ΤΑΞΙΔΙ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΑΠΟΥΝΙΟΥ
Το σαπούνι είναι ο πιο
παραδοσιακός και αποτελεσματικός τρόπος προσωπικής υγιεινής. Το πρώτο όμως μέσο
καθαρισμού που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος ήταν το νερό. Τα άλλα μέσα καθαρισμού
εμφανίστηκαν με την πάροδο του χρόνου παράλληλα με την ανθρώπινη εξέλιξη.
Αν και η πραγματική
καταγωγή του σαπουνιού δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, υπάρχουν διάφοροι μύθοι,
ωστόσο γνωρίζουμε ότι κάτι παρόμοιο με το σαπούνι υπήρχε από το 2.300 π.Χ.
(κατά άλλους από το 2800 π.Χ.) στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας.
Όμως η ανακάλυψη του σαπουνιού και η χρήση του ως καθαριστικού δεν έγιναν
ταυτόχρονα. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι αρχαίοι πολιτισμοί
χρησιμοποιούσαν το σαπούνι αρχικά σαν ένα είδος φάρμακου για τις πληγές και σαν
ένα καλλυντικό για τα μαλλιά.
Το πρώτο γνωστό σαπούνι
ήταν ένα μείγμα βρασμένου λίπους και στάχτης και το χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία
Βαβυλώνα για να δημιουργούν χτενίσματα στα μαλλιά (περίπου το 2800 π.Χ).
Γύρω στο 1500 π.Χ, οι
Αιγύπτιοι ανέμειξαν ζωικά και φυτικά έλαια με αλκαλικά άλατα για να θεραπεύουν
δερματικές παθήσεις και να πλένονται. Ακόμη όμως και στα περίφημα λουτρά της
βασίλισσας Κλεοπάτρας της Αιγύπτου το σαπούνι απουσίαζε και τον ρόλο του
καθαριστικού είχε μια λευκή άμμος, σαν αλισίβα, με την προσθήκη αιθέριων
ελαίων.
Το ίδιο συνέβαινε και στα
ρωμαϊκά λουτρά όπου δεν χρησιμοποιούταν το σαπούνι. Οι Ρωμαίοι αργότερα
ανακάλυψαν τις φαρμακευτικές του ιδιότητες αλλά η χρήση του δεν ήταν ιδιαίτερα
διαδεδομένη.
Το σαπούνι εμφανίστηκε
στην Ευρώπη πιθανότατα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους οι
οποίοι το είχαν μάθει από τις Αραβικές φυλές της Αραβικής Ερήμου τις οποίες
επίσης είχαν υποτάξει.
Ακόμα, άλλες μεμονωμένες
φυλές όπως οι Βίκιγκς και οι Κέλτες φέρονται να το χρησιμοποιούσαν. Γενικά
πάντως από τον 13ο αιώνα και μετά αρχίζουν να υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία
για την ιστορία του σαπουνιού.
Μέχρι τον 17ο αιώνα, η
δημιουργία σαπουνιού είχε γίνει στην Ευρώπη καταξιωμένη τέχνη. Οι κύριοι
παραγωγοί ήταν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, χώρες που επίσης παρήγαν τις
πρώτες ύλες για τα σαπούνια όπως το ελαιόλαδο. Την εποχή εκείνη, τα σαπούνια
παράγονταν αναμιγνύοντας φυτικά και ζωικά λίπη, φυτά και αρώματα.
Ως τον 19ο αιώνα, οι
μοντέρνες τεχνικές παραγωγής σαπουνιών είχαν αναπτυχθεί και τα σαπούνια
μπορούσαν να παραχθούν σε μεγάλα νούμερα, καταλήγοντας στην παραγωγή σαπουνιού
όπως την ξέρουμε σήμερα.
Η χρήση του σαπουνιού όπως
είδαμε δεν περιλαμβανόταν στις συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων. Όπως μάλιστα
μαθαίνουμε από τον αρχαίο Έλληνα βιολόγο Αθήναιο, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το
νερό για την καθαριότητά τους και μετά το λουτρό, στην καθημερινή ζωή τους και
ακολουθούσε η τριβή του σώματος με ελαιώδεις αρωματικές ουσίες. Όπως δε
αναφέρει ο Θουκυδίδης, στο νερό του λουτρού από την πηγή Καλλιρρόη πρόσθεταν
ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο και καρυδέλαιο.
Παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με
έναν ελληνικό μύθο, το σαπούνι έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ελλάδα και
συγκεκριμένα από το νησί της Λέσβου όπου γινόντουσαν θυσίες ζώων προς τιμήν της
θεάς Άρτεμης. Τα νερά, από τις νεροποντές στην περιοχή του ναού, πολλές φορές
παρέσερναν τα ζωικά υπολείμματα και τα καμένα λίπη, και τα κατέβαζαν, μαζί με
τις στάχτες από τα ξύλα της πυρράς σχηματίζοντας ένα κίτρινο ρυάκι που κατέληγε
στο ποτάμι.. Οι ντόπιες γυναίκες, που συνήθιζαν να πλένουν τα ρούχα του
νοικοκυριού τους εκεί, παρατηρούσαν ότι πλένοντας τα ρούχα τους, όταν το νερό
ήταν κίτρινο, αυτά γινόντουσαν καθαρότερα.
Ο ίδιος μύθος αναφέρει ότι
η ποιήτρια Σαπφώ έγραψε για εκείνες τις φορές που παρατηρήθηκε η δράση του
κιτρινωπού υγρού και έτσι οι ντόπιοι, τιμώντας την ποιήτρια τους, δημιούργησαν
το όρο "Σαπωνοποίηση" (χημικός όρος που περιγράφει τη δημιουργία του
σαπουνιού) σαν παράφραση από το όνομά της.
Υπάρχει όμως και η ιταλική
εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία τα παραπάνω λάμβαναν χώρα στον ποταμό
Τίβερη, στους πρόποδες του όρους Σάπο, όπου έπλεναν τα ρούχα τους οι αρχαίες
Ρωμαίες. Το σαπούνι (σάπων) πήρε το όνομά του από το βουνό.
Κατά τη διάρκεια της
βασιλείας του Λουδοβίκου του 14ου στη Γαλλία, το πλύσιμο με σαπούνι συνδέθηκε
με ένα παράδοξο περιστατικό. Λέγετε ότι βασιλιάς Λουδοβίκος καρατόμησε 3
σαπωνοποιούς γιατί είχαν φτιάξει μια πλάκα από σαπούνι που ερέθισε το ευαίσθητο
βασιλικό δέρμα του! Μπροστά στην απόγνωση οι εναπομείναντες 4 σαπωνοποιοί
ενώθηκαν και εφηύραν μια μέθοδο για να παρασκευάσουν σαπούνι απαλότερο και
απαλλαγμένο από βλαβερά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο χρειαζόταν περίπου
ένας μήνα για την παραγωγή μιας μόνο πλάκας σαπουνιού!
Από τότε έχουν περάσει
πολλά χρόνια και έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος που παρασκευάζεται
βιομηχανοποιημένο σήμερα. Οι σημερινοί νόμοι επιβάλουν να αναγράφονται τα
συστατικά του κάθε τύπου σαπουνιού στην λατινική τους ονομασία η οποία δυστυχώς
δεν είναι κατανοητή στους περισσότερους από εμάς.
Δεν θα σας κουράσω με
δύσκολα ονόματα και χημική επιστημονική ονομασία. Το μόνο που θα ήθελα να
παρατηρήσω είναι ότι τα περισσότερα σαπούνια που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν
σαν βασικό συστατικό το Sodium Lauryth (Laureth) Sulfate η το Sodium Tallowate
(σαπονοποιημένο ζωικό λίπος) είτε πρόκειται για καλλυντικό σαπούνι είτε για
καθαριστικό γενικής χρήσης.
Η νέα τάση στην Αμερική
και στην Ευρώπη είναι η επαναφορά του χειροποίητου σαπουνιού τουλάχιστον για
την χρήση του από την οικογένεια.
Στην Ελλάδα καθώς και σε
μερικές ακόμα χώρες της Μεσογείου είμαστε λίγο πιο τυχεροί γιατί είναι αρκετά
εύκολο να βρούμε σαπούνια φτιαγμένα με ελαιόλαδο έστω και αν η επεξεργασία δεν
είναι πλέον η παραδοσιακή, έστω και αν αναγκαστικά λόγω της ζήτησης και της
κατανάλωσης γίνεται προσθήκη διαφόρων χημικών συστατικών…
Πηγές:
ΠΩΣ
ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙΣ ΣΑΠΟΥΝΙ
Αν θέλουμε να κρατήσουμε
μακριά τα μικρόβια, το συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών μας είναι η πιο
ενδεδειγμένη προστασία. Στα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα καλλυντικών
βρίσκουμε όλων των ειδών τα σαπούνια: υγρά, σε σκόνη, αρωματικά, κρεμοσάπουνα,
με ήπια αντισηπτική δράση. Εμείς προτείνουμε να φτιάξετε το δικό σας.
Φτιάχνοντας το δικό μας
σαπούνι αποφεύγουμε αρκετές χημικές ουσίες, όπως τις Sodium Laureth Sulfate,
EDTA. Triclosan, μερικές από τις οποίες είναι ύποπτες για αναπνευστικά και
δερματικά προβλήματα.
ΦΤΙΑΞ' ΤΟ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ!
Τα απαραίτητα υλικά για τη
σαπωνοποίηση είναι:
1) Ελαιόλαδο ή συνδυασμός
φυτικών λαδιών (ελαιόλαδο, σουσαμέλαιο, αμυγδαλέλαιο, λάδι καρύδας, φοινικέλαιο
κ.ά.)
2) Καυστική σόδα ή υδροξείδιο
του νατρίου (ΝaΟΗ) ή καυστική ποτάσα ή υδροξείδιο του καλίου (ΚΟΗ). Αν και οι
ουσίες αυτές ανήκουν χημικά στην κατηγορία των βάσεων, είναι καυστικές και
θέλουν μεγάλη προσοχή κατά τη χρήση. Δεν αγοράζουμε καυστική σόδα από καθαριστήριο,
καθώς περιέχει κι άλλα συστατικά που δεν θέλουμε στο σαπούνι μας.
3) Αποσταγμένο νερό ή και
γάλα.
4) Κερί μελισσών, μέλι,
βρώμη.
5) Αιθέρια έλαια.
Ανακατεύουμε σ' ένα σκεύος
πυρέξ μ' ένα ξύλο τους κρυστάλλους ΝaΟΗ στο νερό (μαζί και με το γάλα, αν το
περιλαμβάνει η συνταγή μας) προσεκτικά και έχοντας πάρει μέτρα ασφαλείας
(γάντια, μακριά μπλούζα, μάσκα), χωρίς να αναπνέουμε τους ατμούς που
αναδύονται, μέχρι να γίνει ένα καθαρό υγρό. Διατηρούμε το διάλυμα σε
θερμοκρασία 55-60 βαθμών Κελσίου. Ζεσταίνουμε στην ίδια θερμοκρασία τα έλαια
(σε πυρέξ, γυάλινο ή ανοξείδωτο). Προσεκτικά και ανακατεύοντας συνέχεια με μια
ξύλινη κουτάλα (όχι μεταλλική), προσθέτουμε το νερό με το ΝaΟΗ στα λάδια.
Συνήθως, έπειτα από 20
λεπτά, το μείγμα θα πήξει. Λίγο πριν από το σημείο αυτό, προσθέτουμε το κερί
μελισσών, το μέλι, τη βρώμη και τα αιθέρια έλαια.
Αδειάζουμε το μείγμα στη
φόρμα (ξύλινη ή πλαστική, όχι μεταλλική) και σκεπάζουμε με μια πετσέτα. Έπειτα
από 1-2 μέρες, βγάζουμε το σαπούνι από τη φόρμα, το κόβουμε και το αφήνουμε σε
ευάερο, σκοτεινό μέρος για 2 μήνες για να ωριμάσει.
Δεν χρειάζονται συντηρητικά.
Μπορούμε να προσθέσουμε φρέσκα φρούτα ή λαχανικά.
Τότε πρέπει επίσης να προσθέσουμε
αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως βιταμίνες A, C και Ε. Πλούσιες πηγές αυτών των
βιταμινών είναι το λάδι καρότου και το εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ.
Πηγή:
Περιοδικό «ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ»
Τ.2082/2010
Η
Λέσβος και το σαπούνι
Η Λέσβος στα τέλη του 10ου
αιώνα είχε εξελιχθεί σε κέντρο της βιομηχανικής παραγωγής σαπουνιού από
ελαιόλαδο. Υπήρξε το πρώτο βιομηχανικό κέντρο στο Αιγαίο που είχε εξειδικευθεί
στα τέλη του 19ου αι. στην παραγωγή ελαιοσαπώνων με τις σύγχρονες τεχνικές και διέθετε
τα προϊόντα της στη μεγάλη αγορά της Κωνσταντινούπολης, στα μικρασιατικά
παράλια και στις μαυροθαλασσίτικες πόλεις. Οι εμπορικές γνώσεις και τα δίκτυα
που είχαν οι Λέσβιοι επιχειρηματίες συνέβαλαν στην αναβάθμιση και εξειδίκευση
της μεταποιητικής τους δραστηριότητας.
Στο νησί το 1912
λειτουργούσαν 113 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία. Δίπλα σ’ αυτά υπήρχαν μικρά
σαπωνοποιεία αλλά και ανεξάρτητες μονάδες μεγάλης παραγωγής που στεγάζονταν σε
τριώροφα πέτρινα κτίρια, στις περιοχές της Μυτιλήνης, του Πλωμαρίου, του
Περάματος και του Πολιχνίτου. Είχε το προνόμιο να διαθέτει επιτόπου την πρώτη
ύλη, το λάδι
Οι πρώτοι σαπωνοπαραγωγοί
στη Λέσβο ήταν έμποροι. Η εμπειρία τους στην ακτοπλοΐα και η γνώση τους για τις
θαλάσσιες εμπορικές οδούς τους επέτρεψαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους κατ’
ευθείαν στις αγορές της Ανατολής. Όπως οι Έλληνες επιχειρηματίες σε άλλους
κλάδους, βασίστηκαν σε ένα καλά ανεπτυγμένο οικογενειακό δίκτυο σε όλα τα
μεγάλα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι απόγονοι αυτών των εμπόρων και
των ναυτικών είχαν ειδικευτεί στη χημεία στις ευρωπαϊκές σχολές και είχαν
σπουδάσει μεθόδους παραγωγής στη Μασσαλία, το ευρωπαϊκό κέντρο παρασκευής
σαπουνιού. Οι οικογένειές τους σχημάτιζαν μια συνεκτική ανώτερη τάξη στη Λέσβο
και έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή του νησιού.
Η χρυσή εποχή του
σαπουνιού στη Λέσβο ήταν ανάμεσα στο 1875 και το 1895. Η παραγωγή του νησιού
εκείνη την περίοδο έφτασε στην ετήσια παραγωγή 3.800 τόνων. Μέχρι το 1909 η
παραγωγή είχε μειωθεί στο μισό αυτής της ποσότητας. Μετά το 1912 η βιομηχανία
παρασκευής σαπουνιού ελαττώθηκε ακόμη περισσότερο, αλλά οι συναλλαγές με τις
αγορές της Ανατολής διήρκεσαν μέχρι το 1922, οπότε περισσότεροι από ένα
εκατομμύριο Έλληνες της Μικράς Ασίας εγκατέλειψαν τις εστίες τους για να εγκατασταθούν
στην Ελλάδα, οι παραγωγοί και οι έμποροι της Λέσβου αποκόπηκαν από τις
τοποθεσίες παραγωγής στη Μικρά Ασία και τη Μαύρη Θάλασσα, έχασαν το δίκτυο
διανομής στην Κωνσταντινούπολη και στην Τραπεζούντα, καθώς και τους πελάτες
τους στη Σμύρνη και στις άλλες παράκτιες πόλεις της Τουρκίας. Την ίδια περίοδο,
οι περισσότεροι από τους απομακρυσμένους παραγωγούς σαπουνιού στη Λέσβο είχαν
μετακομίσει στον Πειραιά και άλλα μέρη και είχαν στραφεί στην ελληνική αγορά.
Από τις μεγαλύτερες
σαπωνοποιίες την εποχή της ακμής ήταν των Αδελφών Γεωργαντέλλη και των
οικογενειών Μεταξά και Μιχαλέλλη ή Παπουτσάνη. Οι Αφοί Γεωργαντέλλη, που
διέθεταν ένα πολύ καλά οργανωμένο δίκτυο στις αγορές της Μαύρης Θάλασσας και
εγκαταστάσεις στην Τραπεζούντα, την Αμισό και στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του
20ού αι. οι ετικέτες τους, όπως και οι ετικέτες άλλων οικογενειών του
Πλωμαρίου, όπως των οικογενειών Μεταξά, Μιχαλέλλη ή Παπουτσάνη, ακόμη
αντανακλούσαν την αισθητική των Οθωμανών, που ήταν η κύρια πελατειακή ομάδα για
τους παραγωγούς της Λέσβου. Μετά την ένωση της Λέσβου με το σύγχρονο ελληνικό
κράτος η εικόνα άρχισε να αλλάζει σιγά σιγά: τα αραβικά μοτίβα εξαφανίστηκαν
και φιγούρες εμπνευσμένες από την αρχαία Ελλάδα πήραν τη θέση τους. Έτσι, σε
μια ετικέτα των Αφών Γεωργαντέλλη, που διαφήμιζε ένα «savon de toilette» στα
ελληνικά και στα γαλλικά, εμφανίστηκε η μορφή μιας αρχαιοελληνικής θεάς, η
οποία κρατούσε ένα σταυρό, που συμβόλιζε την ένωση με τη μητέρα πατρίδα, ενώ
μερικά νομίσματα απεικόνιζαν τον Ερμή και άλλους αρχαίους θεούς .
Τα αρωματικά σαπούνια του
Αλκαίου Μεταξά από την άλλη πλευρά, τα οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στα
ανώτερα εισοδήματα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, είχαν ετικέτες που
μιμούνταν παριζιάνικα μοντέλα ή απεικόνιζαν τοπία της κεντρικής Ευρώπης. Το μικρό
εργοστάσιο του Αλκαίου Μεταξά ήταν ειδικευμένο στην παραγωγή αρωματικών
σαπουνιών. Μετέτρεπε αγνά σαπούνια σε αρωματικά με τη μέθοδο της αναδιάλυσης,
προσθέτοντας τα κατάλληλα αρώματα και χρώματα ή παρασκευάζοντας το σαπούνι απ’
ευθείας από λιπαρές ουσίες και αρώματα. Η υψηλά ειδικευμένη παραγωγή του
στόχευε στις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις της Λέσβου, της Σμύρνης και της
Κωνσταντινούπολης. Η επιχείρηση του Μιχαλέλλη παρήγε το «σαπούνι της βασίλισσας
Αριάδνης», το οποίο προοριζόταν για την αμερικανική αγορά.
Η παραγωγή σαπουνιού στο
Πλωμάρι και στο υπόλοιπο νησί μετά το 1912 σταδιακά συρρικνώθηκε δραματικά.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50 και ’60 στον 20ό αι., όταν τα σαπούνια
παγκοσμίως έχασαν έδαφος από τα απορρυπαντικά, τα σαμπουάν και τα υγρά σαπούνια,
έμειναν μόνο τρία παραδοσιακά εργαστήρια σαπουνιού στη μικρή κωμόπολη, η οποία
στα τέλη του προηγούμενου αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή στην παραγωγή και εμπορία
σαπουνιού. Παρήγαγε κοινά και αρωματικά σαπούνια και τα διοχέτευε στην αγορά
της Σμύρνης, στην Πόλη, στα νησιά του Αιγαίου και στα εμπορεία της Μαύρης
Θάλασσας.
Πηγές:
1) Ευρυδίκη Σιφναίου,
«Άρωμα σαπουνιού. Ετικέτες, σφραγίδες και κασετίνα σαπουνιών από σαπωνοποιία
της Λέσβου 1890-1950», Έκδοση Εταιρία Αρχιπέλαγος, Αθήνα 2000.
2) Christian Gonsa,
«Λέσβος. Αγνό σαπούνι», περιοδικό «γεωτρόπιο», τεύχος 304/11-2-2006]