταν στημένα τα πρώτα πρόχειρα φυλάκια προκάλυψης της «γραμμής Μεταξά». Λίγο πιο κάτω, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από την οροθετική γραμμή, βρίσκονταν τα εννέα σκυρόδετα ελληνικά πυροβολεία, στημένα κατά μήκος της δεύτερης αμυντικής γραμμής. Οι υπερασπιστές των πυροβολείων είχαν εντολή να αμυνθούν ώσπου ο στρατός του υποτομέα Ροδοπόλεως να συμπτυχθεί χωρίς απώλειες προς τα Κρούσια κι αμέσως μετά, να εγκαταλείψουν κι αυτοί τις θέσεις τους με κανονική υποχώρηση, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση της περιοχής.
Κατά την εισβολή των Γερμανών στο Μπέλες, στις 6 Απριλίου 1941, ο έφεδρος λοχίας Ίτσιος βρέθηκε να είναι επικεφαλής του Πολυβολείου Π8.
Είναι 5:15΄ το ξημέρωμα, όταν ψηλά στην «Ομορφοπλαγιά» του Μπέλες η πιο τέλεια πολεμική μηχανή της εποχής αρχίζει το καταστροφικό της έργο. Το πρώιμο γλυκοχάραμα έρχεται συντροφευμένο από ομοβροντίες Γερμανικών πυροβόλων, όλμων και πολυβόλων. Αρχίζει η επίθεση. Οι υπερασπιστές της προκάλυψης ανταπαντούν.
Τα μάτια του Ίτσιου και των συντρόφων του ερευνούν πόντο - πόντο το έδαφος μπροστά τους. Είναι έτοιμοι να αντιτάξουν σκληρή αντίσταση στην ιταμή επίθεση. Η προκάλυψη αντιστέκεται ηρωικά.
Κάποια στιγμή ακούγεται βόμβος αεροπλάνων. Τρία ή τέσσερα «στούκας» πλησιάζουν την περιοχή και ξερνούν σίδηρο και φωτιά. Στη σφοδρότητα των επίγειων και ουράνιων επιθέσεων δεν αντέχει άλλο η προκάλυψη. Αναδιπλώνονται οι υπερασπιστές της πρώτης γραμμής.
Έρχεται η σειρά των πολυβολείων. Θερίζουν τα πολυβόλα τους. Καθηλώνουν τους Γερμανούς. Τα αεροπλάνα βουτούν και ξαναβουτούν με λύσσα σκορπώντας φωτιά και όλεθρο. Τα οχυρά αντιστέκονται. Οι υπερασπιστές των πολυβολείων ποτίζουν με το αίμα τους τα ιερά χώματα της γενέθλιας γης.
Σταδιακά τα ελληνικά πυροβολεία Π3, Π4, Π5 και Π9, σιγούν. Ακολουθεί το Π6 που, περικυκλωμένο από τον εχθρό, έπειτα από σθεναρή αντίσταση, καταλαμβάνεται το μεσημέρι…
Τα πυροβολεία Π7 και Π8, όμως, συνεχίζουν να μάχονται. Το πυροβολείο Π8, έχει στη διάθεσή του 38.000 φυσίγγια.  


Κάποια στιγμή ο λοχίας Ίτσιος βλέποντας το μάταιο της θυσίας, διατάζει τους στρατιώτες της μονάδας του να εγκαταλείψουν το Π8. Ο ίδιος θα μείνει και θα προσπαθήσει να εξοντώσει μόνος του τους Γερμανούς εισβολείς. Μερικοί υπακούουν. Οι Ανωπορογιώτες όμως μένουν. Πιστοί συμμαχητές του τώρα στο Π8, στην απόφασή του για αντίσταση μέχρις εσχάτων, στη θυσία.
Ο Ίτσιος αποκρούει με το πολυβόλο του τις λυσσασμένες απόπειρες των Γερμανών για κατάληψη του οχυρού του. Γυαλίζουν τα κράνη των σκοτωμένων Γερμανών. Οι επιθέσεις συνεχίζονται, πληθαίνουν, σκληραίνουν. Μα ο Ίτσιος δεν σταματά με το πολυβόλο του να σκορπά τον όλεθρο και το θάνατο στο Γερμανό εισβολέα. Όσο πιο πολύ κρατήσει στο μετερίζι του, τόσο πιο ασφαλής θα γίνει η υποχώρηση των άλλων προς τα Κρούσια. Ούτε σκέψη για τη δική του σωτηρία με φυγή. Γιατί αυτός δεν κιότεψε λεπτό…
Οι άδειοι κάλυκες γεμίζουν τον ελεύθερο χώρο του πολυβολείου. Το τηλέφωνο με τη Διοίκηση από ώρα έχει σιγήσει. Κάποια στιγμή τελειώνουν τα πυρομαχικά.
Αμέσως μετά ακολουθεί μια αλλόκοτη σιωπή. Οι Γερμανοί λουφάρουν. Αυτό φαίνεται, περίμεναν. Το τελείωμα των φυσιγγιών.
Ο λοχίας με τους συντρόφους του γνωρίζουν πως έπραξαν το καθήκον τους. Με δυσκολία ανοίγουν τη βαριά σιδερόπορτα του φρουρίου τους. Τα άδεια φυσίγγια την έχουν φρακάρει. Σε λίγο βρίσκονται έξω. Είναι προχωρημένο απόγευμα. Κράτησαν για καλά. Στην κατάσταση αυτή -μισοζαλισμένοι και ιδρωμένοι από την περίεργη σιωπή - ούτε που κατάλαβαν την περικύκλωσή τους, άοπλοι αυτοί, από ομάδα Γερμανών.
Ο επικεφαλής αξιωματικός σε άπταιστα ελληνικά διατάσσει να παρουσιαστεί ο αρχηγός του φρουρίου Π8.
Ευθυτενής, με αγέρωχη αξιοπρέπεια χωρίς ίχνος πρόκλησης και ανόητης επίδειξης, κάνει ο Ίτσιος δυο - τρία βήματα μπροστά, χαιρετά στρατιωτικά το Γερμανό αξιωματικό και με σταθερή φωνή αναφέρει:
- Ίτσιος Δημήτριος, Λοχίας Πεζικού.
Ξαφνιάζεται ο άλλος. Στα μάτια του εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς το θαυμασμό του για το παλληκάρι.
- Συγχαρητήρια λοχία. Με τη γενναιότητά σου ζωντάνεψες εδώ πάνω, σε τούτα τα βουνά, την πανάρχαια ιστορία των προγόνων σου.
Αμέσως μετά του κάνει νεύμα να τον ακολουθήσει. Τον οδηγεί στο ξέφωτο μπροστά από το πολυβολείο, και δείχνοντας του τις δεκάδες των πτωμάτων των στρατιωτών του - πάνω από 200 κατά έγκυρη εκτίμηση - του λέει:
- Αυτό που βλέπεις λοχία είναι έργο δικό σου.
Ο Ίτσιος γαλήνιος σαν όλους τους πραγματικούς ήρωες απαντά λακωνικά:
- Έπραξα το καθήκον μου.
- Εσύ έπραξες το καθήκον σου. Τώρα η σειρά μου να «εκτελέσω» κι εγώ το δικό μου καθήκον.
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, βγάζει το πιστόλι του και στυλώνοντάς το στον κρόταφο του παλληκαριού τον εκτελεί εν ψυχρώ. Ψυχρή, εγκληματική δολοφονία!
Ο Γερμανός ήξερε καλά πως τη στιγμή εκείνη, διέπραττε ένα έγκλημα πολέμου, μια στυγνή κι αποτρόπαια δολοφονία, μπροστά στα απορημένα βλέμματα των δικών του στρατιωτών και στα γεμάτα πίκρα και αγανάκτηση βλέμματα των συμπολεμιστών του Ίτσιου. Επειδή, ο λοχίας τους, δεν έπεσε. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ. Έφυγε από τη ζωή άδικα, μια όμορφη Απριλιάτικη ημέρα στην καρδιά της άνοιξης…
Η θυσία του έχει καταγραφεί σε σχετική πολεμική έκθεση του 111/70 τάγματος Πεζικού, όπου μεταξύ των άλλων, αναφέρονται:
«….ο γενναίος Ίτσιος Δημήτριος με το σκληρό θάνατό του θα εισέλθει στο πάνθεον των ηρώων και η ιστορία θα αναγράφει το όνομά του προς παραδειγματισμό των επερχόμενων γενεών....»

3. Και τέλος μια άλλη εκδοχή που υιοθετείται και από την Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια υπάρχει στο ιστολόγιο www.ww2wrecks.com και αναφέρει τα παρακάτω :

Π8


Το www.ww2wrecks.com απευθύνθηκε στον κ. Ηλία Κοτρίδη, Αντισυνταγματάρχη (ε.α.), συγγραφέα και ερευνητή της Μάχης των Οχυρών, ο οποίος με συστηματική επιτόπια έρευνα και μιλώντας στον κ. Ιωάννη Κοζάρτση, που ήταν στο πολυβολείο με το λοχία Ίτσιο, έφερε στο φως τη συγκλονιστική μαρτυρία του συμπολεμιστή του λοχία Ίτσιου, περιγράφοντας τόσο τη μάχη, όσο και τον τρόπο με τον οποίο φονεύθηκε ο λοχίας Ίτσιος.
Η αποκαλυπτική αυτή μαρτυρία του κ. Ιωάννη Κοζάρτση, ο οποίος είναι ακόμα εν ζωή, έγινε ενώπιον και άλλων ανθρώπων, όπως ο κ. Ευάγγελος Παπαθεοχαρίδης από τη Βέροια, καταγράφηκε επίσημα και αποτελεί ένα αδιάψευστο τεκμήριο από τον άνθρωπο που πολέμησε στο Π8 μαζί με τους συμπολεμιστές του.
Η πλήρης συνέντευξη του κ. Ιωάννη Κοζάρτση θα δημοσιευθεί στο νέο βιβλίο του κ. Ηλία Κοτρίδη, με τίτλο “Μπέλες, το όρος της Θυσίας”, μαζί με πληθώρα άλλων .άγνωστων μέχρι σήμερα στοιχείων.
Ο κ. Κοτρίδης, σχετικά με την αυτοθυσία του Ίτσιου και τις πράξεις του που τον κατατάσσουν στο πάνθεον της ελληνικής πολεμικής ιστορίας τόνισε στο www.ww2wrecks.com τα ακόλουθα:
“Πέραν πάσης αμφισβήτησης, ο λοχίας Ίτσιος είναι πράγματι ήρωας και η μνήμη του πρέπει να τιμάται ως παράδειγμα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας όχι για τους λόγους που εμφανίστηκαν από τον Ζαλοκώστα ως κινηματογραφικό σενάριο, ο οποίος προσπάθησε να κάνει ταινία με τον Πήτ Σκούρας, αλλά διότι διοίκησε τα δύο πολυβολεία εξαιρετικά, διότι έδειξε υπέρμετρο πατριωτισμό και ενώ μπορούσε σε κάποια στιγμή να φύγει δεν το έκανε και τέλος επειδή ενώ οι Γερμανοί φώναζαν να παραδοθούν αυτός προτίμησε να αρπάξει μια αραβίδα και να χυμήξει έξω από το Π8.”


Ο κ. Ιωάννη Κοζάρτσης αναφέρει:

“Τον Οκτώβριο του΄40, όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, ήμουν στο χωριό. Επιστρατεύθηκα και πήγα με τον αδερφό μου στο στρατόπεδο των Άνω Ποροΐων και καταταχθήκαμε.
 Ο Ίτσιος είχε πιστόλι και εγώ με τον γεμιστή αραβίδα. Δουλειά μου ήταν να επισκευάσω το πολυβόλο σε περίπτωση βλάβης. Όλο το χειμώνα τον βγάλαμε σ΄ ένα αμπρί, που φτιάξαμε, με αφάνταστες στερήσεις. Μια νύχτα έφυγα και πήγα στο σπίτι μου.
Άλλαξα ρούχα και αυτά που φορούσα τα έβαλε η μάνα μου και τα έβρασε σ΄ έναν τενεκέ. Πέρασα από επιτροπή και με βάλανε ως τεχνίτη στο πολυβολείο Π8 όπου συνάντησα τον συγχωριανό μου, επίσης επιστρατευμένο, λοχία Ίτσιο Δημήτριο ως διοικητή, τον κληρωτό στρατιώτη πολυβολητή Παπαβασιλείου, από την Κέλη Φλώρινας και έναν συγχωριανό του γεμιστή (σ.σ. στρατιώτης Τάσκας).
Πήρα ρούχα και για τον αδερφό μου, που ήταν πάνω στα σύνορα, στα χαρακώματα, με τον λοχαγό μας τον Μαρούδη, που σκοτώθηκε στις μάχες, και του τα έστειλα.
Την άνοιξη επανδρώσαμε το πολυβολείο και κάναμε υπολογισμούς αποστάσεων και αναγνωρίσεις των χώρων, ώστε όταν άρχιζε ο πόλεμος να είμαστε γνώστες.
Αποστολή μας ήταν να καλύψουμε την σύμπτυξη των τμημάτων μας σε περίπτωση που τους ανέτρεπαν οι Γερμανοί. Ήμασταν σε καλή θέση και θα χτυπούσαμε απέναντι στην πλαγιά, όπως και το Π7, που ήταν στα χίλια μέτρα περίπου και το διοικούσε και αυτό ο Ίτσιος και είχε για πολυβολητή τον χωριανό μας δεκανέα Κορδένη.
Το χωριό μας, όπως και τα γύρω χωριά, άδειασαν λίγο πριν χτυπήσουν οι Γερμανοί και πήγαν στα χωριά του Κιλκίς.
Ξημερώματα της 6ης Απριλίου άρχισε ο πόλεμος και από τη θέση μας παρακολουθούσαμε όλο τον τομέα μας, για τυχόν διεισδύσεις. Στα βουνά, μπροστά μας, οι εκρήξεις δεν είχαν σταματημό. Κάπου κάπου μας θυμόταν κι εμάς και μας έριχναν βόμβες με τα αεροπλάνα.
Σε κάποια στιγμή, λίγο πριν το μεσημέρι, εμφανίζεται ένας αγγελιοφόρος, από τα χαρακώματα πάνω και μας λέει: «παιδιά, πάνω εκεί στα φυλάκια δεν έμεινε ούτε κεραμίδι». Κοιτάζουμε έξω, στην πλαγιά, και τι να δούμε ! Μιλιούνια κατέβαιναν.
Ήταν τόσοι πολλοί που δεν ξεχώριζες αν ήταν δένδρα ή Γερμανοί. Οι δικοί μας, όσοι μείνανε, πολεμούσαν με ό,τι τους απόμεινε και οπισθοχωρούσαν. Πάνω εκεί πέσανε πολλοί δικοί μας, αλλά και συχωριανοί μου. Ανάμεσά τους και ο Χουρσουτίδης Παναγιώτης, που ήταν διαβιβαστής σε παρατηρητήριο.
Ο Ίτσιος δίνει εντολή στον Παπαβασιλείου και παίρνει τηλέφωνο στον Κορδένη, να αρχίσουν να ρίχνουν. Άρχισε και ο δικός μας πόλεμος. Ξαναρωτώ τον αγγελιοφόρο για το τι έγινε εκεί πάνω και να μου πεί λεπτομέρειες.
Επανέλαβε όσα και νωρίτερα μας είπε. Με έπιασαν οι λυγμοί, αλλά και θύμωσα πολύ -είχα αδερφό εκεί πάνω, τον Δημήτρη. Πιάνω τον Παπαβασιλείου, του λέω να κατέβει και ανεβαίνω εγώ στη θέση του.


Θέριζα! Ξέρεις τι θα πει θέριζα; Δεν ξέρεις. Έεε…ρε …που ΄ναι τα νιάτα εκείνα! Κατέβαιναν την πλαγιά κι εγώ θέριζα. Από τους συνεχείς πολυβολισμούς ζεστάθηκε πολύ η κάνη και με βρεγμένες πετσέτες την έβγαλα και έβαλα την ανταλλακτική.
Οι Γερμανοί πεζοί δεν γνώριζαν την ύπαρξη μας. Ξαναβάζω μπρός το θέρισμα. Ακούω φωνές από έξω «έρχονται τα στούκας». Μας βομβάρδιζαν και οι πεζοί τους κατέβαιναν. Μία βόμβα βρήκε το Π7 και το κατέστρεψε.
Πάει ο χωριανός μου ο Κορδένης, ξέρω ακριβώς πού σκοτώθηκε.
Ο Παπαβασιλείου πήρε τη θέση του και πάλι. Οι Γερμανοί όλο και πλησίαζαν χωρίς, μερικούς, να τους δούμε γιατί το πολυβολείο μας δεν είχε θυρίδα στα πλάγια ή πίσω. Έτσι πλησίασε κάποιος από πίσω-Έλληνας ήταν, Γερμανός ήταν δεν ξέρω- και μιλώντας Ελληνικά μας είπε :
«Παιδιά παραδοθείτε, οι Γερμανοί δεν θα σας κάνουν τίποτε. Παραδοθείτε. Κατέβηκαν στον κάμπο και πάνε για τη Σαλονίκη».
Ο Ίτσιος δεν ήθελε να το πιστέψει και αρπάζοντας την αραβίδα μου χύμηξε έξω ουρλιάζοντας, γεμάτος από πατριωτισμό και πάθος.
Οι Γερμανοί ήταν πάνω και γύρω από το πολυβολείο. «Μπάγκ…».
Ανοίγω περισσότερο την πόρτα και τον βλέπω πεσμένο μπρούμυτα. Το κράνος του έπεσε κάτω. Τον χτύπησαν στο κεφάλι. Βγαίνω έξω με τα χέρια ψηλά και πάω κοντά του. Ήταν γεμάτος αίματα.
Τον γύρισα να «βλέπει» ουρανό- είναι κρίμα να βλέπει χώμα ο νεκρός- σκούπισα τα αίματα και τον σκέπασα με την χλαίνη του.
Βγήκαν και οι άλλοι. Οι Γερμανοί πλησίασαν και συζητούσαν μεταξύ τους.
Δεν μας πείραξαν. Ένας από αυτούς μας έκανε νόημα να φύγουμε. Είχε περάσει το μεσημέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το χωριό γιατί γύρω μας γινόταν ακόμη χαλασμός.
Λίγο παρακάτω συναντήσαμε το διοικητή μας ταγματάρχη Καλλονά, με ένα οπλοπολυβόλο στο χέρι, να μάχεται ακόμη. Μας είπε να φύγουμε γρήγορα και ότι θα μας έβρισκε μετά.
Συνεχίσαμε την κάθοδό μας και σε κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, τραυματίστηκε στο χέρι ο Παπαβασιλείου που έδεσε το τραύμα με τον επίδεσμό του, αλλά φαίνεται ότι δεν ήξερε σωστά τη χρήση του και αιμορραγούσε.
Ο Θεός με φώτισε εκείνη τη στιγμή και βγάζοντας τον δικό μου επίδεσμο τον τυλίγω σφιχτά λίγο πάνω από το τραύμα και σταμάτησα το αίμα. Είχα ακούσει ότι ο τραυματίας δεν κάνει να πιεί νερό και έτσι σε όλη τη διαδρομή δεν του το επέτρεψα. Φθάσαμε αργά στη Ροδόπολη. Τι να δούμε! Παντού Γερμανοί, σε πορεία προς το Κιλκίς.
Μόλις είδαν τον τραυματία ήρθαν κοντά μας και τον πήραν σε ασθενοφόρο και αργότερα τον πήγαν σε νοσοκομείο των Αθηνών όπου συναντήθηκε με έναν συγχωριανό μου, τραυματία από το Αλβανικό μέτωπο και του είπε να μεταφέρει τις ευχαριστίες του, διότι με το δέσιμο που του έκανα γλύτωσε το χέρι του.”

Ο επίλογος


Το 1946, η σύζυγός του, Άννα, μαζί με άλλους συγχωριανούς, ξέθαψαν και μετέφεραν τα οστά του και των άλλων πεσόντων στο Ηρώο του χωριού Άνω Πορόια. Είναι η χρονιά που απονέμεται μεταθανάτια στο λοχία ο βαθμός του Επιλοχία και το Αργυρό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα και το θάρρος του.
Πολλά χρόνια μετά στήνεται στην «Ομορφοπλαγιά» και κοντά στο θρυλικό πλέον Π8 αναμνηστική στήλη, το δε στρατόπεδο που υπάρχει στο χώρο της θυσίας του ονομάζεται «Στρατόπεδο Ίτσιου».
Στις 10 Αυγούστου 1980, σε επίσημη τελετή γίνονται τα αποκαλυπτήρια της γλυπτικής σύνθεσης της κεντρικής πλατείας του χωριού Άνω Πορόια.
Ασχέτως με τις τρεις εκδοχές που παραπάνω αναφέραμε για την θυσία του ήρωά μας ο λοχίας Ίτσιος Δημήτριος με τη στρατηγική και τον ηρωισμό του συνέβαλε σημαντικά στην αντίσταση κατά της εισβολής των Γερμανών, κερδίζοντας χρόνο για τους συμπατριώτες του. Αυτή είναι η απόλυτη ουσία της ηρωικής θυσίας του για την πατρίδα και τους συντρόφους του

Πηγή :
Χρήστου Ζαλοκώστα : Ρούπελ

Δεν υπάρχουν σχόλια: