Στα προάστια της πρωτεύουσας
Πρίστινα, που φιλοξενεί περίπου 580.000 κατοίκους.
ΚΟΣΟΒΟ
Εθνοτικό
πάζλ στη σκιά μιας διαμάχης
Στην καρδιά των Βαλκανίων,
δύο εθνικές κοινότητες εξακολουθούν να συμβιώνουν, να ευελπιστούν οε καλύτερες
μέρες, αλλά και να τρέμουν στη σκέψη της επόμενης ανάφλεξης Εδώ και αιώνες η
πατρίδα τους είναι κοινή. Οι Αλβανοί την ονομάζουν Κόσοβα και οι Σέρβοι
Κόσοβο...
Κείμενο : Κωνσταντίνος Μητσάκης
ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ και μια
παράξενη ησυχία επικρατούσε γύρω μου καθώς βάδιζα πάνω στην κεντρική γέφυρα του
ποταμού Iμπαρ. Μέσα μου ένιωθα μια ανεξήγητη αναστάτωση, μια ένταση όμοια μ'
αυτήν που διέκρινα στα βλέμματα των φρουρών των Ηνωμένων Εθνών που έκαναν τη
βάρδια τους εκατέρωθεν της γέφυρας. Γνώριζα πολύ καλά πως περπατούσα πάνω σε
ένα νοητό όριο, πάνω σε μια πολύ λεπτή, εύθραυστη «γραμμή». Είναι η κεντρική
γέφυρα που ενώνει (ή χωρίζει) τον βόρειο από τον νότιο τομέα της πόλης
Μιτρόβιτσα του Κοσόβου, σύμβολο μιας πόλης διχοτομημένης σε σερβικό και
αλβανικό τομέα. Φυλάκια, καχύποπτοι φρουροί, κάγκελα και συρματοπλέγματα
υπήρχαν και στις δυο πλευρές της γέφυρας, του μοναδικού συνδετικού κρίκου δύο
διαφορετικών κόσμων που βιώνουν σήμερα τις κοινές μνήμες ενός εμφύλιου πολέμου
και το ασίγαστο εθνικιστικό μίσος για εκείνους που βρίσκονται στην αντίπερα
όχθη του ποταμού Ιμπαρ.
Έχουν περάσει περίπου 17
χρόνια από το τέλος του πολέμου, και στη Μιτρόβιτσα (απέχει 38 χλμ. βόρεια της πρωτεύουσας
Πρίστινα) μπορεί κανείς ξεκάθαρα να διακρίνει τις αντιθέσεις και τις συνέπειες της
εμφύλιας σύρραξης ανάμεσα στους Σέρβους και τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου.
Μετά τον επίσημο τερματισμό του πολέμου το 1999, διωγμένοι εκβιαστικά ή
φοβούμενοι το ενδεχόμενο αντιποίνων και εθνικιστικών εκκαθαρίσεων, οι Κοσοβάροι
Αλβανοί εγκαταστάθηκαν σταδιακά στον νότιο τομέα της Μιτρόβιτσα και οι Σέρβοι
στο βόρειο τμήμα της πόλης.
Υπακούοντας στο ένστικτο της
επιβίωσης, αλλά και στα κελεύσματα της εθνοτικής διχόνοιας, οι Κοσοβάροι
-Αλβανοί και Σέρβοι- έγιναν δυστυχώς πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Οι πιθανότητες
μιας γενικευμένης σύρραξης και αλληλοεξόντωσης των δύο εθνικών κοινοτήτων
ανάγκασαν όμως τις νατοϊκές δυνάμεις της ΚFOR να κλείσουν προσωρινά την κεντρική
γέφυρα της πόλης, αφήνοντας για μεγάλο διάστημα τους Σέρβους και τους Αλβανούς της
Μιτρόβιτσα δίχως καμία ουσιαστική επαφή. Φυσικό σύνορο και νοητό όριο ανάμεσα τους
στάθηκε ο ποταμός Ιμπαρ.
Κι όταν με το πέρασμα του
χρόνου οι τραυματισμένες μνήμες του πολέμου σιγά σιγά επουλώθηκαν, η γέφυρα
άνοιξε ξανά και η καθημερινότητα των κατοίκων της διχοτομημένης πολιτείας
άρχισε δειλά να προσαρμόζεται στη νέα τάξη πραγμάτων...
Διχοτομημένη
πόλη
Επέστρεψα πίσω στη
μοτοσικλέτα που ήταν σταθμευμένη στον αλβανικό τομέα. Άνοιξα την πλαϊνή βαλίτσα
και το χέρι μου έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή. Ήθελα να τραβήξω μια αναμνηστική
φωτογραφία της γέφυρας. Πριν όμως προλάβω να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή και
να εστιάσω στη γέφυρα, οι φρουροί αντιλήφθηκαν αμέσως τις προθέσεις μου,
κινήθηκαν γρήγορα προς το μέρος μου και με σταμάτησαν: «Απαγορεύονται οι φωτογραφίες
πάνω από τη γέφυρα, αλλά δεν απαγορεύεται η φωτογράφηση της γεφύρας», ήταν η
ρητή διαταγή του επικεφαλής της φρουράς. Από το βλοσυρό ύφος του και μόνο
κατάλαβα πως δεν είχα κανένα περιθώριο διαμαρτυρίας ή ανυπακοής. Υπάκουσα χωρίς
αντιρρήσεις στην εντολή του ένστολου βαθμοφόρου των Ηνωμένων Εθνών και
φωτογράφησα τελικά τη μοτοσικλέτα και τη γέφυρα από τις οπτικές γωνίες που μου
υπέδειξαν.
Στη συνέχεια οδήγησα στον
σερβικό τομέα, όπου και σταμάτησα για καφέ! Η μοτοσικλετιστική μου παρουσία
έγινε αμέσως αντιληπτή από τους θαμώνες της καφετέριας «Dolce Vita», που βρισκόταν απέναντι από την
κεντρική γέφυρα. Μαζί με τον καφέ, στο τραπέζι μου ήρθαν αυτόκλητοι και δύο
Σέρβοι, ο Γκόραν και ο Ιβιτς, που γεμάτοι περιέργεια με ρώτησαν τους λόγους της
παρουσίας μου στην πόλη τους.
Πολύ γρήγορα η ατμόσφαιρα
ζεστάθηκε, τα χαμόγελα ζωγράφισαν τα πρόσωπα μας και οι καρδιές ξεκλειδώθηκαν:
«...Στη Μιτρόβιτσα ζουν σήμερα 90.000 Αλβανοί και μόλις 10.000 Σέρβοι. Είμαστε δυστυχώς
μειονότητα μέσα στην ίδια την πατρίδα μας. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πρόβλημα
είναι αυτό της ανεργίας, αφού το ποσοστό των ανέργων εδώ στην Μιτρόβιτσα αγγίζει
το 60%. Δουλεύουμε περιστασιακά για ένα-δυο μεροκάματα, προσπαθώντας να
ξορκίσουμε την εξαθλίωση και τη μιζέρια μας...
Καλύτερες μέρες; Δεν
νομίζω πως μπορούμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο. Όχι, δεν
είμαι καθόλου αισιόδοξος. Προσωπικά, δεν περιμένω να προκύψει κάτι θετικό από τις
διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου...
Το μέλλον, τουλάχιστον για
μας τους Σέρβους, διαγράφεται αβέβαιο. Όλη αυτή η κατάσταση της αβεβαιότητας
και της αυξημένης ψυχολογικής πίεσης με έχουν κουράσει και απογοητεύσει.
Ειλικρινά, σκέφτομαι σοβαρά να φύγω με την οικογένεια μου για τη Σερβία... Το
Κόσοβο είναι μια μεγάλη μπαρουταποθήκη στα Βαλκάνια και όλοι ευχόμαστε να μην
ανάψει το φιτίλι... Έλληνα φίλε, ο καφές είναι κερασμένος...».
Στον αλβανικό τομέα, εκεί
που κατέληξα μετά τον καφέ, οι παραστάσεις που αποτύπωνε η ματιά μου στους
πολύβουους δρόμους του νότιου τομέα της Μιτρόβιτσα με μετέφεραν σε έναν άλλον, τελείως
διαφορετικό κόσμο! Η πληθώρα των κεραμόσκεπων κατοικιών, οι μαντιλοφορεμένες γυναικείες
μορφές, η πρόχειρη υποδομή, οι λαλίστατοι υπαίθριοι πωλητές και οι κάθε λογής
πραμάτειες που βρίσκονταν απλωμένες στα πεζοδρόμια των κεντρικών αρτηριών, όλα
παρέπεμπαν σε καθαρά ανατολίτικες-μουσουλμανικές παραστάσεις. Δεν ξέρω γιατί,
αλλά είχα διάχυτη την αίσθηση πως βρισκόμουν στα όρια ενός τουρκικού αστικού
κέντρου...
Το
τζαμί των Κοσοβάρων
Αυτήν τη δυνατή
ψευδαίσθηση ήρθε να ενισχύσει κατακόρυφα το κάλεσμα του μουεζίνη, που
υπενθύμιζε στους πιστούς τον δρόμο προς το τζαμί. Με οδηγό τη διαπεραστική φωνή
του, σύντομα έφτασα και εγώ μπροστά στο κεντρικό τζαμί της πόλης, που ήταν
κυκλωμένο από μια υπαίθρια αγορά.
Με περίσσιο θράσος πέρασα
στο εσωτερικό του ιερού κτίσματος και άρχισα να φωτογραφίζω τους πιστούς που
προσεύχονταν γονυπετείς στον Αλλάχ. Όλοι οι παρευρισκόμενοι -εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων-
δεν έδειξαν να πολυενοχλούνται από την παρουσία μου και πολύ περισσότερο από
την αναίδεια μου να τους φωτογραφίζω την ώρα που επιτελούσαν τα θρησκευτικά τους
καθήκοντα. Καθώς απαθανάτιζα τις ιερές στιγμές των Αλβανών Κοσοβάρων και το
κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής ανοιγόκλεινε ασταμάτητα, έπιασα τον εαυτό μου
να συνειδητοποιεί το παράδοξο αυτής της διχοτομημένης πόλης, η οποία, μέσα σε
απόσταση λίγων μόλις εκατοντάδων μέτρων προσφέρει στέγη σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς
και θρησκείες! Το ταξίδι από την Αθήνα στην Πρίστινα ήταν μια αρκετά εύκολη
υπόθεση, με την κόκκινη γραμμή του χάρτη να περνά κι από την πόλη των Σκοπίων.
Η σχετικά μικρή απόσταση (840 χλμ.) επιτρέπει την αυθημερόν προσέγγιση της
κοσοβάρικης πρωτεύουσας, με τη συντριπτική πλειοψηφία της διαδρομής μέσα στο έδαφος
της ΠΓΔΜ (200 χλμ.) να κινείται σε έναν υποδειγματικό αυτοκινητόδρομο.
Στην
καρδιά των Βαλκανίων
Μετά το πέρασμα των
συνόρων, η στενή ασφάλτινη λωρίδα φιδόσερνε για περίπου 20 χλμ. μέσα στα
καταπράσινα βουνά της περιοχής. Στη συνέχεια, ένας σχεδόν ευθυτενής οδικός άξονας
με οδήγησε ξεκούραστα στην Πρίστινα, που βρίσκεται σε απόσταση 80 χλμ. από τη
συνοριακή γραμμή με την ΠΓΔΜ, στην καρδιά του Κοσσυφοπεδίου. Τι τράβηξε την
προσοχή μου καθ' οδόν; Οι αμέτρητες αλβανικές σημαίες που ανέμιζαν παντού, τα
νεότευκτα μοτέλ και οι πάμπολλες μάντρες αυτοκινήτων εκατέρωθεν του δρόμου, οι οποίες,
γεμάτες με τετράτροχα «σαπάκια» και ανταλλακτικά (κυρίως από τη Γερμανία)
πρόσδιδαν στο τοπίο την όψη ενός σκουπιδότοπου.
Απαραίτητες
συμβουλές
Ο Δημήτρης ήταν ο «άνθρωπος»
μου στο Κόσοβο. Με περίμενε στο προκαθορισμένο σημείο του ραντεβού μας, στην
είσοδο της Πρίστινα, για να με οδηγήσει κατόπιν στο σπίτι του κάπου στα δυτικά
προάστια της πόλης. Αφού τακτοποιήθηκα στον ξενώνα, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και αμέσως
μετά ξεχυθήκαμε στους δρόμους της κοσοβάρικης πρωτεύουσας των 580.000 ψυχών.
Περνοδιαβαίνοντας με τον
Δημήτρη τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, ρουφούσα σαν σφουγγάρι όλες τις πληροφορίες
που μου παρέθετε ο αρκετά ενημερωμένος οικοδεσπότης μου για το Κόσοβο, το οποίο
αποτελεί ένα αρκετά μπερδεμένο γεωπολιτικό και εθνοτικό παζλ που ήθελα κομμάτι
κομμάτι να το «συναρμολογήσω» μέσα στο μυαλό μου. Χαμογελούσα πικρά όταν
σκεφτόμουν πως κάποτε, στο κοντινό παρελθόν, Σέρβοι, Αλβανοί, Τούρκοι και
Βόσνιοι συμβίωναν αρμονικά εδώ στην καρδιά των Βαλκανίων, ενώ σήμερα βρίσκονται
ταμπουρωμένοι στα χαρακώματα ενός παράλογου πολέμου. Η συζήτηση και ο περίπατος
μας στους δρόμους της Πρίστινα κράτησε όλο το απόγευμα. Κάποια στιγμή, η
πρόθεση μου να φωτογραφήσω δύο όμορφες Κοσοβάρες μπροστά στο τζαμί Jashar Pasha, στο κέντρο της πόλης, σκόνταψε πάνω στις
αντιρρήσεις του Δημήτρη, που με προέτρεψε να μην πατήσω το κουμπί: «Οι περισσότεροι
εδώ είναι μουσουλμάνοι και δεν συμπαθούν τη φωτογράφηση. Ειδικότερα οι γυναίκες!
Το ξέρεις αυτό άλλωστε από τα ταξίδια σου στην Ασία...».
Τα
λόγια της ηγουμένης
Μετά την Πρίστινα, είχα
αποφασίσει -αντί να γυρίσω στην Ελλάδα ξανά μέσω Σκοπίων- να επισκεφθώ το
Μαυροβούνιο και να επιστρέψω κατόπιν στην Ελλάδα μέσω Αλβανίας. Κατά συνέπεια,
για να οδηγήσω προς το Μαυροβούνιο έπρεπε πρώτα να περάσω από τις πόλεις
Μιτρόβιτσα και Πέγια (Peja)
και στη συνέχεια -μέσω της θεαματικής ορεινής διάβασης Rugova- θα έβαζα ρόδα στο Μαυροβούνιο.
Ένα χαμηλό ανάγλυφο λόφων
φιλοξένησε την πορεία του καλοσυντηρημένου επαρχιακού άξονα από τη Μιτρόβιτσα
στην Πέγια (82 χλμ.). Οι μισογκρεμισμένες κατοικίες που αντίκριζα στη διαδρομή
αποτελούσαν τις θλιβερές μαρτυρίες των εθνικιστικών ταραχών που είχαν σημειωθεί
το 2004. Την προσοχή μου τράβηξαν επίσης τα πάμπολλα μνημεία που δέσποζαν στην
άκρη του δρόμου, αφιερωμένα σε αντάρτες του UCK (Απελευθερωτικός Στρατός της Αλβανίας)
που σκοτώθηκαν στον πόλεμο του 1999. Οι αλβανικές σημαίες που ανέμιζαν παντού,
σε κάθε πόλη και χωριό, επιβεβαίωναν παράλληλα την κυρίαρχη παρουσία του
αλβανικού στοιχείου, που αγγίζει το 85% του συνολικού πληθυσμού των 2.500.000
κατοίκων του Κοσόβου.
Η παραμεθόρια πόλη Πέγια,
που απλώνεται κάτω από τη σκιά των επιβλητικών βουνών του Μαυροβούνιου, με
αιφνιδίασε ευχάριστα. Αρκετά πιο γραφική και παραδοσιακή από τις υπόλοιπες πόλεις
του Κοσόβου που είχα γνωρίσει, ήταν ένα πολύχρωμο αστικό κέντρο γεμάτο ζωντάνια
και κίνηση, που μέχρι πρότινος διεκδικούσε από την Πρίστινα τον τίτλο της πρωτεύουσας
του Κοσόβου.
Ακολουθώνταw δύο νεαρούς με το μοτοποδήλατο τους
που προσφέρθηκαν να με οδηγήσουν στον προορισμό μου, δεν δυσκολεύτηκα διόλου να
προσεγγίσω το Μοναστήρι του Πατριαρχείου (Patrijiarsija Monastery), τον χώρο όπου
στεγάζεται η έδρα του Ορθόδοξου Σερβικού Πατριαρχείου της Πέγια. Το μοναστικό
συγκρότημα του Πατριαρχείου, ένα θρησκευτικό οικοδόμημα του 13ου αιώνα, είναι
κτισμένο στα ριζά του βουνού, δίπλα στη κοίτη ενός κελαρυστού ποταμού.
Εμβληματικό
μοναστήρι
Φημισμένο για τις υπέροχες,
καλοδιατηρημένες αγιογραφίες του (που χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα), το
μοναστήρι του Πατριαρχείου φυλασσόταν από τις δυνάμεις της KFOR, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν επιθέσεις
και βανδαλισμοί από μουσουλμάνους Αλβανόφωνους. Την ίδια προστασία τύγχανε και
το κοντινό Ορθόδοξο Σερβικό μοναστήρι Decani (14ου αιώνα), ένα εξίσου αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο της
περιοχής, που βρίσκεται 15 χλμ. νότια της Πέγια.
Χρειάστηκε να περάσω δύο
σημεία ελέγχου μέχρι να μπω στο εσωτερικό της μονής. Στο πρώτο μάλιστα φυλάκιο
μου ζητήθηκε να παραδώσω το διαβατήριο και τα έγγραφα της μοτοσικλέτας, ενώ οι στρατιώτες
της KFOR,
που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη της μονής, μου γνωστοποίησαν πως
απαγορευόταν αυστηρά η φωτογράφηση στο εσωτερικό του μοναστηριού. Ο πειρασμός, ωστόσο,
ήταν τόσο μεγάλος, που δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ και προχώρησα σε μια
κρυφή φωτογράφηση των σπάνιων αγιογραφιών του καθολικού. Η ενέργεια μου αυτή
έγινε αντιληπτή όμως από την ηγουμένη της μονής, που με αρκετά ευγενικό τρόπο
με υποχρέωσε να παραιτηθώ από το ιερόσυλο έργο μου. Λίγο η εθνική μου καταγωγή,
λίγο το γεγονός ότι ήμουν ομόθρησκος, κατάφερα τελικά να αποσπάσω τη συγχώρηση της.
Στιγμές
συγκίνησης
Μετά την ξενάγηση που μου
έγινε στους υπόλοιπους χώρους του μοναστικού συγκροτήματος, η ευγενέστατη
ηγουμένη προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι τον εξωτερικό περίβολο της μονής,
στο σημείο που ήταν παρκαρισμένη η μοτοσικλέτα. Πριν με αποχαιρετήσει, η
μαυροντυμένη μοναχή έστρεψε το κεφάλι της ψηλά στο βουνό, στην κατεύθυνση που
θα ακολουθούσα για το Μαυροβούνιο. Το βουβό της βλέμμα έμεινε μετέωρο πάνω στη
γρανιτένια βουνοκορφή, ενώ ο λόγος της μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου και
σφράγισε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο την επίσκεψη μου στο Κόσοβο.
Ήταν λόγια πύρινα, γεμάτα αλήθειες
και αγωνίες, που φανέρωναν μια ανυπέρβλητη δύναμη ψυχής, πραγματικά μοναδική:
«...Πρέπει όλοι οι Κοσοβάροι να ενωθούμε ξανά, να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε δίχως
εθνικιστικά και θρησκευτικά τείχη ανάμεσα μας. Στο παρελθόν συμβιώσαμε μαζί και
σίγουρα μπορούμε και στο μέλλον. Δεν μπορώ να δεχτώ τον τρόπο που σκέπτονται
και αντιμετωπίζουν οι μεν τους δε. Όχι, δεν απογοητεύομαι, έχω πίστη στον Θεό
αλλά και στις νεότερες γενιές. Μόνο οι νέοι μπορούν να χαράξουν ένα καινούργιο,
ελπιδοφόρο μέλλον γι' αυτόν τον τόπο. Ας τους δώσουμε τουλάχιστον μία ευκαιρία...».
ΕΘΝΟΣ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ/ΤΑΞΙΔΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου