Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την εξέλιξη της επίθεσης.
H
Εαρινή Επίθεση των Ιταλών
Με την ονομασία Ιταλική
Εαρινή Επίθεση, ή Επιχείρηση Πριμαβέρα φέρεται η γενική αντεπίθεση των ιταλικών
δυνάμεων κατά των ελληνικών προχωρημένων θέσεων στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού
πολέμου προκειμένου ν΄ ανακτήσουν τις θέσεις από τις οποίες είχαν υποχωρήσει
και κατά συνέπεια ν' ανατρέψουν την μέχρι τότε σε βάρος τους έκβαση του
πολέμου. Η επιχείρηση αυτή έλαβε χώρα υπό την προσωπική εποπτεία του Μουσολίνι,
από 9 μέχρι και 25 Μαρτίου 1941, σε όλο το μήκος του ελληνοϊταλικού μετώπου και
έληξε με πλήρη αποτυχία των Ιταλών καθώς οι ελληνικές δυνάμεις διατήρησαν ακέραιες
τις θέσεις τους. Αυτή ήταν και η τελευταία απόπειρα των Ιταλών κατά των
Ελληνικών Δυνάμεων μέχρι την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα που ακολούθησε μετά
δεκαήμερο, στις 6 Απριλίου 1941.
Στο αλβανικό μέτωπο, η
είσοδος του 1941 σήμανε την έναρξη μιας ακόμη ελληνικής επιθετικής ενέργειας.
Tov Ιανουάριο οι 13 ελληνικές μεραρχίες είχαν απέναντι τους 11 ιταλικές μεραρχίες
πεζικού (11η «Brennero»,
19η «Venezia»,
23η «Ferrara»,
29η «Piemonte»,
33η «Acqui», 37η «Modena», 48η «Taro», 49η «Parma», 51η
«Sienna», 53η «Arezzo» και 56η «Casale»), τέσσερις μεραρχίες αλπινιστών (2η
«Tridentina», 3η «Julia», 4η «Cuneense» και 5η «Pusteria») και την
131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Centauro». Οι Ιταλοί διέθεταν παράλληλα δύο συντάγματα
ιππικού, δύο συντάγματα βερσαλιέρων, ένα σύνταγμα γρεναδιέρων και μονάδες
μελανοχιτώνων και Αλβανών. Οι ίδιοι υπολόγιζαν τις δυνάμεις τους στην Αλβανία, στις
αρχές του 1941, σε 272.000 άνδρες. Οι ελληνικές μεραρχίες ανήκαν σε τρεις μεγάλους
σχηματισμούς, το Α ’ Σώμα Στρατού (ΣΣ), το B’ Σώμα Στρατού (ΣΣ) και το Τμήμα
Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ). To Α ’ ΣΣ δρούσε στην κοιλάδα του ποταμού
Δρίνου και στον τομέα του ποταμού Αώου, το B' ΣΣ είχε ως αντικειμενικό σκοπό
την κατάληψη του σημαντικού κόμβου της Κλεισούρας και το ΤΣΔΜ υπερασπιζόταν το
υψίπεδο της Κορυτσάς, διατηρώντας επαφή με το B ’ ΣΣ.
H ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε
το πρωινό της 8ης Ιανουαρίου από την I Μεραρχία και την XV Μεραρχία. Την
επόμενη ημέρα ενεπλάκη στη μάχη και η Xl Μεραρχία. Στις 10 Ιανουαρίου κατελήφθη
ο αντικειμενικός σκοπός της επίθεσης, η Κλεισούρα, με βαρύ φόρο αίματος και για
τις δύο πλευρές. Ειδικά η 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Julia» έπαψε να υφίσταται ως
σχηματισμός, μετρώντας 4.000 νεκρούς, τραυματίες, αιχμαλώτους ή αγνοούμενους. Οι
επιχειρήσεις προς το Μπεράτι και τον Αυλώνα δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Μέχρι
το τέλος Ιανουαρίου το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και διεξάγονταν κυρίως τοπικής
σημασίας επιχειρήσεις. H ιταλική αντεπίθεση, στις 26 Ιανουαρίου αντιμετωπίστηκε
από την ελληνική πλευρά, έπειτα και από την αποστολή της V Μεραρχίας του Γ’
Σώματος Στρατού. Οι Ιταλοί ενέπλεξαν στην αντεπίθεση καινούργιες μονάδες, τις
οποίες ενίσχυαν άρματα, αλπινιστές και αεροσκάφη, ωστόσο δεν σημείωσαν πρόοδο.
Αντιθέτως απώλεσαν, μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου, την Τρεμπεσίνα, το Μπούμπεσι, το
Μάλι Σπαντάριτ και διάφορα υψώματα. Στις 14 Φεβρουαρίου ιδρύθηκε το Τμήμα Στρατιάς
Ηπείρου, με διοικητή τον αντιστράτηγο Μάρκο Δράκο, το οποίο ανέλαβε τον
συντονισμό των ενεργειών του Α ’ ΣΣ και του B’ ΣΣ. Μέχρι την έναρξη της
επιχείρησης «Primavera», της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών, οι αντιμαχόμενοι
βελτίωναν τις θέσεις τους, χωρίς να εκδηλωθεί κάποια μεγάλης κλίμακας
επιχείρηση.
Στο μεταξύ, στις 29
Ιανουαρίου 1941 απεβίωσε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, σε ηλικία 70 ετών. O
Αλέξανδρος Κορυζής, ως τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ανέλαβε
καθήκοντα πρωθυπουργού με εντολή του Βασιλιά Γεωργίου B’.
Ο Μουσολίνι δίνει οδηγίες επί χάρτου
O Μουσολίνι έφθασε στα
Τίρανα στις 2 Μαρτίου, για να επιβλέψει προσωπικά τις προετοιμασίες. Δύο ημέρες
μετά άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες. Από τα τέλη
Ιανουαρίου η επιχείρηση σχεδιαζόταν με σχολαστικότητα. Καθώς αναμενόταν
παρέμβαση της Γερμανίας στην Ελλάδα, ο ντούτσε γνώριζε πολύ καλά ότι αυτή ήταν
η τελευταία του ευκαιρία για να διασώσει το γόητρο του ίδιου και του στρατού
του και να αποδείξει ότι η Ιταλία δεν ήταν κομπάρσος στον Άξονα. O στρατηγός
Ούγκο Καβαλέρο προετοίμαζε την επιχείρηση υπό τη διττή του ιδιότητα, ως αρχηγού
του ιταλικού Γενικού Επιτελείου και επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στην
Αλβανία. Δέκα νέες μεραρχίες έφθασαν στην Αλβανία και δόθηκε μεγάλη σημασία
στην εξύψωση του ηθικού του στρατεύματος. Υψηλόβαθμα στελέχη του φασιστικού
καθεστώτος είχαν καταταγεί ως αξιωματικοί στο στράτευμα με αυτό τον σκοπό.
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον υπουργό Παιδείας Τζουζέπε Μποτάι, τον υπουργό Λαϊκού
Πολιτισμού Αλεσάντρο Παβολίνι, τον υπουργό Συντεχνιών Ρενάτο Ρίτσι, ο οποίος
κατετάγη στο 2o Σύνταγμα Βερσαλιέρων, και τον γαμβρό του Μουσολίνι, Γκαλεάτσο
Τσιάνο.
Πριν από την έναρξη της
Εαρινής επίθεσης, η διάταξη του Ελληνικού Στρατού περιελάμβανε τέσσερα τμήματα
στρατιάς. Δυτικά παρατασσόταν το ΤΣΗ με διοικητή τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα,
ο οποίος αντικατέστησε τον αντιστράτηγο Μάρκο Δράκο από τις 8 Μαρτίου 1941, και
δύναμη δύο σωμάτων στρατού (Α’ Σώμα του αντιστρατήγου Παναγιώτη Δεμέστιχα και
B’ Σώμα του υποστρατήγου Γεωργίου Μπάκου). To Α ’ ΣΣ διέθετε την IΙ Μεραρχία
(υποστράτηγος Γεώργιος Λάβδας), την IΙΙ Μεραρχία (συνταγματάρχης Κωνσταντίνος
Γεωργαντάς), την IV Μεραρχία (συνταγματάρχης Κλεάνθης Μπουλαλάς) και την VΙΙΙ Μεραρχία
(υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος). To B’ ΣΣ διέθετε πέντε μεραρχίες και μια
μεραρχία ιππικού: την I Μεραρχία του υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού, την
Μεραρχία του υποστρατήγου Γεωργίου Παπαστεργίου, την XΙ Μεραρχία του
συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατου, τη XV Μεραρχία του συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου,
τη XVII Μεραρχία του υποστρατήγου Αναστασίου Ρουσσόπουλου και τη Μεραρχία
Ιππικού του υποστρατήγου Γεωργίου Στανωτά.
Ο Ugo Cavalero αρχηγός του Ιταλικού Γεν. Επιτελείου
και επικεφαλής των Ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία
Στη Μακεδονία δρούσαν το
Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας του αντιστρατήγου Γεωργίου Τσολάκογλου και το
Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας του αντιστρατήγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου.
H Θράκη αποτελούσε ζώνη ευθύνης του Τμήματος Στρατιάς Θράκης, με διοικητή τον
αντιστράτηγο Ιωάννη Κωτούλα. Οι ελληνικές μεραρχίες ήταν 18, περιλαμβανομένης
της Μεραρχίας Ιππικού.
H ιταλική ενέργεια θα
εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου, σε ένα μέτωπο που θα υπερέβαινε τα 30 χιλιόμετρα,
μεταξύ των ποταμών Αψου και Αώου.
H κατεύθυνση της επίθεσης
θα ήταν προς το Μπούμπεσι. Αρχικός στόχος ήταν η ανακατάληψη της Κλεισούρας και
τελικός αντικειμενικός σκοπός η πόλη των Ιωαννίνων. H 11η Στρατιά του στρατηγού
Κάρλο Τζελόζο θα είχε την ευθύνη για την πραγματοποίηση της επίθεσης, έχοντας
στη διάθεσή της τρία σώματα στρατού: το 4o Σώμα του αντιστρατήγου Καμίλο
Μερκάλι, το 8o του στρατηγού Γκαστόνε Γκαμπάρα και το 25ο του αντιστρατήγου
Κάρλο Ρόσι. Οι Ιταλοί είχαν στη διάθεσή τους 25 μεραρχίες και μπορούσαν να κινητοποιήσουν
συνολικά 35. To 8o Σώμα θα εκδήλωνε την κύρια ενέργεια, με τέσσερις μεραρχίες
πεζικού (38η «Puglie», 24η «Pinerolo», 47η «Bari» και 59η «Cagliari») και δύο
τάγματα μελανοχιτώνων, από τις μονάδες μελανοχιτώνων της 11ης Στρατιάς που
διοικούσε ο αντιστράτηγος Εντσο Εμίλιο Γκαλμπιάτι. Θα εμπλέκονταν ακόμη η 2η
Μεραρχία Πεζικού «Sforzesca», η 51η Μεραρχία Πεζικού «Sienna», η 7η Μεραρχία
Πεζικού «Lupi di Toscana», η 29η Μεραρχία Πεζικού «Piemonte» και η 131
Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Centauro». Στον τομέα όπου θα εκδηλωνόταν η επίθεση, 37
ελληνικά τάγματα έπρεπε να αντιμετωπίσουν 61 ιταλικά. Τις ιταλικές μεραρχίες
υποστήριζαν τρία συντάγματα ιππικού, τέσσερα συντάγματα βερσαλιέρων, ένα
σύνταγμα γρεναδιέρων και μονάδες μελανοχιτώνων. Επιπλέον, για την προπαρασκευή πυροβολικού
δια τέθηκαν 300 πεδινά πυροβόλα και 100 μέσα, ενώ η αεροπορική υποστήριξη βασιζόταν
σε 300 αεροσκάφη.
O Μουσολίνι παρακολούθησε
την επίθεση από το φυλάκιο στη Ρέχοβα, όπου είχε εγκατασταθεί. H επιχείρηση
άρχισε με εντατικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων από την ξηρά και τον αέρα.
Επί ενός μετώπου έξι
χιλιομέτρων έπεσαν 100.000 βλήματα. O τομέας της ελληνικής I Μεραρχίας δοκιμάστηκε
περισσότερο, διότι εκεί επρόκειτο να εκδηλωθεί η κύρια ιταλική προσπάθεια. Μολονότι
οι ελληνικές μονάδες είχαν ολοκληρώσει την προώθησή τους, ως αντίμετρο στην
αναμενόμενη ιταλική επιθετική ενέργεια, η πίεση που δέχθηκαν οι μεραρχίες του B
’ Σώματος Στρατού ήταν ασφυκτική. Οι επιθέσεις των Ιταλών επικεντρώθηκαν στο
Μπρέγκου Ραπίτ, στο Κιάφε Λούζιτ και στα υψώματα 717 και 731. Παρόλη την πίεση,
μοναδικό κέρδος των Ιταλών ήταν το ύψωμα 717. O διοικητής του B' Σώματος
Στρατού, υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος, ενίσχυσε την I Μεραρχία με ένα σύνταγμα
της VΙ Μεραρχίας και ένα τάγμα από την εφεδρεία. H 10η Μαρτίου ξημέρωσε με νέους
βομβαρδισμούς και νέες επιθέσεις, όμως και πάλι το αποτέλεσμα ήταν ανθρώπινες
και όχι εδαφικές απώλειες. H 11η Μαρτίου σημαδεύτηκε από έναν ιταλικό ελιγμό
υπερκέρασης, που δεν κατόρθωσε κάτι αξιοσημείωτο. Στις 12 Μαρτίου συνεχίσθηκαν
οι επιθέσεις στο Μπρέγκου Ραπίτ και στο ύψωμα 731, το οποίο είχε μετατραπεί από
τις συνεχείς επιθέσεις σε σεληνιακό τοπίο.
To ύψωμα 731
υπερασπίσθηκαν οι άνδρες του 5oυ Συντάγματος της I Μεραρχίας, οι οποίοι
κατάγονταν, ως επί το πλείστον, από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. O
αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, Αλέξανδρος Παπάγος, εξέδωσε ειδική
διαταγή για τους μαχητές του υψώματος. O διοικητής του 2oυ Τάγματος του 5oυ
Συντάγματος, Δημήτριος Κασλάς, κατέγραψε στο προσωπικό του ημερολόγιο με πολύ
γλαφυρό τρόπο την τιτανομαχία που διεξήχθη επί του υψώματος. Περιέγραψε τον
εφιάλτη των συνεχών Βομβαρδισμών, την αυταπάρνηση των ανδρών του, πολλές φορές
χωρίς τροφή ή άλλα χρειώδη, το πώς οι στρατιώτες υποδέχθηκαν με σκωπτική
διάθεση τη ρίψη ιταλικών προκηρύξεων που τους καλούσαν να παραδοθούν. O
ταγματάρχης Κασλάς, ο οποίος πριν καταταγεί στον Ελληνικό Στρατό ονομαζόταν
Καζίλας, προήχθη μετά θάνατον σε ταξίαρχο για την προσφορά του στην αντίσταση
κατά των στρατευμάτων κατοχής. O βομβαρδισμός τον οποίο υπέστη το ύψωμα 731
λέγεται ότι ήταν από τους πιο σφοδρούς που δέχθηκε ποτέ αμυντική θέση κατά τον
B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη μάχη το άλλοτε κατάφυτο ύψωμα ήταν γυμνό, έχοντας χάσει
μερικά μέτρα από το συνολικό του υψόμετρο. Οι πεσόντες και από τις δύο πλευρές
στοιβάζονταν στις ανασκαμμένες παρειές του υψώματος, δημιουργώντας ένα θέαμα
που σημάδεψε για πάντα όσους το αντίκρισαν. Μέχρι τις 15 Μαρτίου, οπότε έληξε η
πρώτη φάση των επιχειρήσεων, τα εδαφικά οφέλη των Ιταλών ήταν μηδαμινά.
H δεύτερη φάση ξεκίνησε με
μία ακόμη επίθεση στο πολύπαθο ύψωμα 731 από άνδρες της 51ης Μεραρχίας Πεζικού
«Sienna», τους οποίους υποστήριζαν άρματα M13/40 της 2ης Ιλης της 4ης Επιλαρχίας. Μέχρι τις
24 Μαρτίου είχαν εξαπολυθεί τουλάχιστον 20 επιθέσεις εναντίον του υψώματος. Οι
απόπειρες συνεννόησης Ελλήνων και Ιταλών για προσωρινή εκεχειρία δεν οδήγησαν
πουθενά και η εικόνα στο ύψωμα 731 κατέστη ακόμη πιο εφιαλτική. O Μουσολίνι δεν
περίμενε να δει το άδοξο τέλος της επιχείρησης «Primavera».
Έφυγε από την Αλβανία στις
21 Μαρτίου, εκφράζοντας τη δυσφορία του για τους επιτελείς του.
Ιταλοί αιχμάλωτοι
To απαρχαιωμένο σχέδιο
επίθεσης των Ιταλών δεν μείωσε τη γενναιότητα με την οποία πολέμησε η πλειοψηφία
των Ιταλών. Οι Έλληνες μαχητές επεδείκνυαν παροιμιώδη ψυχραιμία υφιστάμενοι τον
καταιγισμό των εχθρικών οβίδων και στη συνέχεια «υποδέχονταν» με θεριστικά πυρά
τους Ιταλούς, εκτελώντας παράλληλα αντεπίθεση όταν μειωνόταν η ορμή του
αντιπάλου. Τα πυρά του ελληνικού Πυροβολικού δεν ήταν τόσο πυκνά, λόγω έλλειψης
πυρομαχικών, ήταν όμως εύστοχα.
Στην ουσία μόνο οι
πυροβολαρχίες της I Μεραρχίας έβαλλαν χωρίς περιορισμούς. H επίθεση κόστισε
12.000 απώλειες στους Ιταλούς και 5.300 στην ελληνική πλευρά. Τις περισσότερες
(πάνω από το 50%) από αυτές τις είχε η I Μεραρχία. Εδώ όμως θα πρέπει να αναφέρουμε ότι
σημαντικές απώλειες είχε και η ηρωική Μεραρχία Κρητών.
Λίγα
για την Μεραρχία Κρητών
Ο
Δεκανέας Μιχαήλ Τσαγκαράκης καταγόταν από τα ΜΑΛΙΑ και ήταν ανιψιός του, κατά
την Μάχη της Κρήτης, Φρουράρχου Ηρακλείου Εμμανουήλ Τσαγκαράκη. Αν και
θα μπορούσε να παραμείνει στο Φρουραρχείο Ηρακλείου, πλησίον του θείου
του , με ενθουσιασμό έφυγε για το Αλβανικό μέτωπο με το Σύνταγμα των Κρητών. Την
ημέραν που ανεχώρησε το Σύνταγμα από την Κρήτη οι συμπολεμιστές του τον
σήκωναν στα χέρια τους εκφράζοντας την ικανοποίηση τους που τείχαν
μαζί τους τον ανιψιο του φρουράρχου.
Στις 16 Νοεμβρίου 1940 όλη
η δύναμη της 5ης Μεραρχίας Κρητών έφυγε από τη Σούδα Χανίων για Θεσσαλονίκη.
Ήταν: 19.662 μάχιμοι, 687 υποζύγια και 81 οχήματα. Τον Γενάρη 1941 ο
Αρχιστράτηγος Παπάγος ζητά από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής να σταλούν και τα
τρία τάγματα στην Ηπειρωτική Ελλάδα τα οποία είχαν συγκροτήσει σε αντικατάσταση
της 5ης Μεραρχίας που είχε σχεδόν αποδεκατιστεί.
Στις 5 Απριλίου 1941 πάλι
ο Παπάγος δίνει εντολή να πάνε στην Β. Ελλάδα άλλοι 3.000 Κρητικοί, που μόλις
είχαν τελειώσει τη βασική τους εκπαίδευση. Έτσι οι Κρήτες είχαν φθάσει στον
αριθμό 22.228 ψυχές. Επίσης όπως αναφέρει στην έκθεσή του ο Στρατηγός Σόλων
Καφφάτος, Προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών, «άπαν το εν τη νήσω πολεμικόν υλικόν μέχρι και του τελευταίου κιβωτίου
πυρομαχικών και παν μεταφορικόν μέσον μέχρι και του τελευταίου αυτοκινήτου ή
ημιόνου, επιταχθέντα εφορτώθησαν διά το Αλβανικόν μέτωπον». Και έτσι
αποδυναμώθηκε η άμυνα το νησιού.
Η 5η Μεραρχία είχε
Διοικητή τον Υποστράτηγο Γεώργιο Παπαστεργίου. Αποβιβάστηκαν στην Θεσσαλονίκη
και ξεκίνησαν με τα πόδια για να φθάσουν στο υψίπεδο της Κορυτσά στις 6
Ιανουαρίου 1941, μέσω Πτολεμαϊδας, Άργους Ορεστικού, Καστοριάς.
Στις 10
Ιανουαρίου 1941 μετακινείται από τη βόρεια πτέρυγα του μετώπου στα νότια όπου
το Α΄ Σώμα Στρατού έχει διαταχθεί να προετοιμάσει επίθεση για την κατάληψη της
Αυλώνας. Η διαταγή όμως ανακαλείται και η 5η Μεραρχία διατάσσεται να επιστρέψει
στον κεντρικό τομέα του μετώπου στις 19 Ιανουαρίου 1941. Μέχρι εκείνη τη στιγμή
τα παιδιά της Κρήτης είχαν διασχίσει περίπου 450 χλμ.
Προξενεί εντύπωση ότι ο
Παπάγος, ενώ περιέφερε την 5η Μεραρχία επί δύο μήνες στα βουνά της Δυτικής
Μακεδονίας και της Αλβανίας, τελικά τη ρίχνει χωρίς προσαρμογή στις πολεμικές
συνθήκες του μετώπου σε ένα από τα δυσκολότερα σημεία: στον ορεινό όγκο της
Τρεμπεσίνας, πάνω από τη Κλεισούρα. Έτσι τα Κρητικόπουλα πήραν το βάπτισμα του
πυρός στο μέτωπο της Αλβανίας στις 26 Ιανουαρίου 1941. Ρίχτηκαν στη μάχη με
ενθουσιασμό και ηρωισμό μέσα στο χιόνι και την ομίχλη και με ασυνηθιστες για αυτούς
κληματολογικές συνθήκες. Από τις ήπιες συνθήκες του νησιού τους βρέθηκαν
ξαφνικά να κάνουν «χειμερινά σπορ», ή μάλλον πειράματα βιολογικής αντοχής, σε
χαμηλές θερμοκρασίες.
Οι συνέπειες ήταν
τραγικές. Οι μάχες εξελίσσονταν σε Σφαγείο. Ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν το κρύο.
Αφόρητο. Τη νύχτα έπεφτε στους -10 και -20 βαθμούς Κελσίου. Τα κρυοπαγήματα
θερίζουν. Πολλοί στρατιώτες μας έχουν να βγάλουν τα άρβυλά τους για μερικές
εβδομάδες. Άρβυλα, κάλτσες και σάρκα έχουν γίνει ένα.
Για τα Κρητικόπουλα η
κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη, γιατί προέρχονταν από το πιο θερμό κλίμα της
πατρίδος μας. Δεν είχαν βαρύ ρουχισμό, ενώ και αυτός που είχαν μαζί τους, όπως
και τα άρβυλα, είχαν φθαρεί στις ατελείωτες πορείες.
Παρόλα αυτά οι Κρητικοί
στις 29 Ιανουαρίου 1941 κατόρθωσαν να ανεβούν στην κορυφή της Τρεμπεσίνα, η
οποία ήταν παγωμένη και να τρέψουν τους Ιταλούς σε φυγή. Να σημειώσουμε ότι οι
Ιταλοί ήταν ντυμένοι με όλα τα απαραίτητα εφόδια για το χιόνι και το κρύο, αλλά
και επί πλέον οι μονάδες πάνω στα βουνά αντικαθίσταντο σε τακτά διαστήματα για
να αντέξουν στο κρύο. Οι Κρητικοί διαβίωναν σε υψόμετρο 1.500 μέτρα με συνεχείς
χιονοθύελλες αλλά και βάρβαρες αεροπορικές επιθέσεις. Τα κρυοπαγήματα συνεχώς
αυξάναν.
Στις 11 Φεβρουαρίου 1941 παίρνουν
νέα διαταγή για επίθεση. Επόμενος στόχος «αυχένας της Μετζγκόρανη» και της
κορυφής Πούντα Νορντ υψόμετρο 1647 μέτρα, μέσα σε φοβερή χιονοθύελλα. Το χιόνι
έφθασε και τα δύο μέτρα και οι στρατιώτες μας ξεχώριζαν σαν την μύγα μες στο
γάλα. Οι απώλειες ήταν φοβερές. Η 5η Μεραρχία στο διάστημα από 29 Ιανουαρίου
μέχρι 18 Φεβρουαρίου 1941 είχε 237 νεκρούς, 1179 τραυματίες, 1058 παγόπληκτους,
160 με διάφορα νοσήματα και 115 αγνοούμενους.
Τελικά κάτω από σκληρές
συνθήκες και με αγώνα εκ του συστάδην τα Κρητικόπουλα νίκησαν. Ανέβηκαν στην
κορυφή Πούντα Νορντ (1647 μέτρα) Δεν είχαν όμως δύναμη –όπως είναι φυσιολογικό-
ούτε να βαδίσουν πάνω στο χιόνι και απλώς προσπαθούσαν να μείνουν στη ζωή.
Τον Μάρτη του 1941 ήλθε η
εαρινή επίθεση των Ιταλών. Η 5η Μεραρχία είχε νέες απώλειες σε αξιωματικούς και
οπλίτες: 181 νεκροί, 846 τραυματίες, 625 παγόπληκτοι και 434 με διάφορα
νοσήματα. Οι γενικές απώλειες της Ελληνικής δύναμης ξεπέρασαν τους 5.500
άνδρες. Η 5η Μεραρχία είχε τις μεγαλύτερες από όλες τις άλλες Ελληνικές
Μεραρχίες.
Πηγές :
Οι φλόγες του Πολέμου
Τομος 4ος σελ. 20-24
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου