ΖΑΝ
ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ (γαλλικά:
Jean-Paul Charles Aymard Sartre, 21 Ιουνίου 1905 - 15 Απριλίου 1980) ήταν
Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, κριτικός και πολιτικός ακτιβιστής, ο κυριότερος
εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού και φαινομενολογίας, καθώς και
υποστηρικτής της πολιτικής θεωρίας του Μαρξισμού. Θεωρούσε ότι οι διανοούμενοι
πρέπει να παίζουν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και ο ίδιος υπήρξε ένας εσωτερικά
στρατευμένος καλλιτέχνης (όχι όμως και στρατευμένος από κάποιο κράτος ή
καθεστώς) στηρίζοντας τις αριστερές πολιτικές επιλογές του με τη ζωή του και το
έργο του. Στις δυτικές χώρες του ασκήθηκε έντονη κριτική για την υποστήριξη του
προς τις κομμουνιστικές κυβερνήσεις της εποχής, όπως αυτές του Φιντέλ Κάστρο
στην Κούβα, του Μάο στην Κίνα, καθώς και των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, αλλά
και εντός της Γαλλίας για την υποστήριξη των Αλγερινών επαναστατών έναντι των
γαλλικών στρατευμάτων κατά τον πόλεμο της Αλγερίας.
Ο Σαρτρ είναι επίσης
γνωστός για την ανοικτή σχέση που διατηρούσε με την διάσημη θεωρητικό του
φεμινισμού και φιλόσοφο-μυθιστοριογράφο, Σιμόν ντε Μποβουάρ. Αχώριστοι πάνω από
μισό αιώνα και οι δύο μαζί αμφισβήτησαν τις κοινωνικές και πολιτισμικές
συμβάσεις του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, το οποίο θεωρούσαν
μεγαλοαστικό και ρηχό (μπουρζουά) ως προς τον τρόπο ζωής και σκέψης.
Η σύγκρουση μεταξύ της
καταδυναστευτικής, και πνευματικά καταστροφικής συμμόρφωσης με το κατεστημένο,
και η αναζήτηση του αυθεντικού τρόπου του υπάρχειν αποτέλεσε την κύρια
θεματολογία της πρώιμης περιόδου του Σαρτρ, το οποίο και αποτύπωσε στο κύριο
φιλοσοφικό του έργο με τίτλο «Το είναι και το μηδέν» (L'Être et le Néant) το
οποίο εκδόθηκε το 1943, ενώ άλλα σημαντικά φιλοσοφικά έργα του αποτελούν το «Ο
υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» (L'existentialisme est un humanisme) του 1946,
και «η Κριτική της διαλεκτικής λογικής» (La Critique de la raison dialectique)
του 1960.
Στο μέλλον θα διαρκεί το
παρελθόν του. Τα έργα του λαμπρού μυαλού του θα συνεχίσουν την πορεία τους,
μέσα στο χώρο των υπαρξιστών, πού στη δικιά του εποχή απόδωσαν περισσότερο σε
λογοτεχνική υφή, παρά σε φιλοσοφικές πραγματείες.
ΣΑΡΤΡ
Ο ΒΙΑΙΟΣ
Γιος μηχανικού, σπούδασε
στην ECOLE NORMALE SUPERIEURE, κι' αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας, στη
Χάβρη και στο Παρίσι. Τις μέρες του πολέμου, της Κατοχής, o Σαρτρ ανακαλύπτει τα πολιτικά και
πνευματικά προβλήματα, μέλος o
ίδιος της αντίστασης. Αδιάλλακτος αριστερός, το '64 αρνιέται το βραβείο Νόμπελ
με καυτερές δηλώσεις, π' αναστατώνουν τον πνευματικό, μα και τον απλό κόσμο της
εποχής εκείνης. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του είναι κοντά στη σύντροφο και
στενή του συνεργάτισσα, την Σιμόν ντε Μπωβουάρ, τρία χρόνια μικρότερη του,
συγγραφέα, πού συμμερίζεται τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, και πού έγινε
παγκόσμια γνωστή με το «Δεύτερο φύλο», στα 1949, βιβλίο γραμμένο για την
κατάσταση της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία. Στο σπίτι της, περνάει ακόμα τα
ήσυχα του βράδια, ακούγοντας μαζί της μουσική, πριν πάει για ύπνο στις δωδεκάμισι,
συνήθεια κι' αυτή μιας ζωής γεμάτης τάξη, όπου η νέα βδομάδα κυλάει ακριβώς
όπως κι' η προηγούμενη. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι απαιτείται αυτή η τάξη, για
να μπορείς να γράφεις με τρόπο παραγωγικό. Ξυπνάει στις 8.30, βλέπει την
Μπωβουάρ και τους άλλους συνεργάτες, μιλούν για τις τηλεοπτικές ομιλίες, τρώει
στη μπυραρία της γειτονιάς του κατά τις δυό, περνάει από το καφενείο
«Ελευθερία», ένα όνομα πού τόσο πολύ του πάει, κάπου διακόσια μέτρα από το
σπίτι του, στο Μονπαρνάς.
Ο Σαρτρ μαζί με την Σιμόν ντε Μποβουάρ στο Πεκίνο, 1955
Στο καφενείο του «Κουπόλ»
και στους «Τρεις Σωματοφύλακες», ο ίδιος ομολόγησε πώς γράφτηκε το πιο μεγάλο
μέρος απ' την «Αναστολή», το «Όν και μη Όν».
Σε μια συνέντευξη του, μερικά
χρόνια πριν πεθάνει, στο γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», είπε ότι ένοιωθε
αχρηστευμένος, αφού ένα χιλιόμετρο μόνο μπορούσε να περπατήσει, ότι μονάχα με
πολύ νεώτερους του μπορούσε να συνεννοείται και όχι με ανθρώπους της δικιάς του
ηλικίας, πού είναι γέροι και βαρετοί, κι' ακόμα δεν λυπόταν για το ότι υπήρξε, ενώ
τώρα πλέον δεν υπήρχε, αφού δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τίποτε, έκτος απ' το να προσπαθεί
να εκμεταλλευτεί όσες δυνάμεις τ' απέμεναν.
Από μικρό παιδί, αρνήθηκε
πεισματικά ν' ακολουθήσει την αστική νοοτροπία των γονιών του και των γύρω του,
στήνοντας το ανάστημα του φράγμα στο
παραδοσιακό κοινωνικό
κύκλωμα, πού προσπαθούσε κι' αυτόν να τον ρουφήξει, όπως
και άλλους, μα που το μόνο πού κατόρθωσε ήταν απ' το μικρόσωμο, μελαχρινό
αγόρι, να πεταχτεί ο μεγαλύτερος εχθρός του. Ο ίδιος ο Ντε Γκώλ, όταν, στενός
του συνεργάτης, επέμενε να τον συλλάβουν, αυτόν τον άθεο, τον έδιωξε, λέγοντας
άξαφνα: «Ο Σαρτρ, είναι η Γαλλία», αναγνωρίζοντας τη θέση πού πραγματικά του
ανήκει, χωρίς να επηρεαστεί απ' την κατηγορία ότι αυτός υποκινούσε φοιτητικές ταραχές.
Κι' είναι αλήθεια, πώς
κανείς Γάλλος δεν είχε τόσο κύρος, στην 25ετία πού ακολούθησε τον πόλεμο.
Η οικογενειακή κατάσταση του
συγγραφέα, τον ενοχλεί. Ο ίδιος παραδέχεται ότι «σκεπάζει» κάθε πτυχή, ακόμα και
στις «Λέξεις», την αυτοβιογραφία του. Γιατί ποτέ σαν έφηβος δεν μπόρεσε να
αγαπήσει, κατ' εντολή, τον πατριό του, παρ' όλο πού προσπάθησε πολλές φορές να
γίνει φίλος του. Το μόνο πού κατάφερνε ο έφηβος Σαρτρ, ήταν ή μόνιμη ριζική
διαφωνία, σε κάθε είδους συζήτηση με τον καινούργιο άντρα της μητέρας του.
Απ' το σχολειό της Λά
Ροσέλ, βρέθηκε στο Παρίσι, αφού στο σπίτι του δημιουργήθηκε θύελλα, όταν
μαθεύτηκε πώς ξάφριζε κανονικά τη μάνα του. Εκεί, άρχισε να αναπτύσσεται ο
σημερινός φιλόσοφος, και στην Εκόλ Νορμάλ βρήκε τη σχέση του με την
πραγματικότητα. Όταν σε μια συνέντευξη τον ρώτησαν αν είναι με τη βία, απάντησε
ότι την θεωρεί σα μόνη λύση για να βγούμε από τη σημερινή κατάσταση, όχι μονάχα
με την παραδοσιακή κομμουνιστική βία,
απέναντι στην καπιταλιστική
κοινωνία, άλλα με την βία των αληθινά επαναστατών, ενάντια στους
ψευτοεπαναστάτες, όπως κατάντησαν να είναι σήμερα οι κομμουνιστές.
O Ζαν-Πωλ Σαρτρ με την Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Τσε Γκεβάρα σε συνάντηση το 1960 στην Κούβα
Το 1953, προσέγγισε τον
κομμουνισμό. Τέσσερα χρόνια έμεινε κοντά τους, αλλά όπως ό ίδιος τόνισε σ' άλλη συνέντευξη, οι
ιδέες του δεν ήταν σαν τις δικές τους και το ήξεραν.
«Μάντευαν πώς αν ξεσπούσε
ένα περιστατικό σαν της Βουδαπέστης (σημ. kgrek εννοούσε
την Ουγγρική επανάσταση του 1956 υπό τον Νάγκυ), θα
τους παράταγα. Πράγμα που έκανα».
Ο Μαρξισμός, μέχρι που
άρχισε ο πόλεμος, τον ενοχλούσε, και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί, κι’ όλοι του
έλεγαν πώς δεν τα ήξερε όλα κι' ότι έπρεπε να μάθει πολλά ακόμα. Διάβαζε Μαρξ ή
μαρξιστικά έργα, μα δεν τα συγκρατούσε, δεν μπορούσε να τα καταλάβει. Στη
διάρκεια της Κατοχής, άρχισε να νοιώθει, γιομίζοντας ντουζίνες τα τετράδια με
σημειώσεις, πού δυστυχώς για κείνον, μα και για μάς, χάθηκαν. Σήμερα πιστεύει
ότι ο Μαρξισμός εκφράστηκε σωστά στο σοβιετικό σύστημα και ότι δεν παραποιήθηκε
από αυτό. Στο βιβλίο του ο «Επαναστατημένος άνθρωπος», λέει ότι αυτό πού μάς
χρειάζεται σήμερα, είναι μια άλλη σκέψη, πού να υπολογίζει τον Μαρξισμό για να
μπορέσει να τον ξεπεράσει, για να τον απορρίψει και να τον ξαναπάρει, να τον
τυλίξει μέσα της. Η προϋπόθεση αύτη, για τον Σαρτρ, είναι απαραίτητη για να
φτάσουμε σ' ένα αληθινό σοσιαλισμό.
ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ (EXISTENSIALISME)
Πρωτοσέλιδο άρθρο του Σαρτρ στην εφημερίδα Le Combat
Ενώ άλλοι φιλόσοφοι
θεωρήθηκαν θεμελιωτές του υπαρξισμού, ο Σαρτρ ήταν αυτός που τον έφερε στο
προσκήνιο και δημιούργησε το ομώνυμα γαλλικό κίνημα, υποστηρίζοντας και
εικονογραφώντας τις ιδέες του με πληθώρα έργων από διαφορετικά λογοτεχνικά
είδη. Ο Υπαρξισμός (existentialisme) είναι το κίνημα της σκέψης που προέβαλε
την ύπαρξη (existence) σε αντιπαραβολή και αντίθεση με την ουσία (essence). Η
τελευταία αντιμετωπίστηκε ως απατηλό δημιούργημα του φιλοσοφικού στοχασμού που
παρέβλεπε μέχρι τότε το άμεσο και οδυνηρό δεδομένο της ύπαρξης. Ο Σαρτρ ανέφερε
χαρακτηριστικά με παιγνιώδες ύφος στα γαλλικά «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας»
(«L’existence précède l’essence»).
Συνοψίζοντας τελείως
επιγραμματικά τα βασικά σημεία της θεωρίας του, ο Σαρτρ υποστήριξε την
ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής του ατόμου. Είπε για
τον άνθρωπο πως « είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και τον έφερε
αντιμέτωπο με τις πράξεις του, αποδίδοντάς του την αποκλειστική ευθύνη για
αυτές. Άλλωστε θεωρούσε ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών καθένας κρίνεται μόνο από
τις πράξεις του, που επιπλέον είναι και μη αναστρέψιμες. Εξάλλου η -συχνά
εφιαλτική- κρίση των άλλων μόνο σε αυτές μπορεί να βασιστεί και όχι στις
προθέσεις ενός ατόμου. Ως ιδανικό τίθεται η ελευθερία επιλογής της δράσης και η
ανάληψη της ευθύνης που αναλογεί σε κάθε άνθρωπο. Η πρωτοτυπία του, σύμφωνα με
τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ ήταν το εξαιρετικό βάρος που έδινε στην πραγματικότητα,
παρόλο που παραδεχόταν ταυτόχρονα την τρομερή ανεξαρτησία της συνείδησης.
Μέχρι τον Α' Παγκόσμιο
Πόλεμο ό Σαρτρ κινιόταν μέσα στους φιλοσοφικούς και λογοτεχνικούς κύκλους.
Αργότερα έγινε ένα πνευματικό φαινόμενο με ευρύτερη σημασία, μ' επίδραση πάνω στα
ήθη, κυρίως στη Γερμανία, πού η στρατιωτική καταστροφή, η κατάρρευση κάθε
καθημερινής αξίας και ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης του 1929, έστρεψαν τον
κόσμο στον υπαρξισμό.
Την ίδια αυτή περίοδο ο
υπαρξισμός διασπάστηκε σε δυό βασικά ρεύματα, το θρησκευτικό - χριστιανικό
(Μπερντιάγεφ, Σεστώφ, Μαρσέλ), πού αν και τόνιζε την αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα
στο Θεό και στον άνθρωπο, επαναλάμβανε τα θέματα της παραδοσιακής
πνευματοκρατίας με την απολύτρωση, και τη σωτηρία των ψυχών, και το αθεϊστικό
ρεύμα, με στοιχεία μηδενιστικά, με κύρια του έκφραση το «Είναι και Χρόνος» του
Χάιντεγκερ. Ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται φαινόμενο περισσότερο
λογοτεχνικό και των ηθών. Τότε παρουσιάστηκαν και τα πιο ενδιαφέροντα
κείμενα, σε μυθιστορήματα και σε θεατρικά έργα, απ' τον Καμύ, τον Ανοΰϊγ και
τον Σαρτρ. Απ' τους κυριότερους ερμηνευτές του υπαρξισμού, έκτος απ' τον Πασκάλ
και τον Νίτσε, πού ασχολούνται καθαρά με την φιλοσοφία, θεωρούνται και οι
συγγραφείς Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, πού μέσα στο έργο τους ο ανθρώπινος παράγοντας
σπαράζει απ' την ανησυχία και τον προβληματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Στον
Κάφκα, η καταδίκη πλανιέται σε κάθε βήμα τ’ ανθρώπου, πού την περιμένει, χωρίς
νάχει κάνει τίποτα κακό, κι’ η ανασφάλεια για τη ζωή, στραγγαλίζει την
αισιοδοξία.
ΕΡΓΑ
ΑΘΑΝΑΤΑ
Η Γαλλία τιμά τον Σάτρ. Πρόεδρος Στρατηγός Ντε Γκωλ :
"«Ο Σαρτρ, είναι η Γαλλία»"
Οι φιλοσοφικές ιδέες του
Σαρτρ, διαμορφώθηκαν αρχικά απ' την επίδραση, της φαινομενολογίας του
Χιούσσερλ. Κι' απ' τα έργα τούτης της περιόδου ξεχωρίζουν η «Φαντασία», 1936, το
«Διάγραμμα μιας θεωρίας των συγκινήσεων», 1939, το «Φανταστικό, φαινομενολογική
ψυχολογία της φαντασίας», 1940.
Το πιο σημαντικό του όμως
έργο, το «Είναι και το μηδέν», είναι υπαρξιακό, βαθύτατα επηρεασμένο απ' τον
Χάιντεγκερ, πού μαζί με τον Γιάσπερς και τον ίδιο τον Σαρτρ, θεωρούνται οι
μεγάλοι εκπρόσωποι του νεώτερου υπαρξισμού. Το 1946 κυκλοφόρησε μια σύντομη
μελέτη, ό «Υπαρξισμός είναι Ουμανισμός» κι' ύστερα από πολλά χρόνια, το 1960, το
τεράστιο έργο του, «Κριτική της διαλεκτικής λογικής».
Από τα πρώτα του βιβλία
ξεχωρίζει η λογοτεχνική του διάθεση, πού καθιερώνεται στα διηγήματα, στα
μυθιστορήματα και τα θεατρικά του έργα, όπου οι βασικές θέσεις της φιλοσοφίας
του βρίσκουν σάρκα και οστά στα πρόσωπα των ηρώων. Απ' τα διηγήματα του και τα
μυθιστορήματα του είναι η «Ναυτία», '38, ο «Τοίχος», '39, και η σειρά «Οι
δρόμοι της Ελευθερίας», πού περιλαμβάνει τα έργα «Η ηλικία της λογικής», '45, «Οι
Αναστολές», '45, «Ο θάνατος είναι μέσα στην ψυχή», '49, και απ' τα θεατρικά
του, πού περιστρέφονται γύρω απ' την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος, πού
κερδίζεται με τον παραμερισμό των ηθικών άξιων, οι «Μύγες» τού '43, πού
κατόρθωσαν να ξεγελάσουν την γερμανική λογοκρισία, με υπόθεση τοποθετημένη στο
αρχαίο Άργος, ένα κομμάτι - ύμνος στην ελευθερία, το μονόπρακτο «Κεκλεισμένων των
θυρών», πού παίχτηκε στα '44, συμβολιστική παρουσίαση της κόλασης με τη μορφή ενός
γυμνού δωματίου, μέσα στο όποιο ζουν τρεις άνθρωποι καταδικασμένοι για πάντα να
δέχονται ο ένας την παρουσία του άλλου, με διάχυτη την αίσθηση ότι τα πρόσωπα είναι
μέσα στη φυλακή των ιδεών, τα «Βρώμικα χέρια», '48, «Οι καταδικασμένοι της Αλτόνα»,
'60, και μια διασκευή των «Τρωάδων», στα '65. Τα δοκιμιογραφικά του έργα είναι
«Ο Άγιος Γενέσιος, ηθοποιός και μάρτυρας», '52, «Το υπερβατό του Εγώ»,
«Καταστάσεις» και το αυτοβιογραφικό «Οι
Λέξεις», '64.
Στα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια, ο Σαρτρ, σαν ερμηνευτής της τόσο βαθιάς αποσύνθεσης και της κρίσης των
καθιερωμένων άξιων, έδωσε όλη του τη σκέψη και την πλούσια λογοτεχνική του
παραγωγικότητα σε μια πολεμική, ενάντια στον αστισμό, στον μικροαστό πού
χωμένος βαθιά στο σύστημα δέχεται τις αξίες του, χωρίς να τολμάει να τις
αμφισβητήσει.
ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ
Φιλμ φωτογράφου όπου περιέχονται
οι φωτογραφίες του Σαρτρ και της Μποβουάρ, του Φιντέλ Κάστρο
Ο Σάτρ συμμετέχει ενεργά
στα γεγονότα του Μάη του '68 στους δρόμους, στα αμφιθέατρα καθώς και στα μέσα
ενημέρωσης. Παίρνει συνέντευξη από τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ για το περιοδικό le
Nouvel Observateur, προσφέροντάς του την ευκαιρία να εξηγήσει καλύτερα το
κίνημα του Μάη.
Μετά τα ιστορικά γεγονότα
του Μάη του '68, ο Σαρτρ προσεγγίζει με συμπάθεια την Ακροαριστερά και
συναναστρέφεται με Μαοϊκούς, τους οποίους δήλωσε ότι στηρίζει στον αγώνα τους. Όλη
αυτή η ιστορία είχε ξεκινήσει με τη διαφωνία του σε ορισμένα θέματα με το
Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και έτσι είδε με συμπάθεια την προσπάθεια των
Μαοϊκών, καθώς ήταν οι μόνοι κομμουνιστές που διαφοροποιούνταν από την επίσημη
γραμμή των υπόλοιπων κομμουνιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο. Σε δήλωσή του μετά
από χρόνια δήλωσε ότι ήταν και παραμένει Αναρχικός, άγνωστο από πότε.
Καταπονημένος από τις
πνευματικές και σωματικές υπερβολές -πίνει, καπνίζει, λαμβάνει ναρκωτικές
ουσίες- το Μάρτιο του 1972 έχει ένα σοβαρό επεισόδιο που τον αφήνει σχεδόν
τυφλό και τον υποχρεώνει να υποταχθεί στο τέλος του παραγωγικού του έργου.
Παρόλα αυτά προσλαμβάνει ως γραμματέα τον Μπενύ Λεβί, ένα νεαρό στέλεχος
μαοϊστικής νεολαίας που θα εκδώσει τις συζητήσεις που είχε μαζί με τον φιλόσοφο
και τον Φιλίπ Γκαβί σε βιβλίο.
Ο τάφος του Σαρτρ και της Μπωβουάρ
Εξακολουθεί να επεμβαίνει
στη δημόσια ζωή για διαφορετικά θέματα που του κεντρίζουν κατά καιρούς την
προσοχή και τον πείθουν ότι αξίζουν υποστήριξης: επισκέπτεται τον Αντρέα
Μπάαντερ (ηγετικό μέλος της Ρ.Α.Φ.), την Πορτογαλία κατά τη διάρκεια της
επανάστασης των γαρυφάλλων, υπογράφει δηλώσεις και διοργανώνει συναντήσεις για
την απελευθέρωση Σοβιετικών αντιφρονούντων, ζητάει από τον Βαλερί Ζισκάρ Ντ'
Εστέν να δεχθεί τους πρόσφυγες από την Ινδοκίνα και γράφεται στην επιτροπή
υποστήριξης του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Προς το τέλος της ζωής του επιδεικνύει ένα
έντονο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ανεξάρτητο από πολιτικούς συσχετισμούς.
Πεθαίνει στις 15 Απριλίου
1980 σε ηλικία 75 ετών στο Παρίσι από πνευμονικό οίδημα. Στην κηδεία του, που
έγινε στις 19 Απριλίου 1980, συνέρρευσαν 50.000 άνθρωποι για να τιμήσουν τελευταία
φορά τον μεγάλο φιλόσοφο. Η τελευταία κατοικία του Σαρτρ και της συντρόφου του
Σιμόν ντε Μπωβουάρ, βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς στο Παρίσι.
Από άρθρο της Φωτεινής
Ανδρέου – Πιπιλή στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΌ ΓΥΝΑΙΚΑ του Αυγ. 1967 και σε βιογραφικές πληροφορίες
για την ζωή και το έργο του από το διαδίκτυο.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου