Με καλοκαιρινή στολή, πιστεύοντας
ότι θα κάνει «έναν απλό περίπατο» στην Ελλάδα, ο υπουργός Εξωτερικών και
γαμπρός του Μουσολίνι, κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο (στο μέσον) αναχωρεί από την
Ανκόνα για την Αλβανία μία εβδομάδα πριν από την επίθεση. Στους αξιωματικούς
και στους υπασπιστές του που τον συνοδεύουν, θα καυχηθεί αργότερα, προκαταβολικά,
ότι «αυτός ο πόλεμος είναι δικός μου»
Η
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΣΤΙΣ 28.10.1940
«Αυτός ο πόλεμος είναι δικός μου πόλεμος» - Τι
αποκαλύπτει το «Ημερολόγιο» του γαμπρού του Μουσολίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο, για
την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας
Δεν γράφω ιστορικό
κείμενο, μας προειδοποιεί ο Αγγελος Τερζάκης στο βιβλίο που γράφεται 20 χρόνια
αργότερα από την έναρξη του πολέμου. Εκεί εξιστορεί προσωπικές του εμπειρίες από
την Ελληνική Εποποιία 1940-1941, καθώς επίσης συναισθηματικές αντιδράσεις
ζωντανές ακόμη στη μνήμη του από το Έπος της Αλβανίας και προβάλλει
παραστατικά, με κάποια υπερβολική ίσως ρομαντική αύρα και βλέμμα νοσταλγικό τα
πάντα. Λίγο-πολύ στον ίδιο τόνο είναι γραμμένα τα περισσότερα βιβλία που
αναφέρονται στον Πόλεμο του 1940. Στην πλειονότητά τους, εκτός από τις επίσημες
εκθέσεις, είναι αναμνήσεις, περιγραφές μαχών, αξιολογήσεις γεγονότων δίχως
σπουδαία έρευνα και αναζήτηση σε ξένες πηγές. Γι΄ αυτό και έχουν ενδιαφέρον,
νομίζω, μερικά όχι πολύ γνωστά στην Ελλάδα περιστατικά γύρω από εκείνον τον
πόλεμο, τα οποία αναφέρονται από ερευνητές των ιταλικών, των γερμανικών και των
βρετανικών αρχείων. Δεν αναθεωρούν αξιολογήσεις ούτε απορρίπτουν στοιχεία,
πληροφορίες και συμπεράσματα για πρόσωπα και καταστάσεις εκείνης της εποχής που
γνωρίζουμε όμως προσθέτουν και αποκαλύπτουν μερικά αξιόλογα στοιχεία.
Το «Ημερολόγιο» του
γαμπρού του Μουσολίνι, κόμητος Γκαλεάτσο Τσιάνο, είναι μια σπουδαία πηγή για το
πώς η Ιταλία οργάνωσε και εκτέλεσε την επιχείρηση κατά της Ελλάδας. Αλλά δεν
έχει δημοσιοποιηθεί ολόκληρο. Το «Ημερολόγιο» έπεσε στα χέρια των αμερικανικών
δυνάμεων, ενώ ακόμη η Γερμανία πολεμούσε. Πιο συγκεκριμένα η σύζυγος του Τσιάνο
και κόρη του Μουσολίνι, Εντα, το «αντάλλαξε με τη ζωή της και τη ζωή των
παιδιών της» προσεγγίζοντας στην Ελβετία τον τότε αρχιπράκτορα των Αμερικανών,
Αλαν Ντάλες, όπως γράφει ο Γουίλιαμ Σίρερ. Το «Ημερολόγιο» βρίσκεται έκτοτε στα
αμερικανικά αρχεία. Η ιταλική κυβέρνηση το ζήτησε επανειλημμένα από τον Μάιο
του 1983, αλλά η Ουάσιγκτον δεν ικανοποίησε ως σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, το ιταλικό
αίτημα. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ορισμένες σελίδες που αναφέρονται στην
εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας, και
Βρετανοί ιστορικοί «πιστεύουν» ότι λείπουν σελίδες που αναφέρονται στην
αλληλογραφία Τσόρτσιλ- Μουσολίνι, την ύπαρξη της οποίας με πάθος διέψευδε ο
τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας και για το οποίο όμως μιλούσαν με βεβαιότητα οι
Γερμανοί φον Ρίμπεντροπ και φον Πάπεν, καθώς επίσης οι ιταλοί αντάρτες ενώ για
αυτό το γεγονός έχουν γράψει αγγλοσάξονες πανεπιστημιακοί.
Τα αμερικανικά αρχεία
φέρνουν στην επιφάνεια και αλλά ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τον Πόλεμο του
1940. Είναι πλήρως διασταυρωμένο ότι η Ουάσιγκτον είχε πληροφορηθεί στις 21
Οκτωβρίου 1940 από την πλέον αξιόπιστη πηγή, τον πρεσβευτή της στη Ρώμη
Γουίλιαμ Φίλιπς, ότι ο Μουσολίνι ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Ελλάδα. Ακόμη και
η ημερομηνία της επίθεσης ήταν γνωστή στην Ουάσιγκτον- η 26η Οκτωβρίου αρχικώς,
που μετακινήθηκε στις 28. Η Αθήνα όμως δεν έλαβε ποτέ μια τέτοια πληροφορία,
ούτε από τον αμερικανό πρεσβευτή Λίνκολν Μακβή ούτε από τον άγγλο πρεσβευτή
Ρέτζιναλντ Λίπερ, με τους οποίους όχι μόνο ο Μεταξάς αλλά και ο Γεώργιος Β΄
διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις. Όπως κατέθεσε πολλά χρόνια αργότερα ο Ιωάννης
Κοκορέλης, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις με την Ιντέλιντζενς Σέρβις, ούτε τα
στελέχη της βρετανικής υπηρεσίας κατασκοπείας στην Ελλάδα γνώριζαν οτιδήποτε.
Να υποθέσουμε ότι ο Ρούσβελτ δεν ενημέρωσε τον Τσόρτσιλ; Μάλλον απίθανο. Μήπως
τότε έχουν κάποια βάση- όπως υποστήριζε ο Σπύρος Μαρκεζίνης- οι φήμες ότι ο
Τσόρτσιλ σκοπίμως δεν ενημέρωσε την Αθήνα, επειδή ενδιαφερόταν να γίνει η
εισβολή, να εισέλθει η Ελλάδα στον πόλεμο, οπότε θα μπορούσε ο αγγλικός στόλος
και (ίσως) οι δυνάμεις ξηράς να εδραιώσουν ένα ισχυρό προγεφύρωμα στην Κρήτη,
το οποίο θα προστάτευε την Αίγυπτο και το Σουέζ από ιταλική ή γερμανική επίθεση
και αργότερα (ίσως) μπορούσε να γίνει βάση για βομβαρδιστικά που θα έπλητταν
τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας και τα γερμανικά πολεμικά εργοστάσια στην
Κεντρική Ευρώπη; Ο Τσόρτσιλ αναφέρει στα Απομνημονεύματά του την Κρήτη,
αναγνωρίζει ότι ήταν λάθος του που δεν την «οχύρωσε ώστε να καταστεί απόρθητη» και
πολλά περισσότερα γράφει για την απώλειά της, τον Μάιο του 1941, ο νεοζηλανδός
στρατηγός Φρέιζερ.
Η πολεμική παραμυθολογία
θέλει τον Μουσολίνι να εκστρατεύει εναντίον της Ελλάδας για... να δώσει ένα
μάθημα στον Χίτλερ, και είναι ο Τσιάνο που το γράφει. Επειδή ο γερμανικός
στρατός εισέβαλε στις 12 Οκτωβρίου στη Ρουμανία - με την οποία η Ιταλία
διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις και ο Μουσολίνι τη θεωρούσε χώρα της
προσωπικής επιρροής του- χωρίς προηγουμένως ο Φύρερ να τον ενημερώσει, εκείνος
τον άφησε να μάθει τα της επίθεσης στην Ελλάδα κατόπιν εορτής.
Αλλά η απόφαση για την
επίθεση ελήφθη από το Μέγα Φασιστικό Συμβούλιο, στις 21 Αυγούστου, ενάμιση μήνα
πριν από την «ενσωμάτωση» της Ρουμανίας στον ευρύτερο ζωτικό χώρο του Γ΄ Ράιχ.
Είναι όμως αλήθεια ότι ο Μουσολίνι πληροφορήθηκε την κατάληψη της
Τσεχοσλοβακίας, την ακεραιότητα της οποίας ο ίδιος είχε εγγυηθεί στο Μόναχο, το
1938, πέντε ώρες μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στη χώρα.
Πληροφορήθηκε την εισβολή στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν πλέον τα
χιτλερικά στρατεύματα είχαν προχωρήσει μέσα στον διάδρομο του Ντάντσιχ και ήταν
τρεις μετά τα μεσάνυχτα, τον Μάιο του 1940, όταν ο γερμανός πρεσβευτής στη Ρώμη
Χανς Γκέοργκ φον Μακένσεν τον ξύπνησε για να τον ενημερώσει ότι είχε αρχίσει η
γερμανική επίθεση στο Δυτικό Μέτωπο. Το Βερολίνο, πάντως, ήταν ενήμερο για τα
ιταλικά σχέδια. Τα γερμανικά αρχεία, τα οποία άνοιξαν πριν από περίπου δέκα
χρόνια, αποκαλύπτουν ότι η χιτλερική καγκελαρία γνώριζε από τις αρχές του
καλοκαιριού του 1940, ότι ο Ντούτσε επρόκειτο να επιτεθεί στην Ελλάδα και ότι
γερμανοί πράκτορες στην Αλβανία τηρούσαν συνεχώς ενήμερο τον αρχηγό της Αμπβερ
Βίλχελμ Φραντς Κανάρις για τις μετακινήσεις και τις προετοιμασίες των ιταλικών
δυνάμεων.
Την ιδέα για επίθεση κατά
της Ελλάδας την είχε ο Τσιάνο, ο οποίος ήθελε να προεκτείνει το αλβανικό
«ντουκάτο» προς Νότο. Ο πεθερός του, που «ωρέγετο να αναστήσει πάλι το Πόρτο
Λεόνε» (τον Πειραιά), έδωσε τη συγκατάθεσή του και τις διαταγές για τον
σχεδιασμό και την οργάνωση της εκστρατείας.
O Μουσολίνι γνώριζε πολύ
καλά ότι η Ιταλία δεν ήταν σε θέση να λάβει μέρος στον πόλεμο που είχε αρχίσει
ο σύμμαχός του Αδόλφος Χίτλερ. Υπολόγιζε, όμως, ότι θα μπορούσε να καταλάβει
μια χώρα σαν την Ελλάδα, προωθώντας το όνειρό του για τη Μare Νostrum και
εξασφαλίζοντας πιστοποιητικό συμμετοχής στον πόλεμο ώστε να καρπωθεί εδαφικά
και άλλα οφέλη μετά τη νίκη της γερμανοϊταλικής συμμαχίας, που τη θεωρούσε
εξασφαλισμένη.
Όταν άρχισε η εισβολή στην
Ελλάδα, ο Τσιάνο συγκέντρωσε στο γραφείο του τον υφυπουργό Εξωτερικών
Μπαστιανίνι και στελέχη του υπουργείου του και τους δήλωσε ότι «αυτός ο πόλεμος
είναι δικός μου πόλεμος». Είχε, πράγματι, εργαστεί για αυτό. Στην Αλβανία, την
οποία είχε μετατρέψει σε ιδιωτικό Grand Ducato, όλοι οι τοπικοί διοικητές
έδιναν όρκο σε εκείνον και όχι στο φασιστικό καθεστώς. Σκόρπιζε άφθονο χρήμα υπολογίζεται
σε 200.000 προπολεμικές αγγλικές λίρες- για να συγκεντρώνει πληροφορίες για την
Ελλάδα όπου, όπως βεβαίωσε αργότερα ο Τζιουζέπε Μπότα, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα
του φασισμού, καυχιόταν ότι «είχε φέρει με το μέρος του κυβερνητικά πρόσωπα και
στελέχη του στρατού». Ο ίδιος φρόντιζε να παραπλανήσει την Αθήνα, αλλά και τους
Αγγλους, με τους οποίους διατηρούσε ανέκαθεν «λεπτές σχέσεις».
Παρακάτω διαβάστε πως ένας
αντικειμενικός ιστορικός, ο καθηγητής κ. ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ, περιγράφει, μέσα από
το βιβλίο του "ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ",
το προπαρασκευαστικό στάδιο για την εισβολή των Ιταλών φασιστών στην
Ελλάδα στις 28.10.1940.
«....Αφού σκιαγραφήσαμε
την εσωτερική πολιτική κατάσταση, πρέπει τώρα να στραφούμε προς τον άλλο
συντελεστή της ελληνικής τραγωδίας 1941-1944, στον «ξένο παράγοντα», δηλαδή
στην προετοιμασία της φασιστικής εισβολής, της οποίας το τελευταίο στάδιο
εκδηλώνεται εμφανώς με την κατάληψη της Αλβανίας, στις 1.4.1939. Στην Ελλάδα
επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Ακόμα και ο Μεταξάς αποφασίζει να μη δεχθεί
αμαχητί ενδεχόμενη επίθεση. Οι φόβοι είναι δικαιολογημένοι, αφού ήδη στην
Αλβανία «όλοι οι δρόμοι χαράζονται με κατεύθυνση τα ελληνικά σύνορα. Αυτό είχε
διατάξει ο Ντούτσε που όλο και περισσότερο σκέπτεται να επιτεθεί με την πρώτη
ευκαιρία εναντίον της Ελλάδας».
Όταν η βρετανική και
γαλλική κυβέρνηση δίνουν εγγυήσεις για την ελληνική ανεξαρτησία (13-4-1939),
ακολουθούν επανειλημμένες ιταλικές δηλώσεις στο ίδιο δήθεν πνεύμα «ειρηνοφιλίας
και καλής γειτνίασης». Ταυτόχρονα, η Αθήνα προσπαθεί να επιδείξει αυστηρή
τήρηση της ουδετερότητας της. Αλλά τον Ιούλιο του 1940, όταν οι Γερμανοί
καταλαμβάνουν τη Γαλλία, γίνονται κάτοχοι εγγράφων που περιέχουν μυστικές
συνεννοήσεις του ελληνικού Γενικού Επιτελείου με τους Αγγλογάλλους. Ο Χίτλερ,
αγανακτισμένος, παρέχει αρχικά τη συναίνεση του για μια ιταλική «προληπτική
ενέργεια» (κυρίως κατά της Επτανήσου). Πάντως, εξακολουθεί να έχει δισταγμούς
και λίγες ημέρες αργότερα απαιτεί κατηγορηματικά τη διατήρηση της «ηρεμίας» στα
Βαλκάνια".
Ο Μουσολίνι αποφασίζει
στις 11-12 Αυγούστου «αιφνιδιαστική επίθεση» κατά της Ελλάδας, με σκοπό εδαφικά
οφέλη, την οποία ορίζει για το τέλος του Σεπτεμβρίου. Κυρίως επηρεάζεται από
τον γαμπρό του (και υπουργό των Εξωτερικών) Τσιάνο, που υπήρξε «κύριος
υποκινητής» του πολέμου εναντίον της Ελλάδας («La mia guerra») και υποτιμούσε
συστηματικά τους σχετικούς ενδοιασμούς των Γερμανών. Σύμφωνα με τη «γραμμή
Τσιάνο», από τα μέσα Αυγούστου εντατικοποιείται η ιταλική καμπάνια των μέσων
ενημέρωσης. Ωστόσο, μια συγκεκριμένη νύξη του θέματος προς το Βερολίνο
προσκρούει σε σαφή άρνηση για οποιαδήποτε ιταλική επιχείρηση, που θα μπορούσε
να δώσει λαβή στην Αγγλία ή τη Ρωσία να επέμβουν στα Βαλκάνια.
Ο Μουσολίνι υποχωρεί
μπροστά στους ενδοιασμούς αυτούς, ενώ ο Τσιάνο δίνει εντολή στον στρατηγό Φ.
Τζακομόνι, ανώτατο αρμοστή της Αλβανίας, να συνεχίσει τις ανθελληνικές
ενέργειες, προσωρινά σε μειωμένη κλίμακα, χωρίς δηλαδή να διακινδυνεύει άμεση
ρήξη. Παράλληλα, εντείνουν τις προσπάθειες να προσεταιρισθούν σημαντικές
ελληνικές προσωπικότητες - κυρίως στην Αθήνα και Ήπειρο. Ελάχιστοι ενδίδουν
στις δωροδοκίες και στις υποσχέσεις, και η σημασία αυτής της «πέμπτης φάλαγγας»
υπερεκτιμάται στον επικείμενο πόλεμο.
Ο αιφνιδιασμός και η
αγανάκτηση του Μουσολίνι από την απροειδοποίητη γερμανική κατάληψη της
Ρουμανίας επιταχύνει το σχέδιο του. «Ο Χίτλερ με φέρνει πάντα αντιμέτωπο προ τετελεσμένων
γεγονότων. Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα: από τις εφημερίδες
θα πληροφορηθεί ότι εισέβαλα στην Ελλάδα. Έτσι, θα αποκατασταθεί η ισορροπία».
Ταυτόχρονα, εκβιάζει τη συγκατάθεση του διστακτικού επιτελάρχη Π. Μπαντόλιο
λέγοντας: «δίνω την παραίτηση μου ως Ιταλός, αν κάποιος θεωρεί δύσκολο να
συγκρουσθεί με τους Έλληνες». Είναι απόλυτα σύμφωνος με τον Τσιάνο που
χαρακτηρίζει «την επιχείρηση αυτή ωφέλιμη και εύκολη».
Έτσι, το πολεμικό
συμβούλιο της 15ης Οκτωβρίου του '40 ορίζει την έναρξη της επίθεσης στις 26
Οκτωβρίου. Ο Μουσολίνι, για να επηρεάσει κάπως τη διεθνή κοινή γνώμη. θέλει
προηγουμένως να υπάρξει «λίγος καπνός», μια «αφορμή για να ανάψει το φυτίλι».
Έπρεπε, λοιπόν, να σκηνοθετηθεί, δύο ημέρες ενωρίτερα, ένα συνοριακό επεισόδιο
που θα δικαιολογούσε την εισβολή ως «επανόρθωση της τάξης». Κατά τα άλλα κυριαρχεί αισιοδοξία. Οι
συντελεστές της εισβολής, με υπερβολική σχεδόν επιπολαιότητα, διαβεβαιώνουν
αλλήλους για τη βέβαιη νίκη. Μόνο ο Μπαντόλιο διατηρεί κάποιο σκεπτικισμό, αλλά
μεταστρέφεται μόλις ο Μουσολίνι απειλεί ότι θα μεταβεί ο ίδιος προσωπικά στο
μέτωπο «για να δει το αφάνταστο αίσχος των Ιταλών που φοβούνται τους Έλληνες».
Στις 22.10.1940, ο Τσιάνο
συντάσσει ένα τελεσίγραφο για το οποίο σημειώνει στο ημερολόγιο του: «Φυσικά το
έγγραφο δεν αφήνει καμιά διέξοδο στους Έλληνες. Ή δέχονται την κατοχή ή την
επίθεση». Ακολούθως, ενημερώνει τον Τζακομόνι ότι η επίθεση αναβάλλεται για τις
28 Οκτωβρίου. Συνεπώς, τα «γνωστά επεισόδια» έπρεπε να μετατεθούν για την 26η
Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα αποφασίζονται μεγάλοι βομβαρδισμοί των σημαντικότερων
ελληνικών πόλεων, ώστε «μέσα σε λίγες ώρες να καταρρεύσουν τα πάντα»:.
Στο Βερολίνο, από τα μέσα
Οκτωβρίου πυκνώνουν οι φήμες για τις ιταλικές προθέσεις. Αλλά οι Ιταλοί, όταν
ερωτώνται, αντιδρούν είτε με υπεκφυγές είτε με κατηγορηματικές διαψεύσεις.
Έτσι, ο Χίτλερ, υπολογίζοντας στη γνωστή ιταλική «αναποφασιστικότητα», πιστεύει
πως έχει αρκετό χρόνο και δεν προωθεί ένα «πολύ σαφές διάβημα», που ήδη είχε
ετοιμάσει το Υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο, επισπεύδει την επόμενη συνάντηση του
με τον Ντούτσε. από τις 5 Νοεμβρίου στις 28 Οκτωβρίου.
Στην ειδική του
αμαξοστοιχία, ο Χίτλερ αιφνιδιάζεται τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου από
την είδηση της ιταλικής επίθεσης. Όταν φθάνει στη Φλωρεντία, τα ιταλικά
στρατεύματα έχουν ήδη προωθηθεί σε ελληνικό έδαφος. Στις 3 η ώρα το πρωί, ο πρέσβης
Γκράτσι επιδίδει στον Μεταξά το τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είχε
κατ' εξακολούθηση παραβεί την ουδετερότητα της και είχε μεταβληθεί σε αγγλικό
«εξορμητήριο» σε βάρος της Ιταλίας. Για τον λόγο αυτόν, εφόσον διαρκούσε ο
πόλεμος, έπρεπε να επιτρέψει στα ιταλικά στρατεύματα την ειρηνική κατάληψη
«ορισμένων στρατηγικών θέσεων», που όμως δεν καθορίζονται σαφέστερα. Ενδεχόμενη
αντίσταση θα σαρωνόταν με τη βία των όπλων και τότε η ελληνική κυβέρνηση θα
έφερε «την ευθύνη για τις συνέπειες». Ο Μεταξάς αρνείται και διατάσσει γενική
επιστράτευση. Ο λαός δεν αντιδρά με ηττοπάθεια, όπως ορισμένοι ήλπιζαν, αλλά με
γνήσιο πατριωτικό ενθουσιασμό. Εξάλλου, με έκπληξη και ανακούφιση,
επισημαίνεται η διατήρηση της γερμανικής ουδετερότητας σε σχέση με την ιταλική
επιθετική ενέργεια. Έτσι, το πρωί της επομένης ημέρας, ο Μεταξάς καλεί για
συμπαράσταση όχι μόνο τη Μ. Βρετανία, αλλά και «όλους όσοι είναι καλής
θελήσεως», ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τις ελπίδες του για γερμανική μεσολάβηση.
Πράγματι, στο Βερολίνο
επικρατεί οργή για την «εντελώς ακατανόητη» και λανθασμένη από άποψη
στρατηγικής ιταλική ενέργεια. Βέβαια, κατά τις επιτελικές συσκέψεις, δεν επικρίνουν
τόσο αυτή καθαυτή την επιδρομή, αλλά μάλλον τη χρονική στιγμή της επίθεσης, δηλαδή
λίγο πριν από τον χειμώνα, εποχή ακατάλληλη για επιχειρήσεις στα βουνά καθώς
και πριν από τις εκλογές στις (ακόμη ουδέτερες) ΗΠΑ, όπου, τώρα. τα επιχειρήματα
του Ρούσβελτ για είσοδο στον πόλεμο θα ήταν πειστικότερα. Επιπλέον, επικρίνουν
την παραίτηση των Ιταλών από κάθε θαλάσσια επιχείρηση, πράγμα που επέτρεψε στην
Αγγλία την κατάληψη της Κρήτης και άλλων νησιών σημαντικών για τη στρατηγική
τους θέση. Παράλληλα, οι Γερμανοί φοβούνται εγκατάσταση των Άγγλων στη
Θεσσαλονίκη, ενέργεια που θα αποτελούσε απειλή για τις ρουμανικές
πετρελαιοπηγές, σημαντικότατες ως προς τη διεξαγωγή του πολέμου. Για να προλάβουν,
λοιπόν, αυτό το ενδεχόμενο, ειδοποιούν τον Μεταξά, λίγες ημέρες αργότερα, ότι
το γερμανικό Ράιχ δεν θεωρεί την παρουσία μικρών βρετανικών αεροπορικών μονάδων
ως αιτία κήρυξης πολέμου, εφόσον, βέβαια, τους απαγορευθεί η χρήση αεροδρομίων
της Βόρειας Ελλάδας.
Αλλά στην πραγματικότητα,
ο κίνδυνος για τον Άξονα προέρχεται από μιαν άλλη απροσδόκητη πλευρά. Δύο
ημέρες μετά τη λήξη της ελληνικής επιστράτευσης, αρχίζει (14.11.1940) μια επιτυχής
αντεπίθεση ενάντια στους εισβολείς που ήδη είχαν προελάσει βαθιά στο ελληνικό
έδαφος. Παρά τον κατά πολύ ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό των Ιταλών, η εξέλιξη
της εκστρατείας φανερώνει τις αδυναμίες της πρόχειρης προετοιμασίας.
Στις 22.11.1940, τα ελληνικά
στρατεύματα κυριεύουν την Κορυτσά - την πρώτη πόλη που χάνουν οι δυνάμεις του
Άξονα από την έναρξη του πολέμου. Ακολουθούν νέες ελληνικές εδαφικές
κατακτήσεις στη Βόρειο Ήπειρο. Η αεροπορική κάλυψη από σμήνη της ΡΑΦ, μόνο
δευτερεύοντα ρόλο παίζει -παρά τους ισχυρισμούς της επίσημης βρετανικής
ιστοριογραφίας-, αλλά συντελεί στην ενίσχυση του ηθικού των μαχόμενων.
Η αντίστροφη πορεία είχε
αρχίσει...
Πηγή:
ΧΑΓΚΕΝ
ΦΛΑΪΣΕΡ, "ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ",
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου