-->
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Θ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ : Η αναγέννηση της ελληνικής παιδείας

 
Η αναγέννηση της ελληνικής παιδείας
 
Γράφει ο Θ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ*
 
Από τους μεσοβυζαντινούς αιώνες, εποχή όπου εμφανίζονται οι πρώτες εξωτερικές επιστημονικές επιδράσεις (οι αραβικές επιστήμες και ιδιαίτερα η αστρονομία), οι λόγιοι του Βυζαντίου υιοθετούν μια ελληνοκεντρική στάση υποστηρίζοντας ότι η μόνη αξιόπιστη αστρονομία είναι αυτή των «παλαιών» (των αρχαίων Ελλήνων), αντιμετωπίζοντας με υπερβολική καχυποψία τις γνώσεις των «νεωτέρων» (των Αράβων) και θεωρώντας ότι οι ίδιοι είναι οι δικαιωματικοί κληρονόμοι των γνώσεων των Ελλήνων. Αυτή η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση των άλλων πολιτισμών δυσκόλεψε την αφομοίωση των νέων αραβικών γνώσεων από τους βυζαντινούς λογίους, οι οποίες όμως, παρ’ όλα αυτά, θα διεισδύσουν σταδιακά, εξαιτίας των στενών επαφών Αράβων – Βυζαντίου.
 
Στους παλαιολόγειους χρόνους, εποχή μεγάλης επιστημονικής άνθησης και ταύτισης της άρχουσας τάξης με τους λογίους, διαμορφώνεται μια ιδεολογία σε σχέση με τις μαθηματικές επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων η οποία έχει τις ρίζες της στην προσπάθεια αναβίωσης του Βυζαντίου από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η ιδεολογία αυτή θεωρεί βασικό στοιχείο του βυζαντινού πολιτισμού τις επιστήμες αυτές. Δημιουργούνται δύο αστρονομικές σχολές, η «ελληνική», της πτολεμαϊκής αστρονομίας, και η «νεώτερη», της περσικής αστρονομίας, με τους οπαδούς τους, ενώ υπάρχουν και λόγιοι που δέχονται και τις δύο. Οι «ελληνοκεντρικοί» συχνά στηρίζουν τις απόψεις τους με καθαρά ιδεολογικά επιχειρήματα (μεγαλείο της ελληνικής επιστήμης, κληρονομιά της από αυτούς που ομιλούν την ίδια γλώσσα), ενώ οι «νεωτεριστές» προσπαθούν να αμυνθούν με μαθηματικά επιχειρήματα (ούτως ή άλλως, λόγω των σφαλμάτων των δευτέρων, και οι δύο θεωρίες είναι εξίσου ισχύουσες ή μη). Τον τελευταίο αιώνα του Βυζαντίου διαμορφώνεται και μια τρίτη τάση, αυτή της εισαγωγής γνώσεων λατινικής παράδοσης (επιστήμες των εβραίων καραϊτών της Προβηγκίας, ισπανική αστρονομία), και τα σχετικά χειρόγραφα μεταφράζονται στα ελληνικά από λογίους οι οποίοι κατά κανόνα υποστηρίζουν την ένωση των Εκκλησιών. Η «ελληνοκεντρικότητα» φθίνει σταδιακά, με αποτέλεσμα μια πολύ ενδιαφέρουσα μείξη επιστημονικών γνώσεων διαφόρων πολιτισμών στο λυκαυγές της αυτοκρατορίας.
Η ανανέωση του Λουκάρεως
 
 
Τον 16ο αιώνα δύσκολα ανιχνεύουμε κάποιες ιδεολογικές τάσεις στις επιστήμες στον ελληνικό χώρο, ο συνολικός όμως αριθμός των λογίων αυτού του αιώνα (περί τους 50) δεν αφήνει και πολλά περιθώρια παρόμοιων διεργασιών στον συγκεκριμένο τομέα.
 
Το 1618 χειροτονείται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Κύριλλος Λούκαρις, ο πρώτος σε αυτόν τον θρόνο ο οποίος σπούδασε στην Ιταλία. Το νέο πνεύμα που εμφύσησε ο Λούκαρις στους εκκλησιαστικούς και αριστοκρατικούς ελληνικούς κύκλους (υποστήριξε τις προτεσταντικές ιδέες την κρίσιμη περίοδο του τριακονταετούς πολέμου) είχε σημαντικό αντίκτυπο στη διδασκαλία των επιστημών στα ελληνικά σχολεία, την οποία προώθησε ιδιαίτερα, εγκαινιάζοντας συγχρόνως μια ιδεολογία «ελληνικότητας» των επιστημονικών γνώσεων, δηλαδή αναβίωσής τους στον χώρο γένεσής τους, την Ελλάδα.
 
Πράγματι, στο πλαίσιο της γενικής ανανέωσης που προσπάθησε να επιβάλει, ο Λούκαρις εκάλεσε το 1622 τον Θεόφιλο» για να διδάξει στην Πατριαρχική Σχολή, όπου ο τελευταίος εισήγαγε τη διδασκαλία της φιλοσοφίας, πράγμα που σημαίνει επίσης τη διδασκαλία της φυσικής, της γεωγραφίας και της αστρονομίας. Ο Κορυδαλέας, όπως και πολλοί άλλοι λόγιοι της εποχής του, σπούδασε στην Ιταλία, όπου του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας η γνώση την οποία έψαχνε: η επιστημονική γνώση των αρχαίων Ελλήνων, όπως αυτή βεβαίως διαμορφώθηκε στην Ιταλία ύστερα από την Αναγέννηση και τη συμβολή των βυζαντινών λογίων. Δάσκαλός του στη φυσική φιλοσοφία υπήρξε ο Τσέζαρε Κρεμονίνι, φανατικός αριστοτελικός, γνωστός αντίπαλος του Γαλιλαίου. Εμπνευσμένος από αυτή τη διδασκαλία αλλά και από το πνεύμα αναγέννησης των ελληνικών επιστημών στον γεωγραφικό τους χώρο, ο Κορυδαλέας θα επεξεργαστεί την αριστοτέλεια φυσική και θα μεταδώσει έναν νεο-αριστοτελισμό ο οποίος θα σημαδέψει τον βαλκανικό χώρο ως το τέλος του 18ου αιώνα. Ο αριστοτελισμός του Κορυδαλέα διαφέρει σημαντικά από αυτόν του Κρεμονίνι, και εδώ εισέρχεται η ιδεολογία μιας ταυτότητας η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ελληνική. Ο Κορυδαλέας αναγιγνώσκει τον Αριστοτέλη στην ευθεία ελληνική του παράδοση, ακολουθώντας τους σχολιαστές που έγραψαν στην ελληνική γλώσσα και όχι στη λατινική. Η ανάγνωση αυτή και η ισχυρή παράδοσή της για ενάμιση περίπου αιώνα διαφοροποιούν σαφώς τη φυσική φιλοσοφία που διδάσκεται στον ελληνικό χώρο από αυτήν που διδάσκεται στο πανεπιστήμιο όπου σπουδάζουν κυρίως οι Έλληνες, αυτό της Πάδοβας, μια διαφοροποίηση που έχει τις ρίζες της σε λόγους ταυτότητας: ο Κορυδαλέας θεωρεί τον εαυτό του συνεχιστή της αρχαίας ελληνικής επιστήμης, σε ευθεία παράδοση.
 
Η αναβάθμιση του χριστιανισμού
 

 
Η ταυτότητα αυτή είναι συνυφασμένη με έναν πολιτικό στόχο: την αναβάθμιση του χριστιανικού στοιχείου στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την ανάδειξή του σε κύριο παράγοντα. Ένα από τα πλεονεκτήματα αυτού του στοιχείου σε σχέση με το μουσουλμανικό ήταν η παιδεία. Η επιστημονική παιδεία διαφοροποιούσε σαφώς τους χριστιανούς από τους μουσουλμάνους, μιας και οι μεντρεσέδες της αυτοκρατορίας, τα μουσουλμανικά δηλαδή σχολεία, υπό την άμεση εποπτεία των μουφτήδων, ουδέποτε κατάφεραν να προσφέρουν σπουδές σε αυτόν τον τομέα. Οι προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν από φωτισμένους μουσουλμάνους δασκάλους (προσέλκυσης ελληνοπαίδων στα μουσουλμανικά σχολεία) απέτυχαν πολύ γρήγορα, λόγω της άμεσης εκκλησιαστικής αντίδρασης. Έτσι, ως τα τέλη του 18ου αιώνα οι επιστήμες παρέμειναν «προνόμιο» των ελληνικών σχολείων, όπου φοιτούσαν όλοι οι χριστιανοί της αυτοκρατορίας.
 
Σαφής στόχος των ελλήνων λογίων που δίδαξαν τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες από την εποχή του Λουκάρεως και μετά υπήρξε η αναβίωσή τους στον ελληνικό χώρο, με το σκεπτικό ότι αυτός ήταν ο χώρος όπου γεννήθηκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα οι έλληνες φοιτητές στη Δύση είχαν στόχο σπουδών τη μελέτη της αρχαίας επιστήμης (αριθμητική και γεωμετρία βασισμένη στις αρχές του Νικόμαχου, του Διόφαντου και του Ευκλείδη, πτολεμαϊκή αστρονομία, αριστοτέλεια φυσική). Τις σπουδές αυτές τούς τις παρείχε το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ως την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που έφερε η διδασκαλία του Πολένι μετά το 1639, στην οποία αντιστάθηκαν για αρκετά χρόνια οι έλληνες σπουδαστές. 
 
Κατά τον 17ο και το πρώτο ήμισυ του 18ου αιώνα οι Έλληνες που φοιτούν στην Ευρώπη έρχονται πολλάκις σε επαφή με τις νέες επιστημονικές ιδέες, αυτές όμως δεν εμπίπτουν στα ενδιαφέροντά τους, που είναι η μελέτη της αρχαίας επιστήμης. Έτσι, παρά την επαφή τους με τη «νεώτερη επιστήμη» (όπως αποκαλούν οι λόγιοι της εποχής τις ιδέες της επιστημονικής επανάστασης), οι Έλληνες δεν μεταφέρουν αυτές τις γνώσεις παρά παρεμπιπτόντως, ούτε και τις μελετούν. Απεναντίας, ως το ήμισυ του 18ου αιώνα δημιουργείται στον ελληνικό χώρο ένα υπόβαθρο μελέτης των αρχαίων ελληνικών επιστημών με συγγράμματα και διδασκαλία, ενώ συγχρόνως παρουσιάζεται η ιστορία των επιστημών ως ελληνική ιστορία. 
 
Στο κυριότερο επιστημονικό σύγγραμμα του πρώτου ημίσεος του 18ου αιώνα, την Οδό μαθηματικής των Μεθοδίου Ανθρακίτη και Μπαλάνου Βασιλόπουλου (πρώτη έκδοση το 1749 στη Βενετία), προτάσσεται μια «ιστορία περί ευρέσεως, αρχαιότητος, αυξήσεως, και κατά το τέλειον επιδόσεως της μαθηματικής», όπου οι Έλληνες παίζουν τον αποκλειστικό ρόλο. Η ιστορία της επιστήμης αυτής σταματά στον Πάππο (μαθηματικός των αρχών 4ου αι. μ.Χ.) και παρά τη δήλωση του τίτλου περί «κατά το τέλειον επιδόσεως» καμία νύξη δεν γίνεται για τις μετέπειτα εξελίξεις. Αλλά και το «προοίμιον» του βιβλίου, το οποίο πραγματεύεται τη σημασία συγγραφής του, είναι εμποτισμένο από την ιδέα της αναγέννησης και της συνέχειας των ελληνικών μαθηματικών. Ο συγγραφέας οικτίρει τους Έλληνες για τη σκλαβιά, αποθεώνει τους Αρχαίους που γέννησαν και ανέθρεψαν τις επιστήμες, οι οποίες «παρά πάσι θαυμάζονται».
 
Η μαθηματική παιδεία
 

 Ευγένιος Βούλγαρις
 
Την ιδέα της αποδοχής της κληρονομιάς των επιστημών από τους σύγχρονους Έλληνες, η οποία σαφώς αναπτύσσεται στην Οδό μαθηματικής, βρίσκουμε όλο τον 18ο αιώνα στους οπαδούς της αρχαίας ελληνικής επιστήμης (υποστηρικτές του αριστοτελισμού και των γεωμετρικών μεθόδων επίλυσης προβλημάτων), αλλά και στους Διαφωτιστές, αυτούς δηλαδή που εισάγουν τις νέες επιστημονικές ιδέες στον ελληνικό χώρο.
 
Στα μαθηματικά του βιβλία ο Ευγένιος Βούλγαρις εκθειάζει τη μαθηματική παιδεία των Αρχαίων, παρουσιάζει και αυτός μια ιστορία των μαθηματικών η οποία τελειώνει στον Πάππο, και αναφέρεται στους «νεώτερους» (Βιέτ, Καρτέσιο) ως οφειλέτες των Ελλήνων. Την ιδέα του χρέους των Δυτικών προς τους Έλληνες όσον αφορά τις επιστήμες θα την αναπτύξουν οι λόγιοι οι οποίοι μετά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα διδάσκουν τη σύγχρονή τους ευρωπαϊκή επιστήμη.
 
Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Δημήτριος Γοβδελάς, ο Σπυρίδων Ασάνης και ο Βενιαμίν Λέσβιος προβάλλουν το μεγαλείο της ελληνικής επιστήμης (η οποία σε τομείς όπως η γεωμετρία δεν έχει ξεπεραστεί σύμφωνα με τον Λέσβιο) και το χρέος των Δυτικών προς τους Έλληνες, θεωρώντας ότι οι πρόσφατες εξελίξεις συνιστούν τη συνέχιση της προσπάθειας των Αρχαίων.
 
Από τον Θεόφιλο Κορυδαλέα, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα του θρησκευτικού ουμανισμού στις αρχές του 17ου αιώνα, ως τον Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα του ρομαντισμού στις επιστήμες (με το «πανταχηκίνητο», μια ενοποιητική θεωρία της φύσης) στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής στους έλληνες λογίους οι οποίοι δίδαξαν τις επιστήμες στα σχολεία του ελληνικού χώρου: η παραδοχή ότι οι σύγχρονοί τους Έλληνες είναι απόγονοι των Αρχαίων (αν και κατά πολλούς παρηκμασμένοι απόγονοι), η παραδοχή ότι οι επιστήμες συνιστούν το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής σκέψης και δη ένα μεγαλείο το οποίο αναγνωρίζεται από τους συγχρόνους τους Δυτικούς, και η παραδοχή ότι οι επιστήμες αυτές πρέπει να αναβιώσουν στον γεωγραφικό τους χώρο, τον ελληνισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
 
Το Βυζάντιο και ο ρόλος του ως συντηρητή και διακομιστή στη Δύση της αρχαίας ελληνικής επιστήμης δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου από τους λογίους αυτούς (οι αναφορές στους Βυζαντινούς περιορίζονται κυρίως στον Ανθέμιο και στον Θεοδόσιο, την πρώιμη δηλαδή βυζαντινή εποχή). Αυτό δεν σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς δεν μελετούν και δεν σχολιάζουν βυζαντινά επιστημονικά κείμενα (ιδίως αστρονομικά της παλαιολόγειας περιόδου). Προφανώς όμως αυτά δεν εμπίπτουν στο σχήμα του «μεγαλείου» της ελληνικής επιστήμης, θεωρούνται πιθανόν δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τα αρχαία κείμενα και σίγουρα όχι «αναγνωρίσιμα» από τα δυτικά πανεπιστήμια.
 
Η ιδεολογία αυτή, η οποία με μικρές παραλλαγές αναπτύχθηκε επί δύο αιώνες πριν από την ελληνική επανάσταση, θα υιοθετηθεί γρήγορα από το ελληνικό κράτος. Στην οργανωμένη πια, με ευρωπαϊκά πρότυπα, μέση και ανώτατη εκπαίδευση θα τη συναντήσουμε όλο τον 19ο αιώνα και μεγάλο μέρος του 20ού. Ενώ όμως στην περίπτωση του ελληνικού κράτους λειτούργησε αρνητικά στην εκπαίδευση, η ιδεολογία αυτή προσέφερε πριν από την επανάσταση ένα έναυσμα για να γενικευθεί η διδασκαλία των επιστημών στα ελληνικά σχολεία και βοήθησε στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
 
*Ο κ. Θύμιος Νικολαΐδης είναι ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Νίκος Ι. Κωσταρας : Έλληνες θαλασσομάχοι επί Τουρκοκρατίας




Έλληνες θαλασσομάχοι επί Τουρκοκρατίας


Γράφει ο Νίκος Ι. Κωσταρας
 
Οι καταδρομές των Ελλήνων κουρσάρων είχαν διαφορετική έννοια από την πειρατεία. Άλλο πειρατής κι άλλο κουρσάρος. Ο Έλληνας κουρσάρος ήταν τιμωρός και όχι άρπαγας. Μ' αυτόν τον τρόπο πρόσφερε εθνικές υπηρεσίες. Από τους αγώνες αυτούς με τους πειρατές θα μάθει τη ναυτική τέχνη και θα αναδειχθεί με τον καιρό φοβερός πειρατομάχος και κουρσάρος ο ίδιος.
 
Η θαλασσινή εποποιία των Ελλήνων καταδρομέων της προεπαναστατικής περιόδου αποδεικνύει συν τοις άλλοις και την επίδοση και ικανότητα των προγόνων μας στα θαλάσσια έργα. Το ότι στις καταδρομές διακρίνονταν και ορεσίβιοι πολεμιστές, που εύκολα μεταβάλλονταν σε ατρόμητους θαλασσομάχους κουρσάρους, προσαρμοζόμενοι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα στις συνθήκες του ναυτικού επαγγέλματος, αποδεικνύει ότι η ναυτοσύνη ενυπάρχει, ως γονίδιο στο κύτταρο της φυλής μας.
 
Αρκετοί καταδρομείς κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έδρασαν στα ελληνικά πελάγη, αλλά χαρακτηριστικά θα αναφέρομε τον κορυφαίο των Ελλήνων καταδρομέων Λάμπρο Κατσώνη (1752-1804), που τον έστειλε η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β' για να ενεργήσει καταδρομές εναντίον της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Γεννήθηκε στη Λιβαδειά, δεν ήξερε από θάλασσα, κι όμως άμα έβαλε ποδάρι, την κατέκτησε. Μέγας καπετάνιος, άφταστος πελαγομάχος.
 

 
Έγινε πρώτος δάσκαλος του ραγιά στα έργα του θαλασσινού πολέμου. Χαρακτηρίστηκε νέος Θεμιστοκλής. Ξεκίνησε από την Τεργέστη το 1788, όπου η Ελληνική Κοινότητα τον εφοδίασε με τη θρυλική φρεγάτα Αθηνά της Άρκτου και σε λίγο χρονικό διάστημα έγινε κυρίαρχος του Αιγαίου. Πριν σταματήσει τη δράση του, πέταξε το σπαθί του στα κύματα και προφήτεψε: «Εγώ χάνομαι. Εσύ σπαθί μου στάσου στη θάλασσα, αρραβώνας του λυτρωμού της Ελλάδος». Μαζί του υπηρέτησε και ο κατόπιν ναύαρχος του Εικοσιένα Ν. Αποστόλης.
 
Άλλοι αξιόλογοι καταδρομείς ήσαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, που με την επικράτηση του Αλή Πασά συγκρότησαν καταδρομικό στολίσκο με εβδομήντα μαύρα καράβια με έδρα τη Σκιάθο. Επικεφαλής του στόλου ο Γιάννης Σταθάς με συνεργάτες τους ορεσίβιους Νικοτσάρα, Βλαχάβα, Καζαβέρνη, Λαζαίους, Τσαχίλα, Μπιζιώτη, Σύρο, Ρομφέη και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αναφέρθηκαν αυτοί οι ορεσίβιοι γιατί έγιναν άριστοι θαλασσινοί καταδρομείς και αντικατέστησαν τη ρωσική σημαία με την πρώτη κυανόλευκο! Δεν δίστασαν να τα βάλουν και με τα πολεμικά του Καπουδάν πασά. Το Αιγαίο ήταν γεμάτο στην προεπαναστατική περίοδο από ελληνοκουρσάρικα που αντιμάχονταν στα οτζακλίδικα αρμαμέντα. Αυτά ήταν οι πρόδρομοι και δάσκαλοι της γιγαντωμένης ναυτιλίας μας που κυριάρχησε στη Μεσόγειο, εκμεταλλεύθηκε τον αγγλογαλλικό ανταγωνισμό και θεμελίωσε τη θαλάσσια κυριαρχία μας.
 
Και ο κατόπιν πάμπλουτος εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης αρχικά ήταν κουρσάρος, αλλά η συνθήκη του 1774 σταμάτησε την κουρσάρικη σταδιοδρομία του. Μέγας φιλάνθρωπος ευεργέτης, δεν ξέχασε το παλιό του επάγγελμα και δώρισε ένα σημαντικό ποσό για να ιδρυθεί Ναυτική Σχολή στην Ελλάδα.
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.333/1996

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Νίκος Ι. Κωσταρας : Η ναυτοσύνη των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας

 Η «Αθηνά» του Υδραίου Αναστάσιου Τσαμαδού, που μετονομάστηκε «Αρης»
 



Η ναυτοσύνη των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας
 
 
Γράφει ο Νίκος Ι. Κωσταρας
 
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης εξαφανίζεται και η δράση του ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Δεν εξαφανίσθηκε όμως και η ναυτοσύνη των Ελλήνων, χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής.
 
Η δουλεία, παρά το καταθλιπτικό της βάρος, δεν επέφερε την νέκρωση του Έλληνα. Τον υπέταξε μόνο σωματικά. Η ψυχή και το φρόνημα του έμειναν αδούλωτα. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν το ελληνικό εμπορικό δυναμικό με την κατάσχεση των σκαφών και της ναυτολογίας των δυνάμεων του Ελληνισμού, ναυπηγών και ναυτίλων, ενώ   ερήμωναν   τα «καρνάγια» από τα ναυπηγικά σύνεργα και τους ναυπηγομαραγκούς. Ήταν η εποχή που τα πάντα σχεδόν είχαν καταστραφεί στο Βυζάντιο. «Η ναυτιλία είχε περιπέσει εις πρωτόγονον κατάστασιν», γράφει ο Δ. Κόκκινος. Παρά την καταστροφή οι Έλληνες δεν είχαν παύσει να είναι ναυτικοί. Η ναυτοσύνη έβρισκε τρόπους δράσεως. Κατασκεύαζε σε πρόχειρα στημένα ναυπηγεία, μικρότερα σκάφη και εξυπηρετούσε την τοπική κίνηση. Οι έμποροι χρειάζονταν μεταφορικά μέσα, οι νησιώτες είχαν ανάγκη συγκοινωνιών, όσοι βρίσκονταν στις ακτές και είχαν εύκολο δρόμο μπροστά τους ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν. Η θάλασσα δεν είχε παύσει να τους είναι γνώριμη, άλλωστε πολλοί βρίσκονταν στα καράβια ξένων και στον οθωμανικό στόλο. «Αι ελληνικοί παραλίαι και νήσοι ουδέποτε έπαυσαν επιδιδόμενοι εις τον ναυτικόν βίον ένθεν μεν παρέχουσαι τους κρατίστους ναύτας του οσμανικού στόλου, ένθεν μετέχουσαι των αγώνων ους κατά θάλασσαν ήθλησαν κατά των οσμανιδών αι χριστιανικοί δυνάμεις και ιδίως η Ενετία, η Ισπανία και η Ρωσία», γράφει ο Παπαρρηγόπουλος.
 
Η Μεσόγειος μετά την Άλωση εξακολουθούσε να παραμένει ο χώρος που συγκεντρωνόταν η ζωηρότερη ναυτική κίνηση και το ναυτικό εμπόριο με την Εγγύς και την Άπω Ανατολή. Αλλά στις όχθες της Μεσογείου έστεκαν αντίπαλες δύο παρατάξεις, η μουσουλμανική και η χριστιανική. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης αρχίζει η ατέλειωτη πάλη Βενετίας και Τούρκων για την κατοχή της Μεσογείου. 
 
Οι Βενετοί υπήρξαν οι καλύτεροι ναυτικοί της Δύσης. Οι λαοί της Ευρώπης, όσοι είχαν συμφέροντα στη Μεσόγειο, αγωνίζονταν να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριο της Ανατολής. Γάλλοι, Βενετοί, Άγγλοι, Αυστριακοί, Ισπανοί, ακόμη και ο Πάπας. «Το Αιγαίο είχε καταντήσει το αμόνι που ακόνιζαν οι δυνατοί τα σπαθιά τους κοπανώντας τους ανήμπορους Έλληνες», γράφει ο Δημ. Φωτιάδης. Στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, τον Οκτώβριο του 1571, στην τουρκική αρμάδα βρίσκονταν 25.000 Έλληνες και 5.000 στην «Ιερά Συμμαχία» με τον Δον Ιωάννη τον Αυστριακό, τον νικητή της Ναυπάκτου.
 
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
 
 
Τούρκοι και Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονταν τη ναυτοσύνη των Ελλήνων. Πριν από την Άλωση το ελληνικό ναυτικό στοιχείο είχε χάσει την πρωτοπορία της ναυτιλιακής δραστηριότητας και επισημαίνεται η παρουσία Ελλήνων στα ξένα ναυτικά της Δύσης και κυρίως της Βενετίας, η οποία διαδέχθηκε το Βυζάντιο στη ναυτική επίδοση. Επίσης η ναυτοσύνη εξασκήθηκε και από τον κατακτητή, που στράφηκε προς τους Έλληνες ναυτικούς για τη δημιουργία του ναυτικού του, για να αντιμετωπίσει τις χριστιανικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι δεν ήταν ναυτικός λαός γι' αυτό επάνδρωναν τα καράβια τους με νησιώτες. «Άνευ των Ελλήνων ναυτών ουδέποτε θα υπήρχε οθωμανικός στόλος», τονίζει ο Γάλλος ναύαρχος Ζυριέν ντε λα Γκραβιέρ. Τα νησιά υπόκειντο στη ναυτολογία. Έπρεπε να παρέχουν έναν αριθμό γεμιτζήδων -συνήθως λέγονταν σεφερλήδες ή μελάχηδες- για τις ανάγκες του οθωμανικού στόλου. Την υποχρέωση αυτή συνήθως την εξαγόραζαν με την καταβολή χρηματικού ποσού. Η στρατολογία γινόταν βάσει του πληθυσμού του νησιού και η αναλογία ήταν ένας ναυτικός ανά είκοσι οικογένειες. Αντί καταβολής φόρου, τα νησιά ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν στα πλοία τους ναύτες. «Προς τον σκοπόν αυτόν μετήρχετο παν μέσον, από της παροχής ειδικών προνομίων εις τους προσφέροντας οικειοθελώς τας υπηρεσίας των προς το ναυτικόν του, μέχρι της βιαίας στρατολογίας. Εις τους αλλαξοπιστούντας μάλιστα εξ αυτών προσέφερεν αναλόγως της ικανότητος των και αξιώματα, μέχρι και αυτού του ναυάρχου του πολεμικού στόλου», γράφει ο Α. Γ. Λαιμός στο έργο του «Το Ναυτικόν του Γένους των Ελλήνων». Η        Οθωμανική Αυτοκρατορία με την καθολική έλλειψη δικού της ναυτικού ανθρώπινου δυναμικού δεν ασχολείτο με τον εμπορικό τομέα και μόνο ο πολεμικός την ενδιέφερε. Για τούτο ο σουλτάνος από τον 16ο αι. αναγκάσθηκε να παραχωρήσει στα χριστιανικά κράτη της Δύσεως εμποροναυτικά προνόμια, όμοια με αυτά που είχαν παραχωρήσει οι Βυζαντινοί στους Ενετούς και Γενουάτες. Τα προνόμια αυτά ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου, για την προστασία του οποίου καθιερώθηκε το καθεστώς των διομολογήσεων (capitulations) που καταργήθηκε οριστικά από την Τουρκία το 1923. 
 
 Ο «Κίμων» του πλοιάρχου Γ. Κρεμιάδη
 
Η διείσδυση των Ευρωπαίων στην ελληνική Ανατολή, μετά τον Κρητικό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), είχε σοβαρές συνέπειες, θετικές και αρνητικές για τον ελληνικό κόσμο. Άρχισαν μαζικές αποδημίες των Ελλήνων προς τη Σερβία και την Ουγγαρία που απέσπασαν τον ελληνικό κόσμο από την αποτελμάτωση στην οποία είχε περιέλθει μετά το τέλος του Κρητικού Πολέμου. Δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των ελληνικών χωρών. Γόνιμη περίοδος ελληνοβενετικής συνεργασίας που θα αφήσει έντονα σημάδια στη ζωή χιλιάδων Ελλήνων για αρκετές δεκαετίες. Αλλά υπονόμευσε το ντόπιο εξαγωγικό εμπόριο και την ανάπτυξη της τοπικής βιοτεχνίας. Το ξένο εμπόριο, αντίθετα, καλυπτόταν από τις προνομιακές «διομολογήσεις», οι οποίες από το 1670 και εξής διευρύνονταν και βελτιώνονταν με αλλεπάλληλες υπογραφές επισήμων συνθηκών μεταξύ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της Υψηλής Πύλης. Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν πολλούς Έλληνες υπηκόους του σουλτάνου να επιζητούν την «προστασία» των ξένων. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί -με ειδικές αποφάσεις (μπεράτια)- νέα τάξη προνομιούχων, οι «μπερακλήδες ή προστατευόμενοι», δίπλα στον μεγάλο όγκο των απροστάτευτων τοπικών παραγωγικών δυνάμεων. Ωστόσο, με τις δυνατότητες που πρόσφερε σε συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων η διαρκώς επεκτεινόμενη αυτή προστασία βοήθησε το ελληνικό εμπόριο και τη ναυτιλία να εξουδετερώσουν ως ένα σημείο τις δυσκολίες και να αναπτύξουν αξιόλογη ανταγωνιστική δραστηριότητα.
 
Με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (21.7.1718) οι Τούρκοι άρχισαν να παραχωρούν στους Έλληνες προνόμια αυτοδιοικήσεως. Αυτή η συνθήκη «θα αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για το οικονομικό και πολιτιστικό μέλλον της Ελλάδος». Γιατί καθορίζονταν οι όροι υπό τους οποίους θα αναπτυσσόταν αμοιβαία το εμπόριο μεταξύ των υπηκόων των δύο συμβαλλομένων κρατών, δηλαδή η ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, η ελεύθερη διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων στις κοιλάδες του Αξιού και των άλλων μεγάλων βαλκανικών ποταμών, η ανάπτυξη των οικονομικών συναλλαγών και η ανεμπόδιστη χρησιμοποίηση των εμπορικών λιμανιών της Θεσσαλονίκης στον Νότο και της Τεργέστης στον μυχό της Αδριατικής. Συνθήκες για άνοιγμα νέων οριζόντων στην εμπορική δραστηριότητα των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η συνθήκη του Πασάροβιτς βοήθησε να αναπτυχθεί η ιστιοφόρος ναυτιλία των νησιών και των παραλίων της Ελλάδος και να επεκταθεί η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων σε πιο μακρινές θάλασσες. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ακμαίο εμπορικό ναυτικό που μπορούσε να συναγωνισθεί τις άλλες ναυτικές δυνάμεις της Μεσογείου.
 
Οι Έλληνες, χωρίς χρηματικές πηγές, με εχθρικό, αντί του προστατευτικού, κρατικό καθεστώς, χωρίς σημαία, με παντελή έλλειψη εθνικών φορτίων και κυκλωμένοι από τις ναυτιλίες τόσων ισχυρών κρατών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν εμπορικό ναυτικό. Διότι η ναυτική τους συγκρότηση δεν ήταν προϊόν κρατικής πολιτικής αλλά ενός αρχαιότατου βιώματος.
 Η Συνθήκη του Πασάροβιτς υπήρξε μια πολύ σημαντική συνθήκη, τόσο στην ιστορία της Ευρώπης, όσο και για τον ελλαδικό χώρο
 
Τα ευρωπαϊκά κράτη με τις διομολογήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και διατηρούσαν κανονικές διπλωματικές σχέσεις. Ακόμη, είχαν εγκατασταθεί πρόξενοι στα τουρκικά λιμάνια για την προστασία των εμποροναυτιλιακών συμφερόντων των κρατών τους. Οι πρόξενοι φρόντιζαν, ως επίσημοι κρατικοί πράκτορες, για την εξεύρεση φορτίων για τα εθνικά πλοία, για την εξασφάλιση προνομίων, για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και για τη συγκέντρωση εμπορευμάτων για μεταφορά στις χώρες που εκπροσωπούσαν. Έτσι οι πρόξενοι είχαν δημιουργήσει κράτος εν κράτει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το πρόσχημα της επίβλεψης του διεξαγόμενου εμπορίου.
 
Οι Άγγλοι προξενικοί πράκτορες δεν διορίζονταν από τις αγγλικές διπλωματικές αρχές, αλλά από την περίφημη «Εταιρεία του Λεβάντε», που κατείχε από τη βρετανική κυβέρνηση το μονοπώλιο των συγκοινωνιών και του εμπορίου με την Εγγύς Ανατολή (κάτι ανάλογο με την Εταιρεία των Ινδιών).
 
Κοινό όμως πρόβλημα και των Ελλήνων και των Ευρωπαίων εμπόρων ήταν η ανασφάλεια -κυρίως στη θάλασσα αλλά και στους χερσαίους εμπορικούς δρόμους- από την αύξηση κρουσμάτων πειρατείας στην ελληνική Ανατολή που έφθαναν από τον Νότο της Μεσογείου. Τα φοβερά αλγερίνικα και τουνεζίνικα καράβια και οι κουρσάροι που ρήμαζαν τις ακτές. Μια ενδημική νόσος του Αιγαίου.
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τ.333/1996