-->

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Μότσαρτ, το θεϊκό παιδί της μουσικής που δεν πρόλαβε να γεράσει


Μότσαρτ, το θεϊκό παιδί της μουσικής που δεν πρόλαβε να γεράσει


Αύγουστος 1967: Μέσα στην ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα ακούγονται μόνον οι λεπτοί ήχοι μιας μαγευτικής μουσικής. Στο Μοτσαρτέουμ, δύο χιλιάδες άνθρωποι, πού έχουν έλθει από τα πέρατα της γης για το ετήσιο φεστιβάλ, ακούν σιωπηλά τις συνθέσεις ενός μουσικού πού πέθανε εδώ και διακόσια σχεδόν χρόνια. Και μια πόλη ολόκληρη, το Σάλτσμπουργκ,  επιζεί οικονομικά από την εκμετάλλευση της μνήμης του παλιού αυτού κατοίκου της:   του Μότσαρτ.
Ο ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ έζησε σχεδόν φτωχός και πέθανε εξαντλημένος από τη βιοπάλη. Με πυρετικό ρυθμό έγραφε και εκτελούσε εκατοντάδες συνθέσεις, που  του παράγγελναν για ελάχιστα χρήματα. Και δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πώς, αν ζούσε στα 1967, θα ήταν ένας εκατομμυριούχος που ο λογαριασμός του στην τράπεζα θα υπερέβαινε τις καταθέσεις των Μπητλς και των Ρόλλιγκ Στόουνς μαζί. Σκεφτείτε τα δικαιώματα του από τα πολλά εκατομμύρια αντίτυπα των χιλιάδων εκτελέσεων της μουσικής του. Σκεφτείτε τις αμοιβές για τις προσωπικές εμφανίσεις του και τις περιοδείες του (ήταν ένας εκπληκτικός βιρτουόζος του πιάνου και τον βιολιού). Σκεφτείτε τέλος τα κέρδη του από τη διαφημιστική εκμετάλλευση τον ονόματος τον: Το «Μοτσαρτέουμ» και το φεστιβάλ του με έργα Μότσαρτ, το τραινάκι που ανεβαίνει στο λόφο τον Μόνχσμπεργκ και λέγεται «ό μικρός Μότσαρτ», τα σοκολατάκια - σπεσιαλιτέ με την εικόνα του, τους πύργους και τα σπίτια όπου πληρώνουν εισιτήριο οι τουρίστες γιατί «έζησε εκεί ό Μότσαρτ», τα αναρίθμητα «Καφέ Μότσαρτ» σ’ όλη την Αυστρία, τα πήλινα αγαλματάκια, οι εικόνες... Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα τέσσερα χρόνια του όταν ακούμπησε για πρώτη φορά τα στρογγυλά χεράκια του πάνω στ' άσπρα και μαύρα πλήκτρα του τσέμπαλο. Πέντε χρονών συνθέτει το πρώτο τον μενουέτο. Ένας χείμαρρος από μουσική θα ξεχειλίσει από τότε ακατάπαυστα. Βόλφγκανγκ Αμαντέους, αληθινός «αγαπημένος τον Θεού», όπως δηλώνει τ' όνομα του.
Πίσω από την έκρηξη αυτή του ταλέντου υπάρχει κι ένας άνθρωπος, ένας οδηγός. Ο πατέρας του Λεοπόλδος, μουσικός της Αυλής του Αρχιεπισκόπου τον Σάλτσμπουργκ, που δεν μπόρεσε ποτέ να συνάντηση την αληθινή επιτυχία, θα γίνει ο ακαταπόνητος δάσκαλος του μικρού Βόλφγκανγκ, ο πεισματάρης ιμπρεσάριος του λίγο αργότερα. Κινημένος από τη βαθειά επιθυμία να χαρεί, μέσα από τη δόξα τον γιού του, κάτι από την διασημότητα που δεν μπόρεσε ο ίδιος ν' αποκτήσει, ο Λεοπόλδος θα διδάξει μ ένα είδος «ιερής μανίας» τη μουσική στα δυο παιδιά του, τη Νάννερλ και τον Βόλφγκανγκ.

Από τριών χρόνων τα παιδιά έζησαν και μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα κλίμα μουσικής, τόσο επίμονο, που θα μπορούσε να τους γέννηση αληθινό άγχος. Τα παιχνίδια τους δεν ήταν κούκλες και στρατιωτάκια, όπως των άλλων παιδιών, άλλα το τσέμπαλο και το βιολί. Υπάρχουν μερικές φράσεις στα απομνημονεύματα της Νάννερλ που μας δίνουν μια εικόνα της ζωής τους: «"Όταν κουβαλούσαμε κάτι από το ένα δωμάτιο στο άλλο, εκείνος από τους δυό, που είχε τα χέρια του ελεύθερα, έπρεπε να κρατά το ρυθμό παίζοντας βιολί!»
Οποιοδήποτε άλλο παιδί θα ασφυκτιούσε κάτω απ αυτές τις συνθήκες. Όμως ο μικρός Βόλφγκανγκ όχι μόνο ζούσε ευτυχισμένος, άλλα η αγάπη του για τη μουσική μεγάλωνε μέρα με τη μέρα: τη νύχτα σηκωνόταν κρυφά από το κρεβάτι του για να παίξει τσέμπαλο.
Ο Μότσαρτ είναι τώρα έξη χρόνων. Έχει γράψει ήδη αρκετές συνθέσεις και παίζει περίφημα βιολί και πιάνο. Ο Λεοπόλδος είναι τόσο γεμάτος από υπερηφάνεια για το φαινόμενο αυτό που είναι ο γυιός τον, ώστε αισθάνεται την ακατάσχετη ανάγκη να τον επιδείξει σε κύκλους όσο το δυνατό πιο μεγάλους και σημαντικούς. Το Σάλτσμπουργκ δεν τους χωράει. Έτσι ζητάει από τον αρχιεπίσκοπο την άδεια να τον πάει στη Βιέννη. Κι εκείνος όχι μόνο του το επιτρέπει, αλλά στέλνει και συστατικό γράμμα στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ότι ένα παΐδι-θαύμα θα  ταξιδέψει στην πρωτεύουσα, με την ελπίδα ν’ αφιερώσει στη Μεγαλειότητα της ορισμένες συνθέσεις που θα εκτελέσει ο ίδιος.
 Η οικογένεια του Λεοπόλδου Μοτσαρτ

Έτσι όταν ο πατέρας και τα δυό παιδιά έφταναν στη Βιέννη, οι προσκλήσεις υπήρξαν πολλές. Η σημαντικότερη βέβαια ήταν της αυτοκράτειρας. Η Νάννερλ κι' ο Βόλφγκανγκ έπαιξαν μπροστά σ' ένα πολυπληθές κι' εκλεκτό κοινό, στην περίφημη αίθουσα των καθρεπτών του ανακτόρου Σαιμπρούν. Στο τέλος του κοντσέρτου η Μαρία Θηρεσία χάιδεψε τον μικρό Μότσαρτ κι' εκείνος, με το θάρρος των παιδιών, πήδησε στην αγκαλιά της.
Στο κοντσέρτο του Σαιμπρούν έγινε κι' άλλο ένα, κάπως αστείο, γεγονός που πέρασε ανάμεσα στα ανέκδοτα της βιογραφίας του Μότσαρτ: Ενώ περπατούσε στο καλογυαλισμένο παρκέ ο εξαετής Βόλφγκανγκ γλίστρησε, έπεσε κι' έβαλε τα κλάματα. Η μικρή αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέτα, η μελλοντική τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας, τον βοήθησε να σηκωθεί και του έδωσε ένα φιλάκι για παρηγοριά. Κι' ο Μότσαρτ την ευχαρίστησε, ψιθυρίζοντας της στο αντί: «Όταν μεγαλώσω θα σε παντρευτώ».
Οι μέρες περνούσαν στη Βιέννη και η οικογένεια Μότσαρτ άρχισε να εξαντλεί τις πενιχρές της οικονομίες. Οι έπαινοι και οι τιμές δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ξενοδοχείο και το φαγητό τους. Ευτυχώς, που τα βράδια τους καλούσαν για κοντσέρτα, συνδυασμένα με γεύμα κι' έτσι έτρωγαν τουλάχιστον εκεί καλά. Κατά τα άλλα, οι υψηλότατοι πρίγκιπες και άλλοι ευγενείς της Βιέννης ήταν μάλλον ...«σφιχτοχέρηδες». Τους χάριζαν κάθε φορά κάποιο δώρο που ήταν πολύ της μόδας τότε, ένα ωραίο ρολόι. Δεν μπορούσε, όμως, ο καημένος ο Λεοπόλδος να παίρνει τους δρόμους κάθε πρωί, για να πουλήσει τα ρολόγια που είχαν χαρίσει στα παιδιά το προηγούμενο βράδυ!
 Mozart, in 1762 concert in front of Maria Theresia
foto cornell  university ithaca

Με πολλή δυσκολία η οικογένεια κρατήθηκε στην πρωτεύουσα ως την πρωτοχρονιά του «σωτηρίου έτους» 1763. Τότε πια αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Σάλτσμπουργκ, όπου έπρεπε να παρουσιαστή ό Λεοπόλδος, για να μη χάσει και τη θέση του.
Ο μικρός Βόλφγκανγκ δεν καταλαβαίνει, ούτε ασχολείται βέβαια με τα οικονομικά προβλήματα της οικογενείας. Όταν παίζει πιάνο, αδιάφορος για οτιδήποτε άλλο, στραμμένος προς κάτι που ακτινοβολεί κρυφά μέσα του, είναι κυριολεκτικά αιχμάλωτος τού μαγικού κόσμου των ήχων. Από το πρωί ως το βράδυ, ακούραστα, εργάζεται. Όμως όχι, δεν εργάζεται, αν η εργασία σημαίνει προσπάθεια και υποχρέωση. Εκείνος ανακαλύπτει, δημιουργεί, και κάθε ανακάλυψη είναι μια πηγή χαράς.
Ο Βόλφγκανγκ είναι ευτυχισμένος. Η οικογένεια που τον περιβάλλει είναι σφιχτοδεμένη με αγάπη και η τρυφερότητα ξεχύνεται σαν ποτάμι προς το μικρό Μότσαρτ, από τον πατέρα, τη μητέρα και τη μεγάλη αδελφή. Η μουσική του για πολλά χρόνια θα εκφράσει την αρμονία αυτή του κόσμου, ενός κόσμου όπου δεν έχει σβήσει το χαμόγελο τού θεού.
Το ταξίδι στη Βιέννη δεν είχε αφήσει καθόλου κέρδη. Είχε συντείνει όμως εξαιρετικά στη διαφημιστική προβολή του παιδιού-θαύματος. Κι' έτσι ο φιλόδοξος Λεοπόλδος μπόρεσε να ζητήσει μια νέα άδεια από τον αρχιεπίσκοπο του Σάλτσμπουργκ και να ξεκινήσει μαζί με τον Βόλφγκανγκ για μια μεγάλη περιοδεία στο εξωτερικό: Μανχάϊμ, Φραγκφούρτη, Μπόν, Λιέγη, Βρυξέλλες, Παρίσι, η φήμη προηγείτο. Στη Φραγκφούρτη, προκαλώντας το θαυμασμό ακόμη και του Γκαίτε, ο Βόλφγκανγκ είχε μαντέψει από μακρά, με απόλυτη ακρίβεια όλες τις νότες που ηχούσαν από μουσικά όργανα, αλλά και από καμπανίτσες, ποτήρια ή ρολόγια!
Ετσι, όταν έφτασαν στο Παρίσι, όλοι ήθελαν να φιλοξενήσουν τη «μεγαλοφυΐα». Τελικά το «μονοπώλιο» της «φιλοξενίας» της οικογενείας, απέκτησε ο βαρόνος Μέλχιορ φόν Γκριμ, φίλος των καλλιτεχνών και προστάτης τον Ντιντερό.
Ο Γκριμ εκμεταλλεύτηκε σαν αριβίστας τη «μόδα» του Μότσαρτ, για ν' «ανοίξει πόρτες» που τον ήταν ακόμη κλειστές. Η φιλοξενία άλλωστε που τους πρόσφερε ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρη: Όλη ή οικογένεια έμεινε στα διαμερίσματα των υπηρετών του μεγάρου!..
Για να εντυπωσιάσει τους Παρισινούς, ο Λεοπόλδος είχε εφεύρει ένα καινούργιο κόλπο, κατάλληλο περισσότερο για τσίρκο, παρά για αίθουσα κοντσέρτων. «Ο Βόλφγκανγκ», γράφει στ' απομνημονεύματα του ο Γκριμ, «είναι τόσο κύριος του πιάνου, ώστε παίζει θαυμάσια, ακόμη κι όταν σκεπάζει τα πλήκτρα με μια πετσέτα. Όχι μόνο παίζει έτσι στα τυφλά, άλλα μπορεί και αυτοσχεδιάζει πάνω σε θέματα που του υποδεικνύει το κοινό».
 Η κυρία ντε Πομπαντούρ

Και τα ανέκδοτα συνεχίζονται: Η κυρία ντε Πομπαντούρ δεν θέλησε να φιλήσει το μικρό Μότσαρτ, αφού έπαιξε μπροστά της, κι εκείνος θυμωμένος φώναξε: «Ποια είσαι συ που δεν θέλεις να μου δώσεις ένα φιλί; 'Εδώ με φίλησε ακόμη και η αυτοκράτειρα της Αυστρίας».
Στο Παρίσι ο Βόλφγκανγκ έμεινε από τον Ιούνιο τον 1763 ως τον Απρίλιο τον 1764. Στο μεγάλο αυτό διάστημα του δόθηκε η ευκαιρία ν' ακούσει πολύ μουσική. Ξεπερνώντας έτσι τον περιορισμένο κύκλο των πατρικών γνώσεων, γνώρισε τον κόσμο των συνθέσεων τον Ραμύ και τον Γκλούκ, τον Μονσινύ και του Χριστιανού Μπαχ. Τους άκουσε και φυσικά τους μιμήθηκε, γιατί είναι μοιραίο κάτι τέτοιο, όταν πρόκειται για ένα παιδάκι οκτώ χρόνων. Το ιταλικό ύφος τον γιου του Μπαχ, η αντίστιξη των εκκλησιαστικών συνθετών και η παθητική μελωδία του Γκλούκ, θ' αποτελέσουν άλλωστε τις βάσεις της πλουσιότατης μελλοντικής τον μορσικής δημιουργίας.
Από το Παρίσι ήη οικογένεια πήγε για ένα χρόνο στο Λονδίνο, όπου ο Μότσαρτ έγραψε την πρώτη του συμφωνία σε μί ύφεση, αφού ανακάλυψε για πρώτη φορά τη σημασία της ενορχηστρώσεως.
Ύστερα από τέσσερα σχεδόν χρόνια περιοδείας, οι Μότσαρτ γύρισαν επιτέλους στο Σάλτσμπουργκ. Ο γέρος αρχιεπίσκοπος, που σ' όλο αυτό το διάστημα άκουγε συνέχεια να μιλούν για την  ιδιοφυΐα του Βόλφγκανγκ, τον φώναξε και τον κλείδωσε σ' ένα δωμάτιο των ανακτόρων,  ζητώντας του να γράψει ένα θρησκευτικό έργο. Ό Μότσαρτ βγήκε από το δωμάτιο, πριν καλά – καλά περάσει μια βδομάδα, με την παρτιτούρα του ορατόριου «Η υποχρέωση της πρώτης Εντολής». Αφού πέρασε έτσι, με «άριστα» τις εξετάσεις του, κέρδισε τον τίτλο τον κοντσερτμάϊστερ  στην  αυλή  του  αρχιεπισκόπου Συγισμούνδου.  «Ο διορισμός αυτός», έγραψε ο Λεοπόλδος, «έδωσε φτερά στο γιό μου».
Αν τα φτερά επέτρεψαν στον Βόλφγκανγκ να πετάξει, ο Συγισμούνδος έσπευσε να του κατασκευάσει ένα «κλουβί». Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, απαγορεύθηκε στα μέλη της οικογενείας Μότσαρτ να κάνουν έστω κι ένα βήμα έξω από τα όρια του Σάλτσμπουργκ. Ο αρχιεπίσκοπος αγαπούσε τη μουσική, έκανε πολλές γιορτές και λειτουργίες και ήταν πολύ ικανοποιημένος που αυτή η φημισμένη σ' όλες τις αυλές της Ευρώπης μεγαλοφυΐα βρισκόταν στην αποκλειστική του υπηρεσία. Οι απαιτήσεις τον ήταν σχεδόν εξωφρενικές: Μέσα στα τέσσερα χρόνια ο Βόλφγκανγκ συνέδεσε λειτουργίες, καντάτες, τρεις όπερες, πολλές σερενάτες και ντιβερτιμέντα, καμιά σαρανταριά μενουέτα και πολλά άλλα μικρότερα κομμάτια.
Οποιοσδήποτε άλλος υποχρεωνόταν να βγάλει τόση δουλειά, θα στέρευε σαν συνθέτης και θα μάθαινε να μισή τη μουσική. Όμως ό Μότσαρτ ζούσε μέσα στον κόσμο των ήχων, όπως το ψάρι στο νερό, και η θεϊκή πηγή της εμπνεύσεως του ήταν αστείρευτη.
Το 1770 ό Λεοπόλδος έπεισε τον αρχιεπίσκοπο να τους επιτρέψει ένα καινούργιο ταξίδι και ξεκίνησαν αμέσως για το Μιλάνο, παρ' όλο που πριν από λίγο καιρό ό Βόλφγκανγκ είχε αρρωστήσει από εγκεφαλικό πυρετό και είχε μείνει δεκαπέντε μέρες μεταξύ ζωής και θανάτου. Αλλά ο Λεοπόλδος υπάκουε σε μια μόνο επιταγή: «Η δόξα πριν απ' όλα!».
Κι’ όμως είναι αδύνατο να συνάντηση κανείς ανάμεσα στις επιστολές,  στα άλλα κείμενα του Μότσαρτ της εποχής εκείνης, έστω και την ελάχιστη διαμαρτυρία ή αντίδραση του απέναντι στον πατέρα του. Του γράφει: «Η συνείδηση μου βασίζεται πάνω σε τρεις φίλους, το Θεό, τη νοημοσύνη σου και τη δική μου».
Εν τω μεταξύ, στο Σάλτσμπουργκ είχε επέλθει μια σημαντική αλλαγή. Είχε πεθάνει ο Συγισμούνδος και είχε ανακηρυχθεί αρχιεπίσκοπος ο κόμης Ιερώνυμος Κολλορέντο, άνθρωπος άκαμπτος και άμουσος που δεν είχε καμιά διάθεση να παραλεχθεί, πώς ένας απλός Κοντσερτμάϊστερ, ένας «δούλος» του, μπορούσε να αναγνωρίζεται ως μεγαλοφυΐα σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Η βίαιη αυτή μεταβολή της σχέσεως εργασίας, η όποια από φιλική είχε γίνει σχέση αφεντικού και υπηρέτη, κόστισε εξαιρετικά στο νεαρό Βόλφγκανγκ. Μετά από τα χειροκροτήματα στο Παρίσι ή το Μιλάνο, το Σάλτσμπουργκ τον βάραινε αφόρητα. Έμεινε όμως εκεί, από φόβο να μη χάση το μίζερο μισθό του. Για πρώτη φορά η ζωή τον πιέζει πραγματικά. Ο θερμός κόσμος που είχε χτίσει γύρω του ο Λεοπόλδος έχει πια γκρεμιστεί και η τρυφερή του ύπαρξη είναι εκτεθειμένη σε ανησυχαστικούς άνεμους. Τί θα γίνει ό Μότσαρτ μέσα στο Σάλτσμπουργκ που  έχει αδιόρατα μεταμορφωθεί σε φυλακή;

Το πρώτο αυτό άγγιγμα της σκοτεινής πλευράς της ζωής συντελεί στην ωρίμανση τού Βόλφγκανγκ. Περνά τις ατέλειωτες ώρες της επαρχιακής πόλεως μελετώντας, αναθεωρώντας τις παλιές συνθέσεις του και γράφοντας τη μουσική που απαιτεί επιτακτικά ο «αφέντης» του. Κι' έτσι πέρα από τα περιστασιακά έργα, ντιβερτιμέντα και ανώδυνη ψυχαγωγική μουσική, στις σοβαρότερες συνθέσεις του αυτής της περιόδου, η έκφραση του ξεφεύγει πια από κάθε μίμηση, αρχίζει να λάμπει, προσωπική και ανεπανάληπτη σαν καθαρό διαμάντι. Ο αυθεντικός Μότσαρτ γεννήθηκε σ' αυτά τα χρόνια της «δουλείας» και των ταπεινώσεων. Ο Κολλορέντο αφού επιδείκνυε στους καλεσμένους του τις συμφωνίες, τις σονάτες ή τα κοντσέρτα της «μεγαλοφυίας» του, τον ξανάστελνε, μετά το τέλος της εορτής, να ζήσει στα υπηρετικά διαμερίσματα του ανακτόρου του, μαζί με τους λακέδες, τους μαγείρους και τους κηπουρούς. Ένας συνθέτης που η μουσική του δεν ήταν για τον κακό αυτό άρχοντα, παρά μια «υπηρεσία», ανάλογη μ' εκείνη που του προσέφερε ένας άμαξας με την καρότσα του.
'Έτσι κυλούν έξη χρόνια γκρίζα και άχαρα από την τόσο σύντομη ζωή του συνθέτη. Στο τέλος ό Μότσαρτ δεν αντέχει πια. Τον τρώει η νοσταλγία για τα ταξίδια, για τα ταξίδια που του θύμιζαν την ελευθερία και την ανεμελιά της παιδικής  του  ηλικίας.   Στο  τέλος του 1776 σταματά ακόμη και να συνθέτει. Είναι ή πρώτη φορά που του συμβαίνει αυτό, αφότου πρωτάρχισε να γράφει στο πεντάγραμμο, σε ηλικία πέντε ετών. Κι' ή έμπνευση του φαίνεται να στερεύει.
Ο Λεοπόλδος τέλος κατόρθωσε, με τις ικεσίες του, να πείσει τον Κολλορέντο: Ο Βόλφγκανγκ μπορούσε να πραγματοποίηση μια ακόμη περιοδεία. Κι' έτσι ξεκίνησε πάλι, συνοδευόμενος τώρα από τη μητέρα του. Είναι ή πρώτη φορά που η κυρία Μότσαρτ εγκαταλείπει το Σάλτσμπουργκ και δεν πρόκειται πια να ξαναγυρίσει εκεί.
Πρώτος   σταθμός   το   Μανχάϊμ, την  πόλη   αυτή   του   Πρίγκηπος Καρόλου Θεοδώρου όπου βασιλεύει θαρρείς η  μουσική.  Οι εκτελεστές είναι    αξιοθαύμαστοι,   ή    ορχήστρα του παλατιού μια από τις καλύτερες της Ευρώπης. Εδώ επί τέλους ο Βόλφγκανγκ  αισθάνεται   σαν  να βρίσκεται    ανάμεσα   σε   αδέλφια του, αισθάνεται πώς θα δείξει την αξία του ως συνθέτη. Κι' όμως, παρά τις δεξιώσεις και τις νέες φιλίες, η οικονομική κατάσταση του χειροτερεύει συνεχώς. 
Από το Σάλτσμπουργκ ο πατέρας συμβουλεύει ακόμη μια φορά: «Ένα ταξίδι  δεν είναι  διασκέδαση. Δεν κατάλαβες πώς πρέπει να έχεις ατό κεφάλι σου άλλα πράγματα απ' αυτές τις παλαβομάρες;». Κι’ ο  Βόλφγκανγκ αρχίζει ν' ανησυχεί. Άλλωστε η κατάσταση είναι πραγματικά αποθαρρυντική. Μετά από  έξη   εβδομάδες   αναμονή   και μάταιες υποσχέσεις ο Κάρολος Θεόδωρος δηλώνει πώς δεν μπορεί να εξασφαλίσει στο Μότσαρτ καμιά μόνιμη θέση στην αυλή του. 
Ό    Βόλφγκανγκ   προσπαθεί   να συνέρθει από το χτύπημα.  Σκέπτεται, παίρνει   με «σωφροσύνη» την απόφασή του. Την άνοιξη θα φυγή για το Παρίσι. Δεν προβλέπει όμως πώς,   μέσα στα   χειμώνα,  θα συνάντησει τον έρωτα... Σε μια επίσκεψη του στον Φρίνλιν  Βέμπερ που αντέγραφε τις παρτιτούρες  του,   εκείνος  του συστήνει τις τρεις ωραίες κι' ανύπαντρες κόρες του: την Αλοΰσια, την Γιοζέφα και την Κονστάντζε. Κι' ο συνθέτης ερωτεύεται την Αλοΰσια που  τραγουδά  σαν αηδόνι.  Είναι αληθινή αγάπη αυτή, που τον συγκλονίζει βαθειά κι' όχι όπως οι παγερές ερωτικές αψιμαχίες του, με διάφορες κοπέλες του Σάλτσμπουργκ. Αύτη θα είναι ή «ιδανική σύντροφός του», η «Θεία Καλλιτέχνιδα» που θα του προσφέρει την ευτυχία.

Εγκαταλείπει, λοιπόν, τα σχέδια για το Παρίσι και σκέπτεται να γράψει μια όπερα, την «Σεμίραμις» για την 'Αλοΰσια και να την οδηγήσει στην Ιταλία, τον μόνο τόπο που η αγαπημένη του θα μπορέσει να γίνει μια μεγάλη πριμαντόνα.
Ευτυχώς οι συμβουλές της μητέρας του και τα γράμματα του Λεοπόλδου, τον έπεισαν να πάει τελικά στο Παρίσι. Η Αλοΰσια ΘΑ μπορούσε να τον περί μένη για μερικούς μήνες. Ο αποχωρισμός ήταν σχεδόν σπαρακτικός. 
Στο Παρίσι απευθύνεται πάλι στον φον Γκρίμ, άλλα εκείνος δείχνει αδιαφορία κι' ούτε καν τον φιλοξένει. Η εξήγηση είναι απλή: μπορούσε τώρα να τον εκμεταλλευτή για να προβληθεί ο ίδιος. Ο Μότσαρτ δεν ήταν πια το παιδί-θαύμα που μάντευε τις νότες κι' έπαιζε πάνω στα καλυμμένα πλήκτρα. Είχε μεταβληθεί σ' έναν ώριμο συνθέτη και ή επιπόλαιη καλή κοινωνία της εποχής αδιαφορούσε εντελώς για την ύπαρξη του...
Στις αποτυχίες και τις ταπεινώσεις ήρθε να προστεθεί η τραγωδία: Στις 3 Ιουλίου 1778, πέθανε η μητέρα του. Η γλυκύτατη αύτη γυναίκα άφησε την τελευταία της πνοή, όσο μπορούσε πιο ήρεμοι και σιωπηλά, για να μην τρομάξει το «παιδάκι της», που έβλεπε το θάνατο για πρώτη φορά κατά πρόσωπο.
Ο Βόλφγκανγκ έμεινε μόνο λίγες μέρες ακόμη στο Παρίσι. Τί φυσικότερο, μέσα στη διπλή δυστυχία του, από το να τρέξει για να συναντήσει την αγαπημένη του; Τη βρίσκει στο Μόναχο, όπου προσελήφθη τραγουδίστρια στην όπερα. Η Άλοΰσια είναι πάντα το ίδιο όμορφη κι’ ακόμη πιο κομψή και χαριτωμένη, άλλα τον υποδέχεται ψυχρά, σαν να ήταν κανένας ξένος. Ό Βόλφγκανγκ της φέρνει την πονεμένη καρδιά του, τον πληγωμένο εγωισμό του και την ακέραια μεγαλοφυΐα του. Και η Αλοΰσια δεν τον θέλει. Τότε κι' εκείνος αντιδρά, με τη γνωστή του καυστική υπερηφάνεια. Χωρίς να πει, ούτε μια λέξη κάθεται στο πιάνο και τραγουδά. Πάνω σ' ένα λαϊκό τραγουδάκι αυτοσχεδιάζει μια ραμάντσα: «Αφήνω χωρίς θλίψη μια κοπέλα που με περιφρονεί». Και υστέρα φεύγει, χαμογελώντας, με το κεφάλι ψηλά, χαριτωμένος μέσα στο σφιχτό κόκκινο κοστούμι με τα μαύρα κουμπιά, ένδειξη πένθους σύμφωνα με τη γαλλική μόδα της εποχής. Όμως τώρα η μοναξιά του είναι τρομακτική. Και γυρίζει τσακισμένος  στο   Σάλτσμπουργκ.
 Mozart and Aloysia Weber

 Ο Λεοπόλδος φαντάστηκε πώς ο γυιός του θάχε πια «βάλει μυαλό», υστέρα από την διπλή χρεωκοπία του σαν ερωτευμένου στο Μανχάϊμ και σαν μουσικού στο Παρίσι. Κι' επειδή, έν τω μεταξύ, είχε πεθάνει ο οργανίστας του Κολλορέντο κατόρθωσε να τον πείσει να προσλάβει στη θέση αύτη τον Βόλφγκανγκ. Ήταν πια η ώρα της περισυλλογής, της προσπάθειας να εξασφαλισθεί έστω και μια μέτρια  καριέρα στο Σάλτσμπουργκ.
Ό Μότσαρτ δέχεται συντετριμμένος. Έτσι ένα χρόνο αναμασά τη θλίψη του, χωρίς να συνθέτη, Ξαναζωντανεύει μόνον όταν ο πρίγκηψ της Βαυαρίας του παραγγέλλει μια όπερα για τις γιορτές του Μονάχου. Βυθίζεται στη δουλειά, γεμάτος απεριόριστη  χαρά.
Τέλος, στις 27 Ιανουαρίου του 1781, την μέρα ακριβώς που συμπληρώνει τα είκοσι πέντε χρόνια του, η Όπερα του Μονάχου παίζει τον «Ιδομενέα». Η επιτυχία είναι μεγάλη. Η πρώτη αληθινή επιτυχία του Μότσαρτ σαν συνθέτη, μετά από τα παιδικά «θαύματα» του.
Ο αρχιεπίσκοπος Κολλορέντο θυμήθηκε ξαφνικά πώς η άδεια των έξη εβδομάδων, που είχε παραχωρηθεί στον Μότσαρτ, είχε λήξει ήδη πριν από ένα μήνα. Τον διέταξε λοιπόν να παρουσιαστή αμέσως. Κι' όταν εκείνος έφτασε, του φώναξε πώς ήταν «ένας άθλιος μπερμπάντης, 'ένα ανάξιο παλιοτόμαρο» και τον έστειλε, χωρίς άλλη συζήτηση, στην κουζίνα!
Αυτό πια ήταν περισσότερο απ' όσο θα μπορούσε ν' αντέξει ακόμη κι' ένας φτωχός μουσικός στον δέκατο όγδοο αιώνα.  Κι' ο Μότσαρτ έστειλε αμέσως την παραίτηση του.
Τώρα είναι ελεύθερος.   Κι’ έτσι μένει  στη  Βιέννη, στην πρωτεύουσα της μουσικής, ελπίζοντας στη μεγάλη, στη μόνιμη επιτυχία. Και πραγματικά ο νέος αυτοκράτορας Ιωσήφ Β' του αναθέτει τη σύνθεση μιας όπερας: Είναι η «Αρπαγή από το σεράι». Τόση είναι η χαρά του, ώστε μέσα σ' ένα μόνο μήνα είχε συνθέσει μια ολόκληρη πράξη. Στην πρώτη παράσταση ο κόσμος τον χειροκροτεί θερμά, άλλα ό αυτοκράτορας του λέει: «Αγαπητέ μου, μου φαίνεται πώς σ' αυτή την όπερα υπάρχουν υπερβολικά πολλές νότες».
Κι ο Μότσαρτ απαντά με μια υπόκλιση: «Ακριβώς όσες ήταν απαραίτητες, Μεγαλειότατε».
Όμως ο άνθρωπος Μότσαρτ εξακολουθεί να ζει στα σύννεφα. Από συνήθεια, από ευκολία, επειδή τον περιποιούνται πολύ κι’ επειδή δεν του στοιχίζει ακριβά, μένει στο σπίτι της κυρίας Βέμπερ. Ο άντρας της έχει πεθάνει κι' εκείνη συμπληρώνει έτσι τα μέτρια οικονομικά της. Η Άλοΰσια έχει ήδη παντρευτεί, αλλά οι δυο υπόλοιπες κοπέλες, η Γιοζέφα κι' η Κονστάντζε δημιουργούν γύρω του ένα κλίμα νεανικής ευτυχίας, με γέλια, τραγούδια και παιχνίδια. Το κλίμα αυτό τον γοητεύει. Ύστερα η Κονστάντζε είναι τόσο όμορφη, τόσο γεμάτη θηλυκότητα... Βέβαια φαίνεται να μη καταλαβαίνει τίποτε από τέχνη και μουσική, άλλα βρίσκεται συνεχώς εκεί γύρω του, χαριτωμένη, γλυκεία, πρόθυμη. Το ειδύλλιο είναι  αναπόφευκτο.
Η κυρία Βέμπερ παρακολουθεί τα πάντα με άγρυπνο μάτι. Κι' όταν βεβαιώνεται πώς το πουλί πιάστηκε στα δίχτυα, τον πιέζει να παντρευτεί την Κονστάντζε. Ό πατέρας του έχει αντιρρήσεις, άλλα είναι αργά πια. Ό Βόλφγκανγκ μεθυσμένος από τον έρωτα και την επιτυχία παντρεύεται στις 4 Αυγούστου 1782.

Και τότε αρχίζει μια σύντομη περίοδος ευτυχίας. Οι αίθουσες γεμίζουν όταν παίζονται έργα του. "Ο αυτοκράτορας τον συμπαθεί. Ο κόσμος τον αγαπάει. Όμως, ενώ περνούν οι μήνες, οι ευθύνες της οικογένειας αρχίζουν να βαραίνουν πάνω του. Η Κονστάντζε αποδεικνύεται γρήγορα εξαιρετικά απαιτητική. Θέλει να πηγαίνει στους χορούς, νι ντύνεται με την τελευταία μόδα, να κάνει λουτροθεραπεία στο Μπάντεν - Μπάντεν, αδιαφορώντας για τον φοβερό μόχθο που καταβάλλει ό άντρας της.
Ο Μότσαρτ περιέγραψε ως έξης μια μέρα εργασίας: «Στις 6 το πρωΐ είμαι ήδη πλυμένος και ξυρισμένος. Δουλεύω ως τις 9. Ύστερα παραδίδω μαθήματα ως τη μία, οπότε γευματίζω, έκτος αν με έχουν προσκαλέσει έξω. Όταν επιστρέψω στο σπίτι εργάζομαι πάλι ως τις 9. Αν είμαι προσκεκλημένος το βράδυ, εργάζομαι μετά την επιστροφή μου ως τα μεσάνυχτα, γιατί την επόμενη πρέπει να είμαι πάλι στο πόδι πριν από τις 6».
Έτσι, δίπλα στον χαρούμενο Μότσαρτ της «Αρπαγής από το σεράϊ» και των κοντσέρτων του, γεννιέται σιγά - σιγά ένας άλλος Μότσαρτ, γεμάτος αυστηρή περισυλλογή. Μυστικά γράφει τα περίφημα κουαρτέτα που αφιερώνει στον μεγάλο του φίλο, τον Χάϋντν. Αν, πριν από τρία χρόνια, διάλεξε   την   ελευθερία   του  ως   άνθρωπος, τώρα διαλέγει την  ελευθερία του δημιουργού.
Η μεγαλοφυΐα του ξεπερνά τη μόδα, τις πρόσκαιρες επιτυχίες προχωρεί στον επόμενο αιώνα, δημιουργεί τη γέφυρα ανάμεσα στον Χάϋντν και στον Μπετόβεν. Τα κουαρτέτα αυτά σημειώνουν την είσοδο της μουσικής του στην αιωνιότητα. Σημειώνουν και την πρώτη μεγάλη επιτυχία του στο κοινό της  Βιέννης του   1785.
Επιτυχίες  θα γνωρίσει  βέβαια κι'   άλλες.   Η πρώτη   παράσταση των «Γάμων του Φίγγαρο» είναι  ένας θρίαμβος.  Σε λίγο ακόμη  και οι   αμαξάδες   της   Βιέννης   σφυρίζουν τις  μελωδίες  του.   Όμως   οι κριτικοί    εκφράζονται    αρνητικά «Η μουσική του Μότσαρτ είναι περίεργη. Είναι σαν χέρια χωρίς κεφάλι».   Οι  έκδοτες  δεν του ζητούν πια  με  παρακάλια   τα  έργα   του και ο αυτοκράτορας δεν του προσφέρει καμιά μόνιμη θέση στην αυλή, όπως ήλπιζε.
Antonio Salieri

Όλα αυτά είναι δημιουργήματα  του επίσημου μουσικού της αυλής, του περιβόητου Σαλιέρι. Η επιρροή του ήταν τόσα μεγάλη ώστε επί χρόνια στη Βιέννη ρωτούσαν: «Ποιόν προτιμάτε, τον Μότσαρτ ή τον Σαλιέρι;». Φυσικά το όνομα του Σαλιέρι είναι γνωστό σήμερα μόνο και μόνο επειδή έπαιξε κάποιο ρόλο στη ζωή του Μότσαρτ.
Στις δυσκολίες που συναντά ο Βόλφγκανγκ προστίθεται η αιώνια ανικανοποίητη Κανστάντζε, που δεν τον άφηνε στιγμή σε ησυχία. Μέσα σε εννέα χρόνια συζυγικής ζωής τον υποχρέωσε ν' αλλάξουν ένδεκα φορές σπίτι! Και τα χρέη αρχίζουν να συσσωρεύονται.
Παρ' όλα αυτά ο Μότσαρτ βρίσκεται σε μια περίοδο υψηλής δημιουργικότητας. Το 1787 τον καλούν στην Πράγα να παρουσίαση τους «Γάμους του Φίγγαρο». Ο θρίαμβός του είναι τόσο μεγάλος, ώστε του αναθέτουν να γράψει μια νέα όπερα: Είναι ο «Ντον Τζιοβάννι» που σημειώνει πάλι εκπληκτική επιτυχία στην Πράγα. Εάν έμενε τότε εκεί, όπως τον παρακαλούσαν, θα είχε λύσει το βιοτικό του πρόβλημα. Όμως εκείνος επέμεινε να επιστρέψει στη Βιέννη, ελπίζοντας πάντα στην πρόσληψη του από τον  Ιωσήφ   Β'.
Για τον ίδιο λόγο αρνείται και μια θαυμάσια θέση που του προσφέρουν στο Λονδίνο.
Στη Βιέννη υποδέχονται τον  «Ντον Τζιοβάννι» με παγερότητα. Ή ατυχία αρχίζει να κυνηγά τον Μότσαρτ, ακριβώς την εποχή της κορυφαίας δημιουργίας του. Ενώ, μέσα σε εκπληκτικά σύντομο διάστημα συνθέτει τις τέσσερις θαυμαστές τελευταίες συμφωνίες του (ανάμεσα τους και τη «Συμφωνία του Διός»), δίνει κοντσέρτα χωρίς ακροατές, όπερες χωρίς θεατές, μαθήματα χωρίς μαθητές. Ή οικονομική του κατάσταση έφτασε σε φοβερό σημείο. Έγραφε σ' ένα γνωστό του έμπορο: «Κάνετε όπως σας φωτίσει η καλή σας καρδιά, αλλά δεν θα μπορέσετε να μου δώσετε κάτι τι;»

Μότσαρτ και Χάυδν

 Δεν είναι εύκολο να συνθέτης μουσική με τους δανειστές να σε κυνηγούν, τα παιδιά που γεννιούνται και πεθαίνουν, τη γυναίκα σου που ξέρει μόνο να ζητά. Ο Μότσαρτ ζει τώρα σ' ένα μόνο δωμάτιο, σε κάποιο στενό δρομάκι, πίσω από την Μητρόπολη, τον Άγιο Στέφανο. Σήμερα, ακόμη, μόλις που περνά ένα κάρο από το δρομάκι κι’ ό ουρανός φαίνεται σαν μικρή γαλάζια χαραμάδα στην κορυφή  των ψηλών σπιτιών..
Πάνω στην ώρα της πιο μεγάλης απελπισίας, ο αυτοκράτορας του αναθέτει τη σύνθεση μιας καινούργιας όπερας. Η πρεμιέρα τής «Cosi fa tutte» («Έτσι κάνουν όλες») δόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1790, με πολύ περιορισμένη επιτυχία. Και σαν να μην αρκούσε αυτό, το Φεβρουάριο πεθαίνει κι' o Ιωσήφ Β'. O διάδοχος του, Λεοπόλδος Β' δεν αγαπάει ούτε τη μουσική γενικά, ούτε τη μουσική του Μότσαρτ ιδιαίτερα. H λησμονιά έρχεται με τρομερή ταχύτητα. Και μαζί η ουσιαστική καταδίκη σε θάνατο του μεγαλύτερου συνθέτη του αιώνος.
Ο Βόλφγκανγκ αρχίζει να έχει προμηνύματα του τέλους. Με την οξύτατη εκείνη ευαισθησία του συλλαμβάνει στο βάθος της υπάρξεως του τη μυστική εργασία του θανάτου. Είναι μόνο τριάντα πέντε ετών, ένα παιδί σχεδόν. Κι' όμως γράφει:
«Αφού ο θάνατος, είναι στο βάθος ο αληθινός σκοπός της ζωής μας, εξοικειώθηκα τόσο πολύ με τον εξαιρετικό αυτό φίλο του άνθρωπου, ώστε το πρόσωπο του δεν έχει πια τίποτε το τρομακτικό για μένα, αντίθετα μάλιστα με καταπραΰνει και με παρηγορεί. Ευχαριστώ το Θεό που μου χάρισε την ευκαιρία να τον γνωρίσω σαν κλειδί της ευτυχίας  μας...».
Μια τελευταία αναλαμπή. Κάποιο λαϊκό θέατρο του παραγγέλλει μια νέα όπερα: Τον «Μαγεμένο Αυλό». Ρίχνεται μ' όλη του την ψυχή στη δουλειά. Μια μέρα τον επισκέπτεται ξαφνικά ένας παράξενος άνθρωπος, ντυμένος ολόμαυρα. Του ζητεί μια νεκρώσιμη λειτουργία, ένα ρέκβιεμ, χωρίς να αναφέρει ποιος το παραγγέλλει. Όμως ο Μότσαρτ, βυθισμένος στη σύνθεση της όπερας, ξεχνάει το παράξενο αυτό επεισόδιο.
Κούραση αρχίζει να τον καταβάλλει. Με φοβερή δυσκολία κατορθώνει να ολοκλήρωση τον «Μαγεμένο Αυλό» και να διευθύνει την πρώτη παράσταση, στις 30 Σεπτεμβρίου 1791. Είναι ένας θρίαμβος, που έρχεται όμως πολύ αργά. Ύστερα από υπερβολική ένταση και αγωνία.
Κάθε βράδυ Ο Μότσαρτ τρέχει στο θέατρο ν' ακούσει το «Μαγεμένο Αυλό» και τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα μοιάζουν να του ξαναδίνουν ζωή. Στο διάστημα της ημέρας γράφει ακόμη μουσική, Όμως μερικές φορές πέφτει αναίσθητος από την εξάντληση.
Και ξαφνικά, τον επισκέπτεται πάλι ό άνθρωπος με τα μαύρα. Τον πιέζει, θέλει το ρέκβιεμ, το γρηγορότερο. Κι' ο Βόλφγκανγκ αισθάνεται τώρα πιο έντονα το παγερό ρίγος του θανάτου. Μ' όλη του τη δύναμη αρχίζει να συνθέτει. Γράφει βιαστικά και με πυρετό.
Όμως η αρρώστια τον προλαβαίνει. Στις 19 Νοεμβρίου αναγκάζεται να μείνει στο κρεβάτι. Δεν θα μπόρεση να ξανασηκωθεί. Συνεχίζει το γράψιμο. Επαναλαμβάνει συνεχώς: «Το Ρέκβιεμ αυτό είναι για μένα». Αλλά δεν προλαβαίνει πια*. Το κουρασμένο παιδί σβήνει πριν συμπλήρωση τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Το θεϊκό τέκνο των θεών της μουσικής ξαναγύρισε κοντά τους, αφού μέσα στη σύντομη ζωή του μας χάρισε απλόχερα ήχους   γεμάτους  αιώνια  χαρά.
ΓΥΝΑΙΚΑ τ459/16.8.1967



*Το έργο-παραγγελιά του ξένου, ο νεκρικός ύμνος ήταν ακόμα ατελείωτος. Ο ξένος πραγματοποίησε επίσκεψη και τρίτη φορά, αλλά ο Μότσαρτ δεν ζούσε πια! Ο ύμνος αυτός ολοκληρώθηκε από τον Σισμάϊερ. Οι ιστορικοί λένε ότι πιθανόν ο Σισμάϊερ να εργάσθηκε υπό τις οδηγίες του Μότσαρτ, καθώς τον κάλεσε λίγο πριν πεθάνει (σχετική η φωτογραφία της ανάρτησης, όπου ο Μότσαρτ υπαγορεύει στον Σισμάϊερ το τέλος του έργου). Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο ξένος που είχε παραγγείλει το Ρέκβιεμ ήταν ο Κόμης Βάλσεγκ, ο οποίος ήθελε να έχει έτοιμη την δική του νεκρώσιμη ακολουθία!

Ήταν 5 Δεκεμβρίου η ημέρα που πέθανε ο Μότσαρτ. Άλλοι λένε ότι πέθανε από τύφο κι άλλοι από δηλητηρίαση. Η κηδεία του έγινε με τέτοιο τρόπο, που δεν ήταν άξιος της βασιλικής εύνοιας που είχε όταν ήταν εν ζωή. Το απόγευμα της 6ης Δεκεμβρίου το λείψανό του μεταφέρθηκε σε ένα φτωχικό μνήμα. Επειδή μάλιστα έβρεχε ο Σίσμάϊερ και δύο ακόμα φίλοι του Μότσαρτ, άφησαν το λείψανο από την εκκλησία του νεκροταφείου μέχρι το σημείο ταφής, μόνο του και ασυνόδευτο!


https://sites.google.com/site/odeiooperaedu/sizitiseis-music-education/paraxenos-thanatos-wolfgang-amadeus-mozart-1756-1791

Δεν υπάρχουν σχόλια: