Γεννήθηκε σαν σήμερα 13 Ιανουαρίου του 1910
Στην παιδική σας ηλικία τι νομίζατε ότι θα γίνετε;
«Πολλά πράγματα. Ένα από τα κυριότερα ήταν να γίνω ακροβάτης γιατί
μου άρεσε πολύ το ιπποδρόμιο και ό,τι έβλεπα στο ιπποδρόμιο εμιμούμην, βάζοντας
σχοινιά μέσα στους δύο μεντεσέδες της πόρτας. Ήθελα να περπατώ επάνω σε ένα
σχοινί, να κρεμιέμαι ανάποδα...
Ένα άλλο επάγγελμα που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν να γίνω δεσπότης,
διότι μου άρεσε να τους βλέπω στις λιτανείες με τα χρυσά άμφια και τις μίτρες
να παρελαύνουν. Αλλά ποτέ δεν σκέφθηκα ότι θα γίνω ζωγράφος. Όλο ζωγράφιζα από
μικρό παιδί και έκανα και κατασκευές αρχιτεκτονικές εσωτερικών χώρων ιδίως
έκανα κρεβατοκάμαρες, τραπεζαρίες και μου άρεσε πολύ το θέατρο...
Αλλά ζωγραφική έκανα διότι το ζήτησαν οι άλλοι είτε ήταν θεατές
είτε ήταν έμποροι πινάκων. Νόμιζαν ότι έχω ταλέντο... ακόμη δεν το κατάλαβα
αυτό!»
facebook/Καιτη
Κουναλακη
Τσαρούχης ο μικρός, ο μέγας
Ανάστησε στον ήλιο θεούς και αγίους που είχαν καταντήσει
αγνώριστοι από τη στέρηση του
Του Οδυσσέα Ελύτη
Αλήθεια, με πόσο λίγα
πράγματα κινείται στη ζωή του ένας καλλιτέχνης αλλά και πόσο με τα λίγα αυτά,
μπορεί να δέσει την οικουμένη ολάκαιρη! Η μεγάλη ζωγραφική συχνά μας φαίνεται
εύκολη. Μας ξεγελά ότι ο καλλιτέχνης επέτυχε στο δρόμο του να σβήσει το μόχθο
που μεσολάβησε κι εκλαμβάνουμε την απόλυτη ταύτιση εκείνου που είδε καθαρά μέσα
του, μ' εκείνο που μπόρεσε να καταστήσει ορατό στους άλλους, δηλαδή την
αμεσότητα, για το επίτευγμα μιας απλώς ευτυχισμένης στιγμής. Όμως αν ο Θεός,
όπως λέμε, δίνει την έφεση και μια αστραπή δίνει πότε - πότε το όραμα, είναι
μια μεγάλη, μια απέραντη υπομονή που δίνει το αποτέλεσμα. Και πρέπει να
συμπορευτεί κανείς μ' αυτή την υπομονή για ν' αναμετρήσει τις δυσκολίες της
διαδρομής, όπως και κατόπιν, πρέπει αιφνιδιαστικά να την επιταχύνει για ν'
αντιληφθεί την έκταση του αποτελέσματος.
Όπως το γύρισμα των φακών
στις διόπτρες, αφού μας περάσει από διαδοχικά στάδια, λιγότερο ή περισσότερο
θολά, μας παρουσιάζει ξαφνικά το εικονιζόμενο είδωλο στην απόλυτη καθαρότητα
του, έτσι σε μια ορισμένη στιγμή και η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα
της όρασης μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων που μας είχε ως τότε
επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας. Ήταν
κάτι γνώριμο και ταπεινό που το ‘χαμε πολύ λαχταρήσει. Σα ν' ακούστηκε πάλι στο
πλάι μας ο γλυκός, ο αυθεντικός ήχος μιας βρύσης που τρέχει καθαρό νερό. Και ο
ήλιος χωρίζοντας τα πράγματα με τη σαφήνεια της γραμμής που έχουν οι λόφοι στο
βοριαδάκι του πρωινού, μίλησε τη γλώσσα της ώχρας και της οπτής γης. Αναστήθηκε
το ανθρώπινο σώμα σε μια χώρα που ο πολιτισμός της στάθηκε ανέκαθεν ανδροκεντρικός.
Θεοί και Άγιοι που είχανε καταντήσει αγνώριστοι από τη στέρηση του ήλιου και τη
νωθρή σάρκα, είδαμε να επαναπατρίζονται: οι Ερμήδες και οι Νάρκισσοι, οι Αϊ-Γιώργηδες
και οι Αϊ-Δημήτρηδες, που άρχισαν πάλι να κυκλοφορούν ανάμεσα μας, όμως και
λίγο πιο ψηλά, στους δρόμους της κάθε εποχής και του κάθε πολιτισμού.
Κοντά σ' αυτούς είδαμε να
μας αποκαλύπτονται και τα άλλα στοιχεία που σιγά - σιγά σχηματίζουν τη μικρή
μυθολογία του: το παλιό Αθηναϊκό κτίσμα, που ήξερε τόσο καλά ν' αρμόζεται στον
ουρανό μ' ελαφρά τ' ανθέμια προς τα πάνω, οι πλατείες του Πειραιά, οι ναύτες
και οι στρατιώτες της Κυριακής, τα καφενεία, οι σημαιούλες, τα χάρτινα
λουλούδια, ο ποδηλάτης, ο ποδοσφαιριστής, η χωρική της Αταλάντης, τα λιμάνια.
Που, βέβαια, δεν θα είχαν σημασία εάν δεν τα είχε περιβρέξει ο γνήσιος
συναισθηματισμός του ζωγράφου και, προ πάντων, δεν τα είχε καθηλώσει μια για
πάντα η οπτική του που, επειδή στάθηκε θαρραλέα, συναντήθηκε με την οπτική των
συναδέλφων του της Δύσης, τη στιγμή ακριβώς που οι τελευταίοι επαναστατούσανε
και απορρίπτανε τις ανεξέλεγκτα κληροδοτημένες αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης.
Ήταν ο μόνος τρόπος να
ξαναγίνομε, οι Έλληνες, Ευρωπαίοι. Με το να συνεισφέρουμε και όχι να
δανειζόμαστε. Με το να επαναφέρουμε την τάξη και όχι να την ανακαλούμε στη
μνήμη πληρώνοντας απλώς ένα φόρο στη νοσταλγία της. Με σεβασμό προς τις
κατακτήσεις των άλλων αλλά και με τη συνείδηση του πλούτου που ένας κρυφός
αγωγός αιώνων εκχύνει αδιάκοπα μέσα μας.
Είναι άκρα η προσοχή που
δίνει ο Τσαρούχης ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα σήματα που εκπέμπει ο πλούτος
αυτός. Στα σπίτια των συνοικισμών, στα χωριάτικα υφαντά, στις λαϊκές φυλλάδες,
στον Καραγκιόζη. Παραμέρισε τη φτήνια για ν' ανασύρει την ειλικρίνεια και να τη
χτυπήσει χάμω σαν αργυρό νόμισμα, ώσπου να ευφρανθεί από τον ολοκάθαρο ήχο της.
Συγκινητικές είναι οι εξομολογήσεις που μας έδωσε για την πρώτη γνωριμία του με
τον Καραγκιοζοπαίκτη Σπαθάρη. Μιλά, θα έλεγες, ένας αρχαίο; Έλληνας που δεν
έμαθε ακόμη να ξεχωρίζει την τεχνική από την τέχνη και την τέχνη από το ήθος.
Με την ίδια ευλάβεια στέκεται απέναντι στον τρόπο που ετοίμαζε ο απλός εκείνος
άνθρωπος την ψαρόκολλα για να φτιάξει τα χρώματα του και στον τρόπο που, μες
απ' την άκρα φτώχεια του, κατάφερνε να διασώζει την ανθρωπιά του. Ένα υψηλό
μάθημα που θα το θυμηθεί αργότερα. Για την ώρα βρίσκεται στη στιγμή ακριβώς που
αρχίζει να διαγράφεται μέσα στην εφηβική ψυχή του εκείνο που θ' αποτελέσει, ύστερα
από χρόνια. τον καταστατικό χάρτη της ζωγραφικής του, αν όχι και κάτι άλλο
ακόμη: ένα σταθμό στην εξέλιξη ολόκληρης τη; νεοελληνικής τέχνης.
Το κείμενο είναι απόσπασμα
από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδ. «Ικαρος».
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ - Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/τομος
Η' - ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ '30
Γιάννης
Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης
(Πειραιάς, 13 Ιανουαρίου 1910 – Αθήνα, 20 Ιουλίου 1989) ήταν Έλληνας ζωγράφος
και σκηνογράφος. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο Άσυλο Τέχνης. Η
επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή
Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου κατά τα έτη 1929–1935, με καθηγητές
τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα, κατά το διάστημα 1931–1934,
μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή
αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους
Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Αγγελική Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο
αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935–1936,
αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην
Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της
Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά
ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες
όπως ο Ανρί Ματίς και ο Αλμπέρτο Τζακομέττι.
Καλλιτεχνική
σταδιοδρομία
Ο Γιάννης Τσαρούχης
γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910, όντας ο δεύτερος υιός του εμπόρου εξ Αρκαδίας
Αθανασίου Τσαρούχη και της Μαρίας Μοναρχίδη με καταγωγή από τα Ψαρά. Το
νεοκλασικό κτίριο στο οποίο είδε για πρώτη φορά το φως, στη συμβολή της
λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου με την οδό Λουκά Ράλλη δεν υφίσταται πια. Μέρος των
παιδικών του χρόνων (1920-1925), ο μεγάλος αυτός Πειραιώτης ζωγράφος το πέρασε
στην πολυτελή οικία (έπαυλη) της οικογενείας Μεταξά, κοντά στη θεία του
Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του. Παρότι η οικογένεια
Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα στον
καλλιτέχνη, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον
επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά
πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια. Το 1938, δύο χρόνια μετά
την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο
κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν
ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και
Καπετανάκης.
Θεατρικό κοστούμι του
Γιάννη Τσαρούχη για τη Μαρία Κάλλας στη Μήδεια
(Αθήνα 1958, Συλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο).
(Αθήνα 1958, Συλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο).
Το 1940 επιστρατεύτηκε και
υπηρέτησε στο Μηχανικό. Στα χρόνια της Κατοχής, ίδρυσε μια ιδιωτική σχολή
ζωγραφικής, όπου φοίτησαν για μικρό χρονικό διάστημα αρκετοί νέοι, που αργότερα
έγιναν δόκιμοι ζωγράφοι, όπως ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος
Γεωργιάδης, αλλά και η Ροζίτα Σώκου. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις
με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου
ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη "Ρέτφρη
Γκάλερυ", ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν.
Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε
μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 εγκαινιάστηκε
το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος
μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του.
Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του
ζωγράφου.
Ήταν μέλος του
Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Παράλληλα με τη ζωγραφική
ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το
1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα "Εθνικό"
("Βασιλικό"), "Κοτοπούλη", "Δημοτικό" Πειραιώς
κ.ά. ειδικά πρόζας καθώς και για το κλασσικό έργο "Ρωμαίος και
Ιουλιέττα" που ανέβηκε το 1954, στον τότε Βασιλικό κήπο.
Στο έργο του Γιάννη
Τσαρούχη εκφράζεται κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να
ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές
αξίες. Οι πίνακές του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά
στοιχεία ιδιαίτερα του λιμένος του Πειραιά. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους
σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή και ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Παράλληλα όμως εργάσθηκε και ως σκηνογράφος τόσο σε ελληνικά όσο και σε ξένα
θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες
τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της
παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη.
Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική
απόδοση με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία.
Από τη Βικιπαίδεια, την
ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου