Η «Αθηνά» του Υδραίου Αναστάσιου Τσαμαδού, που μετονομάστηκε «Αρης»
Η
ναυτοσύνη των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας
Γράφει ο Νίκος Ι. Κωσταρας
Με την άλωση της
Κωνσταντινούπολης εξαφανίζεται και η δράση του ελληνικού εμπορικού ναυτικού.
Δεν εξαφανίσθηκε όμως και η ναυτοσύνη των Ελλήνων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της
φυλής.
Η δουλεία, παρά το
καταθλιπτικό της βάρος, δεν επέφερε την νέκρωση του Έλληνα. Τον υπέταξε μόνο
σωματικά. Η ψυχή και το φρόνημα του έμειναν αδούλωτα. Οι Τούρκοι
εκμεταλλεύθηκαν το ελληνικό εμπορικό δυναμικό με την κατάσχεση των σκαφών και
της ναυτολογίας των δυνάμεων του Ελληνισμού, ναυπηγών και ναυτίλων, ενώ ερήμωναν
τα «καρνάγια» από τα ναυπηγικά σύνεργα και τους ναυπηγομαραγκούς. Ήταν η
εποχή που τα πάντα σχεδόν είχαν καταστραφεί στο Βυζάντιο. «Η ναυτιλία είχε
περιπέσει εις πρωτόγονον κατάστασιν», γράφει ο Δ. Κόκκινος. Παρά την καταστροφή
οι Έλληνες δεν είχαν παύσει να είναι ναυτικοί. Η ναυτοσύνη έβρισκε τρόπους
δράσεως. Κατασκεύαζε σε πρόχειρα στημένα ναυπηγεία, μικρότερα σκάφη και
εξυπηρετούσε την τοπική κίνηση. Οι έμποροι χρειάζονταν μεταφορικά μέσα, οι
νησιώτες είχαν ανάγκη συγκοινωνιών, όσοι βρίσκονταν στις ακτές και είχαν εύκολο
δρόμο μπροστά τους ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν. Η θάλασσα δεν είχε παύσει να
τους είναι γνώριμη, άλλωστε πολλοί βρίσκονταν στα καράβια ξένων και στον
οθωμανικό στόλο. «Αι ελληνικοί παραλίαι και νήσοι ουδέποτε έπαυσαν επιδιδόμενοι
εις τον ναυτικόν βίον ένθεν μεν παρέχουσαι τους κρατίστους ναύτας του οσμανικού
στόλου, ένθεν μετέχουσαι των αγώνων ους κατά θάλασσαν ήθλησαν κατά των
οσμανιδών αι χριστιανικοί δυνάμεις και ιδίως η Ενετία, η Ισπανία και η Ρωσία»,
γράφει ο Παπαρρηγόπουλος.
Η Μεσόγειος μετά την Άλωση
εξακολουθούσε να παραμένει ο χώρος που συγκεντρωνόταν η ζωηρότερη ναυτική
κίνηση και το ναυτικό εμπόριο με την Εγγύς και την Άπω Ανατολή. Αλλά στις όχθες
της Μεσογείου έστεκαν αντίπαλες δύο παρατάξεις, η μουσουλμανική και η
χριστιανική. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης αρχίζει η ατέλειωτη πάλη
Βενετίας και Τούρκων για την κατοχή της Μεσογείου.
Οι Βενετοί υπήρξαν οι καλύτεροι
ναυτικοί της Δύσης. Οι λαοί της Ευρώπης, όσοι είχαν συμφέροντα στη Μεσόγειο,
αγωνίζονταν να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο της Ανατολής. Γάλλοι, Βενετοί,
Άγγλοι, Αυστριακοί, Ισπανοί, ακόμη και ο Πάπας. «Το Αιγαίο είχε καταντήσει το
αμόνι που ακόνιζαν οι δυνατοί τα σπαθιά τους κοπανώντας τους ανήμπορους
Έλληνες», γράφει ο Δημ. Φωτιάδης. Στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, τον Οκτώβριο του
1571, στην τουρκική αρμάδα βρίσκονταν 25.000 Έλληνες και 5.000 στην «Ιερά
Συμμαχία» με τον Δον Ιωάννη τον Αυστριακό, τον νικητή της Ναυπάκτου.
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Τούρκοι και Ευρωπαίοι
εκμεταλλεύονταν τη ναυτοσύνη των Ελλήνων. Πριν από την Άλωση το ελληνικό
ναυτικό στοιχείο είχε χάσει την πρωτοπορία της ναυτιλιακής δραστηριότητας και
επισημαίνεται η παρουσία Ελλήνων στα ξένα ναυτικά της Δύσης και κυρίως της
Βενετίας, η οποία διαδέχθηκε το Βυζάντιο στη ναυτική επίδοση. Επίσης η ναυτοσύνη
εξασκήθηκε και από τον κατακτητή, που στράφηκε προς τους Έλληνες ναυτικούς για
τη δημιουργία του ναυτικού του, για να αντιμετωπίσει τις χριστιανικές δυνάμεις.
Οι Τούρκοι δεν ήταν ναυτικός λαός γι' αυτό επάνδρωναν τα καράβια τους με
νησιώτες. «Άνευ των Ελλήνων ναυτών ουδέποτε θα υπήρχε οθωμανικός στόλος»,
τονίζει ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ. Τα νησιά υπόκειντο στη
ναυτολογία. Έπρεπε να παρέχουν έναν αριθμό γεμιτζήδων -συνήθως λέγονταν
σεφερλήδες ή μελάχηδες- για τις ανάγκες του οθωμανικού στόλου. Την υποχρέωση
αυτή συνήθως την εξαγόραζαν με την καταβολή χρηματικού ποσού. Η στρατολογία
γινόταν βάσει του πληθυσμού του νησιού και η αναλογία ήταν ένας ναυτικός ανά
είκοσι οικογένειες. Αντί καταβολής φόρου, τα νησιά ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν
στα πλοία τους ναύτες. «Προς τον σκοπόν αυτόν μετήρχετο παν μέσον, από της
παροχής ειδικών προνομίων εις τους προσφέροντας οικειοθελώς τας υπηρεσίας των
προς το ναυτικόν του, μέχρι της βιαίας στρατολογίας. Εις τους αλλαξοπιστούντας
μάλιστα εξ αυτών προσέφερεν αναλόγως της ικανότητος των και αξιώματα, μέχρι και
αυτού του ναυάρχου του πολεμικού στόλου», γράφει ο Α. Γ. Λαιμός στο έργο του
«Το Ναυτικόν του Γένους των Ελλήνων». Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία με την καθολική έλλειψη δικού της ναυτικού ανθρώπινου
δυναμικού δεν ασχολείτο με τον εμπορικό τομέα και μόνο ο πολεμικός την
ενδιέφερε. Για τούτο ο σουλτάνος από τον 16ο αι. αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στα
χριστιανικά κράτη της Δύσεως εμποροναυτικά προνόμια, όμοια με αυτά που είχαν
παραχωρήσει οι Βυζαντινοί στους Ενετούς και Γενουάτες. Τα προνόμια αυτά
ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου, για την προστασία του οποίου καθιερώθηκε το
καθεστώς των διομολογήσεων (capitulations) που καταργήθηκε οριστικά από την Τουρκία
το 1923.
Ο «Κίμων» του πλοιάρχου Γ. Κρεμιάδη
Η διείσδυση των Ευρωπαίων
στην ελληνική Ανατολή, μετά τον Κρητικό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς
(1699), είχε σοβαρές συνέπειες, θετικές και αρνητικές για τον ελληνικό κόσμο.
Άρχισαν μαζικές αποδημίες των Ελλήνων προς τη Σερβία και την Ουγγαρία που
απέσπασαν τον ελληνικό κόσμο από την αποτελμάτωση στην οποία είχε περιέλθει
μετά το τέλος του Κρητικού Πολέμου. Δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την
οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των ελληνικών χωρών. Γόνιμη περίοδος
ελληνοβενετικής συνεργασίας που θα αφήσει έντονα σημάδια στη ζωή χιλιάδων
Ελλήνων για αρκετές δεκαετίες. Αλλά υπονόμευσε το ντόπιο εξαγωγικό εμπόριο και
την ανάπτυξη της τοπικής βιοτεχνίας. Το ξένο εμπόριο, αντίθετα, καλυπτόταν από
τις προνομιακές «διομολογήσεις», οι οποίες από το 1670 και εξής διευρύνονταν
και βελτιώνονταν με αλλεπάλληλες υπογραφές επισήμων συνθηκών μεταξύ ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων και της Υψηλής Πύλης. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν πολλούς Έλληνες
υπηκόους του σουλτάνου να επιζητούν την «προστασία» των ξένων. Το αποτέλεσμα
ήταν να δημιουργηθεί -με ειδικές αποφάσεις (μπεράτια)- νέα τάξη προνομιούχων,
οι «μπερακλήδες ή προστατευόμενοι», δίπλα στον μεγάλο όγκο των απροστάτευτων
τοπικών παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, με τις δυνατότητες που πρόσφερε σε
συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων η διαρκώς επεκτεινόμενη αυτή προστασία
βοήθησε το ελληνικό εμπόριο και τη ναυτιλία να εξουδετερώσουν ως ένα σημείο τις
δυσκολίες και να αναπτύξουν αξιόλογη ανταγωνιστική δραστηριότητα.
Με τη συνθήκη του Πασάροβιτς
(21.7.1718) οι Τούρκοι άρχισαν να παραχωρούν στους Έλληνες προνόμια
αυτοδιοικήσεως. Αυτή η συνθήκη «θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για το
οικονομικό και πολιτιστικό μέλλον της Ελλάδος». Γιατί καθορίζονταν οι όροι υπό
τους οποίους θα αναπτυσσόταν αμοιβαία το εμπόριο μεταξύ των υπηκόων των δύο
συμβαλλομένων κρατών, δηλαδή η ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, η ελεύθερη διακίνηση
εμπόρων και εμπορευμάτων στις κοιλάδες του Αξιού και των άλλων μεγάλων
βαλκανικών ποταμών, η ανάπτυξη των οικονομικών συναλλαγών και η ανεμπόδιστη
χρησιμοποίηση των εμπορικών λιμανιών της Θεσσαλονίκης στον Νότο και της
Τεργέστης στον μυχό της Αδριατικής. Συνθήκες για άνοιγμα νέων οριζόντων στην
εμπορική δραστηριότητα των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η συνθήκη του Πασάροβιτς
βοήθησε να αναπτυχθεί η ιστιοφόρος ναυτιλία των νησιών και των παραλίων της
Ελλάδος και να επεκταθεί η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων σε πιο μακρινές
θάλασσες. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ακμαίο εμπορικό ναυτικό που μπορούσε να
συναγωνισθεί τις άλλες ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου.
Οι Έλληνες, χωρίς
χρηματικές πηγές, με εχθρικό, αντί του προστατευτικού, κρατικό καθεστώς, χωρίς
σημαία, με παντελή έλλειψη εθνικών φορτίων και κυκλωμένοι από τις ναυτιλίες
τόσων ισχυρών κρατών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν εμπορικό ναυτικό. Διότι η
ναυτική τους συγκρότηση δεν ήταν προϊόν κρατικής πολιτικής αλλά ενός
αρχαιότατου βιώματος.
Η Συνθήκη του Πασάροβιτς υπήρξε μια πολύ σημαντική συνθήκη, τόσο στην ιστορία της Ευρώπης, όσο και για τον ελλαδικό χώρο
Τα ευρωπαϊκά κράτη με τις
διομολογήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και
διατηρούσαν κανονικές διπλωματικές σχέσεις. Ακόμη, είχαν εγκατασταθεί πρόξενοι
στα τουρκικά λιμάνια για την προστασία των εμποροναυτιλιακών συμφερόντων των
κρατών τους. Οι πρόξενοι φρόντιζαν, ως επίσημοι κρατικοί πράκτορες, για την
εξεύρεση φορτίων για τα εθνικά πλοία, για την εξασφάλιση προνομίων, για την
αντιμετώπιση του ανταγωνισμού των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και για τη
συγκέντρωση εμπορευμάτων για μεταφορά στις χώρες που εκπροσωπούσαν. Έτσι οι
πρόξενοι είχαν δημιουργήσει κράτος εν κράτει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το
πρόσχημα της επίβλεψης του διεξαγόμενου εμπορίου.
Οι Άγγλοι προξενικοί
πράκτορες δεν διορίζονταν από τις αγγλικές διπλωματικές αρχές, αλλά από την
περίφημη «Εταιρεία του Λεβάντε», που κατείχε από τη βρετανική κυβέρνηση το
μονοπώλιο των συγκοινωνιών και του εμπορίου με την Εγγύς Ανατολή (κάτι ανάλογο
με την Εταιρεία των Ινδιών).
Κοινό όμως πρόβλημα και των
Ελλήνων και των Ευρωπαίων εμπόρων ήταν η ανασφάλεια -κυρίως στη θάλασσα αλλά
και στους χερσαίους εμπορικούς δρόμους- από την αύξηση κρουσμάτων πειρατείας
στην ελληνική Ανατολή που έφθαναν από τον Νότο της Μεσογείου. Τα φοβερά
αλγερίνικα και τουνεζίνικα καράβια και οι κουρσάροι που ρήμαζαν τις ακτές. Μια
ενδημική νόσος του Αιγαίου.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.333/1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου