Ένας
ξεχασμένος ήρωας ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης, ο θρυλικός κανονιέρης του
'40
Επιμέλεια: Χρήστος Μουρατίδης,
δάσκαλος
Ο ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης
γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπεστια Λάκκας Σουλίου. Αποφοίτησε από το Σχολαρχείο
Άνω Πεδινών και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά της Λάκκας Σουλίου (τα δύσκολα χρόνια
της Τουρκοκρατίας), ενώ έπειτα μετανάστευσε στην Αίγυπτο. Επέστρεψε τον
Ιανουάριο του 1913 στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Πρέβεζα, οπού κατετάγη
εθελοντής μόλις ξεκίνησε ο απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Τούρκων. Πήρε
μέρος σε όλες τις μάχες κι έλαβε το πρώτο παράσημο ανδρείας.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
έγινε μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το 1919 μετείχε με το ελληνικό
εκστρατευτικό Σώμα στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και προήχθη σε
ανθυπασπιστή επ' ανδραγαθία.
Στην εκστρατεία της Μικράς
Ασίας πολέμησε στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ. Αφ’ ότου γύρισε στην
"Ελλάδα, παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και απέκτησε τέσσερεις κόρες και έναν γιο.
Ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε διοικητής πυροβολαρχίας και το 1937 υπηρέτησε σε
διάφορες μονάδες πυροβολικού με τον βαθμό του Ταγματάρχη.
Μαρτυρίες
Δεκανέας Παναγιώτης
Ντεκάσης: «Όταν μαθαίναμε πως πίσω μας βρίσκονταν τα κανόνια τού Κωστακη,
κάναμε φτερά».
Νικήτας Ντέλας από τα
Λαγκάδια της Γορτυνίας: «Όταν άρχισε ο πόλεμος ο Κωστάκης έγινε με μιας σύμβολο
ηρωισμού, λεβεντιάς και ανθρωπιάς. Ως πολεμιστής ήταν προικισμένος με αισιοδοξία,
ψυχραιμία, στρατηγική ιδιοφυία και άφθαστο ηρωισμό. Αψηφούσε τον κίνδυνο και
πίστευε στην νίκη. Τα κανόνια της μοίρας πού διοικούσε είχαν πάντα τέτοια
ευστοχία στους στόχους ώστε δεν πήγε στον βρόντο ούτε μία οβίδα. Η πυροβολαρχία
έριχνε τα βλήματα όλα πάνω στον στόχο με πρώτη οβίδα μέσα στο καζάνι των
Ιταλών.
Ο Δασάρχης Σεραφείμ Τσιτσάς:
Υπηρετούσα από το 1939 στα Γιάννενα ως το 1945. Από τις πρώτες ήμερες του
πολέμου κυκλοφορούσαν οι απίστευτοι άθλοι του πυροβολητή Κωστάκη. Μια μέρα. από
το Καλπάκι, είδε με το κιάλι του κάποιους Ιταλούς αξιωματικούς σκυμμένους στους
χάρτες, δίπλα σ' ένα ελληνικό ηρώο των Βαλκανικών πολέμων, «θα τους φυτέψω μία
οβίδα δίχως να πειράξω το μνημείο», είπε. Την άλλη μέρα πού κατελήφθη η περιοχή
είδαμε ότι πραγματικά είχε διαλύσει την ομάδα των Ιταλών και μόνο δύο κάγκελα από
το κιγκλίδωμα του μνημείου είχε θίξει η οβίδα, δίχως εκείνο να πειραχτεί.
Όταν κατέρρευσε το μέτωπο
τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί έφεραν τους γενναίους τού Μουσολίνι στα
Γιάννενα όπου και τους εγκατέστησαν κυρίαρχους όλης της Ηπείρου. Τις πρώτες κιόλας
ημέρες ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής ανεζήτησε και κάλεσε στο γραφείο του τον
θρυλικό Κωστάκη πού είχε γίνει ο μέγας εφιάλτης των Ιταλών! Έφεδρος εκ μονίμων ο
Κωστάκης είχε μεν στοιχειώδη μόρφωση, αλλά σπάνιο όμως ταλέντο στην ευστοχία της
βολής. Ρωτήθηκε τότε από τον Ιταλό στρατηγό σε ποιες ανώτατες στρατιωτικές
ακαδημίες του εξωτερικού ειδικεύτηκε. Και όταν εκείνος αντέταξε στους
τριγωνομετρικούς υπολογισμούς της βολής την πρακτική μέτρηση με τα δάχτυλα της
δεξιάς, ο Ιταλός έμεινε άναυδος, άφωνος. Τον ρώτησε ύστερα πως έκρινε τις βολές
του ιταλικού πυροβολικού και εκείνος τού απάντησε: «Οι βολές είναι σαν αυτές
πού ρίχνουμε στον γάμο τού Καραγκιόζη». Κουράστηκε πολύ ο διερμηνέας για να αποδώσει
την αινιγματική ελληνική έκφραση, στην οποία συνοψιζόταν η πολεμική κριτική τού
ιταλικού πυροβολικού. Εκτός από τον Στρατηγό κι άλλοι αξιωματικοί τού εχθρού
ζητούσαν εκείνη την εποχή να γνωρίσουν τον Έλληνα πολέμαρχο πού σκόρπιζε τον όλεθρο
στις μονάδες τους.
Μαρτυρία Ιερέως Νικολάου
Λιαροστάθη: Περπατήσαμε όλη την νύχτα από το θεογέφυρο και ξημερωθήκαμε στους
Κουκλιούς. Εκεί συλλάβαμε ένα σύνταγμα πάνω από 1200 αιχμαλώτους χωρίς μάχη. Καθώς
τους φέρναμε ο Ιταλός Συνταγματάρχης είπε «Θα ήθελα να δώ τον περιβόητο Κωστάκη».
Ο Κωστάκης πού ήταν μαζί μας τού είπε «"Εγώ είμαι». Τότε ο Ιταλός Συνταγματάρχης
πήδηξε από το άλογο του και γονάτισε μπροστά του σημείο παραδοχής. Ο Κωστάκης
τον σήκωσε και συνέχισαν τον δρόμο. Εγώ κάποια στιγμή τον ρώτησα «Τι σού έλεγε μπάρμπα-Μήτσο».
«Ήθελε να με γνωρίσει, ήθελε να με δει τίποτα άλλο», είπε. Ή παρουσία του Κωστάκη
στην πρώτη γραμμή του μετώπου τόνωνε το ηθικό των μαχητών και έδιωχνε τον φόβο από
τις καρδιές τους.
Ο ανθυπολοχαγός
Κωνσταντίνος Παπαχρήστου σε αναφορά του γράφει: "Ενώ βαδίζαμε φοβισμένοι συναντήσαμε
έφιππον τον διοικητή της Μοίρας μας ταγματαρχη Κωστάκη Δημήτριο όστις δια της
βροντώδους φωνής του μας συνέφερε εκ του φόβου ο οποίος μας κατείχε όλους.
Χιλιάδες φανταράκια στο μέτωπο τον έβλεπαν στα ταραγμένα όνειρα τους σαν τον
Άι-Γιώργη τον καβαλάρη να σκοτώνει το θεριό, τον φασισμό, και άλλοι σαν τον
Κολοκοτρώνη με περικεφαλαία να τους φωνάζει: «Μη σκιάζεστε, ο θεός έχει βάλει την
υπογραφή του. Θα τους πετάξουμε στην θάλασσα.
Όλοι αυτοί σαν γύρισαν
στις πόλεις και τα χωριά τους, τον έπλασαν από στόμα σε στόμα γίγαντα με
υπερφυσικές διαστάσεις, ημίθεο πού δεν τον έπιαναν τα βόλια του εχθρού, λαϊκό
ανάγνωσμα σαν τον Μακρυγιάννη και παραμύθι που διηγείται ο παππούς στα εγγόνια
του καθισμένα στα γόνατα του.
-Μία φορά κι έναν καιρό
ήταν στην Αλβανία στον πόλεμο, ένα παλικάρι πού το έλεγαν Κωστάκη...-.
Ένας φαντάρος εξιστορεί την
ανθρωπιά του Κωστάκη: Ήταν Σεπτέμβρης του ‘40 (δηλαδή πριν από τον πόλεμο), μία
μέρα μπήκαμε στην γραμμή για συσσίτιο. Η πυροβολαρχία μας βρισκόταν στην Αγία
Μαρίνα, κοντά στο Καλπάκι. Ο αείμνηστος Μεταξάς ετοίμαζε τον στρατό μας για τον
μεγάλο πόλεμο τον οποίο περίμενε. Βλέπουμε τον ταγματάρχη μας Κωστάκη να
στέκεται τελευταίος στην ουρά με την καραβάνα στο χέρι.
-Εσείς κύριε Ταγματάρχα
στην ουρά: Περάστε τουλάχιστον μπροστά γιατί είναι ντροπή μας να είσαστε πίσω από
εμάς, είπαν οι στρατιώτες.
-Ήρθα αργά και αύτη είναι η
σειρά μου. Ενώπιον της πατρίδος δεν υπάρχει διάκριση στρατιωτών και
αξιωματικών, είμαστε όλοι ίσοι, είπε ο Κωστάκης.
Με τέτοιο Ταγματάρχη
έπρεπε να είμαστε αντάξιοι του στρατιώτες και γίναμε. Όταν αργότερα μπήκαμε
στην Αλβανία, πήγαμε σ' έναν μύλο και η γυναίκα τού μυλωνά μας μαγείρεψε
τραχανά. Θυμήθηκα τότε τις συμβουλές του Κωστάκη, -«όταν παίρνετε κάτι από
φτωχούς Αλβανούς να το πληρώνετε». Θυμάμαι κάποτε πού έδωσε φαγητό σε γέρο Αλβανό
αν και ήξερε πως τα δύο του παιδιά ήταν στον ιταλικό στρατο. –«Σάμπως θέλανε κι
αυτα τον πολεμο;» απάντησε ο Κωστάκης.
Ο Άγγελος Τερζάκης, γνωστός
μας λογοτέχνης, ήταν εθελοντής στον πόλεμο του '40. Μας έδωσε με την πένα του την
πιο δυνατή εικόνα του Ήρωα Ταγματάρχη πυροβολικού Δημητρίου Κωστάκη. Αναφέρει ο
Τερζάκης: "Από καιρό προτού ακόμη μπούμε στα αλβανικά χώματα μάς
παρακολουθούσε η φήμη ενός γέρο-ταγματάρχη τού πυροβολικού, έφεδρου εκ μονίμων
(με την μαγκούρα πήγαινε, αλλά είχε ψυχή ηρωικότατη). Είχε την διοίκηση μίας
μοίρας ορειβατικού, σκαρφάλωνε στα άξενα βουνά, έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς
στις πιο απίθανες κορφές πού μονάχα ο ίδιος τις έβλεπε και χαράματα την άλλη
μέρα ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο και του βούλωνε τα κανόνια.
Ο τρόπος πού ήξερε να μεταχειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή,
η λεβέντικη παλικαριά του πού ήταν δυσανάλογη με τα χρόνια πού τον βάρυναν
(ήταν γέρος), άλλες ακόμα πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα
για τον φαντάρο (τους είχε παιδιά του), τον έφερναν στην ολόπρωτη γραμμή των
αρχηγών τού αγώνα. Οι συνάδελφοι μας. του πεζικού, όταν τον άκουγαν να βροντάει
πίσω από τις θέσεις τους, νιώθανε πως ακουμπάνε σε ατράνταχτο αντιστύλι. Ήταν
εγγύηση η συνεργασία του Ταγματάρχη Κωστάκη σε μία οποιαδήποτε επιχείρηση. Τον
ακούγαμε. Δεν τον είχαμε δει. Τον καιρό πού το φύσημα της τύχης με είχε φέρει
έμενα στο στρατηγείο, ο Κωστάκης πρησκότανε μαζί με τις πυροβολαρχίες του στην
Χειμάρρα. Ξάφνου ο αρχηγός του πυροβολικού πού ήταν συμπολεμιστής του και φίλος
αποφάσισε να τον ξεκουράσει. Τον μετακάλεσε λοιπόν στο στρατηγείο για ένα
διάστημα. Η είδηση κυκλοφόρησε αστραπιαία.
«Έρχεται ο Κωστάκης!».
Περιέργεια, ανυπόμονη
συγκίνηση γέμισε όλους εμάς πού τον καρτερούσαμε να φτάσει και μία μέρα το βήμα
του βαρύ, αντρίκιο ακούστηκε να ανεβαίνει την σκάλα της Διοίκησης Πυροβολικού.
Τον συνόδευε αντίλαλος ρυθμικός το χτύπημα μίας μαγκούρας στα σκαλοπάτια. Ήταν ένας
μάλλον ψηλός γέροντας με δίκοχο λεβέντικο, στραβό στο ψαρό του κεφάλι, πρόσωπο
χαρακωμένο από τα χρόνια και τις κακουχίες, μάτι ζωηρό, ριχτό μουστάκι. Οι
κινήσεις του, τα βάδισμα του πρόδιδαν μία ζωντάνια ασυνήθιστη σ' αυτήν την
ηλικία. Βροντούσε περπατώντας την αχώριστη μαγκούρα του με νταηλίκι. Στο πρόσωπο
του υπήρχε μία παλικαριά βουνίσια και μία φαιδρότητα γεμάτη θυμοσοφία παιδική.
-Γειά σας παιδιά».
Σταθήκαμε με προσοχή να
περάσει όμως στα χείλη μας σαν από ψυχορμητική μαντική συμπάθεια σχεδιάστηκε κιόλας
ένα χαμόγελο φιλικό. Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωναίικη θωριά, την κόψη του
οπλαρχηγού ήταν ανώτερος μας· όμως όχι και διαφορετικός. Τα αίματα μας το
έβλεπες με το πρώτο συγγένευαν. Ο ταγματάρχης Κωστάκης ερχόταν ολόισα από τα
σπλάγχνα του λαού. Χωρατατζής και χαροκόπος, είχε ωστόσο μία προσήλωση φανατική
στα θεία. Γκόλφι (εγκόλπιο, φυλακτό) του οι προφήτες και η Αποκάλυψη, θρησκεία
του κεφαλιού του αυθεντικά προσωπική που, δίχως και ο ίδιος να το ξέρει πως, την
είχε χτίσει κατ' εικόνα και ομοίωση του εαυτού του.
-Ο Θεός είναι ρωμιός
μωρέ!- σου έλεγε καμιά φορά βροντώντας απειλητικά τήν μαγκούρα του.
- «Ο Θεός είναι ρωμιός
μωρέ».
Μία μέρα περνώντας με το
αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο
σταυρό. Προστάζει να σταματήσουν. Κατέβηκε, ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου
ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεπτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στα
σκαμμένα μαγουλά του κύλησαν δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα
ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου τούτη την φορά,
τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει
και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο. Θα πίστευε ίσως πως συμπληρώνει ένα θρησκευτικό
του χρέος, όμως για σένα που τον ήξερες η πράξη τούτη είχε κι άλλο νόημα, ήταν
το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του.
Σελίδα από το πολεμικό του ημερολόγιο
Μία άλλη μέρα, λιακαδερή,
πρωί της Άνοιξης, μία παρέα στρατιωτικοί και δημοσιογράφοι είχαν προσκληθεί σε
τραπέζι από τον Κωστάκη ψηλά στο μέτωπο, σ' ένα παρατηρητήριο του Βαρέως
Πυροβολικού. Το φαγοπότι είχε αρχίσει, τα ποτήρια τσουγκρίζονταν όταν ο εχθρός
επεσήμανε το παρατηρητήριο με το Πυροβολικό του. Ξαφνικά αρχίζει ένας βομβαρδισμός
άγριος, κεραυνογκρέμισμα (τους χτύπησαν οι Ιταλοί). Άλλοι ρίχνονταν μπροστά με τα
μούτρα χωμένα στο χώμα. άλλοι χάνουν ολότελα το λογικό τους και τρέχουν όπου
λάχει να κρυφτούν. Κακό μεγάλο γίνεται γύρω. Τα χώματα και οι πέτρες τινάζονται
από τις εκρήξεις. Μονάχα εκείνος στεκόταν όρθιος. Χλωμός, πολύ χλωμός,
διατηρούσε ωστόσο την ψυχραιμία του, το ύφος του πολέμαρχου, και έσφιγγε στο
χέρι του τ' αχώριστο βιβλίο, την Άγια Γραφή. Ο γέροντας πού σφίγγει την Άγια
Γραφή στο χέρι και στέκεται χλωμός άλλα πεισματερά όρθιος μέσα στο χαλασμό
μένει για μένα σύμβολο (γράφει ο Τερζάκης).
Ο γέροντας Χαράλαμπος Βασιλόπουλος
υπήρξε βαθμοφόρος στους τσολιάδες κατά τον αγώνα τού 40'. Στο βιβλίο του «Το
θαύμα των Ελλήνων τού 40» στη σελ. 30. μας περιγράφει: Ξεκινάμε για το Καλπάκι απόβραδίς,
πορεία ολονύχτια, προχωρούσαμε για τον Ελαφότοπο πού ήταν παραπλεύρως στο
Καλπάκι. Με τις πρώτες ακτίνες τού ηλίου πλησιάζαμε την γραμμή του πυρός. Οι
δικοί μας για να αντιμετωπίσουν τας λυσσώδεις επιθέσεις των Ιταλών τους χτυπούν
δι' όλων των όπλων και τα αντιαεροπορικά έβαζαν ακόμη ευθεία βολή. Στην γραμμή
μας με τα πρόχειρα ορύγματα έπεφταν σαν χαλάζι τα εχθρικά πυρά και οργώνανε
τους χώρους. Οι Έλληνες όμως αμύνονταν σθεναρά, γενναία και ακατάβλητα. Τώρα ο γενναίος
αξιωματικός Κωστάκης με το πυροβολικό του έκανε θραύση. Πίσω από το μοναστήρι
της Βελλάς ήταν η μονάδα του. Άφηνε λοιπόν τον εχθρό, όπως μού διηγιόταν κατόπιν
ο ίδιος και περνούσε ανενόχλητα την γέφυρα στους Αγιούς, που ήταν μπροστά από την
γραμμή Αμύνης τού Καλπακίου. Ή τοποθεσία Αγιούς είναι μικρό εκκλησάκι των Άγιων
Απόστολων κοντά στην γέφυρα. Το ιταλικό ανακοινωθέν έλεγε: «Εκυριεύσαμε την πόλη
Αγιούς! Σκεφθείτε τα ψέματα τους για να τονώσουν τους δικούς τους. Τότε όμως ο Κωστάκης,
με τους θαυμάσιους υπολογισμούς του, χτυπούσε με το πυροβολικό του και έκοβε την
γέφυρα. Έπειτα τους άρχιζε τον χορό. Μία οβίδα έριχνε μπροστά, μία πίσω, μία στο
μέσον. τους τρέλαινε, τους αποδεκάτιζε. Η σύγχυση τον Ιταλών γινόταν
απερίγραπτη. Οι νεκροί κάλυπταν τον κάμπο και εκείνος έγινε ένα απέραντο
νεκροταφείο. Το ιταλικό παρατηρητήριο βρισκόταν τότε σε πλεονεκτική θέση. Είχε
ανέβει ο παρατηρητής στο καμπαναριό ενός εξωκκλησιού. Η θέσις του ήταν τόσο
καλή ώστε έδινε ακριβή στοιχεία στους Ιταλούς και οι βολές τού Πυροβολικού
ζαλίζανε τους δικούς μας.
- «Κύριε Ταγματάρχα», φώναξαν οι πυροβολητές
τού Κωστάκη, στο καμπαναριό είναι ο πυροβολητής, να τού ρίξουμε:»
- «Όχι παιδιά. Εκκλησία δεν
χτυπάω εγώ· είπε ο πιστός αξιωματικός. Το κακό όμως είχε παραγίνει. Καυτό σίδερο
ξερνούσε το ιταλικό πυροβολικό. Τοτε ο Κωστάκης κοίταξε το καμπαναριό και καθόρισε
συντεταγμένες. Με τα δάχτυλα του υψωμένα έκανε τον τελευταίο υπολογισμό και μία
οβίδα έκοψε το καμπαναριό μονάχα, γκρεμίζοντας και εξολοθρεύοντας τον
παρατηρητή. Το εκκλησάκι εξακολουθούσε να μένει ανέπαφο. Στην ερημιά ήταν ένα
σύμβολο, γκρεμίστηκε το καμπαναριό αλλά όχι η Εκκλησία. Γίνονται θυσίες αλλά η
πίστη μένει. Παροιμιώδης υπήρξε η ευστοχία τού ελληνικού πυροβολικού και θρύλος
έγινε το όνομα τού Κωστάκη με τις επιτυχίες αυτές.
Όταν παίρνανε συσσίτιο οι
Ιταλοί, εκείνος έριχνε τις οβίδες του μέσα στο καζάνι. Αργότερα είπε: Τους λυπόμουνα
ως άνθρωπος, άλλα τι να έκανα. Όταν έβλεπα να τους τινάζουν οι οβίδες στον αέρα,
ράγιζε η καρδιά μου. Αλλά να τους αφήσω να περάσουν, να μας σκλαβώσουν, να
ατιμάσουν τις γυναίκες και τις νέες μας, να μας κάνουν Φράγκους και να χάσουμε την
Ορθοδοξία μας;! Αυτό ήτο αδύνατο! Δεν το ήθελε ο Θεός.»
Εξήντα χρόνια μετά τον πόλεμο
στήνεται η προτομή του Κωστάκη στην γενέτειρα του την Μπεστιά Λάκκας Σουλίου στον νομό
Ιωαννίνων. Κατά το στήσιμο της προτομής μίλησε ο Κωνσταντίνος Τούσης ο οποίος
είπε: Αμέσως μετά την συνθηκολόγηση του 1941 συλλαμβάνεται και αποστέλλεται ως όμηρος
στην Ιταλία και ακολούθως στην Γερμανία και την Πολωνία. Απελευθερώνεται το
1945 από τα ρωσικά στρατεύματα. Είναι ακριβώς η εποχή πού στην πατρίδα μας
υψώνονται μαύρα σύννεφα, ο διχασμός είναι προ των πυλών. Οι Έλληνες δεν
προλαβαίνουν να χαρούν την νίκη τους και να ανοικοδομήσουν την κατεστραμμένη
πατρίδα τους, όπως έπραξαν οι άλλοι λαοί της Ευρώπης. Είναι έτοιμοι να
συνεχίσουν έναν εμφύλιο πόλεμο. Ο Κωστάκης διαισθανόμενος τι επρόκειτο να επακολουθήσει
και αρνούμενος να σκοτώσει «τα παιδιά του» (έτσι αποκαλούσε τους στρατιώτες του), δήλωσε Έλλην και δεν δέχθηκε
να ενταχθεί σε καμία παράταξη. Έμεινε ουδέτερος. Το γεγονός αυτό άλλα και η αλαζονεία ορισμένων συναδέλφων
του πού ήθελαν όλη την δόξα του πολέμου για τον εαυτό τους παραγκώνισαν τον Κωστάκη.
Αποστρατεύεται με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη χωρίς να του απονείμουν ούτε
έναν βαθμό, ούτε και τα παράσημα πού προταθήκαν κατά την διάρκεια τού Αλβανικού
Έπους. Έκτοτε η επίσημη πολιτεία τον ξέχασε.
Έζησε ήσυχα και ενάρετα με
την οικογένεια του και προσέφερε τις υπηρεσίες του στο φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.
Δεν περηφανεύθηκε για το όνομα του. Ποτέ δεν παραπονέθηκε ούτε απαίτησε κάτι από
την πατρίδα. Η στάση του αυτή δείχνει ακόμη μία φορά το μεγαλείο της ψυχής του.
Πέθανε ήσυχα στις 3 Νοεμβρίου 1961. Τον αποχαιρέτησαν η οικογένεια του, οι
φίλοι του και οι γείτονες, οι απλοί άνθρωποι πού τον αγάπησαν και τον θαύμαζαν τόσο.
Περιοδικο Ρωμνιός τ.
26/2016
https://www.slideshare.net/enromiosini/26-2016-117859014
Πηγή :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου