ΑΝΔΡΕΑΣ
Π. ΚΑΜΠΑΣ
Ο
«πατριάρχης» της Μεσογαίας
Τη
συναρπαστική ιστορία του ανθρώπου που «άνοιξε δρόμους» για την ελληνική
οινοποιία αφηγείται η Ρωξάνη Μάτσα, η μοναδική απογόνου του που κληρονόμησε «το
γονίδιο της αμπελοκαλλιέργειας». Πρόκειται για την ιστορία του Ανδρέα Π. Καμπά
που παρά τις πιέσεις των συγγενών του, που τον θεωρούσαν τρελό, αυτός αποφάσισε
να προχωρήσει στην παραγωγή του πρώτου ελληνικού κονιάκ.
Γράφει
η Τασούλα Επτακοίλη
Τι σας έρχεται, άραγε, στο
νου όταν ακούτε το όνομα «Καμπάς»; Πιθανότατα εκείνη η εμβληματική διαφήμιση με
τον χαριτωμένο πιτσιρικά που απαριθμούσε όσα έπρεπε να αγοράσει από τον μπακάλη:
«Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά»... Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του '80 όταν
βγήκε στον αέρα κι έγινε σλόγκαν στα χείλη μικρών και μεγάλων. Βέβαια, ο δημιουργός
της θρυλικής οινοποιίας, ο Ανδρέας Καμπάς, είχε ήδη πεθάνει από το 1924 και η
εταιρεία του είχε περάσει στην Εθνική Τράπεζα. Και όμως, το brand name που
είχε αφήσει πίσω του ήταν τόσο δυνατό, τα προϊόντα του τόσο αναγνωρίσιμα, που
πολλοί, ακόμα και τότε, ίσως θεωρούσαν ότι ο ισχυρός άντρας του ελληνικού οίνου
ζούσε και κινούσε τα νήματα από το εργοστάσιο της Κάντζας...
«Τόσο έντονη ήταν η σφραγίδα
του, τόσο μεγάλο το αποτύπωμά του», λέει η Ρωξάνη Μάτσα. Είμαστε στο όμορφο
σπίτι της, στο Κτήμα της Κάντζας, μπροστά στο τζάκι και απολαμβάνουμε από ένα
ποτήρι Μαλαγουζιά, παραγωγής της. Δισέγγονη του Αλέξανδρου Καμπά, αδελφού του
Ανδρέα, είναι η μοναδική απόγονος τους που ασχολείται σήμερα με το κρασί, συνεχίζοντας
μια παράδοση δεκαετιών. «Η μόνη που κληρονόμησε αυτό το γονίδιο...» Χρόνια είχε
στο μυαλό της να καταγράψει την ιστορία της οικογένειας, αξιοποιώντας το υλικό
που είχε περάσει στα χέρια της -φωτογραφίες, επιστολές, δημοσιεύματα, βραβεία
σε διεθνείς διαγωνισμούς, παλιές ετικέτες- και, βέβαια, τις αφηγήσεις των γονιών
και των παππούδων της για τον άνθρωπο που έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης οινοποιίας
στην Ελλάδα. Το όνειρο έγινε τελικά πραγματικότητα, με ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε
στις αρχές του 2012 με τίτλο «Ανδρέας Π. Κάμπας: ο "πατριάρχης" της
Μεσογαίας και η τέχνη του κρασιού». Έχει γραφτεί από τη δημοσιογράφο Εμμανουέλλα
Νικολάΐδου και τη φιλόλογο-λαογράφο Ζέτα Παπαγεωργοπούλου και αφηγείται το
συναρπαστικό success
story ενός
ανθρώπου που μέσα του έκαιγε η φλόγα της φιλοδοξίας - το χτίσιμο και έπειτα την
κατάρρευση της οινικής αυτοκρατορίας του.
«Ως
να είχον πάθει διανοητικώς...»
Το 1851, όταν ο Ανδρέας
γεννήθηκε στην Αθήνα, η Ελλάδα προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της έπειτα
από 400 χρόνια τουρκικού ζυγού: χωρίς τις στοιχειώδεις υποδομές, με πόλεις και
χωριά κατεστραμμένα και με εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης καμένα, έμοιαζε να
βρίσκεται αιώνες μακριά από την υπόλοιπη Ευρώπη. Για την οικογένεια Καμπά ελάχιστα
πράγματα είναι γνωστά κι ακόμη λιγότερα διεκδικούν εύσημα ιστορικής τεκμηρίωσης.
Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς με ασφάλεια είναι ότι η καταγωγή της ήταν
από τη Μεσσήνη και ότι είχε κτήματα στην Πύλο και την Κυπαρισσία. Αυτό ίσως εξηγεί
και την αγάπη που εκείνος, μεγαλώνοντας, ανέπτυξε για τη γη και τους θησαυρούς της.
Ο Ανδρέας με τον αδελφό
του Αλέξανδρο αρχικά είχαν στάβλους στην οδό Ξενοφώντος, στο κέντρο της Αθήνας.
Ταυτόχρονα, νοίκιαζαν δημόσιες εκτάσεις για να τις καλλιεργούν. Τότε στην
Αττική υπήρχαν μόνο ελιές και σπαρτά. Ψάχνοντας για γόνιμα εδάφη, οι δύο νεαροί
βρέθηκαν στην Κάντζα. Είδαν ότι εκεί η γη ήταν πολύ εύφορη και τα αμπέλια απέδιδαν
πολύ περισσότερο από το σιτάρι. Το 1875, λοιπόν, αγόρασαν από τη χήρα του
Εμμανουήλ Αργυρόπουλου ένα πρώην τσιφλίκι, μια τεράστια έκταση, που άρχιζε, όπως
λέγεται, από τον Αη Γιάννη τον Κυνηγό στον Υμηττό και έφτανε μέχρι το
Αστεροσκοπείο της Πεντέλης. Λίγο αργότερα, αγόρασαν από τους Αυστριακούς βαρόνους
Δούμπα και Μπράιν άλλα 3.500 στρέμματα στη Γιαλού, κοντά στα Σπάτα. Πολύ
σύντομα, όμως, τα αδέλφια συνειδητοποίησαν ότι είχαν διαφορετικούς στόχους. Ο Αλέξανδρος
προτιμούσε να μείνει απλώς κτηματίας -άλλωστε στο μεταξύ είχε γίνει ασφαλιστής και
δεν ήθελε να αφήσει την καριέρα του. Ο Ανδρέας ονειρευόταν να δημιουργήσει μια εταιρεία
οίνου που θα άφηνε εποχή. Μοίρασαν τη γη και ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο
του.
Ο ανήσυχος νεαρός Καμπάς
άρχισε αμέσως να φυτεύει τα δικά του αμπέλια, έχοντας μελετήσει τις επιστημονικές
μεθόδους που εφάρμοζε η ανεπτυγμένη αμπελουργικά Ευρώπη. Απορημένοι οι γεωργοί της
περιοχής, τον έβλεπαν να καλλιεργεί τη γη με πρωτόγνωρες για τους ίδιους μεθόδους
και να δρέπει πλούσιους καρπούς· τα αμπέλια του έδιναν πολύ και εκλεκτό κρασί. Άρχισαν,
λοιπόν, να τον μιμούνται. Και επήλθε... καταστροφή! Η παραγωγή γρήγορα ξεπέρασε
τη ζήτηση, κι έτσι οι τιμές του μούστου και του κρασιού άρχισαν να πέφτουν δραματικά.
Το 1879, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την απόκτηση των ιδιόκτητων αμπελιών του, τα
πράγματα είχαν γίνει τόσο δύσκολα, ώστε ο 28χρονος τότε Ανδρέας συνειδητοποίησε
ότι έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα. Το περιγράφει ο ίδιος σε μια από τις επιστολές
που περιέχονται στο βιβλίο: «Ηναγκάσθην να
εναποθηκεύσω ολόκληρον την παραγωγήν μου, ήτις ανήρχετο εις μεγίστην ποσότητα,
και να τραπώ εις σκέψεις χρησιμοποιήσεως του οίνου τούτου. Διά την πράξιν μου
ταύτην με εκάκισαν άπαντες οι συγγενείς μου και οι οικειότεροί μου και με εξέλαβον
ως να είχον πάθει διανοητικώς...».
Η
αρχή του θριάμβου
Παρά τις πιέσεις των συγγενών του, που τον θεωρούσαν
τρελό, εκείνος αναζητούσε τρόπους ώστε να μην περιορίζεται στο κρασί. Το βλέμμα
του ήταν στραμμένο προς τη Γαλλία, εκεί όπου οι οινοπαραγωγοί αξιοποιούσαν το απόσταγμα
των πιο «ταπεινών» κρασιών για να φτιάξουν ένα έντονο στη γεύση, υπόξινο ποτό,
που ονομαζόταν κονιάκ. Η ονομασία προέλευσης του δεν είχε ακόμη κατοχυρωθεί
(αυτό έγινε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), κι έτσι η παραγωγή του «γαλλικού brandy» δεν είχε περιορισμούw. Για τον οραματιστή Ανδρέα αυτό το
ιδιαίτερο ποτό αποτελούσε μεγάλη ευκαιρία και ταυτόχρονα, μεγάλη πρόκληση.
Δημιούργησε, λοιπόν, στην Κάντζα
μια πρότυπη και μοναδική στην Ελλάδα μονάδα παραγωγής αποσταγμάτων. Ο εξοπλισμός,
φυσικά, έπρεπε να έρθει από το εξωτερικό. Έτσι, στις αρχές του 1880, οι
λιγοστοί κάτοικοι του μικρού χωριού των Μεσογείων είδαν με έκπληξη να
καταφτάνει από το Μπορντό ένας τεράστιος αποστακτήρας κρασιών Mareste για τη δημιουργία κονιάκ.
Δύο χρόνια αργότερα, οι εγκαταστάσεις, που περιελάμβαναν το αποστακτήριο και τις
κάβες, είχαν ολοκληρωθεί και το πρώτο ελληνικό κονιάκ ωρίμαζε στα σκοτεινά
υπόγεια.
Το μόνο που έμενε ήταν η έγκριση
των ειδικών, χωρίς την οποία δίσταζε να παρουσιάσει το νέο δημιούργημα του στην
αγορά. Το 1888 έστειλε τα πρώτα δείγματα σε φίλους του επιστήμονες, μεταξύ των οποίων
ο αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού Σούτσος και ο χημικός Οθων Ρουσόπουλος, ο οποίος
έφτιαχνε και ο ίδιος κρασί. Οι «δοκιμαστές» εντυπωσιάστηκαν από τη γεύση και
την ποιότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Σούτσος παρήγγειλε 2.000 φιάλες για
λογαριασμό του Ελληνικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου - όχι προς... τέρψιν των ασθενών,
αλλά επειδή το κονιάκ ήταν ήδη γνωστό για τις θεραπευτικές ιδιότητες του.
Η αποδοχή του πρώτου
ελληνικού κονιάκ ήταν τόσο ενθουσιώδης, ώστε ο νεαρός επιχειρηματίας όχι μόνο
αύξησε την παραγωγή, αλλά αναγκάστηκε και να ανοίξει στο πατρικό σπίτι του,
στην οδό Φιλελλήνων, ένα πρατήριο για τη διάθεση των προϊόντων του. Ήταν η
αφετηρία ενός θριάμβου: το 1889 το κονιάκ έκανε επίσημη είσοδο στη βασιλική
αυλή και παρουσιάστηκε σε εκθέσεις στην Αθήνα και στο Παρίσι, αποσπώντας το χρυσό
βραβείο. Παράλληλα, η εταιρεία διεύρυνε σταδιακά τις δραστηριότητες της στην παραγωγή
κρασιού και ούζου. Ο αποστακτήρας της Κάντζας δεν επαρκούσε πλέον, κι έτσι, μόλις
την επόμενη χρονιά, λειτουργούσαν ήδη άλλες τρεις μονάδες. Η επένδυση ήταν
κολοσσιαία για τα δεδομένα της εποχής, αλλά αντίστοιχα μεγάλη ήταν και η ζήτηση
από την αγορά. Ο κατά την οικογένεια του «διανοητικώς παθών» είχε πετύχει να
εκπλήξει τους πάντες.
Με
το βλέμμα στις αγορές του κόσμου
Η αύξηση των εξαγωγών οδήγησε στη δημιουργία ενός ακόμα εργοστασίου, στον Πειραιά, για να μεταφέρονται τα προϊόντα εύκολα στο λιμάνι. Το κτίριο καταστράφηκε το 1941, στον μεγάλο βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς.
Λίγο πριν ανατείλει, το
1890, ήταν έτοιμος να βγάλει τα προϊόντα του από τα ελληνικά σύνορα. Δίχως τις σημερινές
ευκολίες στην επικοινωνία και στις μεταφορές, οι εξαγωγές αποτελούσαν τότε μια
μεγάλη περιπέτεια, ειδικά για τη φτωχή Ελλάδα. Αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτα
στην τύχη, εκείνος έφυγε για την Αίγυπτο, πρώτο σταθμό ενός μεγάλου ταξιδιού,
που είχε σκοπό να γνωρίσουν οι ξένοι τα κρασιά και τα αποστάγματα των
Μεσογείων. Θα ακολουθούσαν η Συρία, η Μικρά Ασία, η Κωνσταντινούπολη, η Βουλγαρία,
η Ρουμανία και η Ρωσία.
Στην Αίγυπτο, το κονιάκ
του γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε ξεπέρασε σε πωλήσεις ακόμη και τα
αντίστοιχα γαλλικά. Οι εξαγωγές εκτοξεύτηκαν στον ιλιγγιώδη για την εποχή
αριθμό των 40.000 κιβωτίων ετησίως. Μετά την Ευρώπη και την Ανατολή, ήρθε η ώρα
της πολλά υποσχόμενης Αμερικής να υποδεχτεί τα προϊόντα Καμπά, κι έτσι
φτιάχτηκε ένα δεύτερο εργοστάσιο στον Πειραιά, στην ακτή Ξαβερίου, ώστε να
υπάρχει άμεση πρόσβαση στο λιμάνι.
Το 1910, εξήντα ετών πλέον,
είχε κατορθώσει να κάνει το όνομα της οικογένειας συνώνυμο με τα κρασιά. Διοικούσε
δύο τεράστιες επιχειρήσεις και δεν υπήρχε κανένας εγχώριος παραγωγός που θα
μπορούσε να τον ανταγωνιστεί στις αγορές του κόσμου. Η περιουσία του
περιελάμβανε 3.000 στρέμματα στην Κάντζα και 2.500 στη Γιαλού, με ετήσια
παραγωγή περίπου 2.000.000 λίτρων. Τα παιδιά του, ο Παναγιώτης και ο Άγγελος,
είχαν αναλάβει ήδη καθήκοντα στο πλευρό του. Με τη λήξη του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου, το 1918, η εταιρεία του μετατράπηκε σε ανώνυμη και ήταν η δεύτερη του
κλάδου που εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Τέλος
εποχής
Το 1924 ο Ανδρέας Καμπάς
έφυγε από τη ζωή, έχοντας πραγματοποιήσει σχεδόν όλα όσα είχε ονειρευτεί. Είχε όμως
προλάβει να κάνει κάτι ακόμα, καθοριστικό για την εξέλιξη της οινοποιίας στην
Ελλάδα: είχε καλέσει Γάλλους χημικούς, προκειμένου να του υποδείξουν περιοχές εκτός
Αττικής, κατάλληλες για την παραγωγή κρασιών και αποσταγμάτων. Η «πυξίδα»
έδειξε προς το Νότο, στα οροπέδια της Αρκαδίας, εκεί όπου το κλίμα και η γη
ήταν ιδανικά για να «αναθρέψουν» τα γλυκά Μοσχοφίλερα και τα Φιλέρια, την
Ασπρούδα, τη Μαυρούδα και τους Σκυλοπνίχτες -τις γηγενείς ποικιλίες. Δύο χρόνια
μετά το θάνατο του, ο Παναγιώτης και ο Άγγελος αγόρασαν μια έκταση περίπου 800
στρεμμάτων στη Μηλιά της Μαντινείας και ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα μικρό, πρότυπο
οινοποιείο, πραγματοποιώντας ένα ακόμη σχέδιο του πρωτοπόρου πατέρα τους. Όμως,
τα σύννεφα είχαν αρχίσει ήδη να συγκεντρώνονται πάνω από τη θρυλική οινοποιία:
η κερδοφορία της παρουσίαζε σταδιακή κάμψη, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονταν τα χρέη προς
τις τράπεζες.
Πολλά λέγονται για εκείνη
την περίοδο και για το τι έπαιξε ρόλο ώστε να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση:
κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι έφταιξε η μεγάλη κρίση του '29, σε συνδυασμό με μια
σειρά λανθασμένων επιχειρηματικών επιλογών των γιων του, που έκαναν ριψοκίνδυνες
επενδύσεις σε ναυπηγεία, ασφάλειες και ιπποφορβεία. Άλλοι λένε πως αυτή είναι
κατά κανόνα η μοίρα των «διαδόχων» που μεγαλώνουν κάτω από τη βαριά πατρική
σκιά. Τα δύο αδέλφια αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν το εργοστάσιο και τα κτήματα
και μετά προσπαθούσαν να ξεπληρώσουν σιγά-σιγά τα χρέη. Μόνο που δεν πρόλαβαν και
η πλειονότητα των μετοχών της «Ανδρέας Π. Καμπάς» το 1936 πέρασε στην Εθνική
Τράπεζα..
Η Εθνική δεν ενδιαφερόταν
για ανάπτυξη, λένε όσοι έζησαν από κοντά την ιστορία από εκεί και πέρα. Το μόνο
που είχε σημασία ήταν το μέρισμα που θα έπαιρναν στο τέλος του χρόνου οι μέτοχοι.
Και σίγουρα, στα γραφεία των οικονομικών εγκεφάλων ελάχιστοι γνώριζαν πως φτιάχνεται
το καλό κρασί. Μέχρι το 1992, οπότε η κληρονομιά του «πατριάρχη» πέρασε
οριστικά στα χέρια της εταιρείας Μπουτάρη, τα σκαμπανεβάσματα ήταν πολλά. Αλλά
το ότι τόσες δεκαετίες μετά το όνομα «Καμπάς» παραμένει αναγνωρίσιμο δείχνει το
μέγεθος της επιτυχίας του Ανδρέα Καμπά, η πορεία του οποίου έχει πολλά να μας
διδάξει, σε μια εποχή δύσκολη, όπως η δική του... ·
Οι
«πικάντικες» σελίδες της βιογραφίας του
«Η υπερβολική αδρεναλίνη
πάντα αναζητά τρόπους να εκτονωθεί», λέει γελώντας η Εμμανουέλα Νίκολαΐδου, μία
εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου, προϊδεάζοντας μας για το ότι στις σελίδες
του βιβλίου θα διαβάσουμε και δύο ιστορίες που αποδεικνύουν την μεγάλη αδυναμία
που ο Ανδρέας Καμπάς έτρεφε για τις γυναίκες... Φημολογείται, λοιπόν, ότι ο
θρυλικός οινοποιός είχε αποκτήσει ένα εξώγαμο παιδί από τη σχέση του με μια
υπηρέτρια. Το αναγνώρισε, και μάλιστα έγραψε στο όνομα του ένα μεγάλο κτήμα. Έλεγαν
τότε οι ντόπιοι: «Φίλησε ο Καμπάς την Ξεροτύραινα (από το επώνυμο της κοπέλας)
και της έδωσε ολόκληρο βουνό!». Το «βουνό» είναι ο λόφος όπου σήμερα βρίσκεται
το κτήμα Νάσιουτζικ...
Αυτό δεν ήταν όμως το μόνο
«σκάνδαλο» που είχε συνδεθεί με το όνομα του Καμπά. Λέγεται, επίσης, πως το
πρόσωπο της «Κρέουσας» -της ημίγυμνης γυναικείας φιγούρας που απεικονιζόταν στη
διαφήμιση του κονιάκ του- ανήκε στη μετρέσα του και πως το γεγονός αυτό είχε
ξεσηκώσει σάλο στην εποχή του.
«Κ» Της Καθημερινής 25.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου