Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
28 Οκτωβρίου 1940
28 Οκτωβρίου 1940
Η ομοψυχία του ελληνικού λάου το '40
Παρά την πικρία και την εχθρότητα προς την κυβέρνηση Μεταξά,
πολέμησε μέχρις εσχάτων
Του Κ. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ακαδημαϊκού
ΤΗΝ 28η Οκτωβρίου 1940, η
προοπτική της ιστορίας, ήταν όσο ποτέ ζοφερή. Οι λαοί της Ευρώπης είχαν
υποδουλωθεί ή φαίνονταν έτοιμοι να υποκύψουν στο φάσγανο της ακράτητης
βίας. Η φυλετική αλαζονεία του προβαλλόμενου
ως «λαού των κυρίων», δηλαδή της χλευαστικής του Δικαίου αυταρχικής
πρωτοπορίας του, με την επίκληση αξιώσεων, απότοκων δήθεν του
γεωπολιτικού δόγματος ή και της διαλεκτικής της Ιστορίας, οργίαζε με
βαρύγδουπο ρυθμό θριάμβου. Η μείζων Γερμανία σάρωνε τα σύνορα των
ηπειρωτικών επικρατειών, απειλούσε την υπόσταση της θαλασσοκράτειρας,
προχωρούσε ακάθεκτη προς την κοσμοκρατορία και προς την κοσμοϊστορική
εγκαθίδρυση, . όπως διακήρυττε, καινούργιας εποχής.
Απρόκλητη επιδρομή
Στη ζοφερότατη αυτή
ατμόσφαιρα της Ιστορίας σήμανε η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας του
ελληνικού λαού. Παρεμβλήθηκε τότε η άθλια επιδίωξη της φασιστικής
Ιταλίας να κατακτήσει ελληνικά εδάφη. Και την αυγή της 28ης Οκτωβρίου
1940 επίλεκτες μονάδες του ιταλικού στρατού παραβίαζαν τα βορειοδυτικά
σύνορα της Ελλάδος.
Το πλήγμα ήταν βαρύτατο.
Μόλις είχε συνέλθει ο ελληνικός λαός από την αιμορραγία των πολεμικών
επιχειρήσεων των ετών 1916 έως 1922 και από τον συγκλονισμό της σφαγής
και του διωγμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922.
Εξάλλου καθεστώς πολιτικής ανελευθερίας
είχε από τις 4 Αυγούστου 1936 επιβληθεί στην Ελλάδα, με συνέπεια
εύλογη τα συναισθήματα πικρίας της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού ή
και ψυχρότητας και ακόμη εχθρότητας προς την τότε κυβέρνηση. Και όμως,
αντίκρυ στην απρόκλητη επιδρομή του εχθρού, σφυρηλατήθηκε ακαριαία η
εθνική ομοψυχία των Ελλήνων. Αποδείχθηκε τότε ο ελληνικός λαός ηθικά
βαθύπλουτος και πολιτικά υπερώριμος: Φάνηκε ανενδοίαστος να εκπληρώσει
ακέραια το ηθικό χρέος του, ως λαός προικισμένος με τα πρωτοτόκια της
ελευθερίας, να προασπίσει δηλαδή την εθνική ελευθερία του μέχρις
εσχάτων, και παράλληλα την πολιτική ελευθερία όλων των λαών της
Οικουμένης. Ταυτόχρονα, έθεσε κάπως σε παρένθεση την πολιτική αντίθεση
του προς την τότε κυβέρνηση, και αυθόρμητα πραγματοποίησε άρρηκτη
ομοφροσύνη για την άμυνα του πάτριου εδάφους.
Το ιταλικό τελεσίγραφο
Ο σεβασμός εξάλλου προς την ιστορική αλήθεια επιβάλλει να τονισθεί,
ότι η κυβέρνηση εκείνη της Ελλάδος, την ώρα της επιδρομής του ιταλικού
στρατού, ανταποκρίθηκε θετικά στις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Ο
τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, όταν αρνήθηκε να υποκύψει την αυγή
της 28ης Οκτωβρίου στο ιταλικό τελεσίγραφο, εξέφραζε την αταλάντευτη
βούληση του ελληνικού λαού, σύμφωνη με τις υπαγορεύσεις της ηθικής
κληρονομιάς του: μεστής από ηρωικές αρνήσεις υποταγής, άλλες στη σφαίρα
του μύθου, όπως του Προμηθέως και της Αντιγόνης, άλλες στη διάσταση της
Ιστορίας, υψωμένες στη σφαίρα του θρύλου, όπως του Λεωνίδα και του
Παλαιολόγου και αμέτρητων άλλων ανδρών και γυναικών της αρχαίας και
της νεώτερης ιστορίας του Ελληνισμού.
Επιβάλλεται να λεχθεί
επίσης, ότι η κυβέρνηση εκείνη, πολλαπλά βλαπτική, με την καταπάτηση των
ελευθεριών του λαού και τη διάλυση του πολιτικού βίου της χώρας, δεν
ολιγώρησε όμως για την ετοιμασία της άμυνας
του Έθνους, παρά τις σφαλερές προκαταλήψεις της στρατηγικής της έως
την απόβαση των Ιταλών στην Αλβανία. Η αμυντική πολιτική της ήταν
στραμμένη, έως τότε, αποκλειστικά σχεδόν, προς την κατεύθυνση της
Βουλγαρίας. Και στη σειρά προτεραιότητας μεταξύ οχυρώσεων και οπλισμού
προτάχθηκαν οι οχυρώσεις. Η συνέπεια ήταν να μην επιδιωχθεί έγκαιρα και
να μη συντελεσθεί ο εφοδιασμός των ενόπλων δυνάμεων με άρματα μάχης
και αεροπλάνα. Εν τω μεταξύ, όμως, συνεχιζόταν αποδοτικά η εκπαίδευση
οπλιτών και αξιωματικών, βελτιώθηκε η οργάνωση του Γενικού Επιτελείου
και η διάρθρωση του Στρατού σε μεγάλες μονάδες και πραγματοποιήθηκαν
προμήθειες ειδών πολεμικού υλικού, ενώ και υπήρχαν πολλά πυροβόλα
προπάντων, τα περισσότερα μάλιστα κατάλληλα για ορεινά εδάφη,
παραγγελμένα ιδίως την περίοδο 1925-1926, όταν κυβερνούσε τη χώρα ο
Θόδωρος Πάγκαλος. Το έθνος, άρα, στρατιωτικό-τεχνικά ήταν κάπως έτοιμο
για τη μεγάλη δοκιμασία του 1940-1941, αλλά όχι όσο έπρεπε τότε
προετοιμασμένο.
Από την άνοιξη του 1939, κυβέρνηση και ηγεσία του Στρατού άρχισαν να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ο Ιταλός αρχιστράτηγος
πίστευε στον κεραυνοβόλο πόλεμο και σχεδίασε την επίθεση του ιταλικού
στρατού με στόχο άμεσο προπάντων να εισδύσει διαμέσου της Πίνδου, ώστε
να καταλάβει σε δυο - τρεις ημέρες το Μέτσοβο, και αφού εξουδετερώσει
την ελληνική 8η Μεραρχία στην Ηπειρο, να ξεχυθεί από το Μέτσοβο στην
πεδιάδα της Θεσσαλίας, να φθάσει έως το Αιγαίο, να κόψει την Ελλάδα στα
δύο και να ματαιώσει τη γενική επιστράτευση της.
Η διάταξη της ελληνικής
άμυνας ήταν σε δύο μέτωπα, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας· και
υπήρχε το συνδετικό τους, ενδιάμεσα, μέτωπο της Πίνδου, όπου το
απόσπασμα Δαβάκη, με ανολοκλήρωτη ακόμη τη συγκρότηση του.
Η επίθεση των Ιταλών περιορίσθηκε στο μέτωπο της Πίνδου και στο μέτωπο της Ηπείρου.
Το μέτωπο της Ηπείρου
Στο μέτωπο της Πίνδου η
επίλεκτη μεραρχία των αλπινιστών ϋυΐϊε είχε τοπικές επιτυχίες τις
πρώτες ημέρες, αλλά δεν κατόρθωσε να εκμηδενίσει το απόσπασμα Δαβάκη
των μόλις 2.000 ανδρών και να καταλάβει έγκαιρα την καλυπτόμενη από
αυτό περιοχή της Πίνδου. Γρήγορα έφθασαν οι πρώτες ελληνικές
ενισχύσεις με σύντονες εξαντλητικές πορείες στη δύσβατη εκείνη
περιοχή. Υπήρξε πολύτιμη και η συμπαράσταση ενεργά των αμάχων, που και
φορτώθηκαν στους ώμους, οι γυναίκες προπάντων και μετέφεραν έως τη
γραμμή της μάχης, τα εφόδια των στρατιωτικών μονάδων. Επί επτά ημέρες η
μεραρχία Julia
διατήρησε την επιθετική πρωτοβουλία της, επί τέσσερεις ημέρες ακόμη
αγωνίσθηκε αμυντικά επί τόπου, αλλά στις 7 Νοεμβρίου άρχισε ηττημένη τη
σύμπτυξη της προς Κόνιτσα.
Στο μέτωπο της Ηπείρου, οι επιθέσεις των Ιταλών αναπτύχθηκαν ευρύτερα. Η κυριότερη επίθεση τους είχε στραφεί προς την οχυρωμένη
θέση Ελέα. Παρά την υποστήριξη όμως της αεροπορίας με σφοδρούς
βομβαρδισμούς των ελληνικών θέσεων, παρά τις επίμονες, επανειλημμένες,
εξορμήσεις της θωρακισμένης μεραρχίας των Κενταύρων και άλλων ιταλικών
μεραρχιών, η Ελέα έμεινε απόρθητη.
Στις 13 Νοεμβρίου έληξε η
πρώτη φάση του πολέμου. Οι επιδρομείς, εξαίρετοι πολεμιστές, με
καρτερία και πειθαρχία σε βαθμό υψηλότατο, είχαν απωθηθεί από σχεδόν
όλα τα σημεία του ελληνικού εδάφους. Η νίκη είχε στρέψει τα ελληνικά
όπλα στον πολυαίμακτο, δίκαιο αγώνα των Ελλήνων στρατιωτών.
Η πρώτη ήττα
Ο ελληνικός λαός ανέπνευσε.
Και μαζί του ανέπνευσαν οι λαοί και των άλλων χωρών της Ευρώπης.
Αγαλλίαση των άμαχων Ελλήνων στα μετόπισθεν, επάνω από την αγωνία για
την τύχη των στρατευμένων ανδρών. Παρηγοριά και προσδοκία των υπόδουλων
Ευρωπαίων. Χαιρετίσθηκε από αυτούς η πρώτη ήττα, όπως χαρακτηρίσθηκε,
το περιβόητου Άξονος. Ταυτόχρονα, στα χειρουργεία και στους σταθμούς
επιδέσεως οι τραυματίες από τις μάχες υπέφεραν πόνους αφόρητους και
πολλοί νεαροί βλαστοί ελληνικών είτε ιταλικών οικογενειών είχαν
απότομα χάσει τη ζωή τους. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων στους πολέμους: πολυστέναχτη, θανατερή, αντιφατική.
Των Ιταλών οι απώλειες ήταν
δραματικά θλιβερές, χωρίς καμία δικαίωση. Των Ελλήνων οι θυσίες
έβρισκαν τουλάχιστον δικαίωση: από τις συνέπειες τους, σωστικές για την
Ελλάδα, ευεργετικές για την ανθρωπότητα.
Πράγματι, σπουδαιότατες
συνέπειες είχε ήδη η πρώτη αυτή φάση του ελληνο - ιταλικού πολέμου,
ενταγμένου εξάλλου στη δυναμική του πολυεθνικού τότε πολέμου, του πιο
καταστροφικού στην Ιστορία της ανθρωπότητας.
Σημείωση:Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το έργο τον συγγραφέως «Ελληνικά», (Εκδόσεις Παπαζήση, 1994).
Οι εξόριστοι ηγέτες λένε το «ΟΧΙ»
Με
την κήρυξη του πολέμου ο Γ. Παπανδρέου έστειλε επιστολή προς τον Μεταξά
από την Ανδρο, ενώ ο Π. Κανελλόπουλος είχε υποβάλει υπόμνημα τρείς μήνες πριν
Το
ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 και η επίθεση των ιταλικών
στρατευμάτων βρήκαν τους δημοκρατικούς ηγέτες της χώρας μας
σκορπισμένους στα ξερονήσια, εξόριστους του φασιστικού καθεστώτος της
«4ης Αυγούστου». Παρά η φημολογία των τότε κυβερνητικών παραγόντων, η
Ελλάδα βρέθηκε ανέτοιμη και απροετοίμαστη για τη θύελλα που ερχόταν,
ενώ η κλίκα του Μεταξά αρνήθηκε στους περισσότερους στρατιωτικούς και
πολιτικούς, που ήταν αντίπαλοι του καθεστώτος, να ανταποκριθούν κι αυτοί
στο κάλεσμα της Πατρίδας, επειδή φοβόταν ότι η παρουσία τους μέσα στο
στρατό θα αποτελούσε απειλή για την κυβέρνηση.
Γεώργιος Παπανδρέου
Ας δούμε, όμως, μερικές
μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ορισμένων γνωστών δημοκρατικών
παραγόντων, και πώς αντέδρασαν τότε. Στις αρχές του 1938, ο Γεώργ.
Παπανδρέου εκυκλοφόρησε προκήρυξη με βιαιότατο κατηγορητήριο κατά της
δικτατορίας. Τότε συνελήφθη (για τρίτη φορά) και εξορίσθηκε πρώτα στα
Κύθηρα και κατόπιν στην Ανδρο κι έμεινε εκεί μέχρι τον πόλεμο. Ο Γ.
Παπανδρέου δεν συμβιβάσθηκε με τον δικτάτορα, κι είναι χαρακτηριστικά
αυτά που έγραφε ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του, τον Φεβρουάριο του 1938: «...0
κλονισμός τον Ιανουαρίου προήερχετο από την αμφιβολία του κόσμου αν η
κυβέρνησις είχε την εσωτερικήν δύναμιν να επιβληθεί, ή μήπως εμποδίζεται
από την Αυλήν... Αλλά Σοφούλης και Παπανδρέου, θέλουν να
εξακολουθήσουν, κι έβγαλαν σήμερα μίαν απάντησιν υβριστικήν. Λοιπόν, ο
Παπανδρέου εστάλη μακρύ ά...».
Με την κήρυξη του πολέμου, ο
Γ. Παπανδρέου έστειλε μια επιστολή στον Μεταξά. Πρόκειται για ένα
ιστορικό ντοκουμέντο, που έρχεται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα, και
μας το παρεχώρησε ο αφοσιωμένος συνεργάτης του ηγέτη του Κέντρου, ο κ.
Ανδρ. Μοθωνιός. Με ημερομηνία 28-10-40, ο Γ. Παπανδρέου από την Ανδρο,
γράφει στον Μεταξά:
«Κύριε Πρόεδρε, είμαι βαθύτατα συγκεκινημένος από τη σημερινή
απόφασιν της Ελλάδος να επαναλάβη εναντίον των βαρβάρων το θαύμα του
Μαραθώνος. Πιστεύω ακραδάντως, ότι ο άγων θα είναι νικηφόρος. Αλλά και
πιστεύω ακόμη, ότι η ηρωική απόφασις του Εθνους, λαμβανομένη ευτυχώς εις
μίαν κρίσιμον καμπήν του παγκοσμίου πολέμου, κατά την οποίαν πολλοί
αποφάσεις φαίνονται μετέωροι, είναι προορισμένη ν' αφήσει αποφασιστικήν
επίδρασιν ακόμη και διά την τελικήν αυτού έκβασιν, διά την οριστικήν
επικράτησιν του Ανθρωπισμού και της ελευθερίας. Ο αγών είναι ιερός και
πρόκειται να κρίνει, διά μακρούς αιώνας του μέλλοντος, την τύχην του
Έθνους. Κάτω από την σημαίαν του οφείλουν να ταχθούν όλοι ανεξαιρέτως
οι Έλληνες. Θέτω τον εαυτόν μου εις την διάθεσιν της Πατρίδος διά πάσαν
υπηρεσίαν. Μετά τιμής Γ. Παπανδρέου...».
Η σύλληψη
Ο Μεταξάς, όμως, δεν θέλησε
να αφήσει τον πολιτικό ηγέτη ελεύθερο ούτε του επέτρεψε να τεθεί «στη
διάθεση της Πατρίδος», όπως ο ίδιος ζητούσε. Στο επιστολόχαρτο του
Παπανδρέου, ο αρμόδιος κυβερνητικός υπάλληλος έχει σημειώσει από κάτω:
«Εντολή κ. προέδρου, ετηλεφώνησα αυτώ, ευχάριστων»... Τίποτε άλλο.
Ευθύς μετά την επάνοδο του στην Αθήνα,
τον Νοέμβριο του 1940, ο Γ. Παπανδρέου αποκατέστησε επαφή με στελέχη
του πολιτικού κόσμου και ιθύνοντες κοινωνικούς παράγοντες, καθώς και με
εκπροσώπους των διαφόρων κινήσεων δυναμικής αντιστάσεως κατά του ξένου
κατακτητού. Οι κινήσεις του και η όλη δραστηριότητα του δεν διέφυγαν της
προσοχής των ιταλικών αρχών κατοχής, οι οποίες τον Φεβρουάριο του 1942
διέταξαν τη σύλληψη του. Ο Γ. Παπανδρέου συνελήφθη στο γραφείο που
διατηρούσε επί της οδού Θεμιστοκλέους, οδηγήθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ»
και ετέθη σε απομόνωση. Κάθε πρωί ξυπνούσε από την ομοβροντία του
εκτελεστικού αποσπάσματος, η οποία ακουγόταν στη γερμανική πτέρυγα των
φυλακών, όπου οι ναζί εκτελούσαν Ελληνες πατριώτες.
Οι Ιταλοί άρχισαν να τον
ανακρίνουν πιεστικά, επιδιώκοντας να του αποσπάσουν πληροφορίες για την
όλη αντιαξονική κίνηση στην Ελλάδα, ιδίως στις ανώτερες σφαίρες.
Κάποια ημέρα ο Ιταλός ανακριτής του τον ρώτησε πώς βλέπει την έκβαση
του πολέμου. Και ο Γ. Παπανδρέου, με τη γνωστή δηκτικότητα του
πνεύματος του, απήντησε: «Η θέσις της Ελλάδος είναι δεδομένη. Υπάρχει
ελπίς, μετά το τέλος του πολέμου, να είναι με τους νικητάς. Αδιανόητος
είναι η θέσις της Ιταλίας...».
Ο Ιταλός αξιωματικός εξεπλάγη:
— Γιατί το λέτε αυτό;
Και ο Γ. Παπανδρέου
απήντησε: «Εις πάσαν περίπτωσιν, η Ιταλία θα είναι με τους ηττημένους.
Διότι και εάν υποθέσωμεν ότι ήθελον ηττηθή οι Σύμμαχοι, ουδέποτε οι
Γερμανοί θα δεχθούν τους Ιταλούς συνεταίρους εις την νίκην...». Κι ο
Ιταλός ανακριτής έμεινε άναυδος!
Ο Παν. Κανελλόπουλος
Ο Παν. Κανελλόπουλος, ύστερα από
πολλές ταλαιπωρίες, αφού το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» τον εκτόπισε
σε διάφορα μέρη, βρέθηκε τελικά στην Κάρυστο. Εκεί, στην εξορία του, οι
αρχές έδιναν άδεια να τον επισκεφθούν ελάχιστες φορές μόνο μερικοί
στενοί του φίλοι: Ο Άγγελος Σικελιανός και ο Κων. Τσάτσος με τη σύζυγο
του, Ιωάννα.
Έγραφε ο Παν. Κανελλόπουλος: «...
Εκεί, στην τελευταία φάση της εξορίας μου, είχε μέσα μου παγιωθεί η
σκέψη ότι έρχεται ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, και ότι η Ελλάς δεν μπορούσε,
παρά να εμπλακεί.
Τον Ιούνιο
του 1939 έστειλα ένα μακρότατο υπόμνημα με τις σκέψεις μου αυτές, στον
ίδιο τον Μεταξά. Και το έκανα, γιατί φοβόμουνα πως η φασιστική
κατεύθυνση που είχε το πνεύμα του μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια στάση,
που θα εξέθετε την Ελλάδα. Το υπόμνημα αυτό ανέφερε ρητά ότι ο πόλεμος
ήταν αναπόφευκτος, ότι η Ελλάδα θα εμπλακεί και πρέπει να
προετοιμαστούμε γι' αυτή την εμπλοκή. Έγραφα ακόμη, πως "Κι αν ολόκληρη
την ηπειρωτική Ευρώπη καταλάβει ο Άξων, τελικά θα συντριβεί". Μια φράση
που γράφηκε τρεις μήνες, πριν εκραγεί ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν είχα
απάντηση, βέβαια. Με την καταβύθιση της "Έλλης" έστειλα ένα άλλο
υπόμνημα, στο οποίο έλεγα πως όχι μόνο επίκειται επίθεση του Μουσολίνι,
αλλά και ότι "δεν αποκλείεται ευνοϊκή εξέλιξη στην αντίσταση μας κατά
των Ιταλών".
Ήταν κι
αυτή μια δεύτερη πρόβλεψη, βασισμένη όχι μόνο στην καρδιά μου, που
έλεγε πως οι προϋποθέσεις του αγώνα στη Β. Ηπειρο και στην Αλβανία ήταν
τέτοιες που οι Έλληνες θα μπορούσαν να κρατήσουν και να αντισταθούν
επιτυχώς. Όταν έστειλα αυτό το υπόμνημα, μου ανακοινώθηκε - όχι βέβαια
από τον ίδιο τον Μεταξά, άλλα από το γραφείο του - ότι το έλαβε και το
διάβασε. Αυτό με καθησύχασε, γιατί κατάλαβα ότι και ο ίδιος κινείται
στις ίδιες σκέψεις. Όχι ως προς την δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας,
γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως ο Έλληνας φαντάρος μπορούσε να
αντισταθεί στις μηχανοκίνητες ορδές του σιδηρόφρακτου δικτάτορα της
Ιταλίας, αλλά τουλάχιστον είχε πάρει την απόφαση για την αντίσταση...».
Κι
ο Παν. Κανελλόπουλος συνέχιζε: «Η 28η Οκτωβρίου με βρήκε στην Κάρυστο.
Έστειλα αμέσως τηλεγράφημα, ζητώντας να μου επιτραπεί να επιστρέψω.
Γιατί δεν ήταν νοητό να μένω στην εξορία τη στιγμή που η Ελλάς είχε
εμπλακεί σ' έναν τέτοιο πόλεμο. Επίσης, ήθελα να καταταγώ
εθελοντής...». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παν. Κανελλόπουλος πήγε
πράγματι στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, ως απλός φαντάρος, και σε
επιτελικό γραφείο βρέθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1941, όταν μια
διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, την οποία προκάλεσε το υπουργείο
Ασφαλείας, έλεγε στο διοικητή της Μεραρχίας, όπου υπηρετούσε ο
Κανελλόπουλος, να τον στείλουν στην Κορυτσά, επειδή φοβήθηκαν ότι θα
έκανε πολιτική προπαγάνδα στους συναδέλφους του στρατιώτες.
Γ. Καφαντάρης
Στην εξορία
βρισκόταν κι ο Ανδρ. Μιχαλακόπουλος με πυρετό μετά τη σύλληψη του, που
θα κατέληγε σε πραγματική δολοφονία με το θάνατο του από πνευμονία.
Στα ξερονήσια
βρισκόταν και ο Γ. Καφαντάρης, που δεν δέχθηκε καμιά επαφή με το
καθεστώς του Μεταξά, όταν επέστρεψε από την τριετή εκτόπιση του. Σε
όσους τον ρωτούσαν σχετικά με τον πόλεμο, έλεγε: «Είναι ευτύχημα ότι
βρέθηκε ο Μεταξάς στην κυβέρνηση την 28-10-40. Όποιος άλλος και εάν
βρισκόταν στη θέση του, ο Μεταξάς θα αντέδρα διαφορετικά. Ήταν ο μόνος
που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ. Δεν ξέρω τι θα έλεγε, ακόμα, και στην
κυβέρνηση ευρισκόμενος, εάν ο Μουσολίνι, αντί να του αναγγείλει ότι
διέταξε την είσοδο των στρατευμάτων του στη χώρα μας, του άφηνε κάποιο
περιθώριο να διαπραγματευθεί για να διατηρήσει το καθεστώς του και τη
νεολαία του έστω σε μια γωνιά της χώρας, έστω κάτω από την Πρέβεζα.
Ο Μουσολίνι όμως δεν του άφησε κανένα περιθώριο, και η απάντησις που δόθηκε από τον Μεταξά ήταν απάντηση απελπισίας...».
Στ. Σαράφης
Ο στρατηγός Στέφ. Σαράφης,
αναφερόμενος στον πόλεμο του '40, έγραφε ότι «έπρεπε να σχηματιστεί μια
οικουμενική κυβέρνηση, όπως έγινε σ' όλα σχεδόν τα κράτη, να
επιστρατευθούν όλα τα ικανά στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη, να γίνει
ένας πραγματικός συναγερμός του Έθνους, να χρησιμοποιηθούν όλες οι
ικανότητες και να γίνει πόλεμος εθνικός...».
Ο Ηλίας Τσιριμώκος
υπηρέτησε σε μια μονάδα στην Κορυτσά, με ειδικότητα οδηγού, χωρίς να
ξέρει να... σωφάρει! Ο σοσιαλιστής ηγέτης αφηγείτο κάποτε: «Είχα
ζητήσει να πάω εθελοντής στο Μέτωπο. Αλλά βρήκαν πως ήμους κάπως μεγάλος
και, για να με αφήσουν να καταταγώ, σκέφτηκαν αυτή τη λύση». Με το ίδιο
αυτό στρατιωτικό αμπέχωνο θ' ανέβαινε αργότερα στο Βουνό ο Τσιριμώκος
σαν ένας από τους συνιδρυτές του ΕΑΜ.
Ο Γεώργ. Καρτάλης
έγραφε στα πεπραγμένα του: «Διά της από 2.11.40 επιστολής μου, εζήτησα
από τον τότε Πρόεδρον της Κυβερνήσεως να καταταχθώ εις το στράτευμα ως
εθελοντής και χρησιμοποιηθώ εις υπηρεσίαν του μετώπου. Και πράγματι,
κατετάγην, υπηρέτησα δε, μέχρι τέλους των επιχειρήσεων , μετά την
αναγκαίαν εκπαίδευσίν μου, εις τον 10ον Λόχον του Α’ Συντάγματος αντιαεροπορικού πυροβολικού...».
Σ. Βενιζέλος
Ο Σοφ. Βενιζέλος το 1940 βρισκόταν στην Αμερική. Το
πρωί της 28ης Οκτωβρίου μετέβη στο Ελληνικό Προξενείο της Ν. Υόρκης
και έστειλε στον Μεταξά το ακόλουθο μήνυμα: «Κατά τας κρίσιμους ταύτας
στιγμάς, τας οποίας διέρχεται η Πατρίς μας, νομίζω ότι έχω εθνικόν
καθήκον να σας δηλώσω πόσον εκτιμώ την ανδρικήν στάσιν της υμετέρας
Κυβερνήσεως έναντι των γεγονότων άτινα
απειλούν την χώραν και να σας προσθέσω ότι τάσσομαι ανεπιφυλάκτως εις
την διάθεσιν της Κυβερνήσεως, διότι φρονώ ότι υπέρποτε άλλοτε, ο τόπος
έχει ανάγκην εθνικής ενώσεως, όπως αποτελεσματικώτερον αντιμετωπίσει
τον εξωτερικόν κίνδυνον...».
Νίκος Ζαχαριάδης
Τις μέρες εκείνες, το ραδιόφωνο μετέδιδε και οι εφημερίδες δημοσίευαν το γράμμα του αρχηγού του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη,
που βρισκόταν απομονωμένος στις φυλακές της Κέρκυρας, για να τον
μεταφέρουν με την κήρυξη του πολέμου στα κρατητήρια της Γεν. Ασφαλείας.
Ο Ν. Ζαχαριάδης έγραφε: «Ο
φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και
ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι
οι Έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας
ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα
έθνος, που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει αψηφώντας τους κινδύνους
και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας
διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό
του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε
ρεματιά, το κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, ή με κάθε πόλη, σπίτι με
σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Κάθε
πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα.
Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη.
Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα
πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της
λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' έναν
πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό. Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση
του, και η νίκη θά 'ναι της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι
όλου του κόσμου, στέκουν στο πλευρό μας...».
Παράλληλα,
οι κρατούμενοι κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί στις φυλακές και στα
ξερονήσια, με υπομνήματα και επιστολές, ζήτησαν να σταλούν στο Μέτωπο
να πολεμήσουν τους επιδρομείς, αλλά η μεταξική κυβέρνηση έδωσε αρνητική
απάντηση. Ανάλογη στάση τήρησε και προς τους αποτάκτους δημοκρατικούς
αξιωματικούς..
Του Γ.Α. ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗ
Ανατύπωση των άρθρων από την
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
Παιδιά της Ελλάδος
παιδιά
Σοφία Βέμπο
Στίχοι: Μίμης Τραϊφόρος
Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Μέσ’ στους δρόμους
τριγυρνάνε
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά
οι μανάδες και κοιτάνε
ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν
στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για `κείνους που `χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει,
ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει,
κάθε πόνο της ας κάψει,
κι ας ευχόμαστε:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε
και για κάποιον ξενυχτούνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια τίμια Ελληνοπούλα,
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες.
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε παιδιά
Τα διαβάσαμε εδώ :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου