ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ - ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΑΚΙΑ ΚΑΙ Ο ΜΟΡΟΖΙΝΗΣ
(Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ)
Είναι η καρδιά του Ηρακλείου και χαρακτηρίζεται
από ένα περίτεχνο ενετικό σιντριβάνι με τέσσερα λιοντάρια.
Τα
Λιοντάρια στο Ηράκλειο είναι η πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, στο
κέντρο της πόλης, με την κρήνη Μοροζίνι. Είναι ένα από τα σπουδαιότερα
μνημεία που κληροδότησαν οι Ενετοί στο Ηράκλειο και στις μέρες μας το
πιο ζωντανό σημείο της πόλης. Αποτελεί παράδοση όσοι φτάνουν τα
ξημερώματα στο Ηράκλειο με το πλοίο της γραμμής να επισκέπτονται την
πλατεία για έναν καφέ ή μια μπουγάτσα, περιμένοντας την πόλη να
ξυπνήσει. Στη διάρκεια της ημέρας, χιλιάδες περαστικοί και τουρίστες
διασχίζουν την πλατεία, παρατηρούν το σιντριβάνι, ψωνίζουν στα μαγαζιά, κάθονται στις καφετέριες ή επισκέπτονται τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ από
τον Φραγκίσκο Μοροζίνι όχι για αισθητικούς λόγους αλλά για να λύσει το
σοβαρό πρόβλημα πόσιμου νερού που είχε η πόλη. Το νερό έφθασε στο
Ηράκλειο από το βουνό Γιούχτας, στις Αρχάνες, με έναν αγωγό μήκους 15
χιλιομέτρων. Το έργο χρειάστηκε 14 μήνες για να ολοκληρωθεί και
εγκαινιάστηκε στις 25 Απριλίου 1628, ημέρα γιορτής του Αγ. Μάρκου,
προστάτη της Βενετίας. Όπως αναφέρεται, τροφοδοτούσε τους κατοίκους με
1.000 βαρέλια νερό ημερησίως και ήταν το τελευταίο τμήμα ενός μεγάλου
υδρευτικού έργου. Στο κέντρο του σιντριβανιού, επάνω σε ένα οκτάπλευρο
βάθρο, κάθονται τέσσερα λιοντάρια, από το στόμα των οποίων τρέχει το
νερό.
«Την
ημέρα της εορτής του ευλογημένου προστάτη μας Αγίου Μάρκου είδε ο
κόσμος το νερό να τρέχει στην πλατεία του Χάνδακα από 8 στόμια ή σωλήνες
και με μεγάλη επισημότητα ευλογήθηκε τότε από τον πανιερότατο
Αρχιεπίσκοπο με το λατινικό και από τον Πρωτόπαπα με τον ορθόδοξο
κλήρο...».
Έτσι
περιγράφει τα εγκαίνια της περίφημης Κρήνης ο Γενικός Προνοητής της
Κρήτης, Φραγκίσκος Μοροζίνι που φρόντισε την κατασκευή της και της έδωσε
το όνομά του. Στα εγκαίνια που έγιναν πριν 376 χρόνια, στις 25 Απριλίου
1628, μετείχε όλος ο λαός του Χάνδακα, που επιτέλους έβλεπε με χαρά να
λύνεται το μεγάλο πρόβλημα της ύδρευσης της μεγαλούπολης.
Ο
Μοροζίνι προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Έκοψε ένα μετάλλιο για να τιμήσει
τη σημαντική αυτή στιγμή, το οποίο ανατέθηκε στο χαράκτη J.J. Korman.
Ένα από τα μετάλλια αυτά βίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Στην πίσω όψη απεικονίζεται η κρήνη των λιονταριών με το – τώρα χαμένο –
άγαλμα του Ποσειδώνα και πάνω από αυτά στα σύννεφα τον Δία, ανεβασμένο
σε έναν αετό, να αδειάζει στη γη νερό από έναν αμφορέα. Η επιγραφή «Gaudet flumine non
fulmine», επιτυχημένο λογοπαίγνιο, μεταφράζεται: «(Ο Δίας) χαίρεται με
το νερό, όχι με τον κεραυνό», και συσχετίζει το Γιούχτα και τις πηγές
του με τη μυθολογική αναφορά του θρυλικού βουνού και τη σχέση του με τον
Δία.
Δύο
χρόνια χρειάσθηκαν για να κατασκευαστεί και να διακοσμηθεί, η περίτεχνη
Φοντάνα, που έφερνε το πολύτιμο νερό από μεγάλη απόσταση, από πηγές της
περιοχής των Αρχανών.
Δεξαμενές,
υδατογέφυρες, κουτούτα, χρειάσθηκε να κατασκευασθούν, για να περνά και
να φθάνει το νερό μέχρι την ιστορική πλατεία Λιονταριών, κατηφορίζοντας
από το κουτούτο, που κατασκευάστηκε στην βορεινή πλευρά της σημερινής
πλατείας Ελευθερίας και με τις τρεις ευρύχωρες αψίδες του, της έδωσε το
όνομα «Τρεις Καμάρες».
Από
τις Τρεις Καμάρες το νερό έφθανε στις δεξαμενές του Αγίου Γεωργίου
Πολυστύλου, που καταλαμβάνουν τον υπόγειο χώρο της λεωφόρου Δικαιοσύνης
απέναντι από το συγκρότημα της Νομαρχίας και των Δικαστηρίων. Από εκεί
το νερό έφτανε στο κέντρο και οδηγούνταν είτε στη δεξαμενή που βρισκόταν
στα “Αχτάρικα”, είτε σε μια συλλεκτήρια κάτω από την κρήνη που ακόμα
δεν έχει εντοπιστεί. Φυσικά, ενδέχεται το ρόλο αυτό να κάλυπτε η ίδια η
δεξαμενή των “Αχτάρικων”.
Το
νερό διοχετευόταν στην κρήνη από τα νοτιοανατολικά, μέσω του μεγάλου
αγωγού που βρίσκεται σε επαφή με το σιντριβάνι, και έβγαινε με
υπερχείλιση από τα βόρεια.
Η
έναρξη εντυπωσιακών ερευνών γύρω από την κρήνη Μοροζίνι έγινε από αυτό
ακριβώς το σημείο, όπου ήρθε στο φως ένας εντυπωσιακός και εξαιρετικά
καλοδιατηρημένος υδαταγωγός, ο οποίος οδηγεί στην “καρδιά” του μνημείου.
Ο
αγωγός φέρει υδραυλικό κονίαμα και σκεπαζόταν από πλάκες για την
προστασία του. Στο εσωτερικό του υπήρχε υδραυλικό κονίαμα, το οποίο τον
καθιστούσε υδατοστεγή, ώστε να μην υπάρχει απώλεια ύδατος ούτε και
διαρροή. Φαίνεται ότι κατέληγε στον αγωγό υπερχείλισης των δεξαμενών που
υπήρχαν στα “Αχτάρικα”, και o οποίος βρίσκεται σε επαφή με τον πρώτο
“τυφλό” τοίχο. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της κρήνης. Δύο από τους
τοίχους που ήρθαν πρόσφατα στο φως εφάπτονται του κρηπιδώματος της
κρήνης, αλλά δε φαίνεται να οδηγούν πουθενά (εξ ου και ο χαρακτηρισμός
τους ως “τυφλοί”). Εικάζεται ότι πρόκειται για παλαιότερες κατασκευές,
πιθανότατα της ενετοκρατίας, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται και η βυζαντινή
ή ακόμη πρωιμότερες περίοδοι.
Εκπληκτικής
κατασκευής, αυτό το ιδιοφυές σύστημα φίλτραρε αποτελεσματικά το νερό
που περνούσε μέσα από τους αγωγούς. Το νερό έφτανε με υπερχείλιση της
κρήνης ως αυτό το φρεάτιο συλλογής ύδατος, όπως και στο διπλανό που
φίλτραρε το νερό από τη δεξαμενή των “Αχτάρικων”. Από αυτό το φρεάτιο,
καθαρό πλέον, διοχετευόταν στο φρέαρ και ενδεχομένως ακολούθως στη
δεξαμενή που βρισκόταν κάτω από το Δουκικό Ανάκτορο και η οποία δεν έχει
εντοπιστεί.
Η
Κρήνη Μοροζίνη, γνωστή και με το όνομα «Τα Λιοντάρια», θεωρείται από
τους ιστορικούς, ως ένα από τα ωραιότερα και ιστορικά μεσαιωνικά μνημεία
της Κρήτης.
Οι
ξένοι επισκέπτες και οι μελετητές της μεσαιωνικής και νεώτερης ιστορίας
μας την ανακήρυξαν σε μοναδικό κόσμημα όχι μόνο της πόλης αλλά και
ολόκληρης της γεμάτης μνημεία όλων των εποχών μεγαλονήσου.
Είναι
έργο κρητικών καλλιτεχνών με μια μαρμάρινη οκτάκογχη δεξαμενή, που τη
στολίζουν εξωτερικά ανάγλυφες παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία.
Τρίτωνες,
δελφίνια, ιππόκαμποι και άλλα θαλάσσια μυθολογικά ζώα «εφ’ ών ιππεύουν
Νηρηίδες Έρωτες και θαλάσσιοι θεοί και δαίμονες», μαζί με οικόσημα και
ανθέμια ήταν και είναι ο λεπτός διάκοσμος της Κρήνης.
Σ’
ένα κατάλευκο βάθρο στο κέντρο της δεξαμενής τέσσερις μεγάλοι
μαρμάρινοι λέοντες «εξέρευγον το ύδωρ εκ των στομάτων των», έχοντας στις
πλάτες τους μεγάλη λεκάνη «εν τω μέσω της οποίας ίστατο άγαλμα
Τριαινοφόρου Ποσειδώνος με πίδακα πιθανώς».
Είναι
το περίφημο γιγαντιαίων διαστάσεων άγαλμα που στηριζόταν στα νώτα των
λιονταριών. Σαφείς ενδείξεις για την τύχη του περίοπτου αυτού μνημείου,
μετά την άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους, το 1669 δεν υπάρχουν,
εκτός από μια μαρτυρία Άγγλου περιηγητή που αναφέρει ότι το 1739 ο
«γίγαντας» σωζόταν ακόμη πάνω στην Κρήνη, τον είχαν όμως φθείρει οι
Τούρκοι.
Στο πέρασμα των αιώνων ο περιβάλλον χώρος και το ίδιο το μνημείο κακοποιήθηκε, μεταμορφώθηκε, αναπλάστηκε, για να προσαρμοσθεί στις αισθητικές αντιλήψεις των κατακτητών.
Έτσι
στις 29 Μαΐου 1900 το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου αποφάσισε «ίνα το
εις την πλατείαν Αμπάρ Αλτί ενετικόν αναβρυτήριον αποκατασταθεί εις την
αρχικήν του κατάστασιν, αφαιρουμένων των προσθέτων στηλών και
κιγκλιδωμάτων, άτινα είναι μεταγενεστέρας εποχής και ασκημίζουν το
αναβρυτήριων».
Η
κρήνη Μοροζίνι βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς η
ανασκαφική έρευνα έχει προσφέρει πολύτιμα στοιχεία που συμπληρώνουν την
εικόνα του συστήματος ύδρευσης που είχαν επινοήσει οι Ενετοί, με
κορυφαίο το δημιουργό του διάσημου σιντριβανιού που φέρει το όνομά του,
τον Φραντσέσκο Μοροζίνι.
Απομεινάρι της εποχής της τουρκοκρατίας, αυτό το καλοδιατηρημένο πλακόστρωτο γυρίζει μια άλλη σελίδα στην ιστορία
της κρήνης και του κέντρου σαν βασικό σημείο αναφοράς για την
καθημερινότητα του Ηρακλείου. Στις αρχές της έρευνας, στο φως είχαν
έρθει δέκα τούρκικες πίπες, από πηλό, σκαλισμένες με περίτεχνα σχέδια,
αλλά και ένα δαχτυλίδι από χαλκό, που “αφηγούνται” στιγμές
καθημερινότητας όταν το κέντρο κατακλυζόταν από Τούρκους που κάπνιζαν,
συζητούσαν ή απλά χαλάρωναν δίπλα στην κρήνη.
Η κρήνη Μοροζίνι δεν ήταν ένα τυχαίο
σιντριβάνι. Πέρα από το αυτονόητο του ρόλου υδροδότησης του κέντρου του
Ηρακλείου, της πρωτεύουσας της Candia, όνομα που είχε και το ίδιο, ήταν
και ένα σύμβολο με έντονη πολιτική και στρατιωτική σημασία.
Όσο
και αν αυτό μοιάζει σήμερα παράδοξο, η κρήνη αποτελούσε τη γέφυρα
μεταξύ Κρήτης και Βενετίας. Με τη ροή άφθονου νερού ο γενικός προβλεπτής της Κρήτης Φραντσέσκο Μοροζίνι (1560-1641) ικανοποιούσε ένα πάγιο αίτημα των κατοίκων, και με τη μορφή που έδωσε στο σιντριβάνι υμνούσε τη Βενετία.
Δεν είναι τυχαίο που το βασικό του μοτίβο είναι οι λέοντες. Λιοντάρι,
άλλωστε, είναι το σύμβολο της Γαληνότατης Δημοκρατίας, και δη του Αγίου
Μάρκου. Φυσικά καθόλου τυχαίο δεν ήταν και το ότι το εν λόγω σιντριβάνι
βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το Δουκικό Ανάκτορο και τη Βασιλική του
Αγίου Μάρκου. Οι συνειρμοί αυτονόητοι…
Ο
Δήμος Ηρακλείου με την συνδρομή της τότε 13ης και νυν 28ης Εφορίας
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στις 15/01/2004 προέβηκε σε μια πολύμηνη φροντίδα
συντήρησης και αποκατάστασής και τελικά παρέδωσε στους Ηρακλειώτες και στους επισκέπτες της πόλης, ένα λαμπρό μνημείο, πραγματικό κόσμημα της Κρήτης.
Πηγές:
Περιοδικό Ραδιοτηλεόραση
"Τα λιονταράκια"
Σε φωτογραφία πρίν την συντήρηση του μνημείου
Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι και τα κανόνια του
Δόγης της Βενετίας από το 1688 έως και το 1694, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι
(1619-1694) που καταγόταν από τον διάσημο Οίκο των Μοροζίνι, συνέδεσε το
όνομά του με τον βομβαρδισμό της Ακρόπολης.
Κατά
την πολιορκία της Αθήνας το 1687, ο Φ. Μοροζίν, επικεφαλής των
βενετσιάνικων στρατευμάτων, διέταξε τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα. Οι
Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τον Ιερό Βράχο ως μπαρουταποθήκη και ο Μοροζίνι
παραβλέποντας την ανεκτίμητη αξία των μνημείων έδωσε την εντολή στα
πυροβόλα του που είχαν στηθεί στο Λόφο των Μουσών για τον βομβαρδισμό
στις 26 Σεπτεμβρίου του 1687.
Μια "τυχαία βολή", όπως την αποκάλεσε ο ίδιος αργότερα προς την
κυβέρνηση της Βενετίας, είχε ως αποτέλεσμα να ανατιναχτεί η τουρκική
πυριτιδαποθήκη και, μαζί της, τμήμα του Παρθενώνα. Αυτόπτης μάρτυρας
στην καταστροφή ήταν ο Σουηδός ναύαρχος Ότο Βίλχελμ Κένιγκσμαρκ,
ακόλουθος του οποίου θα έγραφε λίγο αργότερο πως "η εξοχότητά του
απογοητεύτηκε όταν είδε την καταστροφή αυτού του όμορφου ναού που έστεκε
επί 3.000 χρόνια". Λίγες ημέρες αργότερα, στρατιώτες του Μοροζίνι,
επιχείρησαν να αποκαθηλώσουν (ενδεχομένως μετά από εντολή του στρατηγού
τους) τμήμα από τη δυτική πλευρά του ναού, στο οποίο απεικονίζονταν τα
άλογα της Αθηνάς. Κατά τη διαδικασία και, προφανώς, λόγω κάποιων αδέξιων
χειρισμών το τμήμα αποσπάστηκε και έπεσε στο έδαφος όπου και
θρυμματίστηκε.
Ο λόρδος Έλγιν θα "ολοκλήρωνε" το έργο που ξεκίνησαν οι Βενετσιάνοι 110 χρόνια αργότερα.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=56393
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου