ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Εκείνη
τη μέρα...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Ήταν μια ωραία και ζεστή
απριλιάτικη Κυριακή μετά το Πάσχα του '41, η Κυριακή του Θωμά. Ο άπιστος Θωμάς
βρισκόταν στην αποθέωσή του, μιας και στο βάθος όλοι οι Αθηναίοι, και ειδικά οι
κάτοικοι των κεντρικών δρόμων, είχαν μεταβληθεί σε άπιστους Θωμάδες, μη
μπορώντας να πιστέψουν πως κυκλοφορούν πάνω σε αυτούς τους δρόμους, που έως
χθες και επί έξι ολόκληρους μήνες βάδιζαν αιχμάλωτοι οι ηττημένοι στα αλβανικά
βουνά ρωμαίοι λεγεωνάριοι του Μουσολίνι, πάνω στους ίδιους αυτούς δρόμους που
κυκλοφορούσαν ετοιμοπόλεμα τα καμιόνια που μας έστελναν οι Εγγλέζοι για
στρατιωτική βοήθεια, ενώ εμείς θαυμάζαμε τα Μπέντφορντ και τα Όστεν της Γηραιάς
Αλβιόνος, που μας έκαναν να νιώθουμε πανίσχυροι.
Ο αδιόρθωτος όμως άπιστος
Θωμάς πήρε το χεράκι μας και το τοποθέτησε «επί τον τύπον των ήλων» για να μην
εφησυχάζουμε. Και ήσαν οι ήλοι, δηλαδή τα καρφιά, που προορίζονταν για τον
σταυρό του μαρτυρίου μας. Ήταν συνταρακτική εκείνη η μεταπασχαλινή εβδομάδα που
προηγήθηκε, αφού με χίλια στανιά κατάφερε ο Γεώργιος και σχημάτισε κυβέρνηση με
τον τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό, ενώ τρεις ημέρες αργότερα, συγκεκριμένα την
Τετάρτη 23 Απριλίου, ο βασιλεύς, ο διάδοχος με την πριγκίπισσα Φρειδερίκη και
τα δύο μικρά παιδιά τους, μαζί με τον πρωθυπουργό Τσουδερό, εγκατέλειπαν την
Αθήνα για την Κρήτη, όπου μεταφέρανε την έδρα της κυβερνήσεως, συνεχίζοντας από
εκεί τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών «μέχρι τελικής νίκης»…
Οι μέρες ήσαν ζοφερές. Η
αστυνομία αγωνιζόταν να διατηρήσει την ασφάλεια και την τάξη. Μερικά κρούσματα
λεηλασιών ήσαν περιορισμένα και συνέβησαν σε στρατιωτικές αποθήκες και ειδικά
στον ιππόδρομο του Φαλήρου, όπου οι Εγγλέζοι που έφευγαν αποθήκευαν τρόφιμα και
υλικά.
Παρά τους κινδύνους των
βομβαρδισμών, μιας και ο ιππόδρομος γειτόνευε με τη βάση των υδροπλάνων, πλήθος
κόσμου διαπραγματευόταν με τους… άρπαγες για να αγοράσει κονσέρβες κορν μπιφ
και άλλα φαγώσιμα. Φαντάροι ταλαιπωρημένοι, ελεεινοί και αξύριστοι περιφέρονταν
αδέσποτοι ζητώντας βοήθεια και προκαλούσαν οδύνη με την κατάντια να βλέπεις
τους ήρωες να τριγυρνούν σαν λιποτάκτες.
Οι φήμες ήσαν
ανεξέλεγκτες. Οι Γερμανοί βρίσκονταν στη Θήβα. Αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν την
Κόρινθο και τον Ισθμό. Μέτωπο δεν υπήρχε, οι σύμμαχοι έφευγαν με κάθε πλωτό
μέσον και οι φοβισμένοι Αθηναίοι έκρυβαν τρόφιμα, τσιγάρα, τιμαλφή…
Και ξημέρωσε η Κυριακή της
27ης Απριλίου. Η Αθήνα έμοιαζε ακατοίκητη πόλη. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στους
δρόμους. Τα παράθυρα των σπιτιών κατάκλειστα. Στο ραδιόφωνο, η σπαραχτική φωνή
του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου έδινε το «ίστατο χαίρε στην ελευθερία»,
συνιστώντας στους Έλληνες να κρατήσουν ψηλά το κεφάλι, με την υπόμνηση πως «ο
πόλεμος συνεχίζεται και θα συνεχισθεί ως τη τελική νίκη» και τη σύσταση «να μην
πιστεύουν το ραδιόφωνο, που θα μεταδίδει ψέματα, επειδή σε λίγο ο σταθμός θα
είναι γερμανικός…». Καθώς ο Σταυρόπουλος ενεργούσε αυτοβούλως και το κείμενο
εκείνος το συνέγραψε, χωρίς κανένας να τον υποχρεώσει, τα λεχθέντα μπορούν να
χαρακτηρισθούν ως η πρώτη αντίσταση στην υπό κατάληψη πρωτεύουσα.
Γύρω στις 10, σε ένα
ασήμαντο καφενεδάκι στο τέρμα Αμπελοκήπων, οι δήμαρχοι Αθηνών και Πειραιώς και
ο στρατιωτικός διοικητής στρατηγός Καβράκος, παρέδιδαν την ανοχύρωτη πόλη
Αθήνας στους πρώτους εισελθόντας Γερμανούς.
Μια μονάδα μετέβη στην
Ακρόπολη, όπου ύψωσε την πολεμική σημαία τους με τη σβάστικα δίπλα στην
ελληνική. Άλλο τμήμα κατέλαβε στην οδό Αθηνάς το δημαρχείο και μια φάλαγγα, με
επικεφαλής οπερατέρ όρθιο πάνω σ’ ένα βαν, που κινηματογραφούσε συνέχεια, πήρε
τη Λεωφόρο Συγγρού για να καταλάβει τα νότια. Ταλαιπωρημένοι και τρισάθλιοι οι
Γερμανοί στρατοπέδευσαν στην πλατεία Συντάγματος, όπου έστησαν μια κουζίνα
εκστρατείας και έβαλαν μπουγάδα, ενώ φαντάροι και βαθμοφόροι πλάκωσαν τα
νεράντζια από το κηπάριο των παλαιών ανακτόρων και του πανεπιστημίου και
πανευτυχείς τα καταβρόχθιζαν σαν τρελοί με τα ζουμιά να τρέχουν. Οι Αθηναίοι,
που δειλά δειλά άρχισαν να κυκλοφορούν, τους έβλεπαν να τρώνε τα νεράντζια και
ξίνιζαν τα μούτρα τους. Τα πρώτα παραρτήματα των εφημερίδων άρχισαν να πουλούν
οι εφημεριδοπώλες, ενώ εκδίδονταν και οι πρώτες διαταγές των κατακτητών για τη
ζωή της πόλεως.
Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός
Αθηνών άρχισε να μεταδίδει βαλς και οπερέτες, δημιουργώντας μια καθαρά
βιεννέζικη ατμόσφαιρα, ενώ καθώς η ώρα περνούσε όλο και κατέφθαναν τα βαρέα
τους όπλα, τανκς, τεθωρακισμένα, πυροβολικό. Τα κοίταζαν συνεσταλμένα οι Αθηναίοι
και τους προκαλούσαν δέος. Απορούσαν δε με την αποκοτιά εκείνων που τα
αντιμετώπισαν. Πηγαινοέρχονταν σμήνη οι μηχανές με τους μοτοσικλετιστές, που
φορούσαν κάτι περίεργα αδιάβροχα μακριά έως τους αστραγάλους. Το απογευματάκι
ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση των αρχών Κατοχής. Έβαλαν και δύο γρεναδιέρους
τιμητικά πλάι στους τσολιάδες στον Άγνωστο Στρατιώτη και το χωνέψαμε ότι πια
ήμασταν σκλάβοι…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου