Η πειρατεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Κατά τους πρώτους αιώνες
της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερη έξαρση παρουσιάζει η πειρατεία στη Μεσόγειο και
εξελίσσεται σε αληθινή μάστιγα για τους πληθυσμούς των νησιών και των παραλίων
των ελληνικών θαλασσών. «Το Αιγαίον υπήρξε το θέατρον μακραίωνος σειράς
πειρατικών φρικαλεοτήτων, εναλλασσομένων προς περιόδους αγρίων πολεμικών
επιδρομών Βανδάλων, Αράβων, Ενετών και Τούρκων». Σκληρότεροι από όλους τους
διεθνείς αυτούς πειρατές υπήρξαν οι Αφρικανοί των τριών Οτζακίων (Τριπολίτιδας,
Τύνιδας, Αλγερίου) που συνοπτικώς καλούνταν «Μπαρμπαρέζοι με τα οτζακλίτικα
αρμαμέντα». Οι αλλεπάλληλοι βενετοτουρκικοί πόλεμοι όχι μόνο ενθάρρυναν τους
πειρατές, αλλά και τους αποθράσυναν, καθώς και οι δύο αντιμέτωπες δυνάμεις
χρησιμοποίησαν ευρύτατα στις επιχειρήσεις τους τόσο αυτούς, όσο και άλλα
τυχοδιωκτικά στοιχεία, προσφέροντας τους ελευθερία συστηματικής οργανώσεως.
Έτσι, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 15ο και 16ο αι., η
πειρατεία παρουσιάζεται με οργανωμένη και συστηματική μορφή. Οι βορειοδυτικές
ακτές της Αφρικής εξαρτώνταν οικονομικά από τους πειρατές, ενώ οι μισθοφόροι
ναύαρχοι των μεγάλων δυνάμεων της εποχής δεν δίσταζαν να επιδίδονται σε
επιδρομές και πειρατικές ενέργειες από το δέλεαρ του κέρδους.
Ήδη από το 1416-1420, όταν
ο Ιταλός μοναχός Μπονοντελμόντι περιηγήθηκε τα νησιά του Αιγαίου, πολλά από
αυτά ήταν ακατοίκητα και στα υπόλοιπα οι κάτοικοι ζούσαν στην αθλιότητα και τον
τρόμο. Στη Σύρα τρέφονταν με ψωμί από χαρούπια και κρέατα τράγου. Στη Σίφνο οι
άνδρες ήταν ελάχιστοι, ένας άνδρας αντιστοιχούσε σε 16 γυναίκες. Στην Άνδρο και
στη Νιο οι κάτοικοι διανυκτέρευαν μέσα σε πύργο ή φρούριο για το φόβο των
επιδρομών.
Το 1475 οι Γενουάτες της
Χίου αποφάσισαν τη μεταφορά των πληθυσμών της Σάμου και των Ψαρών στη Χίο. Οι
υπερβάσεις των πειρατών είχαν γίνει τόσο αφόρητες ώστε οι Σαμιώτες συμφώνησαν
στη μαζική μεταφορά. Εκατό χρόνια έμεινε έρημη η Σάμος. Το 1479, οι 400
ξεκληρισμένες οικογένειες της Σαντορίνης κατέφυγαν στην Κρήτη, μη μπορώντας να
υποφέρουν τους σεισμούς και τις πειρατικές επιδρομές. Το 1502, 30 τουρκικές
φούστες λεηλάτησαν την Αίγινα. Μεταξύ 1503 και 1537, 140 κρητικά πλοία
λεηλατήθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν από πειρατές. Μόνο το 1521 ο Καραμαμέθ καταδίωξε
46 πλοιάρια στο Αρχιπέλαγος.
Ανώνυμοι και επώνυμοι
Τούρκοι πειρατές δρούσαν στον ελληνικό χώρο. Ανάμεσα τους οι Κεμάλ Ρεϊς,
Καρακασάν, Καραδορμής και οι αδελφοί Κούρτογλου. Η άσκηση της πειρατείας,
προϋπέθετε όμως κεφάλαια για την απόκτηση κωπηλατών πλοίων: γαλιότες, φούστες,
μπριγκαντίνια. Τα πλοία έπρεπε να κατασκευαστούν σε ταρσανάδες, να εφοδιασθούν
με αρματωσιές, με κουπιά και μεγάλο αριθμό ανδρών.
Αποτέλεσμα των συνθηκών
αυτών ήταν η επικράτηση σε ολόκληρη τη Μεσόγειο μιας κατάστασης ακήρυκτου
πολέμου που επέτρεπε στους αδίστακτους θαλασσοπόρους να πλουτίζουν εις βάρος
των εμπορικών πλοίων και της οικονομίας των παραλιακών και των νησιωτικών
πόλεων. Οι αρχιπειρατές της Μεσογείου, τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι
χριστιανοί, δεν ήταν απλοί ληστές, αλλά συχνά και πραγματικοί ηγεμόνες,
ικανότατοι στη διπλωματία, στη διοίκηση και στη στρατιωτική τέχνη. Έτσι οι
πληθυσμοί των ελληνικών παραλίων και ιδιαίτερα οι Κυκλάδες έζησαν κατά την
κρίσιμη περίοδο της Τουρκοκρατίας υπό καθεστώς τριπλής κυριαρχίας: Τούρκων,
Λατίνων και πειρατών. Η σχεδόν ελεύθερη κίνηση των πειρατών στις ελληνικές
θάλασσες δεν ήταν βέβαια νοητή χωρίς τη σύμπραξη συνεργατών από κάθε νησί,
πληροφοριοδοτών, πρακτόρων και κλεπταποδόχων. Έτσι στην ανάπτυξη της πειρατείας
συνέτεινε και η κερδοσκοπία των τοπικών εμπόρων, που αναλάμβαναν να ανταλλάξουν
τα πειρατικά λάφυρα με εφόδια και χρυσάφι, προσφέροντας εξευτελιστικές τιμές
κατά την εκποίηση των λαφύρων από τους πειρατές.
Από τους μουσουλμάνους
πειρατές περίφημος ήταν ο Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσα, που άφησε πίσω του ένα θρύλο
για τις αγριότητες του. Από όλους τους Τούρκους πειρατές μόνο οι αδελφοί Μπαρμπαρόσα (Βαρβαρόσσα),
οι Αρούτζ, Ηλίας και Εζρ, αντελήφθηκαν από την αρχή το πρόβλημα και έγκαιρα διέρρηξαν
την εξάρτηση από τοπικούς παράγοντες και από την Πύλη.
Οι τρεις αδελφοί Βαρβαρόσσα, Ελληνες εξωμότες από τη
Μυτιλήνη, γιοι τσουκαλά και ίσως εγγονοί παπά, αρχικά άσκησαν πειρατεία στον
ελληνικό χώρο. Ο Αρούτζ με τον νεότερο αδελφό τους Ηλία έδρασε έξω από την Αίγυπτο και την Τρίπολη,
ενώ ο Εζρ, ο μετέπειτα Χαϊρεδίν, στράφηκε στα μέρη της Θεσσαλονίκης αλλά έφθασε
και στις εκβολές του Σάρου ποταμού. Στο διάστημα των επιδόσεων τους οι δύο
αδελφοί και τα πλοιάρια τους αιχμαλωτίστηκαν από κουρσάρικα των ιπποτών της
Ρόδου όπου παρέμειναν σκλάβοι.
Όταν περί το 1503 κατόρθωσαν να
διαφύγουν ο Εζρ κατέφυγε στον Κορδούς, διοικητή της Αττάλειας, προστάτη και
χρηματοδότη των πειρατών, ο οποίος τον εφοδίαζε με φούστα 18 πάγκων.
Συγκρούστηκε με πλοία της Ρόδου και στράφηκε στις ακτές της Ιταλίας, όπου
αποκόμισε πλούσια λάφυρα. Ο Αρούτζ, ο επιλεγόμενος Βαρβαρόσσας επειδή είχε
μαλλιά και γένια κόκκινα, με μια γαλιότα που του παραχώρησε ο καδής της Σμύρνης
αποφάσισε να ανακαλύψει ευρύτερο πεδίο δράσης. Εγκατέλειψε για πάντα τις
ελληνικές θάλασσες. Το 1504 κοντά στη νήσο Ελβα συνέλαβε με δόλο δύο πλούσιες
γαλέρες του Πάπα Ιουλίου Β'. Τυχαία συναντήθηκαν οι δύο αδελφοί και αποφάσισαν
να συνεργαστούν. Ηλθαν σε συμφωνία με τον μπέη της Τύνιδας που τους επέτρεψε να
αποθηκεύουν και να διαθέτουν εκεί τα προϊόντα της πειρατείας τους, αποδίδοντας
του ποσοστό 20% των εισπράξεων. Τα κατορθώματα του Αρούτζ ήταν ανοιχτή
πρόσκληση στους τυχοδιώκτες και εξωμότες της Μεσογείου. Το 1516 εκπρόσωποι των
Μαυριτανών του Αλγερίου ζήτησαν από τον Αρούτζ να τους απελευθερώσει από την
εξουσία των Ισπανών. Με ένα συνονθύλευμα αγύμναστων ληστών που ο ίδιος
εκπαίδευε, κατέλαβε το Αλγέρι και την εξουσία δημιουργώντας ένα ανεξάρτητο
πειρατικό κράτος που διατηρήθηκε 300 χρόνια.
Τον Αρούτζ που πέθανε το 1518,
διαδέχθηκε ο Εζρ / Χαϊρεδίν ο οποίος ήταν πιο διπλωμάτης από τον αδελφό του και
δήλωσε υποταγή στον Σουλτάνο Σελίμ Α'. Αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του
σουλτάνου, βγήκε από την απομόνωση και είχε την προστασία της οθωμανικής
αυτοκρατορίας. Διορίστηκε μπεηλέρμπεης του Αλγερίου. Άσκησε με επιτυχία ευρείας
έκτασης πειρατεία στη δυτική Μεσόγειο με τους συντρόφους του και αποκόμισε
τεράστια κέρδη. Μάλιστα το 1520 ο
Σουλεϊμάν Α' τον αναγνώρισε ως τον σπουδαιότερο στυλοβάτη της ναυτικής δύναμης
της αυτοκρατορίας και του απένειμε τον τίτλο του Καπουδάν πασά και τον ονόμασε «κυρίαρχο των
θαλασσών». Με τα χνάρια των δικών του πλοίων ναυπήγησε νέο στόλο και επικεφαλής
αυτού, ως αρχηγός του οθωμανικού ναυτικού αλλά με πειρατική τακτική, το
1537-1538, στο διάστημα του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου, κατέστρεψε το
νησιωτικό κράτος της Βενετίας στο Αρχιπέλαγος. Στα Κύθηρα, την Αίγινα, τις
Κυκλάδες, τις Σποράδες λεηλάτησε, έσφαξε, άρπαξε 1.000 νεαρά κορίτσια, 1.500
αγόρια και λάφυρα αξίας 400.000 χρυσών νομισμάτων κατά τον Χατζή Κάλφα. Το 1538
στη ναυμαχία της Πρέβεζας ο Μπαρμπαρόσα νίκησε τον συνασπισμένο χριστιανικό
στόλο υπό τον Γενουάτη ναύαρχο Αντρέα Ντόρια και έγινε θρύλος για τους
μουσουλμάνους.
Από
τους Λατίνους πειρατές
οι πιο επικίνδυνοι ήταν οι Ιωαννίτες Ιππότες με έδρα τους τη Ρόδο και
από το
1530 είχαν ορμητήριο τη Μάλτα. Αξιόλογοι ακόμη ήσαν οι Ιππότες του Αγίου
Στεφάνου με έδρα την Πίζα και ναυτική βάση το Λιβόρνο (ο Κόζιμος
Μέδικος). Από το 1573 χριστιανοί
πειρατές και κουρσάροι ξεχύθηκαν στις θάλασσες της Ανατολής που δεν
τολμούσαν
πριν να πλησιάσουν. Έπαυσαν να φοβούνται τους Τούρκους. Έφθαναν κατά
κύματα
Μαλτέζοι, Φλωρεντινοί, Σικελοί, Ναπολιτάνοι, Ισπανοί, Κορσικανοί. Λίγο
αργότερα εμφανίστηκαν και οι Άγγλοι, που ασκούσαν συγχρόνως εμπόριο,
πειρατεία και
λαθρεμπόριο.
Οι επιδρομές εντατικές και
αλλεπάλληλες επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο. Κύριος στόχος τους ήταν η καραβάνα,
νηοπομπή εμπορικών πλοίων που επέστρεφε κάθε χρόνο από την Αίγυπτο, κομίζοντας
το χαράτσι και τα προϊόντα ανεφοδιασμού της Κωνσταντινούπολης και άλλων αστικών
κέντρων. Οι επιτυχείς επιδρομές προκάλεσαν ύψωση στις τιμές των αγαθών. Το 1608
τα λάφυρα μόνον των 8 ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονταν σε 1.000.000
δουκάτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μ. Δούκισσα της Τοσκάνης, πριγκίπισσα
Χριστίνα της Λωραίνης, επένδυσε τα χρήματα της προίκας της σε πειρατικά
ιστιοφόρα και ανέθεσε στον Γάλλο πειρατή Ζακ Πιέρ να τα ταξιδεύει και να
κουρσεύει με τα εμβλήματα της.
Οι Έλληνες επωφελήθηκαν
από τον πειρατικό πυρετό για να ασκήσουν οι ίδιοι πειρατεία μικρής έκτασης και
τοπικού χαρακτήρα, γιατί δεν διέθεταν κεφάλαια και σημαία προστασίας.
Από τους Έλληνες πειρατές
φημισμένοι υπήρξαν οι Μανιάτες. Λόγοι καθημερινών αναγκών και η εξαιρετική θέση
της Μάνης οδήγησαν τους ριψοκίνδυνους και αδάμαστους κατοίκους της σ' αυτό τον
τρόπο ζωής... Το Οίτυλο ονομαζόταν «Μεγάλο Αλγέρι». Ενώ η Ίος «Μικρή Μάλτα».
Ξακουστός ήταν ο Μήλιος πειρατής Ιωάννης Κάτρης (1677-1680) επικεφαλής
ολοκλήρου στολίσκου πειρατικών.
«Το 1677 εσκέφθη να στεφθή
και επισήμως βασιλεύς της Μήλου. Επί μίαν τριετίαν εκυβέρνησεν το μικρόν του
βασίλειον ως καλός και φιλάνθρωπος ηγεμών. Το έτος 1680 συνελήφθη αιχμάλωτος
και απηγχονίσθη εις την πόλιν». Δραστήριος ήταν και ο Μανιάτης Γερακάρης
Λυμπεράκης, που η Τουρκία τον είχε διορίσει μπέη της Μάνης και η Βενετία τον
αναγόρευσε Ιππότη του Τάγματος του Αγίου Μάρκου. Εκτός από τη Μάνη και τα
Σφακιά της Κρήτης είχαν αποβεί κέντρο των Ελλήνων πειρατών. Ονομαστοί κουρσάροι
υπήρξαν επίσης οι Κερκυραίοι Πέτρος Λάντζας, Χ. Κοντοκάλλης, Π. Μπούας, Στ.
Χαλικιόπουλος, ο Σφακιώτης Μ. Σπανόπουλος, οι Κρητικοί: αδελφοί Μακρή, Ν.
Φασιδώνης, Π. Καράβελος, Μανούσος Θεοτοκόπουλος, αδελφός του μεγάλου ζωγράφου.
Οι Άγγλοι τους προσέλαβαν ως καταδρομείς στα μέσα του 18ου αι. και περιώνυμος
έγινε ο από τη Μαγιόρκα Έλληνας Παναγιώτης.
Στην περίοδο της
Τουρκοκρατίας η πειρατεία εντάθηκε γιατί οι Τούρκοι, εξαιτίας των συνεχών
πολέμων, αδυνατούσαν να ελέγχουν τις θάλασσες. Έτσι οι πειρατές κάθε
εθνικότητας λυμαίνονταν τα ελληνικά πελάγη. Οι Μουσουλμάνοι, Λατίνοι και
Έλληνες πειρατές δρούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδίως στο Αιγαίο και στο
Ιόνιο έχοντας πολλές φορές υπό τον έλεγχο τους τους θαλάσσιους δρόμους που
οδηγούσαν από την Ανατολή στη Δύση και αντίστροφα ενώ συγχρόνως αποτελούσαν
μόνιμη πληγή για τα εμπορικά πλοία που ταξίδευαν στις περιοχές αυτές. «Ο Ενετός
πρόξενος εν Θεσσαλονίκη αναφέρει την 28.8.1770 ότι απειρία κουρσάρων ελυμαίνετο
το Αρχιπέλαγος, το δε πλείστον τούτων ήσαν Σφακιανοί, Υδραίοι και Σπετσιώτες.
Ένα μάλιστα σκάφος αυτών επετέθη περί την Κασσάνδραν εναντίον εμπορικού σκάφους
του οποίου πάντες οι επιβάτες εληστεύθησαν και το φορτίον ανηρπάγη», γράφει ο
Κ. Μέρτζιος. Και όπως παρατηρεί ο ιστορικός Δ. Κόκκινος: «Αναπτυχθέντες κατά
καιρούς που εμαίνετο η πειρατεία υπέστησαν την επίδρασιν αυτού του ανωμάλου
καθεστώτος. Συνηθισμένοι ν' αντιμετωπίζουν κρουσάρους, ξεχνούσαν και αυτοί
ενίοτε το εμπόριον και έβγαιναν στο "κουρσός"». Οι κάτοικοι των
παραλίων και των νησιών, για να αποφύγουν τη λεηλασία και την αιχμαλωσία,
έκτιζαν κάστρα μακριά από τις ακτές.
Για την αντιμετώπιση της
πειρατείας, οι Έλληνες καραβοκύρηδες αρμάτωναν τα καράβια τους, ενώ δεν ήταν
σπάνιες οι περιπτώσεις που συμμετείχαν ενεργά στις επιχειρήσεις για την
εκκαθάριση του Αιγαίου και των άλλων θαλασσών. Ακόμη ήταν επωφελής για τη
ναυτιλία μας διότι ναυπηγούσαν μεγαλύτερα και ταχύπλοα σκάφη. Τα όπλιζαν με την
έγκριση της Οθωμανικής Διοικήσεως και τα επάνδρωναν με πολυάριθμο και
γυμνασμένο προσωπικό. Ακόμη «πολλά ελληνικά καράβια προσέλαβον σημαιοπλοιάρχους
ή Άγγλους εκ Μάλτας, οίτινες, τυπικώς, επιβαίνοντες, είχον το δικαίωμα να
επαίρωσιν αγγλικήν σημαίαν και να εφοδιάζωνται δι' αγγλικών ναυτιλιακών
εγγράφων», γράφει ο Τρ. Κωνσταντινίδης.
Κατά τα μέσα του 18ου αι.
και ο Καπουδάν πασάς έβγαινε στη Μεσόγειο «κάθε χρόνο με τρία γαλιόνια» με
ελληνικά πληρώματα για να καταδιώξει τους πειρατές. Αυτό συντελούσε στην
απόκτηση πλούσιας εμπειρίας, που αποδείχθηκε πολύτιμη αργότερα στους ναυτικούς
αγώνες των Ελλήνων. «Εκείνοι, λοιπόν, οι κουρσάροι που στάθηκαν κατάρα και
ανάθεμα κάνανε ένα καλό στην πατρίδα μας. Δίχως αυτούς και ξαρμάτωτα θα 'ταν τα
καράβια μας και ανίδεοι οι ναυτικοί μας στον πόλεμο. Και χωρίς φλότα δε βλέπανε
στο Εικοσιένα λευτεριά» (Δ. Φωτιάδης). Έτσι δημιουργήθηκε ένα ανθρώπινο υλικό
εμπειροπόλεμο, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα στους αγώνες για την Ελευθερία.
Πηγές
https://anemourion.blogspot.com/2018/06/blog-post_93.html
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.333/1996 (από άρθρο του Νίκου Κωσταρα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου