Το
σπίτι πίσω από τις φυλλωσιές στην Καλλιθέα
Στην
οδό Αθ. Διάκου 18, στην Καλλιθέα. Ένα παραμυθόσπιτο από τα χρόνια του
Μεσοπολέμου
Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Σαν μια μεγάλη ορθογώνια
φωλιά πουλιών, το σπίτι στην οδό Διάκου 18, στην Καλλιθέα, έμοιαζε ξεχασμένο
από τον χρόνο. Με ξάφνιασε η θέα του. Το είδα από μακριά καθώς περπατούσα γύρω
από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σε ήρεμα στενά της Καλλιθέας, κάτω από τη
Λασκαρίδου. Ήταν απόγευμα με σιγανή βροχή, και ο καιρός ταίριαζε στο θέαμα
αυτού του σπιτιού. Έμοιαζε σαν σπίτι παραμυθιού, παντελώς αθέατο πίσω από τον
θηριώδη αμπέλωπα, κοκκινοπράσινο, διεκδικητικό, καταρρακτώδη και αναρριχόμενο
ταυτόχρονα. Ήταν μια ολική επικάλυψη επιδερμίδας, σαν ένα δάσος να έχει
παντελώς υποτάξει ένα σπίτι.
Δεν είχα δει ποτέ κάτι
παρόμοιο. Το πλησίασα με απορία, σχεδόν με δέος. Ένιωθα ότι, παρά την
εγκατάλειψή του, το σπίτι αυτό, που υπολόγισα ότι θα πρέπει να είχε χτιστεί
γύρω στο 1935, δεν ήταν κενό ζωής. Ένιωθα ανάσες, φτερουγίσματα και σουρσίματα,
κλαδάκια να λυγάνε και βοστρύχους πρασινάδας να σείονται. Ήταν ένα ασάλευτο
σπίτι, κλειστό από χρόνια, συμπαγές μέσα στη σιωπή του, αλλά ανοικτό προφανώς
σε πουλιά, ερπετά, τρωκτικά, έντομα και αιλουροειδή. Σε αυτόν τον κόσμο της
αστικής πανίδας, η οργιώδης βλάστηση κάλυπτε κραδασμούς και γεννούσε νέους.
Παρατηρούσα ώρα πολλή κάθε λεπτομέρεια αλλά ήταν αδύνατον να προσδιορίσω την
ακριβή μορφή του σπιτιού.
Έβλεπα, φυσικά, ότι ήταν
ένα διώροφο σπίτι του Μεσοπολέμου και από όσα καταλάβαινα, βλέποντας τον φράκτη
και την πλαϊνή είσοδο, την εξώπορτα –που μόλις διαφαινόταν– στην κορφή της
εξωτερικής σκάλας, αλλά και τον χτιστό εξώστη ανάμεσα στα πράσινα πλοκάμια,
ήξερα ότι είχα μπροστά μου ένα άλλοτε ευτυχισμένο σπίτι.
Θα χτίστηκε την εποχή που
η Καλλιθέα ήταν ακόμη προάστιο. Έφερα στον νου την «Κερένια κούκλα» και τη χλόη
με τις παπαρούνες κοντά στην Καλλιθέα. Και εμφανίστηκε μπροστά μου ο ρομαντικός
πύργος «Ηλύσιον» όπου ο Γεώργιος Φιλάρετος, από τους πρώτους οικιστές του
«προαστίου», διατηρούσε τη βιβλιοθήκη του, όπως είχα διαβάσει στο πρόσφατο
βιβλίο του Σταύρου Αρβανιτόπουλου. Ένας κόσμος σε αποκυήματα, αλλά αυτό το
σπίτι που είχα μπροστά μου, στην οδό Διάκου (με τη διεύθυνση γραμμένη και στο
διαλυμένο γραμματοκιβώτιο στην αυλόθυρα), ήταν χτισμένο όταν η Καλλιθέα είχε
πλέον «δέσει» και είχε κόσμο και σπίτια πολλά. Στην Κατοχή θα ήταν από τα
καινούργια σπίτια, τα μοντέρνα, και είδα ολόγυρα ότι θα είχε γείτονες. Το
διπλανό, επίσης μεσοπολεμικό, στέκει σε καλή κατάσταση. Αλλά στο νούμερο 18, ο
κόσμος της όποιας πραγματικότητας έχει υποσταλεί και εκεί υψώνεται η αόρατη
σημαία μιας ουτοπίας.
Δύσκολα μπορούσα να
απομακρυνθώ από αυτό το θέαμα, καθώς το σπίτι ήταν επίμονα κρυπτικό. Η μορφή
του δεν μου αποκαλύφθηκε στην ολότητά της. Έφερα στον νου το εσωτερικό του
σπιτιού, με ξυλεία, πιθανώς, στα δάπεδα και μωσαϊκά μεσοπολεμικά, με δωμάτιο
υπηρεσίας και ένα λουτρό με μπανιέρα γεμάτη ίσως με άχρηστα αντικείμενα. Στο
σαλόνι μπορεί να είχαν μείνει καρφιά στους τοίχους από τα οποία κάποτε
κρέμονταν νεκρές φύσεις, που θα είχε ζωγραφίσει ένας θείος Μανώλης, ή η
φωτογραφία της γιαγιάς Χαρίκλειας, σε οβάλ κορνίζα, αυτή, με κορδονέτο.
Αναμφίβολα, υπήρχαν ατμοί
της μνήμης. Το σπίτι πίσω από τον πράσινο μανδύα του, ανάκατο με τα ξερά κλαδιά
του χειμώνα και τα καφεκόκκινα φύλλα του φθινοπώρου, τυλιγόταν σε γάζες
μυστηρίου. Πόσο σημαντικές οι πηγές μυστηρίου σε μια πόλη... Ξεχαρβαλώνονται ή
σιωπούν. Εδώ άκουγα έναν ψίθυρο. Εφερα στον νου στίχους του ποιητή Δημήτρη
Λεοντζάκου:
«Η λήθη ως φάρμακο
το όνειρο ως ήχος
Και η Νύχτα ως
λίθος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου