Ο κ. Νίκος Αμμανίτης κρατά
στην εφημερίδα «Το ΠΑΡΟΝ» μια πολύ ενδιαφέρουσα στήλη για όσους έχουμε κάποια
ηλικία που μας κάνει να αναπολούμε το παρελθόν με κάποια γλυκύτητα.
Πολλά από αυτά που
περιγράφει ο κ. Αμανίτης τα έζησαν οι γονείς μου, και θυμάμαι να μου τα διηγούνται. Κάποια όμως άλλα από αυτά,
που αγγίζουν τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, τα έχω ζήσει και εγώ και
ειλικρινά συγκινούμαι με την θύμησή τους.
Στο παρακάτω χρονογράφημα
του, ο κ. Αμανίτης δίνει τον λόγο σε ένα
αναγνώστη του που διηγείται αναμνήσεις από κάποια προϊόντα που έτυχε και εγώ,
που έζησα την επαρχία του ’50, να τα δοκιμάσω.
Απολαύστε λοιπόν άλλο ένα
άρθρο αναμνήσεων.
κγ
Μια
Φορά Και Έναν Καιρό
Αντικείμενα
απαραίτητα στη ζωή μας
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Δεν μπορούμε να ξέρουμε
φυσικά εάν το γράμμα που λάβαμε προέρχεται από τον γνωστό εσχατόγηρο που μας
βομβάρδιζε κάθε τόσο με επιστολές γεμάτες πικρόχολες επισημάνσεις για τις
αφηγήσεις μας.
Τόσο το περιεχόμενό τους,
όμως, όσο και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί μας οδηγούν στη… «βάσιμη εικασία»,
κατά την από τηλεοράσεως διατύπωση νεαράς δημοσιογράφου, ότι η επιστολή
προέρχεται από τον σεσημασμένο γηραιό αναγνώστη. Για λόγους ευγένειας, και όχι
μόνον, τη δημοσιεύουμε αυτούσια.
Κύριε,
Χωρίς να θέλω να σε
κολακεύσω, είμαι αναγνώστης σου, πράγμα που οφείλεται σε κάποια δυσεξήγητη
διαστροφή μου. Δεν σου κρύβω όμως ότι, επειδή «το παρελθόν» με γοητεύει και με
συγκινούν οι αναμνήσεις από διάφορες φίρμες και βιτρίνες που ήτανε σφιχτά
δεμένες με την ίδια τη ζωή μας, σε ακολούθησα στις ανά την πόλη περιηγήσεις σου
σαν ένας αόρατος συνοδοιπόρος. Μπήκα νοερά μαζί σου στα διάφορα διάσημα τότε
καταστήματα. Γεύθηκα τις πάστες και τα αρτίδια που με τάισες και έκατσα κοντά
σου πότε στο «Πέτρογραδ», όπου έτρωγες πιροσκί, άλλοτε στο πατάρι του Λουμίδη
και συχνότερα στου Τσίτα, προφανώς λόγω της γκαρσόνας στα αναψυκτικά που
χαλβάδιαζες σαν χάννος… Χόρτασα, ομολογώ, στις μπυραρίες και στα εστιατόρια του
κέντρου, αν και αγνόησες δύο από τα πιο γνωστά: το «Κορφού» στην Κριεζώτου και
τον «Γεροφοίνικα» στην Πινδάρου, που διέπρεψε κάποτε ως «Κήπος του Αλλάχ», με
την υψηλή του ποιότητα στις γεύσεις και τις τιμές…
Σε ακολούθησα παντού,
μέχρι τις εσχατιές της Ελλάδος, και παρακολούθησα τα γεννοβολήματα με τα
επακόλουθά τους, και αν κάθομαι και σου γράφω τώρα, είναι για να σου επισημάνω
και να σε ψέξω για όσα παρέλειψες να περιγράψεις, που αν και εκ πρώτης όψεως
φαίνονται ασήμαντα, ήταν κομμάτια της καθημερινότητάς μας.
Δεν αποσκοπώ βέβαια να μπω
στα χωράφια σου, αλλά πρέπει να σου υπενθυμίσω πως, πέραν από τους δρόμους, τα
κτίρια και τα μαγαζιά, υπήρχαν και αντικείμενα απαραίτητα στη ζωή μας, που δεν
υπάρχουνε πια, στη μορφή τουλάχιστον που τα ξέραμε, και που πέσανε στη λησμονιά
και την αφάνεια. Φυσικά όλα αυτά δεν «λένε τίποτα» στους νεώτερους, με την
ισοπεδωμένη τους ζωή, η αναφορά τους, όμως, ξυπνά αναμνήσεις στους τότε
χρήστες, ανακαλώντας εικόνες ξεχασμένες από το χρόνο.
Και εξηγούμαι:
Όσοι από τους παλαίμαχους
που από κάποιο καπρίτσιο της μοίρας επιμένουν να ζουν, είναι αδύνατον να μη
γυρίσουνε στα παιδικά τους χρόνια, τότε που πριν καλά καλά ξυπνήσουν, πριν να
ρίξουνε δυο γουλιές νερό στα μάτια τους για να φύγουνε οι τσίμπλες, πριν πάνε
με το συμπάθιο «προς νερού τους», ερχόντανε η μάνα τους κρατώντας ένα κουτάλι
και ένα ποτηράκι, προσέχοντας να μη χυθεί το περιεχόμενό τους. Ήταν η πρωινή
καταδίκη να πιεις το απαίσιο εκείνο μουρουνέλαιο, με μια ιεροτελεστία που
συγκλόνιζε από αηδία όλο σου το είναι, από τα μαλλιά μέχρι το μικρό νυχάκι στο
ποδάρι σου. Και από πάνω, σε πότιζε πορτοκαλόζουμο που είχε στύψει στο
ποτηράκι, για να φτιάξει, υποτίθεται, η γεύση σου, αλλά που σ' έκανε να
σιχαθείς το πορτοκάλι και όλα τα εσπεριδοειδή της οικουμένης. Φώναζες,
γκρίνιαζες, χτυπιόσουν, αλλά το σίχαμα θα το έπινες, για να μην πάθεις, λέει,
αδενοπάθεια, που ήταν πολύ του συρμού, και, καθώς τα παιδιά σεβόντουσαν τους
γονείς τους, δεν επαναστατούσες. Ήρθε κάποτε το πλήρωμα του χρόνου, η
τεχνολογία προχώρησε, και το μουρουνέλαιο εγκλείστηκε σε… χάπια. Θριαμβευτικά
τα έφερε σπίτι ο πατέρας, και το άλλο πρωί, μαζί με το άλλο σίχαμα που το
λέγανε γάλα, ήρθε και το χάπι. Το ήπιες και σε λίγη ώρα το ρεύτηκες. Η γεύση
του σε ακολούθησε ολόκληρη μέρα, κι ακόμα σε ακολουθεί, όταν το θυμάσαι. Εσύ
όμως στα γραφτά σου ούτε που το έθιξες.
Θα προχωρήσω και σε κάτι
άλλο, μικρό κι ασήμαντο, αλλά και τόσο χαρακτηριστικό των χρόνων εκείνων…
Πηγαίνοντας τότε σε μπακάλικο, δηλαδή σε «Εδώδιμα και αποικιακά», κατά τον
στομφώδη τίτλο της επιχείρησης, ή σε ένα λαϊκό ζαχαροπλαστείο, έβλεπες πάνω σε
«σταντ» μεταλλικά κουτιά με γυάλινο καπάκι, μέσα στα οποία υπήρχανε μπισκότα
που τα πουλούσαν χύμα. Αλλά οι ποικιλίες που υπήρχαν, δεν υπάρχουν πια. Για
άγνωστους λόγους, δεν κατασκευάζουν μπισκότα «Νις», που ήταν στο σχήμα του «πτι
μπερ», αλλά μεγαλύτερα, καλυμμένα με ζάχαρη κρυσταλλιζέ, ούτε τα λεγόμενα
«Tiffin», που έμοιαζαν με τα «Μιράντα», ούτε τα αδελφά τους με μια λωρίδα
μαρμελάδα στο μέσον. Χάθηκαν και αρκετά άλλα που ξέραμε, όπως τα μακρουλά,
αφράτα και εύγευστα «Μπουντουάρ» και τα «καρύδας». Χάθηκαν και οι καλαίσθητες
συσκευασίες τους για δώρο. Δύο ήσαν οι μπισκοτοβιομηχανίες που παρήγαν τα ίδια
προϊόντα ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους. Η μία απ' αυτές, του «Αρτεμιάδη», έκλεισε
εδώ και χρόνια. Την είχες ακουστά;
Αλλά αν καταπιαστούμε
λιγάκι και με την εμφάνισή μας, δεν είδα ποτέ, καλέ μου κύριε, τον κάθε παππού
Νικολή να θυμάται ότι κάποτε υπήρξε νέος κομψεπίκομψος και «σνομπ». Με μπόλικη
μπριγιαντίνη «φιξατέρ Brillat» στα μαλλιά, για να μη χαλάει ο αέρας τη
χωρίστρα, θα ήταν ένα μηδέν, ένα τίποτα, αν δεν φόραγε γυαλιά ηλίου «Μακάρθουρ»
Ο στρατηγός που κατατρόπωσε τους Γιαπωνέζους, λανσάρισε, βλέπεις, αυτόν τον
τύπο ματογυάλια, που έγιναν της μόδας, κόστιζαν πανάκριβα και δεν ταίριαζαν σ'
όλες τις μάπες. Ούτε θυμήθηκε ποτέ πως, αν τον έπιανε τότε πονοκέφαλος, θα
αγόραζε «Καλμόλ» σε πράσινο κουτάκι με τα δυο χαπάκια σε στυλ «όστιας» ή θα
διέλυε μέσα σε λίγο νερό το παυσίπονο σε σκόνη «Κοκοράκι», συσκευασμένο σε έναν
μικρό κίτρινο φάκελο που πουλιόταν στα περίπτερα. Έπρεπε, επίσης, να θυμάται
πως η μάνα του μπουγάδιαζε με «Σαπόλ», που κάποτε διαφημίστηκε με μια ζωντανή
καμήλα, που περιέφεραν στην Αθήνα φορτωμένη με δυό κουτιά Σαπόλ και με…
καμηλιέρη έναν γύφτο. Και μια κι ο λόγος για διαφημίσεις, μια από τις πιο
συχνές και έξυπνες διαφημίσεις με φάρμακο κατά της τριχόπτωσης ήταν το «Πετρόλ
Κανά» της φαρμακοβιομηχανίας Κανάρογλου. Θυμάμαι ένα σκίτσο -του Αρχέλαου, αν
δεν κάνω λάθος-, όπου κάποιος οργισμένος έλεγε σε έναν τυπάκο:
- «Πετρόλ Κανά έφαγες και
μας γέμισες τρίχες πρωί πρωί;». Ήταν η εποχή που οι διαφημίσεις στον Τύπο,
επειδή ο χώρος ήταν περιορισμένος, έπρεπε να είναι λιγόλογες, εντυπωσιακές και
να καρφώνονται στη μνήμη. Για το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο γυρίζονταν
μικρά έξυπνα σποτάκια, που τα «σπηκάριζε» συνήθως ο μακαρίτης Κώστας
Σταυρόπουλος, αρχιεκφωνητής του ΕΙΡ, ο οποίος πέρασε στην ιστορία το πρωί της
27ης Απριλίου 1941, τη στιγμή που οι Γερμανοί ανύψωναν τη σβάστικα στην
Ακρόπολη, με τη σπαρακτική εκείνη από ραδιοφώνου εκφώνηση:
- «Έλληνες, ο Ραδιοφωνικός
Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και
θα μεταδίδει ψέματα! Έλληνες, μην τον ακούτε… Ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα
συνεχισθεί μέχρι της τελικής νίκης!..».
Αξέχαστε Σταυρόπουλε, πόσο
μας λείπεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου