Η
Ολυμπιακή του Ωνάση
Στις αρχές της δεκαετίας
του ’60, η Ολυμπιακή διέθετε τα πιο σύγχρονα αεροσκάφη και τις πιο
ευπαρουσίαστες αεροσυνοδούς. Η ιστορία της πάντως συμπυκνώνεται όλη, όλη σε μιάμιση
δεκαετία δηλαδή από την ίδρυσή της το 1957 μέχρι το θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση
το 1973. Με την βοήθεια των ανθρώπων που τα έζησαν, ρίχνουμε μια ματιά στα πρώτα, ασπρόμαυρα αλλά λαμπερά χρόνια της εταιρείας
των πέντε ηπείρων.
(Σημ. kgrek. Το
άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό GK
τον
Δεκέμβριο του 2007)
Γράφει ο Κώστας Φαρμάκης
Η Ντακότα της Ολυμπιακής
έχει μόλις απογειωθεί από τη Λάρισα με προορισμό την Κοζάνη. Οι κινητήρες της
αγκομαχούν να φέρουν το παλιό αεροσκάφος πάνω από τη χαμηλή οροσειρά που
χωρίζει την πεδιάδα της Λάρισας από τη λίμνη του Αλιάκμονα, αλλά ο πιλότος δεν
έχει σκοπό να ανεβεί και πολύ ψηλά. Άλλωστε, η Κοζάνη δεν είναι ούτε είκοσι
λεπτά πτήση. Αντίθετα, πηγαίνει ίσια στη χαράδρα και χαμηλώνει προσεκτικά. Από
την καμπίνα ακούγονται μουρμουρητά. Ο κυβερνήτης κοιτάζει προς τα κάτω και, με
τις πλαγιές να πλησιάζουν επικίνδυνα, κάνει έναν απότομο ελιγμό. Ταυτόχρονα,
ανοίγει το παράθυρο του πιλοτηρίου, πιάνει ένα μικρό πακέτο δίπλα από το
κάθισμα του και το πετάει έξω. Η αεροσυνοδός, που ήδη ένιωθε ανήσυχη βλέποντας
το βουνό σε απόσταση αναπνοής, μένει εμβρόντητη. «Δεν το έχεις ξαναδεί;», της
λέει ο καπετάνιος. «Εδώ από κάτω είναι το φυλάκιο με τις κεραίες του ΟΤΕ, τους
πετάμε κάθε μέρα τις εφημερίδες και το ταχυδρομείο. Άμα περίμεναν από
αυτοκίνητο...»….
Είναι αρχές της δεκαετίας του '60 και, όσο κι
αν έχουν περάσει οι «ηρωικές» εποχές των πρώτων πτήσεων, σκηνές σαν αυτήν
εξακολουθούσαν να δίνουν το κλίμα στο οποίο λειτουργούσε η νεαρή εταιρεία. Η
Ολυμπιακή είχε ήδη μπει δειλά στην εποχή των τζετ, αλλά οι θρυλικές Ντακότες,
τα προπολεμικά DC-3, συνέχιζαν να πετούν υπενθυμίζοντας καθημερινά εκείνο το
παγωμένο ανοιξιάτικο πρωινό του 1957 που οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη κοιτούσαν
έκπληκτοι το αεροσκάφος με τα νέα χρώματα. Εκείνο το πρωί, η Ολυμπιακή
εγκαινίασε τις πτήσεις της και, μαζί, την ενδοξότερη περίοδο των αεροπορικών
συγκοινωνιών στην Ελλάδα.
Η
πορεία προς την Ο.Α.
1.
Το ιστορικό DC-3 της ΤΑΕ που βάφτηκε σε μια νύχτα στα χρώματα της Ο.Α. για να
εκτελέσει την πρώτη πτήση του 1957. Πίσω του, το Airbus A300 (προσωπικό αρχείο
Ιορδάνη Καπασακάλη). 2 & 6. Οι
αεροσυνοδοί της Ολυμπιακής ποζάρουν με χάρη. Η εκπαίδευση τους ήταν σχεδόν
στρατιωτική. 3. Πλήρωμα της ΕΛΛ.ΑΣ,
προδρόμου της ΤΑΕ, γύρω στο 1950. 4.
Η Χριστίνα Ωνάση στο Ελληνικό το 1961. Με το κοστούμι ο Μενέλαος Τόμπρας,
οικονομικός διευθυντής της εταιρείας. 5.
Πλήρωμα της Ολυμπιακής στις αρχές της δεκαετίας του '60. 7. Μετεωρολογική ενημέρωση λίγο πριν από κάποια πτήση. Το
στρατιωτικό παρελθόν των περισσότερων ιπταμένων της Ο.Α. εγγυόταν την προσήλωση
στους κανονισμούς και την ασφάλεια.
Το 1954, η πολιτική
αεροπορία στην Ελλάδα ψυχορραγούσε. Μια σειρά λανθασμένων πολιτικών επιλογών
και κρατικών περιορισμών, οδήγησε τη μοναδική αεροπορική εταιρεία, την Εθνικαί
Αεροπορικοί Γραμμαί - Τ.Α.Ε, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Οι εναέριες συγκοινωνίες
ήκμασαν αμέσως μετά την απελευθέρωση, κυρίως λόγω του εμφυλίου που έκανε
ανασφαλή τα οδικά ταξίδια. Το κράτος εξέδωσε άδειες για τέσσερις εταιρείες και
μοίρασε μεταξύ τους τα δρομολόγια. Με την εξομάλυνση της κατάστασης, και με
δεδομένη την άσχημη οικονομική κατάσταση της χώρας, έγινε φανερό ότι η αγορά
δεν ήταν δυνατό να τις συντηρήσει. Πρώτο θύμα η «Δαίδαλος», που έκλεισε το 1950
και θα ακολουθούσε και η ΕΛΛ.Α.Σ. (Ελληνικοί Αεροπορικοί Συγκοινωνίαι) αν δεν
πραγματοποιούνταν η υποχρεωτική συγχώνευση του 1951 από την οποία προήλθε η
Τ.Α.Ε., απολύτως ιδιωτική και απολύτως μονοπώλιο. Η κρίση, όμως, συνεχίστηκε
και η Τ.Α.Ε. -υπό τον Στέφανο Ζώτο, ο οποίος υπήρξε ιδρυτής της και εμβληματική
μορφή της αεροπορίας στην Ελλάδα- έφτασε σε σημείο να αδυνατεί να πληρώσει
ακόμη και τα καύσιμα της, ενώ ιπτάμενοι και τεχνικοί έφευγαν από την Ελλάδα για
να εργαστούν σε ανερχόμενους αερομεταφορείς της Μέσης Ανατολής.
Η πρώτη απόπειρα πώλησης
έπεσε σε κενό αέρος και έτσι η εταιρεία πέρασε στον έλεγχο του Δημοσίου το
οποίο προσπάθησε ξανά να βρει αγοραστή, χωρίς αποτέλεσμα. Η μόνη διαφαινόμενη
λύση ήταν να προκηρυχθεί διαγωνισμός για την παραχώρηση του προνομίου
εκμετάλλευσης των αερομεταφορών σε κάποια ξένη εταιρεία. Και ενώ η έννοια του εθνικού
αερομεταφορέα κινδύνευε να πεθάνει προτού καλά καλά προλάβει να περπατήσει,
ήρθε ο «θείος» από την Αργεντινή. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγόρασε την Τ.Α.Ε. το
καλοκαίρι του 1956 και, ύστερα από μερικούς μήνες αφιερωμένους στην οργάνωση
και την οριστικοποίηση της συμφωνίας, την μετονόμασε σε Ολυμπιακή Αεροπορία. Με
έμβλημα τους πέντε κύκλους και με την ελληνική σημαία να «κυματίζει» βαμμένη
στην άτρακτο, θα έγραφε για τα επόμενα χρόνια ένα έπος που παρόμοιο δεν είχε
συμβεί ποτέ.
Στις
πέντε ηπείρους
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο
Ωνάσης μεταμόρφωσε την κλινικά νεκρή Τ.Α.Ε. σε μια δυναμική και παγκόσμια
εταιρεία. Η Ολυμπιακή έγινε σύμβολο της πολυτέλειας και του πρεστίζ με τρόπο
που σήμερα συμβαίνει μόνο με τους αερομεταφορείς των πάμπλουτων εμιράτων του
Κόλπου. Μόνο που οι σεΐχηδες δεν είχαν ποτέ, και δεν έχουν, την τιμή να
μεταφέρουν τον Αντονι Κουίν, τον Μάρλον Μπράντο, τον Κερκ Ντάγκλας και όλη την
αφρόκρεμα της Ευρώπης και του Χόλιγουντ.
Ο Ωνάσης έκανε «μόδα» την
Ολυμπιακή στους κύκλους του διεθνούς τζετ σετ με έναν απλούστατο τρόπο:
φρόντιζε ώστε όλες οι προσωπικότητες που φιλοξενούσε στον Σκορπιό ή στη
«Χριστίνα» να φτάσουν στην Ελλάδα πετώντας με αυτήν. Και φρόντιζε να το μάθουν
όλοι. Ο Ιορδάνης Καπασακάλης, από τους παλαιότερους και καλύτερους φωτορεπόρτερ
στην Ελλάδα, θυμάται: «Με ειδοποιούσαν κάθε φορά ότι θα έρθει ή θα αναχωρήσει ο
τάδε διάσημος, "τα VIΡ" τους λέγαμε τότε. Εγώ έπρεπε να τον
φωτογραφίσω στη σκάλα με τρόπο ώστε να φαίνεται το σήμα της Ολυμπιακής. Δεν
υπήρξε VIP που να έφτασε στο Ελληνικό και να μην τον φωτογράφισα και οι εικόνες
αυτές δημοσιεύονταν παντού. Σκεφτείτε να έρχεται η Μαρία Κάλλας ή η Λιζ Τέιλορ
στην Αθήνα και όλος ο κόσμος να βλέπει την Ολυμπιακή. Μεγάλη υπόθεση». Η ευφυής
αυτή κίνηση μάρκετινγκ του Ωνάση, σε μια εποχή που ο όρος ήταν άγνωστος για
τους υπόλοιπους επιχειρηματίες, ανέβασε στα ύψη την αναγνωρισιμότητα της
φίρμας. Όταν, μάλιστα, η Τζάκι Κένεντι έφτασε, ως Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, στην
Αθήνα το καλοκαίρι του 1963 και ολόκληρος ο πλανήτης είδε με ποια εταιρεία
πέταξε, δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ο Έλληνας μεγιστάνας είχε
προσθέσει ένα ακόμη success story, ή μάλλον δύο, στο πλούσιο ενεργητικό του. Το
ένα ήταν η Ολυμπιακή. Για την Τζάκι ο κόσμος θα το μάθαινε αργότερα.
Ξεκινώντας με την Ο.Α., ο
Ωνάσης δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Παρά το ότι είχε πολλές φορές συμβουλεύσει
τους φίλους του «Στην Ελλάδα ποτέ μπίζνες, μόνο διακοπές», ανέλαβε τη
μεγαλύτερη μπίζνα που μπορεί να αναλάβει ιδιώτης σε μια χώρα. «Πρέπει να είμαι
ο μοναδικός ιδιοκτήτης εθνικού αερομεταφορέα στον κόσμο», αστειευόταν με τους
συνεργάτες του, αλλά στο θέμα της διοίκησης δεν αστειευόταν καθόλου. Έβαλε και
αντέγραψαν τον κανονισμό εργασίας της, κορυφαίας εκείνη την εποχή, Swissair, έντυσε
τις αεροσυνοδούς με στολές του Jean Desses και, αργότερα, της Κοκό Σανέλ και
σέρβιρε τους επιβάτες της πρώτης θέσης με επίχρυσα μαχαιροπίρουνα. Όταν το
προσωπικό ανέφερε ότι τα σκεύη «εξαφανίζονταν» μετά τις πτήσεις, εκείνος
απάντησε «Ας πετάνε με την εταιρεία μου και ας κλέβουν όσα θέλουν». Η Βίκυ
Σμυρλή, από τις πρώτες αεροσυνοδούς της Ολυμπιακής και πετυχημένη συγγραφέας
σήμερα, θυμάται πόση σημασία έδινε η εταιρεία στην εμφάνιση τους. «Πρώτη πτήση
της ημέρας, χαράματα, χειμώνας και προτού μπούμε στο αεροπλάνο η προϊσταμένη
έλεγχε τα νύχια μας. Έπρεπε να είναι άψογα. Όλο το παρουσιαστικό μας έπρεπε να
είναι άψογο και η συμπεριφορά μας πειθαρχημένη. Ήμαστε σχεδόν στρατός».
Πράγματι, χειριστές και
μηχανικοί, οι περισσότεροι προερχόμενοι από την Πολεμική Αεροπορία, είχαν φέρει
τα «γαλόνια» μαζί τους και τα πάντα λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο. Ήταν, για
παράδειγμα, απόλυτα φυσικό οι αεροσυνοδοί να απαντούν «Γιες κάπτεν» όποτε ο
κυβερνήτης τους απηύθυνε το λόγο. Αυτή ακριβώς η κουλτούρα της ασφάλειας και
των κανονισμών ήταν το γεγονός που ανέβασε από την αρχή την Ο.Α. στις πρώτες
θέσεις μεταξύ των πιο αξιόπιστων εταιρειών. Το να γίνει και η πολυτελέστερη
ήταν απλά θέμα χρόνου. Το προσωπικό, μαζί με την πειθαρχία, μάθαινε και τη
φιλοξενία. Στον Ωνάση δεν άρεσε η ψυχρή προσέγγιση που είχαν οι συνοδοί σε
άλλες εταιρείες, στη δική του ήθελε ο επιβάτης να νιώθει όπως ο μουσαφίρης σε
ένα φιλικό σπίτι. Καλό φαγητό, χαμόγελο, ευγένεια και ηρεμία. Και μαζί
σαμπάνιες, τραπεζομάντιλα και χρυσά καντηλέρια.
Όμως, όλα αυτά είχαν το
κόστος τους. Η αλήθεια είναι πως η παγκόσμια και θρυλική εταιρεία του Ωνάση
ήταν, στην πραγματικότητα, ένας λογιστικός εφιάλτης. Παραδομένη στο PR του
ιδιοκτήτη της και στηριζόμενη πότε στις τσέπες του και πότε στις επιδοτήσεις
του Δημοσίου, μεγάλωνε σε στόλο, προσωπικό και χρέη. Το ελληνικό κράτος είχε
ήδη μπει στην πολιτική δίνη που θα οδηγούσε, τελικά, στην κρίση του '65 και τη
συμφορά του '67 και δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με τα λογιστικά τερτίπια που
μηχανευόταν ο Σμυρνιός παρέα με τον γαμπρό του, Κώστα Κονιαλίδη, και τον
δικηγόρο του, Τρύφωνα Κουταλίδη. Όπως αποκαλύπτει ο τελευταίος στο βιβλίο του
με τίτλο «Ο δικηγόρος», η Ολυμπιακή δεν κατείχε κανένα από τα αεροσκάφη της.
Ιδιοκτήτριες ήταν υπεράκτιες εταιρείες του Ωνάση, οι οποίες νοίκιαζαν τα
Μπόινγκ στον αερομεταφορέα με τέτοιο τρόπο ώστε η Ο.Α. να πληρώνει μεν και να
εξοφλεί ολόκληρη την αξία τους χωρίς όμως ποτέ να γίνονται κτήμα της. Έχει
γραφτεί ξανά ότι τα τηλέφωνα της έπαυλης στον Σκορπιό ήταν απ' ευθείας
συνδεδεμένα με το κέντρο της Ολυμπιακής και κάθε κλήση χρεωνόταν στην εταιρεία.
Ήταν τέτοιο το πλέγμα των εταιρικών σχέσεων και των «αλχημειών» κάθε είδους,
που ποτέ δεν θα μάθουμε τι πραγματικά πλήρωνε ο αερομεταφορέας και για ποιο
λόγο.
Λέγεται ότι το «μικρόβιο »
της αεροπορικής το κόλλησε ο Ωνάσης μετά τη γνωριμία του με τον Χάουαρντ Χιουζ,
ιδρυτή της TWA. Φυσικά, ποτέ δεν είχε σκοπό να βγάλει χρήματα αγοράζοντας την
Τ.Α.Ε. Αυτά ήταν ήδη γνωστά πολύ πριν ο Ρίτσαρντ Μπράνσον πει ότι «ο πιο σίγουρος
τρόπος για να γίνεις εκατομμυριούχος είναι να γίνεις πρώτα δισεκατομμυριούχος
και μετά να αγοράσεις μια αεροπορική εταιρεία». Απλώς ήθελε να προσθέσει δίπλα
στο όνομα του και τον τίτλο του μεγιστάνα των αιθέρων. Όσα πετρελαιοφόρα και αν
αποκτούσε, όσα δολάρια και αν κέρδιζε, κανείς δεν θα τον έβλεπε σαν κάτι
περισσότερο από έναν εφοπλιστή. Εφοπλιστής ήταν και ο Νιάρχος, ο μεγάλος του
αντίπαλος, αλλά ο Νιάρχος δεν έβλεπε κάθε πρωί το στόλο του παραταγμένο στον
αερολιμένα έτοιμο να πάει στην άκρη του κόσμου. Ο Ωνάσης έβγαζε χρήματα στη θάλασσα
και τα πετούσε, κυριολεκτικά, στον αέρα.
Στην
αυλή του Ωνάση
1.
Τα εγκαίνια των γραφείων της Ο.Α. στη Νέα Υόρκη το 1966. 2. Ο Ωνάσης με
τον Κώστα Κονιαλίδη, γαμπρό και έμπιστο του. 3. Η αεροσυνοδός Βίκυ
Σμυρλή στο
αεροδρόμτο του Πεκίνου. Η κόκκινη στολή φορέθηκε τότε για πρώτη και
τελευταία
φορά. 4. Ο Σαρλ ντε Γκωλ σε επίσημη
επίσκεψη το 1963. 5. Το πρώτο Boeing
747 της Ολυμπιακής, πριν βαφτεί με τα ελληνικά χρώματα. 6. Τα Duty Free
στο Ελληνικό το 1962. 7. Ο Αλέξανδρος Ωνάσης στην κορυφή του Ολύμπου.
Προσγειώθηκε εκεί
για να κερδίσει κάποιο στοίχημα. 8.
Αεροσυνοδοί της ΤΑΕ, πριν από το 1957. 9.
Ο 12χρονος Αλέξανδρος Ωνάσης στο πιλοτήριο μαζί με τον θείο του, ιατρό
Θεόδωρο
Γαροφαλλίδη. 10. Σχέδιο της αίθουσας
αναμονής του Ανατολικού Αερολιμένα. 11.
Πατέρας και γιος Ωνάσης συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ανάμεσα τους,
ετοιμοπόλεμος, ο
φωτορεπόρτερ Ιορδάνης Καπασακάλης (φωτ 1, 7 και 11 από το προσωπικό του
αρχείο).
Εκείνη την εποχή στο
Ελληνικό όλο κάτι συνέβαινε. Δεν περνούσε εβδομάδα που να μην έφτανε κάποιος.
Πότε ο Τσώρτσιλ, πότε ο Αντονι Πέρκινς, πότε η καμήλα που ζήτησε ο Ιμπν Σαούντ
για να απολαμβάνει το γάλα της όσο διέμενε στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Ο Αρίστος
κατέβαινε συχνά στην πίστα, είτε μόνος του για να περάσει μια βόλτα από τα
υπόστεγα και να μιλήσει με τους τεχνικούς, είτε με τα παιδιά και όλη την
ακολουθία του για να υποδεχθεί κάποιον προσκεκλημένο. Εκεί ο μικρός Αλέξανδρος
πρωτοέπιασε χειριστήριο αεροπλάνου, κάτι που σφράγισε όχι μόνο τη δική του
μοίρα αλλά και, κατά τραγική ειρωνεία, εκείνη του ετεροθαλούς αδελφού του, Τζον
Κένεντι Τζούνιορ. Σύμφωνα με το βιβλίο Prince Charming: The John F. Kennedy Jr
Story της Ουέντι Αι, ο 10χρονος, τότε, γιος της Τζάκι και του JFK ενθουσιάστηκε
τόσο πολύ μετά τη βόλτα που τον πήγε ο Αλέξανδρος με το μικρό αεροπλάνο
Piaggio, που αποφάσισε και ο ίδιος να μάθει κάποτε να πιλοτάρει. Το 1999 ο Τζον
Τζον χανόταν στις ακτές του Ατλαντικού πετώντας ο ίδιος το αεροσκάφος του.
Το προσωπικό θυμάται τον
Αλέξανδρο ως έναν σοβαρό και ευγενικό νέο, καμία σχέση με τον απότομο και, πολύ
συχνά, αθυρόστομο πατέρα του. Όταν το 1971, στα 23 του, ανέλαβε την Αεροπλοΐα,
κανείς δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο «νέος» θα τα καταφέρει. Κανείς,
εκτός από τη μοίρα.
Πίσω στην πίστα του
Ελληνικού, οι κινηματογραφικές κάμερες δούλευαν υπερωρίες. Οι σεναριογράφοι του
Φίνου και των άλλων μεγάλων στούντιο της εποχής έγραφαν σκηνές που
διαδραματίζονταν στο αεροδρόμιο όπου οι πρωταγωνιστές ταξίδευαν, πάντα με
Ολυμπιακή, ή επέστρεφαν από το εξωτερικό με τα αεροσκάφη της εταιρείας σε πρώτο
πλάνο. Το μάρκετινγκ του Ωνάση δούλευε άψογα. Ακόμη και το ελικόπτερο Super
Frelon 32 θέσεων που έμεινε μόλις ένα χρόνο στο στόλο, πρόλαβε να κάνει την
εμφάνιση του σε ταινία.
Όταν το 1960 η Ο.Α.
παρέλαβε τα πρώτα της τζετ, τους θρυλικούς «Κομήτες», ο ενθουσιασμός έφτασε στα
σύννεφα. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αίσθηση της απογείωσης», θυμάται η κ. Σμυρλή.
«Συνηθισμένη στα αργά ελικοφόρα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ταχύτητα και η
δύναμη με την οποία "ξεκολλούσε" από το έδαφος». Ο Ωνάσης ήθελε η
Ο.Α. να είναι πρώτη σε όλα. Όπως απέκτησε τον "Κομήτη", το ταχύτερο
επιβατηγό αεροσκάφος του κόσμου, έτσι λίγα χρόνια αργότερα παρήγγειλε και το
Boeing 747 που ήταν το μεγαλύτερο. Μάλιστα σε αυτό ήθελε να εγκαταστήσει και
πιάνο για να διασκεδάζουν οι επιβάτες της πρώτης θέσης. «Όταν πετούσε, και παρά
το ότι ήταν αφεντικό μας, ποτέ δεν ζήτησε να του φερθούμε με ιδιαίτερο τρόπο»,
συνεχίζει η κ. Σμυρλή. «θα μου ζητούσε το ποτό του και αμέσως θα έλεγε
"άσε με εμένα τώρα, πήγαινε στους επιβάτες σου". Γενικά, ήταν
γλυκύτατος με τους κατώτερους υπαλλήλους και πολύ αυστηρός με τους διευθυντές».
Παρόμοιες εικόνες θυμάται
και ο φωτορεπόρτερ Ιορδάνης Καπασακάλης: «Περπατούσα στην προκυμαία του
Ναυπλίου και τον βλέπω να κάθεται σε ένα μαγαζί και να πίνει το ουζάκι του.
"Ελα, κάτσε να πιούμε" μου είπε και μιλούσαμε για ώρες. Αν δεν τον
ήξερες, ποτέ δεν θα φανταζόσουν ότι αυτός εκεί που κάθεται μονάχος του στο
τραπεζάκι είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου». Ο κ.
Καπασακάλης είχε πολλές φορές φιλοξενήσει τον Αλέξανδρο στο φωτογραφικό του
στούντιο και συχνά ο γιος του μεγιστάνα βοηθούσε στην εμφάνιση των φωτογραφιών
βουτώντας τις, σύμφωνα με την τεχνική της εποχής, στα χημικά. «Δεν ήταν γιος
του μπαμπά του ο Αλέξανδρος», συνεχίζει ο κ. Καπασακάλης, ο οποίος έγινε, στη
συνέχεια, αποκλειστικός φωτογράφος της οικογένειας. «Είχε τη δική του
προσωπικότητα και έθετε τους δικούς του στόχους. Μια φορά έβαλε ένα στοίχημα
ότι μπορούσε να προσγειώσει ένα ελικόπτερο στην κορυφή του Ολύμπου. Μου
τηλεφωνεί και λέει "Ντύσου καλά και έλα στο αεροδρόμιο". Βάζω ένα
καλό πουκάμισο και πάω. Δεν ήξερα τίποτε για το στοίχημα και το βουνό.
"Ετσι ήρθες;" μου λέει μόλις με βλέπει. "Καλά" εννοούσε
ζεστά». Αν και Ιούνιος, το κρύο στην κορυφή ήταν τσουχτερό. Η πτήση πέτυχε απόλυτα
και ο φωτογράφος έχει τις εικόνες από εκείνη την προσγείωση στον τοίχο του
σπιτιού του.
Το
γύρισμα της μοίρας
Υψηλές αφίξεις στο Ελληνικό
και πάντα με τα φτερά της Ολυμπιακής. 1.
Ο Αντονι Πέρκινς με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν το 1961. 2. Η Υβόν Σανσόν το 1957. 3. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος
Καραμανλής το 1958, επιστρέφοντας από ταξίδι στη Ρώμη. 4. Ο Αντονι Κουίν το 1960, την εποχή που γυρίζονταν τα «Κανόνια του
Ναβαρόνε». 5. Η Ζακελίν Φρανσουά το
1958. 6. Η Τζένη Καρέζη το 1964. 7. Ο Γιώργος Σεφέρης αναχωρεί, μαζί με
τη συζυγό του, για τη Στοκχόλμη τον Δεκέμβρη του 1963 για να παραλάβει το
Νομπέλ Λογοτεχνίας. 8. Ο Γκρέγκορι
Πεκ το 1960. 9. Η Λιζ Τέιλορ ήδη
διάσημη το 1958, συνομιλεί με τον τροχονόμο που θα την οδηγήσει στη Ζέα και τη
«Χριστίνα».
Η Ολυμπιακή του Ωνάση
πέθανε μαζί με τον Αλέξανδρο. Μπορεί η γνωστή φράση του Αρίστου για τον κουβά
και τις ακαθαρσίες πράγματι να ειπώθηκε, είναι όμως αμφίβολο αν ο Σμυρνιός θα
προχωρούσε στην πώληση της στο Δημόσιο αν ζούσε ο φυσικός κληρονόμος του. Ο
Αλέξανδρος θα έκλεινε φέτος τα 59, θα ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον
Ρίτσαρντ Μπράνσον και ο κόσμος θα τους συνέκρινε μονίμως μεταξύ τους σε κάθε
έκφανση των δραστηριοτήτων τους. Όμως με τα «αν» δεν γράφεται ιστορία. Αυτή
γράφτηκε στην άτρακτο της Ντακότας εκείνο το παγωμένο πρωινό του 1957 στο
Ελληνικό και ξεγράφτηκε μόλις 16 χρόνια αργότερα, όταν το αεροσκάφος του
Αλέξανδρου καρφωνόταν στο έδαφος ελάχιστα μέτρα πιο μακριά.
Από το περιοδικό GK Δεκέμβριος
2007