Ένας αστός συγγραφέας και
μια αριστερή δημοσιογράφος-λογοτέχνης συναντώνται μέσα από μια αξιόλογη και
ενδιαφέρουσα συνέντευξη που πήρε η δημοσιογράφος από τον συγγραφέα.
Πρόκειται για τον
συγγραφέα Τάσο Αθανασιάδη που έδωσε την αναφερόμενη συνέντευξη στην Έλλη Παππά
το 1975. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο τεύχος 667 της 6ης Αυγούστου
1975 του περιοδικού Γυναίκα και είχε σαν στόχο της, την παρουσίαση του έργου
του συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του δίτομου έργου του «Οι φρουροί της Αχαΐας»
Το
μυθιστόρημα αγαπάει τις γυναίκες
Ο
γνωστός συγγραφέας Τάσος Αθανασιάδης, πού κάθε του έργο είναι και μια
«γυναικεία πινακοθήκη», εκθέτει τις απόψεις και τους προβληματισμούς του, με
αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Οι φρουροί της Αχαΐας». Αρχή και
τέλος κάθε μυθιστορήματος, βασικό στοιχείο της τέχνης του, θεωρεί, όπως λέει ό ίδιος,
τη γυναίκα.
της Έλλης Παππά
«...Ή γυναικεία ψυχολογία
είναι ένα στοιχείο της τέχνης μου. Μ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα — όπως ενδιαφέρει
κάθε ψυχογράφο -μυθιστοριογράφο — η γυναικεία φύση, γιατί «προσφέρεται»
περισσότερο. Αν και στην εξωτερική της μορφή, η γυναίκα χρησιμοποιεί
περισσότερα μέσα, για να τη δείξει πιο εξωραϊσμένη, ωστόσο παραμένει γνησιότερη και αυθεντικότερη για
έναψυχογράφο, γιατί είναι περισσότερο ένστικτη. Η διάνοια, βλέπετε, είναι τόσο
σοφιστική, ώστε να ψιμυθιώνει και να κρύβει, Κι' αυτήν, τη χρησιμοποιεί ο
άντρας περισσότερο. Η γυναίκα, όσο και να κρυφτεί, είναι πιο αυθόρμητη, πιο
ένστικτη, πιο παρορμητική. Επομένως είναι μέταλλο καυτό, για να πλάση ένας
μυθιστοριογράφος τον ήρωα του».
'Ο Τάσος Αθανασιάδης, ό
συγγραφέας των «Πανθέων», πού μάς μιλάει μ' αυτά τα λόγια, για τη γυναικεία
φύση, είναι ένας μυθιστοριογράφος μόνιμα ερωτευμένος — 'θα λέγαμε — με τη
γυναίκα. Κυνηγό γυναικείων ψυχών, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε, έτσι,
καθώς πασκίζει ολοένα να «συλλάβει» αυτό πού θέλει, αυτό πού αντιπροσωπεύει η
γυναίκα. Κάθε του έργο και μια πλούσια πινακοθήκη
γυναικείων μορφών, κάθε του μυθιστόρημα και η απεικόνιση μιας κοινωνίας, όπου η
γυναίκα κατέχει μια τόσο ξεχωριστή θέση, πού να κάνει αυτή την κοινωνία να μοιάζει
κάπως γυναικοκρατούμενη, αφού οι γυναίκες, ρυθμίζουνε, τελικά, τη μοίρα των
αντρών. Τούτο το στοιχείο είναι ιδιαίτερα τονισμένο στο μυθιστόρημα του,
«Φρουροί της Αχαΐας», όπου άχνες προβάλλουν οι αντρικές μορφές μπροστά στην
πανίσχυρη γυναικεία παρουσία. Γενάρχες έβαλαν τις ρίζες των Βίλληδων και των Καζιάνηδων, των
οικογενειών που πρωταγωνιστούν στο έργο
αυτό του Αθανασιάδη. Μα τούτους τους γενάρχες, τους βρίσκουμε πεθαμένους πια,
όταν αρχίζει το μυθιστόρημα. Στη θέση τους, κληρονόμος και στυλοβάτης της
οικογενείας και της επιχειρήσεως, η «γενάρχισσα», η Ναταλία Βίλλη. Ο ζωντανός
«γερός» άντρας, πού μέλλει να συνέχιση το μπόλιασμα του εκφυλισμένου δέντρου των
Βίλληδων με τη λαϊκή υγεία, πεθαίνει από τα χέρια της γυναίκας, πού στάθηκε
ερωμένη του πατέρα του και δική του. Ο διανοούμενος-καθηγητης του Πανεπιστημίου,
πού μέλλει να μπολιάσει με τις προοδευτικές, δημοκρατικές ιδέες το σάπιο
ιδεολογικό κορμό της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων χρόνων, πεθαίνει κί'
αυτός — κατά ένα έμμεσο τρόπο — από το χέρι της αγαπημένης του. Μα και πιο πίσω
ακόμη, όταν ζούσαν οι γενάρχες, η γυναίκα τους στύλωνε, κι' αυτή έκανε τις
ηρωικές πράξεις: όταν κυκλώνεται το αμάξι των Βίλληδων από το φανατικό πλήθος των
άντιβενιζελικών, ο άντρας έμεινε αδρανής — «άρρωστο» τον θέλησε ο συγγραφέας
κι' η γυναίκα είναι αυτή πού παίρνει στα χέρια της τα γκέμια κι' οδηγεί το
αμάξι μέσα στην καταιγίδα.
Δεν θα μπορούσε να κάνει
διαφορετικά ένας συγγραφέας όπως ο Τάσος Αθανασιάδης, πού έγραψε σ' ένα του
δοκίμιο («Γιατί οι γυναίκες αγαπούν το μυθιστόρημα», είναι ο τίτλος του) : «αρχή
και τέλος κάθε μυθιστορήματος η γυναίκα». Κι' έτσι όπως τ’ ακούω τώρα να μου εξηγεί
το πώς η γυναικεία ψυχολογία είναι στοιχείο της τέχνης του, πείθομαι
περισσότερο πώς βρίσκομαι κοντά σ' ένα συγγραφέα, πού βλέπει αμοιβαία τη σχέση μυθιστορήματος
και γυναίκας: Η γυναίκα αγαπάει το μυθιστόρημα και – το μυθιστόρημα αγαπάει τη
γυναίκα.
Μα, αν είναι αλήθεια — όπως
υποστηρίζει στο δοκίμιο του ο Τάσος Αθανασιάδης — πώς «κυριότατα ψυχολογικοί»
κι' όχι κοινωνικοί είναι οι λόγοι, πού παρακινούν τη γυναίκα «στο φανταστικό,
στη φυγή», «πώς συμπληρώνει από το μυθικό στοιχείο» αυτό πού «από φυσικού της, αδυνατεί
να βρει στη ζωή», πώς «η τάση για φυγή είναι οργανική γυναικεία ανάγκη», τότε
μόνιμο κτήμα, των αντρών θα είναι η διάνοια και το ένστικτο θα κατευθύνει πάντα
τη γυναίκα;
—
Πιστεύετε, κύριε Αθανασιάδη, πώς τώρα πού η γυναίκα αρχίζει να ζει με ίσους όρους
— μορφώνεται με τον ίδιο τρόπο καλλιεργεί τη «διάνοια» στο βαθμό πού την
καλλιεργεί και ο άντρας, έχει μια κοινωνική ζωή όπως και ο άντρας — θα
διατηρήσει αυτό το «ένστικτο» στοιχείο ή θα γίνει κι' αύτη ένα λογικό όν;
— Δεν αποκλείεται... απαντά
με κάποιο δισταγμό ο Τάσος Αθανασιάδης, και μαντεύω στο δισταγμό του μια
νοσταλγία γι' αυτό πού το ξέραμε όλοι πώς κάποτε θα σβήσει μαζί με την εικόνα της
«αιώνιας γυναίκας», της «πολύ γυναίκας» όπως τη μελετάει ο
συγγραφέας σ' ένα άλλο του δοκίμιο. Δεν αποκλείεται. Μα η φύση δεν αλλοιώνεται,
πολύ εύκολα. Νομίζω πώς, για πάρα πολλά χρόνια, ακόμη και δικαστής να γίνει και
πρωθυπουργίνα να γίνει, η γυναίκα θα είναι γυναίκα.
—Επομένως...
είναι η καθυστέρηση, η μη ισοτιμία της με τον άντρα, που κάνει τη γυναίκα
ενδιαφέρουσα.
Διαμαρτύρεται γελώντας ο
Τάσος Αθανασιάδης.
—Όχι, όχι η καθυστέρηση.
Κατά το ποσοστό πού πετυχαίνει την
ισοτιμία της με τον άντρα, κατά το ποσοστό αυτό — πού μπορεί να είναι
αδιόρατο ακόμα — χάνει σε ενδιαφέρον για το μυθιστοριογράφο.
Όταν μιλάμε για τη
γυναίκα, εννοούμε, φυσικά, και τον έρωτα. Μοιραία, το δεύτερο αυτό στοιχείο δεν
μπορεί παρά να κατέχει όση θέση και το πρώτο, στο μυθιστόρημα του Τάσου
Αθανασιάδη. «Το κλειδί, για να μπεις μέσα στο λαβύρινθο της ψυχής, είναι η
ποιότητα η ερωτική του άνθρωπου», λέει ό συγγραφέας. Τούτο το κλειδί το
χρησιμοποιεί, για να «αιφνιδιάσει» τους ήρωες του στις πιο μυστικές στιγμές
τους: στην ερωτική πράξη ή στο ξέσπασμα των αισθημάτων, όταν η ανθρώπινη ψυχή,
πιστεύοντας πώς είναι η μόνη, μένει γυμνή κι' απροστάτευτη. «Εμείς οι
μυθιστοριογράφοι μπαίνουμε από την πόρτα της υπηρεσίας για να αιφνιδιάσουμε τον
κάθε μας ήρωα στην πιο αυθόρμητη κατάσταση του, πριν βάλει τη μάσκα και βγει έξω
από το σπίτι του. Στον έρωτα, στο θυμό, σε όλες τις καταστάσεις αυτές, πού σε
βγάζουν έξω από τη συμβατικότητα, ο άνθρωπος γίνεται πιο αυθεντικός, πιο γνήσιος».
Κι' ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο
να πη κανείς πότε ο άνθρωπος παρουσιάζεται πιο «γνήσιος»: Όταν βγάζει τη μάσκα ή
όταν τη φοράει; Όταν τον αιφνιδιάζουμε στην κρεβατοκάμαρα του ή όταν τον
συναντάμε στο δρόμο, όταν τον βρίσκουμε μόνο ή στην επαφή του με τους άλλους;
«"Αν σκεφτούμε ότι αυτή
η μάσκα είναι σχεδόν το πετσί μας, δεν την αισθανόμαστε πλέον, αυτόματα
έρχεται, γίνεται η άλλη φύση μας, όπως λέει ο Γιούγκ, και καμιά φορά κυριαρχεί
πάνω στη φύση μας, είμαστε, βέβαια υποχρεωμένοι να τη δούμε κι' αυτή και να τη μελετήσουμε
με την ίδια προσοχή».
Ό Τάσος Αθανασιάδης είναι από
τους πιο γνωστούς και τους πιο πολυβραβευμένους νεοέλληνες συγγραφείς. (Έχει
πάρει το βραβείο πεζογραφίας 1959—1961 της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα
του «Οι Πανθέοι», το κρατικό βραβείο βιογραφίας 1955 για τη μυθιστορηματική
βιογραφία του «Ό Ντοστογιέφσκι από το κάτεργο στο πάθος», το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος
1969 για το βιβλίο του «Η αίθουσα του Θρόνου», το κρατικό βραβείο βιογραφίας
1963 για τη βιογραφία του Αλβέρτου Σβάΐτσερ). Τώρα, με τους «Φρουρούς της
Αχαΐας», μας δίνει ένα από τα πρώτα μεταδικτατορικά μυθιστορήματα, πού η
υπόθεση τους ξετυλίγεται στα χρόνια της δικτατορίας. Δύο τόμοι, σχεδόν 1.000
σελίδες, πού θέλουν να πιάσουν μια ολόκληρη εποχή. Μα και το πρώτο έργο του, «Οι
Πανθέοι», είναι ολόκληρη τριλογία, πού απλώνεται σε μια πολύ ευρύτερη ιστορική
περίοδο από το Μακεδονικό αγώνα ως τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Τί λογής
μυθιστόρημα γράφει, λοιπόν, ό Τάσος Αθανασιάδης;
«Ναι, το μυθιστόρημα μου
πλέκεται σε σαφείς χρονικές περιόδους. Με άλλα λόγια, καλλιεργώ το μυθιστόρημα
- Χρονικό. Με αναδρομές, γιατί μ' αρέσει και η πάλη η ψυχολογική των γενεών: από
τη γιαγιά ως το εγγόνι. Έτσι είμαι υποχρεωμένος την κάθε γενιά — κι' εκείνη πού
βρίσκεται στο πρώτο πλάνο και δίνει το ρυθμό του μύθου και την πλοκή του, και
τις παλιότερες, πού τις απεικονίζω με αναδρομές —να τη βλέπω μέσα στο κοινωνικό της πλαίσιο. Ο τρόπος πού βλέπω τους ήρωες
μου είναι ο ψυχολογικός ρεαλισμός. Πιστεύω στην ψυχολογική πραγματικότητα.
Πιστεύω
πώς το άτομο, πού μιλάει με τον εαυτό του, είναι ίσως αληθινότερο από κείνο πού
μιλάει στους άλλους. Όταν βρίσκεσαι, ενώπιος ενωπίω, είσαι ο πραγματικότερος. Δεν
λέω ο αληθινότερος - ο αυθεντικότερος. Κι' αυθεντικοί είμαστε λίγες στιγμές το
εικοσιτετράωρο».
—
Είναι φανερό, κύριε Αθανασιάδη, πώς στο έργο σας ζητάτε ν' αποδώσετε όχι απλώς
ορισμένους ήρωες μέσα σε ορισμένες καταστάσεις, άλλα κομμάτια από την ελληνική
πραγματικότητα.
— Ακριβώς, έτσι είναι. Η
φιλοδοξία μου — αν μου επιτρέπεται η έκφραση — είναι να δώσω το ήθος και την
ψυχολογία των Ελλήνων του αιώνα μας. Το έκανα με τους «Πανθέους», με την
«Αίθουσα του Θρόνου» και το συνεχίζω. Θα ήθελα, ο ξένος, που θα διάβαζε τα
βιβλία μου, να μπορούσε να πει: «Ναι, τώρα ξέρω το ήθος και το χαρακτήρα των Ελλήνων».
Ακριβώς όπως παλιότερα, όταν τα ταξίδια δεν ήταν εύκολα, από τους συγγραφείς —
τους Ρώσους, τους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους — μαθαίναμε την ιδιοσυστασία των
λαών. Μπορώ μάλιστα να πω πώς αυτό είναι το μόνο συνειδητό και προγραμματισμένο
στοιχείο μου. Όταν ξεκινώ να γράψω ένα μυθιστόρημα, σκοπός μου είναι να δώσω, όσο
μπορώ, ανθρώπους με σάρκα και οστά, άλλα, απεικονίζοντας τα ήθη και το χαρακτήρα
τους, τοποθετώντας τους μέσα στην εποχή τους. Γιατί, πρέπει να σας πω, δεν
αφηγούμαι στα μυθιστορήματα μου. Αναπαριστάνω. Τα πράγματα γίνονται. Δεν
προετοιμάζω από την αρχή, ούτε το μύθο ούτε τα πρόσωπα μου. Αν ήταν δυνατό, την
ώρα πού αρχίζω να γράφω ένα μυθιστόρημα, αυτόματα να τελείωνε μέσα σε μια στιγμή
και να το διάβαζα, δεν θα ήξερα πώς, αυτό το βιβλίο, ξεκίνησα να γράψω. Άλλοι
συγγραφείς προετοιμάζουν το έργο τους, πριν πιάσουν την πέννα. Εγώ αρχίζω χωρίς
να έχω τίποτα προετοιμάσει. Κι' έτσι, δεν μπορώ να αφηγηθώ, παρά μόνο να
απεικονίσω. Ξέρω, βέβαια, τις δυσκολίες πού έχω να αντιμετωπίσω, καθώς η ζωή των
ηρώων μου ξετυλίγεται, διασταυρώνεται με τη ζωή των άλλων, έρχεται αντιμέτωπη με
καταστάσεις, πού της επιβάλλονται. Στους «Πανθέους», ας πούμε, όταν ξεσπάει ο
πόλεμος, οι ήρωες μου δεν μπορούν, ασφαλώς, να κάθονται στου Ζόναρς. Θα πάνε
στον πόλεμο, κι' εγώ, ο συγγραφέας, θα τους ακολουθήσω. Ή στους «Φρουρούς της
Αχαΐας», όταν ορισμένοι άπα τους ήρωες μου συλλαμβάνονται και δικάζονται, θα
πάω μαζί τους στην αίθουσα του δικαστηρίου. Κι' η δίκη πρέπει νάχει την
ατμόσφαιρα της και την πειστικότητα της. Κι' έτσι, αναπαριστάνοντας, δίνεις τον
ήρωα σου-, άντρα η γυναίκα, σε μια αδιάκοπη αυτοδημιουργία. Δεν πρέπει να
ξεχνάμε αυτό πού είπε ο Γκαίτε, πώς το πνεύμα διαμορφώνεται στη μοναξιά, αλλά ο
χαρακτήρας διαμορφώνεται στην κοινωνία».
Κι' ωστόσο-, υπάρχει μια
ιδιοτυπία στο έργο του Τάσου Αθανασιάδη. Προσπαθώ να την εντοπίσω μέσα από την
κουβέντα μας. Γιατί και στους «Πανθέους» και στους «Φρουρούς της Αχαΐας», ο
συγγραφέας προσπαθεί να δώσει αυτό πού θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εποποιία
της αστικής τάξεως της Ελλάδας». Από την άποψη αύτη το έργο του βρίσκεται στην
παράδοση ενός Γκάλσγουόρθυ, να πούμε. Στους «Πανθέους», είχαμε την εποχή της
ανόδου των αστών, τη «χαρισάμενη εποχη» πού επέτρεπε τα όνειρα και την
αισιοδοξία. Η επανάσταση του Γουδί, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Βενιζέλος. Κάνεις δεν
υποψιαζόταν τότε την «Κερκόπορτα» απ' όπου θάμπαινε ο εχθρός. Η εποχή εκείνη δεν
είναι πια παρά το χαμένο δράμα, όταν γράφονται οι «Φρουροί της Αχαΐας». Σ' αυτό
το τελευταίο μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη, διαβάζει ο γιος, με πικρό
χαμόγελο, αυτά πού (έγραφε κάποτε ο πατέρας στο ημερολόγιο του: Το έργο του
Βενιζέλου θα είναι «η περγαμηνή επί της οποίας αναγράφεται η ανακήρυξης της
Ελλάδος εις ευρωπαϊκή δύναμιν σεβαστή πλέον από όλους...»,
Με πικρό χαμόγελο,
διαβάζει κι' ο αναγνώστης τούτη τη σελίδα του ημερολογίου, πού έρχεται από το παρελθόν. Όταν η αστική τάξη της
Ελλάδας μπορούσε να οραματίζεται τον «ευρωπαϊκό» παράδεισο της. Τώρα, στους
«Φρουρούς», ο παραδοσιακός αστός είναι ηττημένος, ξεγελασμένος
στα όνειρα του, η δικτατορία αποτελεί τη ζωντανή διάψευση του, το
«κατεστημένο», ξεπερασμένο ηθικά, προκαλεί την αηδία των ίδιων των παιδιών του,
πού, ενεργά ή παθητικά, τάσσονται εναντίον του, αναζητώντας μια καινούργια
«ταυτότητα» ένα καινούργιο τρόπο υπάρξεως, ένα καινούργιο δράμα. Μα όλα αυτά να
γίνονται μέσα στους κόλπους των αστικών οικογενειών, κανένα άλλο στοιχείο δεν
έρχεται να πρόσθεση το βάρος του σ' αυτή την πάλη κατά του κατεστημένου. Ακόμη κι' εκεί όπου το λαϊκό
στοιχείο «υπεισέρχεται» στη δράση του μυθιστορήματος, δεν φέρνει
τίποτε παραπάνω από τον πόθο του να γίνει κι' αυτό αστική τάξη, να εκπόρθηση τα
απροσπέλαστα οχυρά, της: η πρώην καθαρίστρια Αναστασώ έβαλε υπεράνθρωπη δύναμη να
κάνη τον ανεψιό της, νόθο γιό του αφεντικού, κυρίαρχο στο εργοστάσιο. Η «μικρή
Πατρινιά» βάζει σ' ενέργεια όλη τη γοητεία της ομορφιάς της, τη γυναικεία
πονηρά και τον αμοραλισμό της, για να παντρευτεί τον κομπλεξικό γιό των
αφεντάδων και να μπει κυρά στο αρχοντικό τους —όπως κα το κατορθώνει — έτοιμη
πάντα να βρει άλλου τις απολαύσεις, που δεν μπορεί να της δώσει ο άντρας της.
—
Στους «Φρουρούς της Αχαΐας», παίρνετε μια επαρχιακή πόλη με ιστορία, την
πρωτεύουσα της Αχαΐας, απ' οπού αναπήδησε, σε μεγάλο βαθμό, η νεώτερη Ελλάδα.
Και ακόμη, παίρνετε μια ορισμένη τάξη ανθρώπων μέσα απ' αύτη την πόλη: την
υψηλότερη κοινωνία της, πού πρωταγωνιστεί. Οι άλλοι, στο βαθμό πού υπάρχουν,
είναι τα δεύτερα πρόσωπα ή και οι κομπάρσοι. Μιλήστε μας γι' αυτή την πλευρά του
έργου σας.
— Στους «Πανθέους», έδωσα, γεωγραφικά, όλη την
Ελλάδα. Στην «Αίθουσα του Θρόνου», έδωσα ένα νησί. Ένα καλοκαίρι, η νεότητα σ'
ένα νησί του Αιγαίου — θά μπορούσε νάταν η Υδρα, οι Σπέτσες ή η Μύκονος. Στους
«Φρουρούς της Αχαΐας», θέλησα να δώσω την ελληνική επαρχία του
καιρού μας, πού δεν είναι πια επαρχία, ακριβώς σ' αυτή τη φάση πού αποχρωματίζεται
όλη η Ελλάδα —κι' όλα τα κράτη χάνουν το ειδικό
χρώμα τους και ομοιομορφοποιούνται—·πού χάνουμε κάτι από τη σαφήνεια του εθνικού
χαρακτήρα μας. Τώρα, πού οδηγεί αυτό, είναι μια άλλη ιστορία. Θέλησα να δώσω αυτή
τη στιγμή, όταν η επαρχία εξομοιώνεται με την πρωτεύουσα, γεμίζει ξενοδοχεία, οι
ξένοι την διαπερνούν. Θέλησα ακόμα να δώσω μια επαρχία από τις ιστορικότητες,
τις πιο εξελιγμένες πολιτιστικά. Η Αχαΐα, υστέρα από μια παρακμή μερικών
δεκαετιών, ξαναβρήκε τη ζωντάνια της με το λιμάνι της Πάτρας, πού είναι η δυτική
πύλη της Ελλάδας, με την εθνική οδό, πού την έφερε κοντά στην Αθήνα, με το Πανεπιστήμιο.
Με τράβηξαν ακόμα οι κλιματολογικές συνθήκες της Αχαΐας, με τις βροχές, με τους
εναλλασσόμενους καιρούς της, πού την κάνουν πολύ ελκυστική για ένα μυθιστόρημα.
Η ίδια η Πάτρα έχει τη ρυμοτομική της ιδιοτυπία. Έτσι, με τράβηξε η Αχαΐα. Πέρα
απ' αυτά, καθώς μάλιστα τα δίνω στο συγκεκριμένο, πλαίσιο της επταετίας,
προσπάθησα —δεν ξέρω κατά πόσον το κατάφερα— η Αχαΐα, μέσα στις εκατοντάδες των
σελίδων, να γίνεται, σιγά-σιγά, η χώρα της ευμάρειας, της καλοπέρασης, με το
κατεστημένο της και με τους νέους, πού βάλλουν εναντίον του κατεστημένου. Το
κατεστημένο είναι οι «Φρουροί» της Αχαΐας, πού τη φρουρούνε σαν μια χώρα, πού
τους συντηρεί και την απολαμβάνουν και δεν θέλουν να χάσουν τα αγαθά τους. Οι
νέοι, όμως, βάλλουν εναντίον τους. Και ειδικότερα, βάλλουν κατά της
δικτατορίας.
Αύτη, λοιπόν, την Ελλάδα
«αναπαριστάνει» το έργο του Τάσου Αθανασιάδη. Μια τελευταία ερώτηση, πριν φύγω από
το γραφείο του συγγραφέα: Πώς διατηρεί την «τόλμη» να γράφει μυθιστορήματα -
χρονικά, πού ξετυλίγονται στο χρόνο, αδιάφορα για τη βιασύνη του σύγχρονου
αναγνώστη- και, μάλιστα, όταν οι εκδότες μας πληροφορούν πώς το λογοτεχνικό
βιβλίο περνάει κρίση;
Αισιόδοξος και σ' αυτό, ο
-συγγραφέας των «Φρουρών της Αχαΐας» :
«Δεν πιστεύω πώς πρόκειται
για μονιμότερη κρίση, Ίσως, τη στιγμή αυτή, οι αναγνώστες και, μάλιστα οι νέοι,
να ενδιαφέρονται περισσότερο για βιβλία με άμεσους προβληματισμούς. Μα και το
μυθιστόρημα ακολουθεί αυτή την κατεύθυνση. Όχι, δεν πιστεύω στην κρίση του μυθιστορήματος,
τουλάχιστον όσο βρίσκονται έκδοτες πού επενδύουν τα κεφάλαια τους στη
λογοτεχνία».
Έλλη Παππά
Περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ τ.667
/6.8.1975
Τάσος
Αθανασιάδης
Από τη Βικιπαίδεια, την
ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Τάσος Αθανασιάδης του
Μιχαήλ (Σαλιχλή Μικράς Ασίας, Νοέμβριος 1913 − Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου 2006) ήταν
συγγραφέας (κυρίως μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος) και ακαδημαϊκός.
Σπούδασε νομικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και δικηγόρησε κατά την περίοδο 1940-1945. Το 1945
διορίστηκε διευθυντής της Γραμματείας του Εθνικού Θεάτρου, και στη συνέχεια
γενικός διευθυντής, θέση την οποία διατήρησε μέχρι το 1972. Το 1994
αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τρία Κρατικά Βραβεία και το
παράσημο του Τάγματος του Φοίνικα και, επίσης, με το αργυρό μετάλλιο της
Γαλλικής Ακαδημίας και το διεθνές Βραβείο Χέρντερ. Έγινε γνωστός από τα έργα
του Οι Φρουροί της Αχαΐας (δίτομο μυθιστόρημα, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών
Ιδρύματος Ουράνη), Οι Πανθέοι (μυθιστορηματική τριλογία σε 4 τόμους, βραβείο
Ακαδημίας Αθηνών -1961), Αίθουσα του θρόνου (κρατικό βραβείο μυθιστορήματος
1969), και Τα παιδιά της Νιόβης, τα οποία μεταφέρθηκαν στην ελληνική τηλεόραση.
Εκλέχθηκε ακαδημαϊκός το 1986 και χρημάτισε πρόεδρος του Ιδρύματος Ουράνη, του
Ιδρύματος Παλαμά και των Λογοτεχνικών Βραβείων «Ιπεκτσί»
Ομιλούσε επίσης γαλλικά
και ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών.
Αποτίμηση
του έργου του
Ο Αθανασιάδης είναι ο
βασικός εισηγητής του «μυθιστορήματος-ποταμού» (roman-fleuve) στην ελληνική
γλώσσα. Διάβαζε ξένους μυθιστοριογράφους που τον επηρέασαν: Σταντάλ, Ουγκώ,
Φλωμπέρ, Γκάλσγουορθυ, αλλά και Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ.
Έντονο είναι το επικό στοιχείο και η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη ενώ διαπλέκεται
ο μύθος ενός ήρωα με το μύθο ενός άλλου. Τα μυθιστορήματά δίνουν «έναν πλατύ
και συνθετικό πίνακα της ελληνικής αστικής κοινωνίας» στα τρία τέταρτα περίπου
του εικοστού αιώνα. Οι χαρακτήρες του - έντονες προσωπικότητες, αν και
φαινομενικά αντιφατικοί, έχουν εσωτερική ενότητα και κινούνται στην ιστορία σαν
να εκπληρώνουν ένα εσωτερικό πεπρωμένο, παρά να επηρεάζονται από τις εξωτερικές
συνθήκες.
Έργα
του
Ντοστογιέφσκι, από το
κάτεργο στο πάθος (Α΄Κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας 1956)
Αλβέρτος Σβάιτσερ (Κρατικό
βραβείο βιογραφίας 1963)
Ταξίδι στη Μοναξιά
(χρονικό, 1944)
Τρία παιδιά του αιώνα τους
(βιογραφικά χρονικά)
Τα παιδιά της Νιόβης
(μυθιστόρημα, πρώτη τρίτομη μορφή 1948, 1953, 1961, δεύτερη τετράτομη:
1967-1968)
Οι τελευταίοι εγγονοί
(μυθιστόρημα, 2 τόμοι, 1984)
Οι Πανθέοι (μυθιστόρημα)
Οι φρουροί της Αχαΐας
(μυθιστόρημα, 2 τόμοι, 1975)
Η αίθουσα του θρόνου
(μυθιστόρημα, 1969)
Αναγνωρίσεις (δοκίμια)
Ο Γιος του Ήλιου
(βιογραφία, 1978)
Αγία Νεότητα (διηγήματα)
Έλλη
Παππά
Από τη Βικιπαίδεια, την
ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Έλλη Παππά (1920 - 27
Οκτωβρίου 2009) ήταν Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, κόρη του Ευάγγελου
Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Ήταν η σύντροφος του Νίκου Μπελογιάννη
έως και την εκτέλεση του.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το
1920 (η μικρότερη από πέντε παιδιά: Ηρώ, Γιώργος, Διδώ, Δέσποινα και Έλλη).
Αδελφή της ήταν η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η
οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε αρχικά στη Φιλοσοφική και στη
συνέχεια στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει
τις σπουδές της, λόγω της κατοχής, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του
ΕΑΜ. Κατά την ίδια περίοδο έγινε και μέλος του ΚΚΕ. Εργάστηκε στην παράνομη
έκδοση του Ριζοσπάστη μέχρι το 1949, οπότε άρχισε η συνεργασία της με τον Νίκο
Πλουμπίδη και από τον Ιούνιο του 1950 με τον Νίκο Μπελογιάννη που έγινε
σύντροφός της.
Η Έλλη Παππά και ο Νίκος
Μπελογιάννης συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 1950 και παρέμειναν σε απομόνωση
έως την πρώτη δίκη τους (Νοέμβριος 1951). Στη φυλακή γεννήθηκε ο γιος τους
Νίκος (Αύγουστος 1951).
Ακολούθησε δεύτερη δίκη
(Φεβρουάριος 1952). Καταδικάστηκαν σε θάνατο, ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε, αλλά
η Έλλη όχι, λόγω του βρέφους, και τελικά αποφυλακίστηκε την πρωτοχρονιά του
1964. Εργάστηκε στην ΕΔΑ και από το 1965 ήταν αρθρογράφος και μέλος της
συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας Δημοκρατική Αλλαγή. Με το πραξικόπημα της
21ης Απριλίου 1967 συνελήφθη και εξορίστηκε στη Γυάρο (αποφυλακίστηκε τον
Ιούλιο του 1968, λόγω σοβαρής ασθένειας).
Ως δημοσιογράφος εργάστηκε
στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, στην εφημερίδα Μακεδονία, στο περιοδικό
Γυναίκα, στην εφημερίδα Εξπρές και στην εφημερίδα Έθνος. Δραστηριοποιήθηκε στη
μεταπολιτευτική ΕΔΑ και στο ΚΚΕ. Λόγω των πολιτικών διώξεων της Έλλης Παππά
κατά την περίοδο της κατοχής και του Εμφυλίου, μεγάλο μέρος του αρχείου της
έχει χαθεί. Από την περίοδο της φυλάκισής της σώζεται αλληλογραφία, κείμενα και
ενθυμήματα, πολλά από τα οποία φυλάχθηκαν από τον γιο της και την αδελφή της,
Διδώ Σωτηρίου. Σε δεκατρία χρόνια φυλακής δεν έπαψε να δημιουργεί –κατάλληλα
για την εκάστοτε ηλικία του– βιβλία για το παιδί που μεγάλωνε με τη φροντίδα
της αδελφής της, Διδώς. Γραμμένα ή διασκευασμένα από την ίδια, ζωγραφισμένα και
βιβλιοδετημένα στο χέρι με λεπτομέρεια, τα βιβλία που φιλοτέχνησε για τον γιο
της η Έλλη Παππά.
Το 2002 η Έλλη Παππά
εμπιστεύθηκε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο το σύνολο του αρχείου
της, που, ταξινομημένο πλέον, προστίθεται στις διαθέσιμες πηγές της
μεταπολεμικής ιστορίας. Παρέδωσε το αρχείο της στο Μουσείο Μπενάκη. Μετά
θάνατον εκδόθηκε το έργο που στηρίχθηκε στο αρχείο της, το Μαρτυρίες μιας
διαδρομής.
Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου
του 2009
Το
έργο της
Μελέτες
Ο Πλάτωνας στην Εποχή μας
(1981, 1998)
Οι αρχαίοι Έλληνες
συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ (1983, 1984)
Σπουδή στο θέμα της
Ελευθερίας - Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό (1985)
Μύθος και ιδεολογία στη
Ρωσική Επανάσταση - Οδοιπορικό από τον ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στον λαϊκισμό
του Στάλιν (1990)
Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία
και εκτός μαυσωλείου (1991)
Κομμούνα του 1871:
Επανάσταση του 21ου αιώνα; (1992)
Λογοτεχνικά
έργα
Το ημερολόγιο ενός
φυλακισμένου (Μυθιστόρημα, Βουκουρέστι 1961)
Δουλειά της φυλακής
(Διηγήματα και ποιήματα, 1979)
Άλλα
έργα
Βίος και έργα της γάτας
της Σοφής (1984)
Σελίδες από τον τύπο της
Αντίστασης (1985)
Νίκος Κιτσίκης - Ο
επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός (1986)
Μικρογραφίες – Βιβλία από
τη Φυλακή (2006)
Μαρτυρίες μιας διαδρομής
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου