Οι
σχέσεις Ελλάδας - Αλβανίας
Γράφει
ο ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ*
Η αποκατάσταση των
ελληνοαλβανικών διπλωματικών σχέσεων το 1971 ήταν το αποτέλεσμα της επίδρασης
μιας σειράς παραγόντων σε διεθνές επίπεδο, σε ευρύτερο διαβαλκανικό και σε
διμερές ελληνοαλβανικό. Σε διεθνές επίπεδο ιδιαίτερη σημασία είχε η δρομολόγηση
της αμερικανοκινεζικής προσέγγισης το 1971 σε αντισοβιετική βάση, σε μια
περίοδο που η σοβιετοκινεζική ρήξη ήταν στο αποκορύφωμά της. Ο κινεζικός
παράγοντας εμπλεκόταν στα σχέδια των Αμερικανών για τον τερματισμό του πολέμου
στο Βιετνάμ, την αποτροπή της ένωσης του Βορείου Βιετνάμ με το Νότιο Βιετνάμ
και τη μετατροπή του τελευταίου σε διεθνές προτεκτοράτο. Η Κίνα όφειλε να
εξισορροπήσει τη σοβιετική επιρροή στην Ινδοκίνα μετά την αποχώρηση των
Αμερικανών. Ταυτόχρονα, κατά τις αμερικανικές εκτιμήσεις, η Κίνα έπρεπε να
γίνει μέλος του ΟΗΕ και να τύχει διεθνούς υποστήριξης σε περίπτωση που η
Σοβιετική Ένωση επιχειρούσε να καταστρέψει το πυρηνικό της πρόγραμμα. Οι βάσεις
της αμερικανοκινεζικής προσέγγισης, για την οποία εργάστηκε παρασκηνιακά η
ρουμανική διπλωματία, τέθηκαν κατά την επίσκεψη του Κίσινγκερ (1971) και του
Νίξον (1972) στην Κίνα. Η αμερικανοκινεζική προσέγγιση δημιούργησε ένα ευνοϊκό
κλίμα και για την ελληνοαλβανική προσέγγιση, καθόσον η Αλβανία από το 1962 ήταν
το προκεχωρημένο φυλάκιο της Κίνας στα Βαλκάνια.
Οι
φόβοι των Τιράνων και του Βελιγραδίου
Τίρανα, 1959. Ο Σοβιετικός ηγέτης
Νικίτα Χρουστσόφ ανάμεσα στον Αλβανό κομματικό ηγέτη Ενβέρ Χότζα (δεξιά) και
τον πρωθυπουργό Μεχμέτ Σέχου. Λίγα χρόνια αργότερα, το δόγμα Μπρέζνιεφ για
περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων,
και την πρωτοβουλία προσέγγισης της Ελλάδας από την αλβανική ηγεσία.
Η εισβολή χωρών του
Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία (Αύγουστος του 1968) και το δόγμα
Μπρέζνιεφ για την περιορισμένη κυριαρχία των σοσιαλιστικών χωρών προκάλεσαν
έκδηλη ανησυχία στην Αλβανία και στη Γιουγκοσλαβία Η Αλβανία αποχώρησε και
τυπικά από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στις αλβανικές ακτές τέθηκαν σε ετοιμότητα
οι εγκαταστάσεις ραντάρ και τα πολυβόλα, ενώ στη Γιουγκοσλαβία ψηφίστηκε
νομοσχέδιο για παλλαϊκή άμυνα και γενικευμένο ανταρτοπόλεμο σε περίπτωση
σοβιετικής επίθεσης. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν είχε υπογράψει συνθήκη
στρατιωτικής συμμαχίας με την Αλβανία και, λόγω της μεγάλης απόστασης, δεν
μπορούσε να προστατεύσει το προκεχωρημένο της φυλάκιο στα Βαλκάνια. O κοινός
σοβιετικός κίνδυνος επέφερε το 1970/71 μια προσωρινή αλβανογιουγκοσλαβική προσέγγιση.
Οι φόβοι της Αλβανίας για την ασφάλειά της προέκυπταν από το ακόλουθο σενάριο:
1. Εισβολή της Βουλγαρίας
και της Ουγγαρίας στη Γιουγκοσλαβία με σοβιετική βοήθεια, στο όνομα της
υπεράσπισης του σοσιαλισμού από τις παρεκκλίσεις του γιουγκοσλαβικού συστήματος
της αυτοδιαχείρισης των εργατών και στο όνομα των εθνικών διεκδικήσεων της
Ουγγαρίας στη Βοϊβοντίνα και της Βουλγαρίας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Ήδη,
ο ψυχολογικός πόλεμος για το Μακεδονικό, που από το 1968 με ιδιαίτερη ένταση
είχε αρχίσει να διεξαγάγει η Βουλγαρία εναντίον των Σκοπίων, είχε προκαλέσει
ανησυχία στα Σκόπια και στο Βελιγράδι.
2. Επίθεση του σοβιετικού
μεσογειακού στόλου στις αλβανικές ακτές, συνδυασμένη με τη χερσαία στρατιωτική
βοήθεια της Βουλγαρίας σε περίπτωση κατάρρευσης της γιουγκοσλαβικής άμυνας στη
γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Η αύξηση του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο και η
αναζήτηση μιας βάσης για την εγκατάστασή του ανησυχούσαν την Αλβανία, αλλά και
τις Ηνωμένες Πολιτείας. Σε περίπτωση επίθεσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας εναντίον
της Αλβανίας, η αλβανική πολιτική ηγεσία εκτιμούσε ότι η Ελλάδα θα επωφελούνταν
από την κατάσταση και θα εισέβαλε στη Βόρειο Ήπειρο για να προστατεύσει τον
ελληνικό πληθυσμό και να εξασφαλίσει στρατηγικές ζώνες ασφαλείας. Έτσι, το
ζήτημα της ελληνοαλβανικής προσέγγισης είχε αποκτήσει ουσιαστική σημασία για
την Αλβανία στις νέες συνθήκες.
Ευελιξία
στις διαπραγματεύσεις της Νέας Υόρκης
Στη δεκαετία του ’50 είχαν
γίνει μερικά μικρά βήματα για τη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, όπως
επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου στην Ελλάδα, αφαίρεση ναρκών από τον κόλπο της
Κέρκυρας, αποκατάσταση της ελληνοαλβανικής ναυσιπλοΐας. Ωστόσο, η εμπόλεμος
κατάσταση συνεχιζόταν, οι πυραμίδες δεν είχαν στηθεί στα ελληνοαλβανικά σύνορα,
δεν υπήρχε τηλεφωνική και ταχυδρομική επικοινωνία μεταξύ των δύο χωρών και οι
φόβοι της Αλβανίας για ελληνικές διεκδικήσεις επί της Βορείου Ηπείρου ήταν
έντονοι. Την κύρια πρωτοβουλία για την αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών
διπλωματικών σχέσεων είχε αναλάβει η αλβανική πλευρά μέσω διερευνητικών επαφών
με πρεσβείες χωρών που είχαν διπλωματικές σχέσεις με την Αλβανία. Καρπός των
επαφών αυτών υπήρξε η υπογραφή μιας τριετούς ελληνοαλβανικής εμπορικής
συμφωνίας σε επιμελητηριακό επίπεδο, στις 21 Ιανουαρίου 1970 στο Παρίσι. Για
πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλβανική αντιπροσωπεία του
Εμπορικού Επιμελητηρίου επισκέφθηκε την Αθήνα τον Μάιο του 1970.
Μετά την καταστολή της
Άνοιξης της Πράγας το 1968, η Αλβανία αποχώρησε και τυπικά από το Σύμφωνο της
Βαρσοβίας.
Η Ελλάδα έβλεπε την
αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων ως μια διαδικασία που θα άρχιζε με την
εγκατάσταση εμπορικής αντιπροσωπείας της Ελλάδας στην Αλβανία και της Αλβανίας
στην Ελλάδα, την υπογραφή προξενικής σύμβασης, την υπογραφή ταχυδρομικής συμφωνίας
και το άνοιγμα ενός ή δύο τελωνειακών σταθμών. Η Αλβανία απέρριψε την ελληνική
πρόταση για τη σταδιακή αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών διπλωματικών σχέσεων
και προέταξε την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων σε πρεσβευτικό επίπεδο
έναντι της υπογραφής των άλλων συμφωνιών. Η αλβανική κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η
αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών διπλωματικών σχέσεων θα σήμαινε στην ουσία
άρση της εμπόλεμης κατάστασης.
Η Ελλάδα αποδέχθηκε τελικά
την αλβανική πρόταση για την προτεραιότητα της αποκατάστασης των διπλωματικών
σχέσεων σε πρεσβευτικό επίπεδο. Τους πρώτους μήνες του 1971 διεξήχθησαν στη Νέα
Υόρκη συνομιλίες μεταξύ του Έλληνα αντιπροσώπου στον ΟΗΕ, Δημητρίου Μπίτσιου
και του Αλβανού αντιπροσώπου Σαμί Μπαχόλι. Και οι δύο πλευρές επέδειξαν
ευελιξία. Η Αλβανία δεν απαίτησε από την Ελλάδα την κατηγορηματική γραπτή
αναγνώριση του υφιστάμενου καθεστώτος στη Βόρειο Ήπειρο ως οριστικού, ενώ η
Ελλάδα άφησε ανοικτό το ζήτημα της de jure άρσης της εμπόλεμης κατάστασης με
την Αλβανία, περισσότερο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στην Ελλάδα, αλλά
και ως μελλοντικό διαπραγματευτικό χαρτί. Στις 6 Μαΐου 1971 οι δύο χώρες
ανήγγειλαν επίσημα την αποκατάσταση των διμερών τους σχέσεων σε επίπεδο
πρεσβευτών.
Η
έναρξη μιας νέας εποχής στη διμερή επικοινωνία
H κάθε πλευρά ερμήνευε
δημόσια με τον δικό της τρόπο την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων. Για
την Αλβανία η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων σήμαινε de facto άρση της
εμπόλεμης κατάστασης και εξασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας. Για την
Ελλάδα δεν επρόκειτο για κάποια ουσιαστική μεταβολή της παραδοσιακής ελληνικής
πολιτικής: η διαφορά ήταν απλά ότι υποκαθιστά η παρουσία την απουσία, η
αδιαφορία το ενδιαφέρον και τη σιωπή ο διάλογος, τόνιζε στους διπλωμάτες ο
υφυπουργός Εξωτερικών, Χρήστος Ξανθόπουλος - Παλαμάς, καθιστώντας ωστόσο σαφές
ότι το Βορειοηπειρωτικό ήταν πλέον μειονοτικό ζήτημα. Τον Οκτώβριο - Νοέμβριο
του 1971 οι δύο χώρες προέβησαν στην ανταλλαγή πρεσβευτών με τον Λικ Σέιτι ως
πρώτο Αλβανό πρέσβη και τον Διονύσιο Καραγιάννη ως τον πρώτο Έλληνα πρέσβη.
Η ελληνική κυβέρνηση
εκτιμούσε ότι, ως αποτέλεσμα της ελληνοαλβανικής προσέγγισης, με την ίδρυση
ελληνικού προξενείου στο Αργυρόκαστρο θα είχε μια άμεση εποπτεία της κατάστασης
της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο και θα συνέβαλε στη βελτίωση της
θέσης της. Η Αθήνα έβλεπε, επίσης, την αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων
ως προοίμιο και των ελληνοκινεζικών διπλωματικών σχέσεων (η Αθήνα και το Πεκίνο
συνήψαν διπλωματικές σχέσεις τον Ιούνιο του 1972, αφού πρώτα η Κίνα είχε γίνει
μέλος του ΟΗΕ και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας), προσδοκώντας
σημαντικά οφέλη για το ελληνικό εμπόριο και την ελληνική ναυσιπλοΐα.
Ο υπουργός Εξωτερικών
Παναγιώτης Πιπινέλης, γνωστός για το έντονο ενδιαφέρον του για το
Βορειοηπειρωτικό. Η αποκατάσταση των διμερών σχέσεων έγινε μόνον μετά τον
θάνατό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
τα διεθνή γεωπολιτικά δεδομένα του 1970-71 επέδρασαν καταλυτικά στην
αποκατάσταση των ελληνοαλβανικών σχέσεων και στην de facto άρση της εμπόλεμης
κατάστασης. Ανταποκρίνονταν πλήρως στα ελληνικά συμφέροντα οι βασικοί άξονες
της αμερικανικής πολιτικής, να μην περιέλθουν δηλαδή η Αλβανία και η
Γιουγκοσλαβία υπό σοβιετική επιρροή. Η εσωτερική κρίση της Γιουγκοσλαβίας το
1970/71, οι αποκεντρωτικές τάσεις των ομόσπονδων Δημοκρατιών της Κροατίας και
της Σλοβενίας και η έξαρση κροατικού εθνικισμού το 1971 εκτιμήθηκαν από τις
δυτικές χώρες ως πραξικόπημα των Κομινφορμιστών κατά του Τίτο.
Η αποκατάσταση των
ελληνοαλβανικών διπλωματικών σχέσεων έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό
αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει την αλβανική σοσιαλιστική κοινωνία μέσα από τα
δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσαν η έλλειψη
βασικών αγαθών στις βιτρίνες, η απουσία αυτοκινήτων και η χρησιμοποίηση κυρίως
ποδηλάτων, το κλείσιμο των τζαμιών και των εκκλησιών, η ύπαρξη καφενείων χωρίς
τάβλι και τράπουλες, η έλλειψη κέντρων διασκέδασης. Ότι η αλβανική πλευρά
παρουσίαζε ως εκσυγχρονισμό, ήταν κυρίως η καταπολέμηση της ελονοσίας με την
αποξήρανση των ελών, η κατάργηση της εκδίκησης αίματος, η χειραφέτηση της
γυναίκας, χωρίς όμως να εξαλειφθεί η πατριαρχική αντίληψη στην οικογένεια, η
καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και η διαπαιδαγώγηση της νεολαίας κατά το
πνεύμα του διαλεκτικού υλισμού. Σε κάθε περίπτωση, οι αντιφάσεις της αλβανικής
κοινωνίας ήταν έκδηλες και το ελληνικό αναγνωστικό κοινό διαπίστωνε τις
αισθητές διαφορές μεταξύ της ελληνικής και της αλβανικής κοινωνίας. Η
«ελληνοαλβανική προσέγγιση» άντεξε τη δοκιμασία της Ιστορίας κατά την περίοδο
του υπαρκτού σοσιαλισμού, παρόλο που δεν εκπληρώθηκαν οι ελληνικές προσδοκίες
για την ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου.
* Ο κ. Σπυρίδων Σφέτας
είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου