-->

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Διογένης ο Κυνικός ή Διογένης ο Σινωπεύς



ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΣΙΝΩΠΕΥΣ

Ο άνθρωπος πού στάθηκε ουσιαστικά ο πρώτος πολίτης του κόσμου

Του Ανδρέα Τ. Χάννα

Προτού πούμε οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση : είναι αλήθεια ότι σήμερα, όταν κάποιος μας αναφέρει τ’ όνομα «Διογένης» — ακόμη και χωρίς να πρόσθεση το επίθετο «κυνικός» — αυτόματα η σκέψη μας πέτα σ' αυτόν τον ιδιότυπο άνθρωπο, πού έζησε τον τέταρτο π.Χ. αιώνα και που υπήρξε στην εποχή του ένας ζωντανός θρύλος. Ένας θρύλος, πού εξακολουθεί  ακόμη  και  σήμερα να γοητεύει   τον σύγχρονο άνθρωπο!..

Ωστόσο, για λόγους αμεροληψίας θα πρέπει να πούμε, ότι δεν ήταν μονάχα αυτός ο Διογένης ο κυνικός, πού σκανδάλισε μια ολόκληρη εποχή και πού ακόμα εξακολουθεί να συναρπάζει με την προσωπικότητα του και πιο πολύ με τη κοσμοθεωρία του και την αντίληψη του για τη ζωή. Υπήρξε κι' ένας άλλος — αργότερα, συγκεκριμένα το 75 μ.Χ.,— με το ίδιο όνομα, Διογένης και τον....ίδιο τίτλο κοσμοθεωρίας, «Κυνικός» δηλαδή. Αυτός δεν δίστασε να τα βάλει με τον ίδιο τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, Τίτο, και να του τα ψάλει για καλά, επειδή συνδεόταν παράνομα με την κόρη του βασιλιά της Ιουδαίας, Ηρώδη Αγρίππα του Α', την Βερενίκη. Και κάποια μέρα στο θέατρο βροντοφώναξε σ' όλους τις άνομες σχέσεις του αυτοκράτορα, με την Βερενίκη και γι' αυτό μαστιγώθηκε. Ωστόσο, πέτυχε τον σκοπό, γιατί ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί από την ερωμένη του.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ήρωα μας, τον Διογένη τον κύνα, ή όπως ήταν το πραγματικό του όνομα τον Διογένη, τον Σινωπέα — γιατί γεννήθηκε στη Σινώπη τον  τέταρτο   αιώνα.

Φαίνεται ότι. κάποια εποχή ήταν σκλάβος που ζήτησε μάλιστα σαν αντίτιμο για την πώληση του τιμή ηγεμονική (όσο δηλαδή θα πουλιόταν ένας βασιλιάς) και την πέτυχε. Και μετά έγινε «απελεύθερος». Ήταν μαθητής τού ιδρυτού της κυνικής Φιλοσοφίας, τού Αντισθένη και μετά πήρε ο ίδιος   τον τίτλο τού  «Σχόλαρχου».

Λέγεται, ότι έγραψε πολλά έργα — δεν έχει ωστόσο διασωθεί τίποτε από αυτά, ίσως γιατί το περιεχόμενο τους σοκάριζε τους συντηρητικούς της εποχής, αφού υπεραμυνόταν ακόμα και τού...κανιβαλισμού. Κι' ένας άλλος Διογένης, ο Λαέρτιος — αναφέρει και σχολιάζει πολλά από τα έργα του κυνικού, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να  βασιστεί στην κρίση και τα μνημονεύματά του, γιατί τίποτε από αυτά δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένο. Αλλά ένα έργο πού σίγουρα ήταν δικό του και που δεν διασώθηκε ούτε κι' αυτό είναι η «Δημοκρατία», πού σ' αυτήν θεμελιώνει απόψεις πού θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε σαν  αναρχικές  ουτοπίες.

Κάποια, εποχή — πού δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια χρονικά — πήγε στην Κόρινθο. Κι' εκεί έγινε δάσκαλος των παιδιών ενός άλλου φιλοσόφου, του Ξενιάδη του Κορινθίου.

Αλλά ό διαπρεπής αυτός αλήτης — γιατί στην πραγματικότητα τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον σύγχρονο συντηρητικό αστό, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας «αλήτης», — που είναι πρώτος πού έδωσε το νόημα του «ΠΟΛΙΤΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», δεν ήταν με τα έργα του τα γραπτά ή με τις θεωρητικές διδασκαλίες του, πού κέρδισε τη φήμη του. Ήταν με την ίδια του τη ζωή. Με την συγκλονιστική απάρνησή του κάθε είδους πού πιστεύεται σαν αγαθό,   στην   οποιαδήποτε  εποχή.

Κανένα από τα αγαθά, καμιά από τις ανέσεις δεν άξιζε να κάνει κανείς την παραμικρή προσπάθειες για να τ' απόκτηση. Κανένα, εκτός από ένα: την βελτίωση της, ανθρώπινης υπόστασης, της ψυχής του ανθρώπου θα λέγαμε ίσως σήμερα. «Παραχαράττειν τό νόμισμα», ήταν η ηθική του, με την έννοια ότι το μέταλλο πού μ' αυτό ήταν φτιαγμένος ο άνθρωπος, ήταν «ευγενές». Και σαν κάθε ευγενές μέταλλο βελτιωνόταν στην αναχώνευση. Έτσι το σύνολο της κοινωνίας (το άθροισμα δηλαδή των πολλών ανθρώπων) θα κέρδιζε σε ποιότητα. Κι' αυτό ήταν το άπαν της ηθικής του. Και αυτή του η ηθική, δεν ήταν για τον ίδιο τουλάχιστον μια κενή λέξις. Μια απλή θεωρία πού την διατυμπάνιζε χωρίς να την έχει κάνει βίωμα, γραμμή της ζωής του. Την στήριζε καθημερινά με τον τρόπο πού ζούσε και πού όσο κι' αν ήταν γραφικός δεν ήταν όμως κι' εύκολος. Τα «ανέκδοτα» του, κυκλοφορούσαν όσο ζούσε — άλλα αληθινά και άλλα εντελώς φανταστικά, και είναι χαρακτηριστικά αυτής της πάλης εναντίον κάθε καθιερωμένης — για τους άλλους  — ανάγκης.

Λέγεται λ,χ., ότι κάποια μέρα στάθηκε μπροστά του ο, πανίσχυρος Μέγας Αλέξανδρος και τον ρώτησε τι χάρη ήθελε να του κάνει. Κι' η απάντηση του κυνικού, ήταν: «να φύγεις από μπροστά μου γιατί   μου  κόβεις τον ήλιο».

Τις βιοτικές του ανάγκες — ακόμη και τις πιο συνηθισμένες για τον άνθρωπο — τις είχε περιορίσει στο ελάχιστο.. «Τό ουδενός χρείσθαι θείον», διακήρυτταν οι προγονοί μας. Κι' όμως, όλοι τους κυνηγούσαν ακόμη και το άχρηστο — παράδειγμα κι' απόδειξη αδιάψευστη, η λατρεία πού είχαν για τις τέχνες, τους τίτλους, τις πολυώνυμες και πολυποίκιλες τιμητικές διακρίσεις — ακόμη δηλαδή και για το περιττό, κι' όχι μονάχα το απαραίτητο. Ο Διογένης, όμως, με την ζωή του ήταν ή ζωντανή καθημερινή απόδειξη, ότι αυτό όχι μονάχα το πίστευε θεωρητικά, άλλα και το ζούσε την κάθε στιγμή.

Η εποχή του, ήταν η περίοδος πού ανθούσε ο «εταιρισμός» και που οι  εταίρες αποτελούσαν το έναυσμα για τις φιλοσοφικές συζητήσεις, για την επίδειξη της σοφιστικής τέχνης και τεχνικής. Και τότε ζούσε μια διάσημη — πασίγνωστη και σήμερα — εταίρα, η Λαΐς η Κορινθία, πού σίγουρα οι απαιτήσεις της δεν ήταν η μικρότερη αιτία για να λεχθεί το «ού παντός πλείν ές Κόρινθον».

Κάποτε, αυτή η πολυδάπανη εταίρα κάλεσε  τον  πάμπτωχο  Διογένη  για  να  του χαρίσει την εύνοια της. Κι’ όταν έφτασε το βράδυ, έσβησε την λυχνία για να του χαρίσει, τις θωπείες της. Όμως, την άλλη μέρα, στο φως του ήλιου, βρέθηκε να κοιμάται πλάι του μια σκλάβα της. Και ή Λαΐς θέλησε να ειρωνευτεί τον κυνικό, ότι την έπαθε, ότι δεν ήταν αυτή πού του χάρισε τον ερωτά της, άλλα μια ασήμαντη σκλάβα. Η απάντηση πού πήρε σίγουρα δεν θα άφηνε αδιάφορη καμιά γυναίκα, σε οποιαδήποτε εποχή κι' αν ζούσε: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή όμοια»!

Ο Λουκιανός στους «Νεκρικούς Διάλογους» του, αναφέρει άπειρα τέτοια ανεκδοτολογικά περιστατικά — όπως τον καυγά του με τον Ηρακλή στον Άδη, για το αν είναι ημίθεος, αν αληθινά αυτός, ό Ηρακλής, είναι πού κέρδισε την αθανασία και ζει με την Ήβη, ή η σκιά του, τις απειλές του Ηρακλή ότι θα τον σκοτώσει και την απάντηση του, ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αφού είναι ήδη νεκρός, τον καυγά του με τον βαρκάρη, του Αχέροντα για τα πορθμεία, κλπ.

Την αγάπη του για την φυσική ζωή — πού αργότερα την έκανε κοσμοθεωρία του ο Ζάν Ζάκ Ρουσώ — την διακήρυττε με κάθε τρόπο, και κυρίως έμπρακτα. Δεν είχε ποτέ δική του στέγη. Κοιμόταν κάτω από την στέγη των δημοσίων κτιρίων ή μέσα σ' ένα βαρέλι. Είχε ένα παλιόρουχο, που τη μέρα ήταν το ένδυμα του, το δε βράδυ γινόταν κουβέρτα ή στρωσίδι του, ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής.

Ένα διάστημα το είχε ρίξει στην πολυτέλεια : είχε ένα πήλινο κουπάκι για να πίνει νερά. Κάποτε όμως είδε έναν σκύλο να πίνει κατευθείαν από την πηγή  και φυσικά αυτό του στάθηκε δίδαγμα. Έτσι, πέταξε το κουπάκι του κι' έπινε μέσα στις χούφτες του το νερό, ή με τον ίδιο τρόπο πού ξεδιψούσε ο σκύλος.

Ό τρόπος πού διακήρυττε τις πεποιθήσεις του ήταν αληθινά παραστατικός. Για να δείξει λ.χ. πόσο δύσκολο είναι να συνάντησης στην καθημερινή ζωή έναν αληθινό άνθρωπο, έναν άνθρωπο αντάξιο του είδους «σοφός» (έστω κι' αν ο όρος αυτός είναι πολύ μεταγενέστερος) κυκλοφορούσε στο φως της μέρας κρατώντας ένα αναμμένο, φανάρι. Κι' όταν τον ρωτούσαν γιατί το κρατούσε, απαντούσε ότι αναζητά έναν «έντιμο» πολίτη.

Τις ελάχιστες φυσικές ανάγκες του, τις κάλυπτε με τον ελάχιστο δυνατό μόχθο. Αλλά αυτό, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια μορφή τεμπελιάς. Γιατί, όταν κάτι το πίστευε άξιο λόγου, όπως π.χ. την βελτίωση του πνεύματος του το κυνηγούσε με πάθος... Ήταν ένας άνθρωπος με λίγα λόγια, πού εκείνο πού πίστευε δεν το διακήρυττε απλώς στους άλλους. Το ζούσε, και μάλιστα καθημερινά και με απόλυτη συνέπεια! Κι’ αλήθεια, πόσους τέτοιους ανθρώπους μπορεί να καυχηθεί ή ανθρωπότητα ότι παρουσίασε στο πέρασμα των αιώνων;

Κι' αναρωτιέται κανείς, αν ένας τέτοιος άνθρωπος ζούσε σήμερα, τι θα ήταν; Φοβάμαι ότι η απάντηση είναι αρκετά απογοητευτική. Γιατί είχε τις ίδιες πιθανότητες να τον φιλοξενεί ή αστυνομία «επί αλητεία», ή κάποιο δημόσιο ψυχιατρείο...

Αφού διαβάσαμε για τον χαρακτήρα του ας δούμε κάτι  λίγα ακόμη για τον Διογένη για να τον γνωρίσουμε καλύτερα. 

Ο Διογένης (412 π.Χ. - 323 π.Χ.), γνωστός και ως Διογένης ο Κυνικός ή Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, και ένας από τους θεμελιωτές του κυνισμού. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ. στην Κόρινθο.

Θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.

Βίος

Γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του, επειδή, με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία, είχαν παραχαράξει το νόμισμα της πόλης («Ο Διογένης όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για κάποια παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα, σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη, αισθάνθηκε έλξη για τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσία». Σούδα, “Διογένης” n. 1143). Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πως οι Σινωπείς τον είχαν εξορίσει, αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: «Εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».

Σύμφωνα με άλλη εξιστόρηση, ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατέληξε στα δουλοπάζαρα της Κορίνθου. Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής, είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του είπε: «Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τι δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απάντησε «Ανθρώπων άρχειν». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου, άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης: «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη τη διδασκαλία των παιδιών του και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, προάστιο της Κορίνθου.

Στην Αθήνα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη. Παροιμιώδης έμεινε η απλότητα, η λιτότητα, το ελεγκτικό και χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους.

Ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέπτεται τον Διογένη
Κατά τον Πλούταρχο, όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην Κόρινθο ως επικεφαλής του πανελληνίου συνεδρίου, το 336 π.Χ., θέλησε γνωρίσει τον Διογένη. Όταν τον ρώτησε αν χρειάζεται κάτι, ο φιλόσοφος του έδωσε την αδιανόητη απάντηση «μικρόν από του ηλίου μετάστηθι» (παραμέρισε λίγο γιατί μου κρύβεις τον ήλιο). Φεύγοντας ο Αλέξανδρος είπε στην ακολουθία του το περίφημο: "Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν o Διογένης". Ωστόσο πολλοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, κατατάσσοντάς το στη μεταγενέστερη ανεκδοτολογία που πλάστηκε για τον μακεδόνα βασιλιά.

Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, πέθανε το 323 π.Χ., την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας της απόστασης, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ημερομηνία θανάτου του Διογένη δεν είναι ακριβώς γνωστή, ο Λαέρτιος πιθανώς παραθέτει κάποιον θρύλο.

Το κυνικό του πνεύμα
Η κυνική φιλοσοφία αποκαλείται έτσι γιατί είχε ως έμβλημά της τον «κύνα» (σκύλος στα αρχαία ελληνικά). Δήλωναν πως «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».

Επιγραμματικό είναι και αυτό που είπε κάποτε, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε γράμμα στον Αντίπατρο, με κάποιο αγγελιαφόρο που ονομαζόταν Αθλίας : «θλίας, παρ' θλίου, δι' θλίου πρς θλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς έναν άθλιο).

Η διδασκαλία του

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματά του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό αν ο άνθρωπος επέστρεφε στη φύση. Πίστευε, δηλαδή, πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κυνός, από τα οποία σώζονται αρκετά, δυστυχώς όχι στην ελληνική.

Η διδασκαλία του με παραδείγματα

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στον αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «κύων» (σκυλί), «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει», κατά την κυνική φιλοσοφία.

Ιστορία με τον Διδύμωνα
Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: "Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην".

Ο Διογένης με οικοδεσπότη
Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρόμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά "Οι εδώ λουόμενοι, πού πλένονται κατόπι;".

Ο Διογένης με μοχθηρό πολίτη
Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι' αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟΝ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: "Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;"

Ο Διογένης με στολισμένο νέο
Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει πού πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο, του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις "χείρων", δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα "χείρων". Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες "Ευρυτίων". (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).

Ο Διογένης με τον Μέγα Αλέξανδρο
Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά, όταν συνάντησε τον Διογένη, τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε, Κύων, το δώρο μου;” Και ο Διογένης του απάντησε: "Ήταν άξιο για κύνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα".


ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: