-->

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Η ταινία των Forminx


Η ταινία των Forminx
 
Ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Ν. Τσιφόρος και οι Forminx
 
Η ταινία για το ελληνικό ποπ συγκρότημα που ολοκληρώθηκε μετά κόπων και βασάνων και δεν διεσώθη καμία κόπια της
 
Από τον Δημήτρη Καπράνο
 
Οι Forminx είναι το πρώτο ελληνικό «ποπ» συγκρότημα, που έφερε στην Ελλάδα τον ήχο που έλειπε από την ελληνική μουσική.
 
Μπορεί να υπήρξαν και άλλα σχήματα που έπαιζαν «ξένη» μουσική. Ο Μίμης Πλέσσας στις αρχές του '60 έπαιζε τζαζ σε ένα κλαμπ, την Κουκουβάγια, με τον κιθαρίστα Τίτο Καλλίρη (πατέρας του γνωστού τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη), ενώ τζαζ κομμάτια έπαιζε σε μεγάλα κέντρα και ο Γιώργος Κατσαρός με το σαξόφωνό του, επικεφαλής διάφορων σχημάτων.
 
Οι Forminx, όμως, χάρη στο δαιμόνιο του Νίκου Μαστοράκη, που διέκρινε το ταλέντο αλλά και τον απόλυτα «αμερικάνικο» ήχο τους, ήταν οι πρώτοι που ηχογράφησαν δίσκους και έκαναν επιτυχίες που σημείωσαν μεγάλο αριθμό πωλήσεων. Το πρώτο τους 45άρι, στην Decca, με τα κομμάτια «Elephant twist» και «I say yeah», τάραξε τα νερά και άνοιξε τον δρόμο σε δεκάδες συγκροτήματα που τραγουδούσαν με αγγλικό (αφελή αρχικά) στίχο.
 
«Ποιοι είναι αυτοί;» με ρώτησε ο αδελφός μου, που τότε σπούδαζε στην Αγγλία και έπαιζε κιθάρα σε ένα συγκρότημα στο Νιούκασλ, όταν τους άκουσε. Εξεπλάγη, όταν έμαθε ότι ήταν Έλληνες και παρέα με κάτι φίλους πήγαμε και τους ακούσαμε (εγώ ήμουν στη Β' Γυμνασίου και με έβαλαν με το ζόρι στο κλαμπ) στο Acropole, στο υπόγειο του ομώνυμου ξενοδοχείου, απέναντι από το Πολυτεχνείο.
 
Με τον Μαστοράκη να γράφει τους στίχους και τον σπουδαίο (από τότε) μουσικό Βαγγέλη Παπαθανασίου (ως Vangelis πήρε το Οσκαρ για το «Chariots of fire») να συνθέτει, έγιναν το Νο 1 ελληνικό συγκρότημα και το «Geronymo Yanka» έγινε πανελλήνιο και διεθνές σουξέ!

Tότε είχε παιχθεί στην Ελλάδα το φιλμ «A hard day's night» των Beatles και ο Μαστοράκης έριξε την ιδέα. «Θα γυρίσουμε κι εμείς ένα παρόμοιο φιλμ» είπε και απευθύνθηκε στον τριαντάχρονο τότε νέο σκηνοθέτη, που είχε έρθει με περγαμηνές από τη Γαλλία, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο! Εκείνος δέχθηκε (θα ήταν η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους) και αναζήτησαν σεναριογράφο.
 
Τον βρήκαν και του ζήτησαν να γράψει το σενάριο. Ένα δημοφιλές μουσικό συγκρότημα πηγαίνει σε περιοδεία (με το τρένο, όπως πήγαιναν και οι Beatles) και στο ταξίδι η σύζυγος ενός από τους μουσικούς πέφτει θύμα απαγωγής από έναν μυστηριώδη τύπο! Η ταινία θα ήταν μουσική - αστυνομική κωμωδία και σεναριογράφος ήταν ο Νίκος Τσιφόρος!
 
Οι συντελεστές: Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Νίκος Τσιφόρος. Μουσική: Βαγγέλης Παπαθανασίου. Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Πανουσόπουλος (ο μετέπειτα βραβευμένος σκηνοθέτης) και Γιώργος Αρβαντίτης (διάσημος αργότερα και αυτός). Παραγωγός: Γιάννης Φαφούτης.
 
Ηθοποιοί: Χρόνης Εξαρχάκος, Χρήστος Δοξαράς, Λάζος Τερζάς, Νίκος Παπαθανασίου, Λίνα Τριανταφύλλου, Μαρία Κουγιουμτζάκη, Εύη Γαβριηλίδη και οι Forminx, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Τάσος Παπασταμάτης, Σωτήρης Αρνής, Κώστας Σκόκος, Βασίλης Μπακόπουλος.
 
Τα γυρίσματα αρχίζουν στο τρένο που μεταφέρει τους Forminx στη Θεσσαλονίκη για την περίφημη συναυλία στο Παλέ ντε Σπορ, όπου σημειώθηκε ρεκόρ εισιτηρίων και, φυσικά, επεισόδια, καθώς οι «γιεγιέδες» αποτελούσαν «απειλή» για τα ήθη της εποχής. Κι ενώ τα γυρίσματα συνεχίζονται, ο Αγγελόπουλος, που δεν ήταν τόσο «στο κλίμα» των υπολοίπων, διαφωνεί με τον παραγωγό και παρατάει την ταινία στα μισά! Αναζητείται νέος σκηνοθέτης για να τελειώσει το φιλμ και απευθύνονται στον Κώστα Λυχναρά (αργότερα «ιερόν τέρας» της ελληνικής τηλεόρασης), ο οποίος ολοκληρώνει το φιλμ, μετά βασάνων και κόπων!
 

 
Ο καιρός έχει περάσει, οι Forminx διαλύονται, ο Βαγγέλης φεύγει με τον Ντέμη Ρούσσο και τον Λουκά Σιδερά και γίνονται παγκόσμιοι ροκ σταρ με τους Aphrodite's Child, στην Ελλάδα η πολιτική κατάσταση μυρίζει μπαρούτι. Η ταινία δεν παίζεται και σήμερα (λέγεται ότι) δεν υπάρχει ούτε μία κόπια της!
 
Ακολουθεί η δικτατορία και οι Forminx δεν υπάρχουν. Ο Κώστας Σκόκος είναι πλέον ηθοποιός και παίζει στο θέατρο (αργότερα έγινε η «φωνή» των πιο πετυχημένων διαφημίσεων και ο πρώτος εκφωνητής του AΝΤ1), ο Βασίλης Μπακόπουλος χημικός μηχανικός στην Εsso Pappas, ο Σωτήρης Αρνής είναι πια αρχιτέκτων και ο Τάσος Παπασταμάτης (μας άφησε ξαφνικά το 2010) γίνεται τραγουδιστής πίστας.
 
Οι Forminx, που συγκροτήθηκαν το 1962, «έζησαν» σχεδόν τέσσερα χρόνια. Ο Vangelis μεγαλούργησε στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα και τα τραγούδια που έγραψε για το συγκρότημα που άνοιξε τον δρόμο στην ελληνική «ποπ» ακούγονται και σήμερα ευχάριστα, ενώ το «Jeronymo Yanka» παίζεται ακόμη σε όλα τα πάρτι!
 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ




Βρισκόμαστε στο μέσο της Μεγάλης Εβδομάδας. Το γεγονός που έρχεται η Εκκλησία να μας θυμίσει, λαμβάνει χώρα δύο ημέρες πριν οδηγηθεί ο Ιησούς Χριστός στο Σταυρό. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι αυτός που εξιστορεί τι έγινε εκείνη την ημέρα:


Ο Ιησούς βρισκόταν στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί εμφανίστηκε μια γυναίκα κρατώντας ένα μπουκαλάκι με ακριβό μύρο. Ζήτησε συγχώρεση από τον Υιό του Θεού, επειδή ήταν πόρνη, και έριξε αυτό το μύρο στα μαλλιά Του.


Οι μαθητές του Ιησού, θεώρησαν την πράξη αυτή μεγάλη σπατάλη, αφού θα μπορούσαν να πουλήσουν το μύρο και με τα χρήματα που θα έπαιρναν να βοηθούσαν τους φτωχούς. Ο Ιησούς παίρνοντας το μέρος της γυναίκας, επίπληξε τους μαθητές του, λέγοντας τους ότι η γυναίκα αυτή του έκανε καλό, αφού με αυτό το μύρο τον ετοίμασε για την ταφή. Τους θύμισε ότι τους φτωχούς θα μπορούν να τους βοηθούν καθόλη την διάρκεια της ζωής τους, ενώ Εκείνον θα τον έχουν για λίγο ακόμα. Την συγχώρησε για τις αμαρτίες της και, προφητικά μιλώντας, είπε ότι η πράξη της αυτή θα αναφέρεται στο Ευαγγέλιο που θα κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας, αυτή η αναφορά, ένα μνημόσυνο γι' αυτήν. Τότε ο Ιούδας έφυγε και πήγε να συναντήσει τους Αρχιερείς. Τους ρώτησε τι θα του δώσουν για να τους παραδώσει τον Χριστό, και αυτοί του υποσχέθηκαν τριάντα αργύρια.


Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας, τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαιου. Κατά την διάρκεια του, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Ευλογείται έτσι το λάδι με το οποίο ο ιερέας «σταυρώνει» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πηγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες. Το Μυστήριο του Ευχελαιου, μπορεί να τελεστεί και εκτός ναού, όποτε το ζητήσει ένας πιστός από τον ιερέα της ενορίας του. Και τότε, όταν τελείται δηλαδή σε κάποιο σπίτι, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Το λάδι του Ευχελαιου θεωρείται θεραπευτικό. Κατά την διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας ανάβει ένα κερί για κάθε Ευαγγέλιο που διαβάζει. Αυτό κάνουν και μερικοί πιστοί κατά την διάρκεια του Μεγάλου Ευχελαιου, στην εκκλησία, την Μεγάλη Τετάρτη.


Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο, έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό, το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα.

Τη Μεγάλη Τετάρτη παρασκεύαζαν τη νέα ζύμη, το προζύμι της χρονιάς. Στις γειτονιές της Αθήνας μάλιστα η εκκλησάρισσα πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, μάζευε αλεύρι και το ζύμωνε χωρίς προζύμι. Το πήγαινε στον παπά και εκείνος ακουμπούσε πάνω του το σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το αλεύρι ανέβαινε. Αυτό θα ήταν το προζύμι της χρονιάς. Η εκκλησάρισσα μοίραζε από λίγο σε κάθε σπίτι. 

Την Μεγάλη Τετάρτη, γίνεται το Μέγα Ευχέλαιο ενώ οι πιστοί γονατίζουν πριν οι ιερείς τους χρίσουν με το Άγιο Λάδι για να λάβουν συγχώρεση. Το απόγευμα, στις εκκλησίες, το θέμα της λειτουργίας είναι το "Πλύσιμο των ποδιών των Μαθητών" που γίνεται σε πολλά μέρη. Για παράδειγμα, στην Πάτμο στήνεται μια εξέδρα στην πλατεία της πόλης. Κατά την λειτουργία, που διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα, ο ιερέας που "παίζει τον ρόλο" του Χριστού, πλένει τα πόδια δώδεκα μοναχών -οι μαθητές- μια μίμηση της πράξης του Χριστού πριν την Σταύρωση Του.

ΠΗΓΕΣ:
http://2tee-n-smyrn.att.sch.gr/politistikosite/politistikoK24.htm

Χρήστος Γιούλης : Δυο κεσεδάκια φράουλες

Στη Φώτο, το χωριό του Χρήστου Γιούλη ...φωτογραφημένο από την κορφή του βουνού "...από κει κατεβαίναμε...να πάμε στον κάμπο κάθε μέρα...για εργατιά ...η για το γιατρό το Τζαμίχα εγώ, που ήμουν μπρούχαβος (φιλάσθενος).."..
Δυο κεσεδάκια φράουλες
Γράφει ο Χρήστος Γιούλης
 
Ο πάγκος στο σταθμό στα Κ. Πατήσια, ήταν ωραίος όλο χρώμα κόκκινο φραουλί, είχε ένα φως από πάνω που φώτιζε την ταμπελίτσα από χαρτόνι οντουλέ, που έγραφε ένα μεγαλο "1 ευρώ", που ήταν κομμένη με το χέρι γιατί ήταν λίγο στραβοκομμένη κι ένας ψηλός κρεμανταλάς πίσω από τον πάγκο με τις φράουλες, που ήταν ψιλοανέκφραστος και μου φάνηκε λίγο αδιάφορος ώστε δεν τον πρόσεξα. Αυτός πρόσεξε το 1,60 ευρώ στην ανοιχτή παλάμη μου και το ύφος του έγινε απορημένο γιατί μάλλον είχα κι εγώ απορία, πώς να πάρω φράουλες με 1,60 ευρώ. Μπορούσα να πάρω ένα κεσεδάκι αλλά εγώ ήθελα δύο. Είχα όμως μόνο 1,60 ευρώ και με ένα εξήντα ευρώ δεν παίρνεις δύο κεσεδάκια. Το κατάλαβε ρε μάγκες μου ότι εγώ τρελαίνομαι για φράουλες. Όπως κατάλαβε ότι εγώ δεν είχα μία! Είχα μόνο ένα εξήντα ευρώ κι ο κόσμος όλος ... Πήρε μια μπλε νάιλον σακούλα έβαλε μέσα το ένα κεσεδάκι και μετά από ένα απειροελάχιστο, αλλά απειροελάχιστο όντως δισταγμό, ο ψηλός κι άχαρος κρεμανταλάς έβαλε μέσα στη νάιλον σακούλα κι άλλο ένα κεσεδάκι φράουλες... Μα... πήγα να πω...έχω μόνο ένα εξήντα ευρώ...αλλά δεν το είπα ...γιατί είπε : «Για όλα υπάρχει λύση» ... Και ρε μάγκες μου χαμογέλασε ...κι ένα χρυσό δόντι έλαμψε στην πρόσοψη ...το πρόσωπο του έπαψε να είναι ψιλοαδιάφορο και πια δεν ήταν κρεμανταλάς κι άχαρος ...οπότε τον ρώτησα : όταν μαζεύεις τις φράουλες δε σε τρων’ τα φίδια ; Ήταν η πιο ηλίθια ερώτηση αλλά ρε μάγκες μου δεν ήταν ...γέλασε πιο πλατιά και είπε: όχι δεν έχουν ξυπνήσει ακόμα ....
 
Ο θείος μου ο Στάθης με κατέβαζε από το χωριό με τη μάνα μου να με πάει στο γιατρό στο Τζαμίχα στα Δολιανά ... Είχα 40 πυρετό και παραμιλούσα ...είχαμε φτάσει στο κόνισμα τση Μάλιως και μπήκαμε μέσα στο βαθύ ...σταμάτησε το μ'πλαρι και έσκυψε μέσα στο σύθαμπο ...στους θάμνους, έχωσε το χέρι του κι έκοψε ωραία κόκκινα χαμοκέρασα. Κι απότομα τράβηξε το χέρι του κι έπεσαν στο χώμα μερικά ...η αδερφή του, που ήταν η μάνα μου του φώναξε : Στάθη πρόσεξε μη σε φαν τα φίδια ... Ήταν Ιούνιος καιρός κι είχαν κανά μήνα που ξύπνησαν ... Στα χαμοκέρασα παν τα φίδια ... Από τότε έχω να φάω χαμοκέρασα ...όμως άμα βρω φράουλες τις πεθαίνω ...δεν πιάνουν τη γεύση των χαμοκέρασων αλλά εντάξει ...πάντα τα άγρια είναι πιο νόστιμα από τα ήμερα ...κι οι φράουλες είναι ήμερα χαμοκέρασα ... 
 
Τα χαμοκέρασα είναι άγριες φράουλες ...και δεν έχεις φόβο όταν τις μαζεύεις να σε φαν τα φίδια ... Ήμουν 8 χρονών παιδάκι κι εκεί στα χαμοκέρασα, θυμήθηκα αυτό που θα μου έλεγε μετά από 50 τόσα χρόνια ο ψηλός με το χρυσό δόντι στην πρόσοψη ..."για όλα υπάρχει λύση"...
 
Μέσα στη γενναιοδωρία ένας κρεμανταλάς κι άχαρος, γίνεται ...ψηλός, με χρυσό δόντι στην πρόσοψη και ωραίο χαμόγελο ...κι ο χρόνος τότε ακριβώς φίλοι γίνεται ενιαίος· το παρόν ταυτίζεται με το παρελθόν και το μέλλον ...η γενναιοδωρία είναι άχρονη ...γίνεται αιώνια ...με ένα απλό : "για όλα υπάρχει λύση" ...
 
Καλή Μεγάλη Βδομάδα φίλοι... σφίγγεται η ψυχή μας λέει η Μ. Βαμβουνάκη ....
 
Γίνεται να προσπεράσουμε το μαρτύριο, την προδοσία και τα απαίσια φιλιά της, την αγωνία θανάτου, το διασυρμό, το ματωμένο λιθόστρωτο, τον φριχτό Γολγοθά, το όξος στο διψώ, τον κρότο της Σταύρωσης; ...
 
Να ξυπνήσουμε ξάφνου και να είναι κιόλας ολόφωτο Μεγάλο Σάββατο; Ανάσταση; Χωρίς Σταύρωση ;
 
Όχι δεν γίνεται..!!!
 
Ακόμα κι αν χάσεις την Παράδεισο θα υπάρξει ο αμνός που θα θυσιαστεί για να τον ξαναβρείς ...
 

FACEBOOK/Xristos Julis
 

ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ : Το έθιμο και ο Πατσίφικο


ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Το έθιμο και ο Πατσίφικο
Του  ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Ένα καθαρά πασχαλινό έθιμο, όπως τα κόκκινα αυγά και τα τσουρέκια, ατόνησε με το πέρασμα του χρόνου στις μεγάλες πόλεις, αλλά έμεινε ζωντανό σαν ανάμνηση στα έθιμα που ποικίλουν στις πασχαλινές εκδηλώσεις ενός μακρινού χωριού. Και το ξεχασμένο έθιμο ήταν το κάψιμο του Ιούδα.
Σύμφωνα με την κρατούσα στην πατρίδα μας ηθική, το μεγαλύτερο ανθρώπινο αμάρτημα, που δεν είχε κανένα έλεος και καμιά συγχώρεση, ήταν η προδοσία. Και ως εκ τούτου, ο Ιούδας, που πρόδωσε αντί του ευτελούς ποσού των τριάκοντα αργυρίων τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, παραδίδοντάς τον στον ανελέητο όχλο για να τον σταυρώσει, όφειλε να τιμωρηθεί παραδειγματικώς. Και η πλέον κατάλληλη τιμωρία για τον προδότη κρίθηκε το κάψιμο. Έτσι, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μετά τη περιφορά του Επιταφίου, ακολουθούσε σε δημόσια τελετή το κάψιμο ομοιώματος του προδότη. Όταν και το τελευταίο τεμάχιό του είχε γίνει στάχτη, η θεά Νέμεσις (και αυτή Ελληνίδα) «έκλεινε το μάτι στους μπουρλοτιέρηδες», ως επιβράβευση του άθλου τους. Κι όλοι πήγαιναν σπίτι τους να κοιμηθούνε ευτυχείς.
Την εποχή εκείνη, ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς, η Ελλάδα απελευθερώνεται και αποκτά κρατική υπόσταση. Η μακρά δουλεία και η πρόσφατη απελευθέρωση ανοίγει την όρεξη μερικών φαταούληδων για εύκολο κονόμι. Διαπρεπής φαγάνα στο είδος είναι ο γνωστός και μη εξαιρετέος, έγκριτος Ισραηλίτης Δαυίδ Πατσίφικο, που καταφθάνει στην Ελλάδα με σκοπό να τα κονομήσει από τα βλαχαδερά, τους Έλληνες. Ο κ. Πατσίφικο είναι χωρίς υπηκοότητα, χωρίς επάγγελμα, χωρίς καλές συστάσεις. Διαθέτει όμως θράσος απροσμάχητο. Και έτσι διορίζεται πρόξενος της Αγγλίας στην Ελλάδα.

Εγκαθίσταται σε ένα αξιοπρεπές σπίτι στου Ψυρρή, που τότε ήτανε πολύ της μόδας, όπου χάρις στον βρετανικό προξενικό τίτλο περνάει ζωή και κότα, που λένε. Ζωή αξιομακάριστη. Και έρχεται άνοιξη και μαζί με αυτήν έρχεται το ελληνικό Πάσχα. Τα αγριολούλουδα ανθίσανε και μοσχοβολάνε, τα κόκκινα αυγά βαφτήκανε και τα τσουρέκια φουσκώνουν κάτω από τη θερμή κουβέρτα. Οι Έλληνες ολόκληρη τη Μεγάλη εβδομάδα πήγαιναν στην εκκλησία και τώρα, με αναμμένο το αγιοκέρι στο χέρι, ακολουθούν τον Επιτάφιο στην περιφορά του. Όλα βαίνουν κατ’ ευχήν, πλην όμως, κοντά στον Άγιο Φίλιππο κάθεται ο κ. Πατσίφικο, που, ευρισκόμενος σε μεγάλα κέφια, ειρωνεύεται τον Επιτάφιο.
Αντιδρούν μερικοί πιστοί, ενώ άλλοι δίνουν τόπο στην οργή και το επεισόδιο λήγει. Ακολουθούσε όμως το κάψιμο του Ιούδα, γεγονός που ο Πατσίφικο πήρε σαν προσωπική προσβολή. Δεν ήθελαν και πολλά οι Έλληνες, που του τα μάζευαν από τον Επιτάφιο, όρμησαν σπίτι του και τα έκαναν γυαλιά καρφιά, ο ίδιος δε σώθηκε στο παραπέντε. Πάνω από 800.000 δραχμές υπολόγισε η αντικειμενική Αγγλία τις ζημιές που προκλήθηκαν, που ούτε τα ανάκτορα της Ελισάβετ δεν έκαναν τόσο. Οι Άγγλοι έκαναν αποκλεισμό επειδή ο Πατσίφικο ήταν άγγλος πρόξενος και τελικά, με παρέμβαση της Γαλλίας, συστάθηκε επιτροπή που υπολόγισε τις ζημιές σε τρεις χιλιάδες δραχμές, τις οποίες ο κ. πρόξενος φυσικά ενεθυλάκωσε.

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη : Πάσχα Ρωμέικο






Πάσχα Ρωμέικο
 
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη*
Ο μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.
 
'Οταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.
 
Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κέρκυρα·  όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Αουστριας. Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιορπιέρρο, κε γκράν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierre = Sir Peter).
 
Είχε γνωρίσει επίσης τον Σολωμό (κε ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:
 
Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη
πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;
Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει
και σκορπιέται σε κάθε μεριά.
Ο μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεως του. Είχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλε ποτέ και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσισνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους.
 
«Ιλ τραδιτόρε νσν α κομπασσιον» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Ενίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατέλειας. «Ουδ' η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Και ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.
 
Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του είξευρε ρωμέίκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»
 
Εν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτους παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικούς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...
 
Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Αθηνών είς Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφιών. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πλήρωση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.
 
Αλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας.
 
Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Χριστός Ανέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του.
 
Και όμως ήτο... δυτικός!
 
Ο μπάρμπα-Πύπης, Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α' «είχε μεταλάβει ρωμέίκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τίνων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί.
 
Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκύνηση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα.
 
Ο μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.
 
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέοτρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.
 
Εκεί ακούει όπισθεν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψούμενης σκανδάλης φονικού όπλου.
 
Εκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, τουκάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.
 
Ο μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως.
 
-Φίλος! Καλός! μη ρίχνεις...
 
Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλα δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.
 
-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.
 
-Τι θέλω; επανέναβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Κάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.
 
-Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!
 
-Και γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Τι σας έβλαψα;
 
-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Μόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες.
 
Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τάς όρνιθας του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του.
 
Ο μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.
 
-Συ εγελάστηκες, απήντησεν εγώ κόττες δεν κλεφτώ, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.
 
Ο χωρικός εκάγχασε.
 
-Στον Πειραιά; στον Αϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;
 
-Απ' την Αθήνα.
 
-Απ' την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Ανάσταση;
 
-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης.
 
Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.
 
-Να φχαριστάς, καϋμένε...
 
Και τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.
-Να φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα!
 
Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.
 
-Κάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε.., δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.
 
-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...
 
Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολιού, κ' έγινεν άφαντος.
 
Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του.
 
Το συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο.
 
Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.
 
*O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους, γεννήθηκε και πέθανε στη Σκιάθο. Μικρό μέρος των μαθητικών του χρόνων τα έζησε στον Πειραιά.
 

ΠΗΓΕΣ:
Πειραϊκά Γράμματα_Νο 79 σελ. 15-17
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Εκδ. Δομός, 1982
Αγαπημένες Ιστορίες για το Πάσχα, εκδόσεις Μίνωας
http://zhtunteanagnostes.blogspot.gr/
http://www.cretalive.gr/culture/view/ta-paramuthia-tou-sabbatou-pascha-rwmeiko-tou-alejandrou-papadiamanth/158722
https://www.thinkfree.gr/πάσχα-ρωμέικο-του-αλέξανδρου-παπαδια/