-->
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 25η Μαρτίου 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 25η Μαρτίου 1821. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Βασιλείου Βλ. Σφυρόερα : Η επέτειος της Εθνεγερσίας






Η επέτειος της Εθνεγερσίας
 
 
Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως επέτειος ημέρα κήρυξης της Επανάστασης του 1821
 
Του Βασιλείου Βλ. Σφυρόερα
Ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
 
Η ΙΔΕΑ για την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής οφείλεται στον Ιωάννη Κωλέττη, που το 1835, ως πρόεδρος των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, είχε συντάξει σχέδιο σχετικού Διατάγματος, που η δημοσίευση του δεν πραγματοποιήθηκε λόγω απομάκρυνσης του από τη θέση αυτή με ενέργειες του μέλους της Αντιβασιλείας Αρμανσμπεργ. Δύο χρόνια αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1837, με εισήγηση του Γεωργίου Γλαράκη, Γραμματέως επί των Εσωτερικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, εκδόθηκε Βασιλικό Διάταγμα, κατά το οποίο «η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ' εαυτήν εις πάντα Ελληνα διά την εν αυτή τελούμενη εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ' αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνος του Ελληνικού Έθνους». Το Διάταγμα αυτό, άγνωστο για ποιους λόγους, δημοσιεύθηκε μόνο στον ημερήσιο Τύπο και όχι στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
Η 25η Μαρτίου θεωρήθηκε συμβολική, και σ' αυτήν συγχωνεύθηκαν όχι μόνο οι επέτειοι των κατά τόπους εξεγέρσεων στον ελλαδικό χώρο, αλλά και της έναρξης του Αγώνα στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, «Γενικό Επίτροπο της Αρχής» της Φιλικής Εταιρείας: στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 τυπώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας και κυκλοφόρησε η μεστή σε περιεχόμενο προκήρυξη, που άρχιζε με τη φράση «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η ώρα ήλθεν, ω Ελληνες!», διεκτραγωδούσε τα δεινά της δουλείας, τόνιζε ότι «Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον», και κατέληγε: «Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι! Η πατρίς μας προσκαλεί».
 
Την ίδια περίοδο προβλεπόταν η εξέγερση στην Πελοπόννησο, όπου οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία πρόκριτοι, ανώτεροι κληρικοί και έμποροι, εκάλυπταν, όπως προκύπτει από πρόσφατες έρευνες, το 37% του συνόλου των γνωστών μελών της και, για το λόγο αυτό, είχε σταλεί από την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας στην περιοχή ο Παπαφλέσας με επιστολή του Υψηλάντη. Ο παράφορος ενθουσιασμός του ηλέκτρισε τα πλήθη, στη μυστική όμως συνέλευση της Βοστίτσας (Αιγίου), που πραγματοποιήθηκε στις 26-29 Ιανουαρίου 1821, αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα και καχυποψία. Οι συγκεντρωμένοι στη συνέλευση φιλικοί -ανώτεροι κληρικοί και πρόκριτοι-, παρά την επιχειρηματολογία του Παπαφλέσσα, περίμεναν οδηγίες από τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, στον οποίο είχαν απευθύνει επιστολή, και από τον φιλικό Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, γραμματέα του ρωσικού προξενείου της Πάτρας, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για τον ίδιο σκοπό. Κατά τον Αμβρόσιο Φραντζή, που συμμετείχε στη συνέλευση, οι πρόκριτοι «ήλπιζον προς τοις άλλοις ότι εντός τριάκοντα ή τεσσαράκοντα το πολύ ημερών θέλουν λάβει τας απαντήσεις [...]. Οθεν ως όρος της ενάρξεως του έργου έθεντο την 25 Μαρτίου, εάν ήθελον προφθάσει αι κατ' ευχήν απαντήσεις, τουναντίον δε να παραταθή μέχρι της 23 Απριλίου [εορτή του Αγίου Γεωργίου] ή τελευταίον μέχρι της 21 Μαίου [εορτή των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης], αλλ' εν τούτοις να προηγηθή η κοινοποίησις της ενάρξεως διά γραμμάτων πανταχού, ώστε να φανή η έναρξις εξ όλων των μερών εις μίαν και την αυτήν ημέραν» (Αμβροσίου Φραντζή, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, τ. Α\ Αθήνα 1839, σ. 102-103).
 
Την 25η Μαρτίου αναφέρουν και ο Νικόλαος Σπηλιάδης («Ο Κολοκοτρώνης και οι περί αυτόν δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον, ειμή διά να κινήσωσι την επανάστασιν την 25ην Μαρτίου, ως ημέραν προσδιωρισμένην να λάβωσι τα όπλα απανταχού οι Έλληνες») και ο Κολοκοτρώνης («25 Μαρτίου ήτο η ημέρα της γενικής εξεγέρσεως»). Η πραγματοποίηση, εντούτοις, των εξεγέρσεων στις διάφορες περιοχές εξαρτήθηκε από ειδικές τοπικές συνθήκες, που τις εκμεταλλεύθηκαν με επιτυχία oι επιφορτισμένοι με την οργάνωση και τη διεύθυνση του Αγώνα. Οι πρώτες επιτυχημένες επαναστατικές κινήσεις σημειώθηκαν, κατά τις αξιόπιστες πηγές, το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου: Καλάβρυτα, Βοστίτσα 21 Μαρτίου- Καρύταινα, Λαγκάδια Γορτυνίας, Καλαμάτα, Μαραθονήσι (Γύθειο), Δερβενοχώρια Κορινθίας 21-23 Μαρτίου· Σάλωνα, Άγιος Πέτρος και Πραστός Κυνουρίας 24 Μαρτίου· Πάτρα, 25 Μαρτίου. Ως το τέλος Μαρτίου η επανάσταση γενικεύθηκε στην Πελοπόννησο και στην ανατολική Στερεά Ελλάδα -εκτός από την Αθήνα, στην οποία τα επαναστατικά σώματα που είχαν συγκροτηθεί στην Αττική μπήκαν, ύστερα από συνεννόηση με τους κατοίκους, και κήρυξαν την επανάσταση στις 25 Απριλίου. Ακολούθησαν τον Απρίλιο τα νησιά, τον Μάιο η Χαλκιδική, το Πήλιο, η Αιτωλία, η Κρήτη και η Ήπειρος. Η επαναστατική κίνηση που σημειώθηκε στην Κύπρο στις αρχές του καλοκαιριού πνίγηκε στο αίμα στις 9 Ιουλίου, με τη σφαγή και τον απαγχονισμό ιεραρχών και προκρίτων του νησιού.
 

 
Ο πρώτος πανηγυρικός εορτασμός της Εθνεγερσίας πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1838. Το «Πρόγραμμα της κατά την 25 Μαρτίου 1838 τελετής, επέτειον ημέραν της εθνικής εορτής τού υπέρ της Ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους Αγώνος», γραμμένο στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα, πρόβλεπε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης, παρουσία του Όθωνος και της Αμαλίας, με ελληνικές στολές, πολιτικών και στρατιωτικών του Αγώνα, καθηγητών του νεοσύστατου Πανεπιστημίου και λαού. Η εορτή γενικεύθηκε από τον επόμενο χρόνο στις πρωτεύουσες των νομών και σε άλλες πόλεις.
 
Με λαμπρότητα επίσης εορταζόταν η επέτειος σε πανηγυρική συνεδρίαση του Πανεπιστημίου Αθηνών μετά το 1851, όταν είχε περατωθεί η οικοδόμηση του. Την ημέρα αυτή ανακοινωνόταν στην αίθουσα τελετών το αποτέλεσμα των ποιητικών διαγωνισμών που είχαν αθλοθετήσει το 1850 ο Αμβρόσιος Ράλλης, έμπορος στην Τεργέστη, και το 1862 ο Κεφαλλονίτης Ιωάννης Βουτσινάς, έμπορος στη Ρωσία. Στον πρώτο διαγωνισμό, το 1851, βραβεύθηκε ο Γεώργιος Ζαλοκώστας για το έργο του «Μεσολόγγι» και ο Στεφ. Κουμανούδης για το «επικό» ποίημα «Στρατής Καλοπίχειρος». Είχε επίσης επαινεθεί ο Σοφοκλής Καρύδης για ποιητική συλλογή, στην οποία περιλαμβάνονταν δύο στιχουργήματα εμπνευσμένα από την Επανάσταση: «Η νυξ της 24 Μαρτίου 1821» και η «Σαμία ηρωίς».
 
Εκτός από τα αναφερόμενα στην 25η Μαρτίου έργα που είχαν υποβληθεί στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου, πολλά είναι τα σχετικά με την εθνεγερσία κείμενα που δημοσιεύθηκαν στις πρώτες μετά την Επανάσταση δεκαετίες. Δείγμα της λογοτεχνικής θεματολογίας της εποχής μπορεί να θεωρηθεί η ποιητική συλλογή του εικοσάχρονου το 1843 Ιωάννου Καρασούτσα με τίτλο Ο Ευαγγελισμός της Ελλάδος ή η εικοστή πέμπτη Μαρτίου, στην εισαγωγή της οποίας διαβάζουμε: η συλλογή περιλαμβάνει «όλην της Ελληνικής Επαναστάσεως την πολυετή και πολυτράγωδον ιστορίαν. Αλλά δεν ηρκέσθην εις τούτο μόνον. Συμφώνως με την γνώμην όλων των ευ φρονούντων Ελλήνων εζήτησα ν' αποδείξω ότι μάταιοι κινδυνεύουν να αποβώσι και οι περικλεείς αγώνες ή ματαία και αι πολλαί και μεγάλαι θυσίαι μας, αν δεν επετεύχθη ο σκοπός δι' ον τοσαύτα υπέστημεν: η στερέωσις της ελληνικής ελευθερίας, το Σύνταγμα».
 
Μια δεκαετία αργότερα όταν ο Μακρυγιάννης έγραφε το άλλο του «στορικόν», τα Οράματα και θάματα, θεωρούσε ισότιμα και ισάξια το 1821 και το 1843: «Κύριε παντοδύναμε και η βασιλεία σου, η παντοδυναμία σου, η αγαθότη σου μάς έσωσες τα 1821 και μας λευτέρωσες από την τυραγνίαν του σουλτάνου και οπαδών του, μας έσωσες τα 1843 από τους αχάριστους βασιλείς και οπαδούς του, μας έσωσες και μας σώνεις κάθε στιμή από κείνους όπου πουλούν την πατρίδα τους».
 
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Νίκος Ι. Κωσταρας : Η ναυτοσύνη των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας

 Η «Αθηνά» του Υδραίου Αναστάσιου Τσαμαδού, που μετονομάστηκε «Αρης»
 



Η ναυτοσύνη των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας
 
 
Γράφει ο Νίκος Ι. Κωσταρας
 
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζεται και η δράση του ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Δεν εξαφανίσθηκε όμως και η ναυτοσύνη των Ελλήνων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής.
 
Η δουλεία, παρά το καταθλιπτικό της βάρος, δεν επέφερε την νέκρωση του Έλληνα. Τον υπέταξε μόνο σωματικά. Η ψυχή και το φρόνημα του έμειναν αδούλωτα. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν το ελληνικό εμπορικό δυναμικό με την κατάσχεση των σκαφών και της ναυτολογίας των δυνάμεων του Ελληνισμού, ναυπηγών και ναυτίλων, ενώ   ερήμωναν   τα «καρνάγια» από τα ναυπηγικά σύνεργα και τους ναυπηγομαραγκούς. Ήταν η εποχή που τα πάντα σχεδόν είχαν καταστραφεί στο Βυζάντιο. «Η ναυτιλία είχε περιπέσει εις πρωτόγονον κατάστασιν», γράφει ο Δ. Κόκκινος. Παρά την καταστροφή οι Έλληνες δεν είχαν παύσει να είναι ναυτικοί. Η ναυτοσύνη έβρισκε τρόπους δράσεως. Κατασκεύαζε σε πρόχειρα στημένα ναυπηγεία, μικρότερα σκάφη και εξυπηρετούσε την τοπική κίνηση. Οι έμποροι χρειάζονταν μεταφορικά μέσα, οι νησιώτες είχαν ανάγκη συγκοινωνιών, όσοι βρίσκονταν στις ακτές και είχαν εύκολο δρόμο μπροστά τους ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν. Η θάλασσα δεν είχε παύσει να τους είναι γνώριμη, άλλωστε πολλοί βρίσκονταν στα καράβια ξένων και στον οθωμανικό στόλο. «Αι ελληνικοί παραλίαι και νήσοι ουδέποτε έπαυσαν επιδιδόμενοι εις τον ναυτικόν βίον ένθεν μεν παρέχουσαι τους κρατίστους ναύτας του οσμανικού στόλου, ένθεν μετέχουσαι των αγώνων ους κατά θάλασσαν ήθλησαν κατά των οσμανιδών αι χριστιανικοί δυνάμεις και ιδίως η Ενετία, η Ισπανία και η Ρωσία», γράφει ο Παπαρρηγόπουλος.
 
Η Μεσόγειος μετά την Άλωση εξακολουθούσε να παραμένει ο χώρος που συγκεντρωνόταν η ζωηρότερη ναυτική κίνηση και το ναυτικό εμπόριο με την Εγγύς και την Άπω Ανατολή. Αλλά στις όχθες της Μεσογείου έστεκαν αντίπαλες δύο παρατάξεις, η μουσουλμανική και η χριστιανική. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης αρχίζει η ατέλειωτη πάλη Βενετίας και Τούρκων για την κατοχή της Μεσογείου. 
 
Οι Βενετοί υπήρξαν οι καλύτεροι ναυτικοί της Δύσης. Οι λαοί της Ευρώπης, όσοι είχαν συμφέροντα στη Μεσόγειο, αγωνίζονταν να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο της Ανατολής. Γάλλοι, Βενετοί, Άγγλοι, Αυστριακοί, Ισπανοί, ακόμη και ο Πάπας. «Το Αιγαίο είχε καταντήσει το αμόνι που ακόνιζαν οι δυνατοί τα σπαθιά τους κοπανώντας τους ανήμπορους Έλληνες», γράφει ο Δημ. Φωτιάδης. Στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, τον Οκτώβριο του 1571, στην τουρκική αρμάδα βρίσκονταν 25.000 Έλληνες και 5.000 στην «Ιερά Συμμαχία» με τον Δον Ιωάννη τον Αυστριακό, τον νικητή της Ναυπάκτου.
 
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
 
 
Τούρκοι και Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονταν τη ναυτοσύνη των Ελλήνων. Πριν από την Άλωση το ελληνικό ναυτικό στοιχείο είχε χάσει την πρωτοπορία της ναυτιλιακής δραστηριότητας και επισημαίνεται η παρουσία Ελλήνων στα ξένα ναυτικά της Δύσης και κυρίως της Βενετίας, η οποία διαδέχθηκε το Βυζάντιο στη ναυτική επίδοση. Επίσης η ναυτοσύνη εξασκήθηκε και από τον κατακτητή, που στράφηκε προς τους Έλληνες ναυτικούς για τη δημιουργία του ναυτικού του, για να αντιμετωπίσει τις χριστιανικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι δεν ήταν ναυτικός λαός γι' αυτό επάνδρωναν τα καράβια τους με νησιώτες. «Άνευ των Ελλήνων ναυτών ουδέποτε θα υπήρχε οθωμανικός στόλος», τονίζει ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ. Τα νησιά υπόκειντο στη ναυτολογία. Έπρεπε να παρέχουν έναν αριθμό γεμιτζήδων -συνήθως λέγονταν σεφερλήδες ή μελάχηδες- για τις ανάγκες του οθωμανικού στόλου. Την υποχρέωση αυτή συνήθως την εξαγόραζαν με την καταβολή χρηματικού ποσού. Η στρατολογία γινόταν βάσει του πληθυσμού του νησιού και η αναλογία ήταν ένας ναυτικός ανά είκοσι οικογένειες. Αντί καταβολής φόρου, τα νησιά ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν στα πλοία τους ναύτες. «Προς τον σκοπόν αυτόν μετήρχετο παν μέσον, από της παροχής ειδικών προνομίων εις τους προσφέροντας οικειοθελώς τας υπηρεσίας των προς το ναυτικόν του, μέχρι της βιαίας στρατολογίας. Εις τους αλλαξοπιστούντας μάλιστα εξ αυτών προσέφερεν αναλόγως της ικανότητος των και αξιώματα, μέχρι και αυτού του ναυάρχου του πολεμικού στόλου», γράφει ο Α. Γ. Λαιμός στο έργο του «Το Ναυτικόν του Γένους των Ελλήνων». Η        Οθωμανική Αυτοκρατορία με την καθολική έλλειψη δικού της ναυτικού ανθρώπινου δυναμικού δεν ασχολείτο με τον εμπορικό τομέα και μόνο ο πολεμικός την ενδιέφερε. Για τούτο ο σουλτάνος από τον 16ο αι. αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στα χριστιανικά κράτη της Δύσεως εμποροναυτικά προνόμια, όμοια με αυτά που είχαν παραχωρήσει οι Βυζαντινοί στους Ενετούς και Γενουάτες. Τα προνόμια αυτά ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου, για την προστασία του οποίου καθιερώθηκε το καθεστώς των διομολογήσεων (capitulations) που καταργήθηκε οριστικά από την Τουρκία το 1923. 
 
 Ο «Κίμων» του πλοιάρχου Γ. Κρεμιάδη
 
Η διείσδυση των Ευρωπαίων στην ελληνική Ανατολή, μετά τον Κρητικό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), είχε σοβαρές συνέπειες, θετικές και αρνητικές για τον ελληνικό κόσμο. Άρχισαν μαζικές αποδημίες των Ελλήνων προς τη Σερβία και την Ουγγαρία που απέσπασαν τον ελληνικό κόσμο από την αποτελμάτωση στην οποία είχε περιέλθει μετά το τέλος του Κρητικού Πολέμου. Δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των ελληνικών χωρών. Γόνιμη περίοδος ελληνοβενετικής συνεργασίας που θα αφήσει έντονα σημάδια στη ζωή χιλιάδων Ελλήνων για αρκετές δεκαετίες. Αλλά υπονόμευσε το ντόπιο εξαγωγικό εμπόριο και την ανάπτυξη της τοπικής βιοτεχνίας. Το ξένο εμπόριο, αντίθετα, καλυπτόταν από τις προνομιακές «διομολογήσεις», οι οποίες από το 1670 και εξής διευρύνονταν και βελτιώνονταν με αλλεπάλληλες υπογραφές επισήμων συνθηκών μεταξύ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της Υψηλής Πύλης. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν πολλούς Έλληνες υπηκόους του σουλτάνου να επιζητούν την «προστασία» των ξένων. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί -με ειδικές αποφάσεις (μπεράτια)- νέα τάξη προνομιούχων, οι «μπερακλήδες ή προστατευόμενοι», δίπλα στον μεγάλο όγκο των απροστάτευτων τοπικών παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, με τις δυνατότητες που πρόσφερε σε συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων η διαρκώς επεκτεινόμενη αυτή προστασία βοήθησε το ελληνικό εμπόριο και τη ναυτιλία να εξουδετερώσουν ως ένα σημείο τις δυσκολίες και να αναπτύξουν αξιόλογη ανταγωνιστική δραστηριότητα.
 
Με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (21.7.1718) οι Τούρκοι άρχισαν να παραχωρούν στους Έλληνες προνόμια αυτοδιοικήσεως. Αυτή η συνθήκη «θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για το οικονομικό και πολιτιστικό μέλλον της Ελλάδος». Γιατί καθορίζονταν οι όροι υπό τους οποίους θα αναπτυσσόταν αμοιβαία το εμπόριο μεταξύ των υπηκόων των δύο συμβαλλομένων κρατών, δηλαδή η ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, η ελεύθερη διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων στις κοιλάδες του Αξιού και των άλλων μεγάλων βαλκανικών ποταμών, η ανάπτυξη των οικονομικών συναλλαγών και η ανεμπόδιστη χρησιμοποίηση των εμπορικών λιμανιών της Θεσσαλονίκης στον Νότο και της Τεργέστης στον μυχό της Αδριατικής. Συνθήκες για άνοιγμα νέων οριζόντων στην εμπορική δραστηριότητα των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η συνθήκη του Πασάροβιτς βοήθησε να αναπτυχθεί η ιστιοφόρος ναυτιλία των νησιών και των παραλίων της Ελλάδος και να επεκταθεί η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων σε πιο μακρινές θάλασσες. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ακμαίο εμπορικό ναυτικό που μπορούσε να συναγωνισθεί τις άλλες ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου.
 
Οι Έλληνες, χωρίς χρηματικές πηγές, με εχθρικό, αντί του προστατευτικού, κρατικό καθεστώς, χωρίς σημαία, με παντελή έλλειψη εθνικών φορτίων και κυκλωμένοι από τις ναυτιλίες τόσων ισχυρών κρατών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν εμπορικό ναυτικό. Διότι η ναυτική τους συγκρότηση δεν ήταν προϊόν κρατικής πολιτικής αλλά ενός αρχαιότατου βιώματος.
 Η Συνθήκη του Πασάροβιτς υπήρξε μια πολύ σημαντική συνθήκη, τόσο στην ιστορία της Ευρώπης, όσο και για τον ελλαδικό χώρο
 
Τα ευρωπαϊκά κράτη με τις διομολογήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διατηρούσαν κανονικές διπλωματικές σχέσεις. Ακόμη, είχαν εγκατασταθεί πρόξενοι στα τουρκικά λιμάνια για την προστασία των εμποροναυτιλιακών συμφερόντων των κρατών τους. Οι πρόξενοι φρόντιζαν, ως επίσημοι κρατικοί πράκτορες, για την εξεύρεση φορτίων για τα εθνικά πλοία, για την εξασφάλιση προνομίων, για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και για τη συγκέντρωση εμπορευμάτων για μεταφορά στις χώρες που εκπροσωπούσαν. Έτσι οι πρόξενοι είχαν δημιουργήσει κράτος εν κράτει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το πρόσχημα της επίβλεψης του διεξαγόμενου εμπορίου.
 
Οι Άγγλοι προξενικοί πράκτορες δεν διορίζονταν από τις αγγλικές διπλωματικές αρχές, αλλά από την περίφημη «Εταιρεία του Λεβάντε», που κατείχε από τη βρετανική κυβέρνηση το μονοπώλιο των συγκοινωνιών και του εμπορίου με την Εγγύς Ανατολή (κάτι ανάλογο με την Εταιρεία των Ινδιών).
 
Κοινό όμως πρόβλημα και των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εμπόρων ήταν η ανασφάλεια -κυρίως στη θάλασσα αλλά και στους χερσαίους εμπορικούς δρόμους- από την αύξηση κρουσμάτων πειρατείας στην ελληνική Ανατολή που έφθαναν από τον Νότο της Μεσογείου. Τα φοβερά αλγερίνικα και τουνεζίνικα καράβια και οι κουρσάροι που ρήμαζαν τις ακτές. Μια ενδημική νόσος του Αιγαίου.
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.333/1996

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Παναγιώτης Λιάκος : Η ξενοδουλεία είναι η ρίζα του κακού


Λιθογραφία του 1893 που δείχνει το κομμάτιασμα τον ελληνικού λαού (ο φουστανελοφόρος άνδρας) από τους εκπροσώπους των τριών πιστωτριών χωρών: Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία. Ένθετα τα αποκόμματα των δημοσιευμάτων με τις απόψεις τον Οδ. Ελύτη και του Κ. Δεσποτόπουλου.
 
Η ξενοδουλεία είναι η ρίζα του κακού
 
Γράφει ο Παναγιώτης Λιάκος
 
Γιατί είναι τέτοια η Κρίση, τόσο βαθειά και τόσο εκτεταμένη - όσο ίσως ποτέ μια πεντηκονταετία τώρα, σ’ αυτόν τον τόπο. Και, ή παίρνει γόνιμη έκφραση -να εκδηλωθη, να μετατρέψη  άρδην, να βαδίση- ή μάς τινάζει σύντομα στον αέρα, σα φυσική δύναμη που είναι, φευγάτη από τα χέρια μάγων! Αυτό ακριβώς δεν αισθάνονται οι "ταγοί, όσοι γέρασαν. Σ’ αυτό ακριβώς, χρόνια τώρα, κωφεύουν όσοι γεννήθηκαν γέροι».
 
Ρένος Αποστολίδης, «Τι Φταίει; Για την κακοδαιμονία της ελληνικής ζωής», εφημερίδα «Ελευθερία», Κυριακή 16 Ιουνίου 1958, σ. 5.
 
Το 1958 ο συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας Ρένος Αποστολίδης (1924-2004) συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Ελευθερία» και ανέλαβε να φέρει εις πέρας μια έρευνα της εφημερίδας με τίτλο «Τι Φταίει;». Αντικείμενο της, τα αίτια της «κακοδαιμονίας της ελληνικής ζωής». Η έρευνα άρχισε εντυπωσιακά, με την άποψη του Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996), και συνεχίστηκε με τον τότε υφηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια λαμπρό ακαδημαϊκό, φιλόσοφο και συγγραφέα Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο (1913-2016). Και οι δύο συνομιλητές του Ρ. Αποστολίδη, που άρχισαν να αναλύουν τα αίτια της βαθιάς κρίσης του ελληνικού κράτους -και κατ' επέκταση της κοινωνίας μας-, έδειξαν προς την κατεύθυνση της ξενοκρατίας, της δουλοπρέπειας προς τους ξένους, της άκριτης αντιγραφής ξένων προτύπων και της άτεχνης προσπάθειας εφαρμογής τους στην ελληνική «σάρκα». Ο Ελύτης άρχισε την ανάλυσή του λέγοντας στον Αποστολίδη:
 
«Ο λαός αυτός κατά κανόνα εκλέγει την ηγεσία του. Και όμως, όταν αυτή αναλάβει την ευθύνη της εξουσίας -είτε την αριστοκρατία εκπροσωπεί είτε την αστική τάξη ή το προλεταριάτο-, κατά έναν μυστηριώδη τρόπο αποξενώνεται από τη βάση που την ανέδειξε, και ενεργεί σαν να βρισκόταν στο Τέξας ή στο Ουζμπεκιστάν! [...] Ένας από τους κυριότερους παράγοντες των παρεκκλίσεων της ηγεσίας από το ήθος του λαού μας είναι η εκ του αφανούς και εκ των έξω προστατευτική κατεύθυνση. Αποτέλεσμα και αυτό της απώλειας του έρματος, της παράδοσης. Αντιλαμβάνομαι ότι στην εποχή μας η αλληλεξάρτηση των εθνοτήτων είναι τόση, που η πολιτική δεν μπορεί να αγνοήσει, ως έναν βαθμό, αυτό που θα λέγαμε γενικότερη σκοπιμότητα. Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην προσαρμοστική πολιτική και τη δουλοπρέπεια. Αυτό είναι το πιο ευαίσθητο σημείο του ελληνικού λαού, το τιμιώτατόν του! Και αυτό του καταπατούν συνεχώς, κατά τον εξοργιστικότερο τρόπο, οι εκπρόσωποι του στην επίσημη διεθνή σκηνή!» Σε εκείνο το σημείο της τοποθετησης του Ελύτη ο Ρένος Αποστολίδης ζήτησε διευκρίνιση: «Κι ο επίσημος όρος της δουλοπρέπειας αυτής, κύριε Ελύτη; Μήπως είναι υποκριτικότερος από το "προσαρμοστική πολιτική"; Εξοργιστικότερος;»
 
Ο Ελύτης απάντησε: «Δεν μ' ενδιαφέρει ο επίσημος όρος της δουλοπρέπειας. Μ' ενδιαφέρει η ουσία. Κι εκείνο που ξέρω είναι ότι μ' αυτά και μ' αυτά εφτάσαμε σε κάτι που θα μου επιτρέψετε να ονομάσω ψευδοφάνεια. Έχουμε, δηλαδή, την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ' ο,τι πραγματικά είμαστε.
 
Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας.
 
Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως όπως επάνω σ’ ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής».
 
Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος εκφράστηκε λιγότερο ποιητικά και περισσότερο ευθύβολα («Ελευθερία», φύλλο Τρίτης 17/6/1958, σ. 3): «Η κύρια κακοδαιμονία του Ελληνικού Έθνους σήμερα είναι ότι δεν έχει λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα. Η κηδεμονία των ξένων και η επικράτηση της ολιγαρχίας στη διακυβέρνηση της χώρας, που επακολούθησε τη δολοφονία του Καποδίστρια, είχε αποτέλεσμα να αποκλεισθή η θετική αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος, όπως άλλωστε και η ορθή λύση του πολιτικού προβλήματος.
 
 Ο Καποδίστριας είχε συλλάβει καίρια το ελληνικό πρόβλημα και είχε στερεά θεμελιώσει και σχεδιάσει την πολιτική αυτοτέλεια του Έθνους και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. [...] Ο Ελληνικός λαός, αν είχε την εθνική του ενότητα, θα είχε κατορθώσει να αποφύγει τις εξαρτήσεις από τους ξένους, τις ισοδύναμες σχεδόν με υποτέλεια. Ο λαός της Ελλάδος είναι τουλάχιστον ισάξιος πολιτικά με τους λαούς της Ελβετίας ή της Σουηδίας. Και έχει το Έθνος υποστεί ανυπολόγιστες ζημίες από τη σιωπηλή αυτή ημιαπώλεια της ανεξαρτησίας του». 
 
Με λίγα λόγια, αν συνυπολογίσει κάποιος τις απόψεις Ελύτη και Δεσποτόπουλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κεντρικό σύνθημα της Εθνεγερσίας του 1821 δεν ήταν ρομαντικό. Διόλου. Ήταν ό,τι πιο ρεαλιστικό θα μπορούσαν να σκεφτούν: Ελευθερία ή Θάνατος!
 
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία»
 

Τάκη Καμπύλη : Φωνές και «φωνές» από το 1821

Φωνές και «φωνές» από το 1821
 
Του Τάκη Καμπύλη 
 
 «Όταν έφτασαν τα πρώτα νέα στη Σμύρνη για την επανάσταση στον Μοριά, μέναμε στον Κουκλουτζά (σ. σ. χωριό με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό σε απόσταση «μίας ώρας με τα πόδια» από τη Σμύρνη). Ο ξάδελφός μας ο γραμματέας ήρθε μία μέρα και μας ενημέρωσε. Δεν μπορούσα να κρύψω τη χαρά μου. Η χαρά των φίλων μας όταν έμαθαν τα νέα ήταν μεγάλη, () αν και είχε επικρατήσει η πεποίθηση, η οποία ωστόσο διαψεύστηκε, ότι οι Έλληνες της Σμύρνης δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι το όλο σχέδιο, λόγω της κατάστασής μας στην Ασία, καθώς και ότι δεν ήμασταν άξιοι εμπιστοσύνης ώστε να μας εμπιστευθούν το μυστικό τους».
 
Ο Πέτρος Μέγκους (Mengous) ήταν τότε 19 χρόνων. Και μας έδωσε μια μέχρι πρόσφατα μάλλον άγνωστη μαρτυρία για την Επανάσταση του 1821. Η μοναδικότητά της έγκειται επίσης στο γεγονός πως προέρχεται από έναν απλό πολεμιστή - σε αντίθεση με τις μαρτυρίες αξιωματούχων και προεστών της εποχής.
 
Η μαρτυρία εκδόθηκε στις ΗΠΑ, το 1830, στα αγγλικά. Ένα αντίτυπο (το τελευταίο;) εντοπίστηκε από έναν μικρό (αλλά με αξιόλογες εκδόσεις) εκδοτικό οίκο, το «Ισνάφι» στα Γιάννενα, και θα ξανακυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία σε μετάφραση του Βαγγέλη Κούταλη.
 
Ο Μέγκους είχε τύχει καλής μόρφωσης (όχι σε «κρυφό σχολειό»). Ήταν μαθητής στην Ακαδημία των Κυδωνιών, όπου δίδασκε ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ενώ στη Σμύρνη θα έρθει σε επαφή με τον Διαφωτισμό παρακολουθώντας τα κηρύγματα και το διδακτικό έργο του Κωνσταντίνου Οικονόμου. (Αργότερα στη Σμύρνη, η αδελφή του θα παντρευτεί τον Αμερικανό ιεραπόστολο Jonas King, ο οποίος αργότερα στη σύγκρουσή του με την ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία θα γίνει ο πατέρας της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας).
 
Η Οδύσσεια του Πέτρου Μέγκους δεν είναι ομηρική. Είναι πραγματική. Από τη Σμύρνη μέσω Τεργέστης φθάνει στο ελεύθερο Μεσολόγγι του Μαυροκορδάτου, του Μπότσαρη και άλλων. «Στο Μισολόγγι γνωρίστηκα με έναν Γερμανό ονόματι Meyer ο οποίος ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος (σ. σ. πρόκειται για τον Ελβετό επαναστάτη Johanan Jacob Meyer, ο οποίος εξέδιδε στο Μεσολόγγι τα Ελληνικά Χρονικά). Γνώρισα επίσης κι ένα Κεφαλλονίτη, ονόματι Ιωάννης, ο οποίος μου μίλησε για όσα είχε δει να συμβαίνουν μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην Βλαχία, από όπου είχε πρόσφατα αφιχθεί».
 
Σε πολλά σημεία της αφήγησης, ο Πέτρος Μέγκους με τη ματιά του Μικρασιάτη αναδεικνύει λεπτομέρειες που στην πορεία -μετά την Επανάσταση- θα αποδειχτούν καθοριστικές. Θα μιλήσει για τον σκεπτικισμό απέναντι στους Φιλέλληνες με αφορμή τις συχνές (αιματηρές) μονομαχίες μεταξύ τους, έθιμο ακατανόητο στην οθωμανική επικράτεια. Όταν μπαρκάρει στο μπρίκι του Μιαούλη, θα εντυπωσιαστεί από τις πλουμιστές φορεσιές τους και τα όπλα τους, αλλά όχι και από τη γλώσσα και την καταγωγή των Υδραίων (αρβανίτικη). Θα γνωρίσει στο Αργος τον Χατζή-Χρήστο και θα εντυπωσιαστεί από τη ρώμη του αλλά όχι και από τη βουλγαρική καταγωγή του. Ο Βούλγαρος αξιωματικός με πολλούς άλλους Βούλγαρους και Σέρβους θα πολεμήσουν με τους Έλληνες και στη συνέχεια θα εκπροσωπήσει στην Εθνική Συνέλευση Θρακοβούλγαρους και Σέρβους. (Σχετική έρευνα έχει γίνει και από τον Νικολάι Τοντόρωφ - όπως υπέδειξε ο Δημήτρης Σταματόπουλος, που διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.)
 
Στον 19ο αιώνα, η «εθνική ταυτότητα» ήταν μια πολύ ρευστή έννοια. Χωρίς να αμφισβητείται η έννοια της «εθνικής επανάστασης» (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Δ. Σταματόπουλος, «όλες οι τάξεις συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων»), ωστόσο η εκ των υστέρων επίσημη δογματική ανάγνωσή της μόνο συγχύσεις δημιουργεί. Ο γερμανικός ρομαντισμός της πολιτισμικής ενότητας και ο γαλλικός διαφωτισμός της πολιτικής ενότητας ήρθαν σε μία αξιοπερίεργη επιμειξία στα χώματα του Μοριά.
 
Για παράδειγμα, θα υπενθυμίσει ο Δ. Σταματόπουλος, την κοινή απόφαση Κολοκοτρώνη και Τούρκων προεστών το 1809 (της οποίας την πατρότητα διεκδίκησαν και οι «εχθροί» του, Ι. και Κ. Δηλιγιάννης) για κοινή εξέγερση εναντίον του τοπάρχη Βελή, γιου του Αλή Πασά, και τη δημιουργία ενός εκτελεστικού οργάνου από 12 Ελληνες και 12 Τούρκους και με κοινή σημαία με τον Σταυρό και την Ημισέληνο!
 
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της ρευστότητας της έννοιας «ταυτότητα» ήταν το αστείο που έκαναν οι αλβανόφωνοι ναύτες του Μιαούλη στον Μέγκους, όταν τους ρώτησε πώς και η γλώσσα τους δεν είχε αλφάβητο: «Παλιά τόχαμε γράψει σε αμπελόφυλλο αλλά το έφαγε ένας γάιδαρος».
 
Ακόμη και στο θέμα της θρησκείας υπήρξε αξιοσημείωτη συζήτηση. Ο Κοραής (όπως αναφέρει η Ελπίδα Βόγλη - διδάσκει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο) με αφορμή τους Εβραίους είχε προτείνει να μην αποκλειστούν οι διαφορετικού θρησκεύματος πολίτες από το νέο ελληνικό κράτος.
 
Ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης θυμίζει: «Το πρώτο ελληνικό κράτος ήταν (και) συνταγματικά το κράτος των χριστιανών και μάλιστα των ορθοδόξων - ας μην ξεχνάμε ότι οι καθολικοί εντάχθηκαν με αναταράξεις στον εθνικό κορμό. Όσοι μουσουλμάνοι είχαν απομείνει, είτε λόγω σφαγών είτε γιατί σταδιακά αναχωρούσαν, έπρεπε να φύγουν και αυτοί ή αλλιώς να βαφτιστούν (οι λεγόμενοι «νεοφώτιστοι»). Κι όμως, κάποιοι επιλέγουν να μείνουν συγκροτώντας ελάχιστες μικρές κοινότητες, όπως της Χαλκίδας και της Αταλάντης. Τελικά γίνονται «ανεκτοί» από τους συντοπίτες τους, ο Καποδίστριας και οι «κακοί δυτικοί» (Βαυαροί, Φαναριώτες) επιμένουν με αλλεπάλληλες διαταγές σε κάτι παράξενα πράγματα, όπως σεβασμός και θρησκευτική ελευθερία».
 
Είναι κρίμα ότι από τότε απέμειναν μύθοι, όπως ο «χορός του Ζαλόγγου» (που ούτως ή άλλως συνέβη -αν συνέβη- 16 χρόνια πριν από την Επανάσταση) ή τα στιχάκια του Αθανασίου Διάκου (τα οποία επίσης προϋπήρξαν μερικούς αιώνες πριν από το 1821) και σήμερα δύο αιώνες μετά να αρνούμαστε σε χιλιάδες συμπολίτες την ιθαγένεια που πρότεινε ο Τρικούπης ως υπουργός Εξωτερικών το 1833 αρκεί να «είχαν τη βούληση να θεωρηθούν Έλληνες»
 
http://www.kathimerini.gr/713745/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/fwnes-kai-fwnes-apo-to-1821