Αρά
Γκιουλέρ: Το μάτι της Κωνσταντινούπολης
Ο Ara Güler που το
πραγματικό του όνομα ήταν Αράμ Terteryan ( Αρμενικά : Արա Գյուլեր )
γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1928 και απεβίωσε στις 17 Οκτωβρίου 2018. Ηταν ένας
Αρμένιος-Τούρκος φωτορεπόρτερ , με το παρατσούκλι «το μάτι της
Κωνσταντινούπολης» ή «ο φωτογράφος της Κωνσταντινούπολης» και ήταν ένας από
τους λίγους διεθνώς αναγνωρισμένους φωτογράφους της Τουρκίας.
Ο Γκιουλέρ γεννήθηκε στο
Beyoğlu , Κωνσταντινούπολης το 1928 στο αρμένιους γονείς. Σπούδασε στο τοπικό
Γυμνάσιο Αρμενίων του Getronagan . Ο πατέρας του Ιδιοκτήτης φαρμακείου στη λεωφόρο Istiklal , είχε
έναν ευρύ κύκλο φίλων από τον κόσμο της τέχνης της εποχής εκείνης. Η πρώιμη επαφή
του Ara Güler με αυτόν τον κόσμο τον ενέπνευσε να ξεκινήσει μια καριέρα στον
κινηματογράφο. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, εργάστηκε σε
κινηματογραφικά στούντιο και παρακολούθησε μαθήματα δράματος που δίδασκε ο
Muhsin Ertuğrul , ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού θεάτρου. Ωστόσο, εγκατέλειψε
τον κινηματογράφο υπέρ της δημοσιογραφίας, και εντάχθηκε στο προσωπικό της
εφημερίδας Yeni Istanbul ως φωτορεπόρτερ το 1950. Ταυτόχρονα σπούδαζε
οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης .
Ο διάσημος τούρκος
φωτογράφος που έχει απαθανατίσει από τον Χίτσκοκ μέχρι τον Πικάσο και από τον
Ερντογάν μέχρι τη Σοφία Λόρεν ήταν ένας σπουδαίος ποιητής του φακού που σε
έκανε να βλέπεις χιλιάδες χρώματα μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες του.
Ο θρυλικός τούρκος φωτογράφος
Αρά Γκιουλέρ έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 90 ετών. Ο μύθος θέλει
τους πραγματικά σπουδαίους φωτογράφους να φεύγουν πάντα πλήρεις ημερών, ίσως
επειδή αυτή η αέναη εκγύμναση μυαλού και βλέμματος να παρατείνει τη διαμονή
τους σε αυτόν τον παράξενο κόσμο.
Τον αποκαλούσαν «Eye of
Istanbul» (To μάτι της Κωνσταντινούπολης), έτσι ήταν γνωστός στον κόσμο του
φωτορεπορτάζ επειδή κατόρθωσε να συλλάβει με τον φακό του την καθημερινή ζωή
της πολύβουης αυτής πόλης, μέσα από τα ασπρόμαυρα κάδρα του. Η κληρονομιά του
Γκιουλέρ αποτυπώνει την Τουρκία από τη δεκαετία του '50 ως τη δεκαετία του '70,
πάντα με την Κωνσταντινούπολη να έχει εξέχουσα θέση.
Σύνθετος χαρακτήρας,
οξυδερκής και πνευματώδης παρατηρητής, έγινε γνωστός για την αποτύπωση της ζωής
των ανθρώπων και των σημαντικών ιστορικών γεγονότων μετά τον Β' Παγκόσμιο
Πόλεμο. Έκανε διεθνή καριέρα για περισσότερα από εξήντα χρόνια και έχει
δημιουργήσει περισσότερες από ένα εκατομμύριο φωτογραφίες. Ήταν εξίσου καλός
και στην αποτύπωση των καθημερινών, ανθρώπινων στιγμών, αλλά και στα πορτρέτα
διάσημων προσωπικοτήτων. Ο Πάμπλο Πικάσο, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, η Σοφία Λόρεν, η
Μαρία Κάλας, ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ήταν μερικές μόνο από
τις προσωπικότητες που χάρισαν στον Γκιουλέρ μία αξέχαστη πόζα τους.
Το δαιδαλώδες αρχείο του
δεν άνοιξε ποτέ σε μελετητές, αλλά παραμένει στοιβαγμένο σε κουτιά στο γραφείο
του. Άλλη μία απόδειξη ότι ο Γκιουλέρ ήταν ένας ποιητής, και όχι ένας
μαθηματικός της εικόνας. Άφηνε τα πράγματα στην τύχη και δεν τον ενδιέφερε η
υστεροφημία του, όσο το εδώ και τώρα.
Ο Γκιουλέρ λάτρεψε τους
απλούς ανθρώπους της Κωνσταντινούπολης και τους φωτογράφισε με έναν μοναδικό
τρόπο, σαν να ήταν εξίσου σημαντικοί με την Κάλας και τον Πικάσο.
«Το να είσαι κάτοικος της
Κωνσταντινούπολης είναι στάση και τρόπος ζωής. Γιατί η Κωνσταντινούπολη υπήρξε
το κέντρο και το χωνευτήρι τριών αληθινών αυτοκρατοριών. Δεν μοιάζει με καμία
άλλη πόλη του κόσμου. Είναι κρίμα που οι νεότερες γενιές δεν μπορούν να νιώσουν
αυτόν τον τρόπο ζωής που έχει χαθεί» είχε πει χαρακτηριστικά.
Η καριέρα του Γκιουλέρ ως
φωτορεπόρτερ ξεκίνησε το 1950 στην ημερήσια εφημερίδα Yeni ενώ συνέχισε στην
Hurriyet. To 1958 έγινε ανταποκριτής στην Τουρκία για το περιοδικό Time-Life
και στη συνέχεια συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες όπως το Stern, το
Paris March και οι Sunday Times του Λονδίνου.
To 1961 έγινε επικεφαλής
του τμήματος φωτογραφίας του αραβικού περιοδικού Hayat. Την ίδια χρονιά
προσελήφθη από το κορυφαίο πρακτορείο Magnum. Ο Αρά Γκιουλέρ ήταν ο πιο γνωστός
τούρκος φωτογράφος και ο πρώτος Τούρκος που έγινε μέλος της Αμερικανικής Ένωσης
Φωτογράφων.
Πέρα και πάνω απ' όλα, σε
έκανε να βλέπεις χιλιάδες χρώματα μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες του.
Σε μία εποχή κατά την
οποία όλοι έχουν γίνει «φωτογράφοι» του Instagram, καλό είναι, πότε πότε, να
ανατρέχουμε σε τόσο σπουδαίους δημιουργούς. Για επιστροφή στην ταπεινότητα,
αλλά και για έμπνευση.
Από
τον Ωνάση και την Κάλλας στον Πικάσο
Το 1958 ο Αρά Γκιουλέρ
έγινε ο πρώτος ανταποκριτής του αμερικανικού Τime Life στην Εγγύς Ανατολή. Ήταν
παρών στα μεγαλύτερα πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα. «Φωτογράφισα τη Μελίνα
Μερκούρη όταν ήρθε στην Πόλη για τα γυρίσματα του "Τop Κapi". Ήμουν
στην παραγωγή της ταινίας και έκανα όλες τις εξωτερικές φωτογραφίσεις», έλεγε.
«Ζήτησαν ειδικά εσάς γι΄ αυτήν την ταινία;», τον ρώτησε ο δημοσιογράφος με
θαυμασμό. «Τι νομίζεις; Ήμουνα πολύ γνωστός. Όλοι με ήξεραν!», απάντησε αμέσως,
λέγοντάς ότι και ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν φίλος του. Θυμήθηκε τη δεκαετία του
΄50 όταν ο Ωνάσης είχε έρθει στην Πόλη με το σκάφος του και τον κυνηγούσε για
φωτογράφηση. Κατάφερε να τραβήξει τη φωτογραφία της Μαρίας Κάλλας την ώρα που
έβαζε το κραγιόν της στο σκάφος και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Ουίνστον
Τσώρτσιλ με γυρισμένη την πλάτη. Τότε τον είδε ο Ωνάσης και του φώναξε από
μακριά. «Έλα το βράδυ, θα είναι εδώ και ο Αντνάν Μεντερές». Το βράδυ τον
περίμεναν πραγματικά όπως του υποσχέθηκε ο Ωνάσης. Έτσι τον γνώρισε.
Ακόμη και τον Τσάρλιν Τσάπλιν
είχε κυνηγήσει. Περίμενε έξω από το σπίτι του στην Ελβετία μέρες πολλές μέσα
στο κρύο και το χιόνι. Τελικά, η σύζυγος του Τσάπλιν τον κάλεσε στο σπίτι για
τσάι και του εξήγησε πως ο μεγάλος σταρ του σινεμά δεν θέλει πια να βγάλει
φωτογραφία για να μην τον θυμάται κανείς παράλυτο. Μετά τον Τσάπλιν, κυνήγησε
τον Πικάσο. Φωτογράφισε την καθημερινότητα του μεγάλου ζωγράφου μέσα σε
τέσσερις μέρες, το 1971. «Παντού πίνακες πεταμένοι», θυμάται ο Αρά Γκιουλέρ.
Σαν να ήταν ασήμαντοι. Ζήτησε να τον φωτογραφίσει εκεί όπου ζωγραφίζει. Τότε ο
Πικάσο τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο μισοσκότεινο και από ΄κεί σε ένα πιο
σκοτεινό. Εκεί ζωγράφιζε, στο σκοτάδι. Περνούσε μέσα από το δικό του φίλτρο
αυτά που έβλεπε έξω και απομονωνόταν για να τα ζωγραφίσει. Την τελευταία μέρα ο
Πικάσο άρχισε να ζωγραφίζει σε ένα λευκό χαρτί και τον ίδιο τον Αρά Γκιουλέρ.
«Δεν το πίστευα ότι με ζωγράφιζε ο μεγαλύτερος ζωγράφος του κόσμου», λέει ο
Γκιουλέρ. Τον γνώρισε από πολύ κοντά. Τον φώναζε «Τούρκο Τούρκο». Θυμάται ακόμη
ότι ο Πικάσο προτιμούσε να κάνει τις μικρές πληρωμές του με επιταγές, επειδή
ήξερε ότι οι περισσότεροι δεν τις εξαργύρωναν μόνο και μόνο για να έχουν την
υπογραφή του μεγάλου ζωγράφου!
Μια
συνέντευξη
Αρά
Γκιουλέρ : «Τα είδα όλα στα Σεπτεμβριανά. Ντροπή, μεγάλη ντροπή»
Ο Αρά Γκιουλέρ, ένας από
τους μεγαλύτερους φωτορεπόρτερ του κόσμου, κατέγραψε την ιστορία του τελευταίου
μισού αιώνα με τη Λάικά του
«Τα είδα όλα στα
Σεπτεμβριανά. Ντροπή, μεγάλη ντροπή».
Το Πέραν, ο Γαλατάς, ο
Κεράτιος αλλά κυρίως η καθημερινή ζωή σε μια Κωνσταντινούπολη όπως δεν την
έχουμε ξαναδεί, ζωντανεύουν με το βλέμμα του διάσημου Τούρκου φωτογράφου Αρά
Γκιουλέρ, στο λεύκωμα «Στην Πόλη» με κείμενο (στα ελληνικά) του νομπελίστα
συγγραφέα Ορχάν Παμούκ.
Ο Ορχάν Παμούκ μπορεί και
να οφείλει, ως έναν βαθμό, το Νόμπελ Λογοτεχνίας που του απονεμήθηκε στον
φωτογράφο Αρά Γκιουλέρ. Γιατί το Νόμπελ συνέπεσε με την έκδοση του βιβλίου του
«Ιστανμπούλ». Και το βιβλίο αυτό δεν θα μπορούσε να έχει γραφεί, αν ο Παμούκ
δεν είχε σκύψει και κοπιάσει πάνω από τα αρχεία του μεγάλου καλλιτέχνη.
«Αυτή η κινητικότητα,
αυτός ο πλούτος που αισθάνθηκα όταν εργαζόμουν στο αρχείο του Αρά Γκιουλέρ,
αυτή η ατμόσφαιρα που μου φαινόταν τόσο κοντινή, λες και ήταν ένα κομμάτι του
εαυτού μου, και κάποτε τόσο αλλόκοτη, αυτή η πολύ ξεχωριστή υφή, όλες αυτές οι
εικόνες που συνδυάζουν τη δυναμικότητα της πόλης με τη μελαγχολία της είναι και
οι δικές μου αναμνήσεις», γράφει στο κείμενο που συνοδεύει την πολυτελή έκδοση
«Αρά Γκιουλέρ. Στην Πόλη» που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε αρκετές ευρωπαϊκές
χώρες- όχι όμως και στην Τουρκία.
Κάπου 150 ασπρόμαυρες
φωτογραφίες με εικόνες από το Γαλατάσαραϊ, το Εμίνονου, το Μπέιογλου (Πέραν),
το Ουσκούνταρ (Σκούταρι), το Κούμκαπι (Κοντοσκάλι), το Καράκιοϊ. Άνθρωποι που
βγαίνουν από τρένα, που πηδούν σε βάρκες, μια μεγάλη γυναίκα στην αποβάθρα που
δίνει ένα γράμμα σε ναυτικό που βγάζει το χέρι του μέσα από φινιστρίνι για να
το πάρει, ρούχα απλωμένα στον δρόμο, μπροστά από ξύλινα οθωμανικά σπίτια,
άνθρωποι του μόχθου με τη ζωή χαραγμένη στο πρόσωπο, τέσσερις δεκαετίες
φωτογραφίες- από το 1940 μέχρι το 1980- κυρίως όμως των δεκαετιών του ΄50 και
του ΄60, από μια Κωνσταντινούπολη που μένει μετέωρη ανάμεσα σε Ανατολή και
Δύση, ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντέρνο κόσμο, μια Κωνσταντινούπολη που,
σε μεγάλο βαθμό, δεν υπάρχει πια. «Είμαι δημοσιογράφος, όχι φωτογράφος»,
συνηθίζει να λέει σεμνά ο Αρά, αλλά οι εικόνες τον διαψεύδουν. Είναι και
δημοσιογράφος, είναι όμως πρώτα απ΄ όλα ένας μεγάλος καλλιτέχνης.
«Οι φωτογραφίες του Αρά
Γκιουλέρ είναι εξαιρετικά ποιητικά τεκμήρια που δείχνουν ότι οι άνθρωποι και το
τοπίο, η δύναμη του παρελθόντος και το απρόοπτο της καθημερινότητας είναι
κομμάτια του ίδιου ασπρόμαυρου ιστού και της ίδιας πολύπλοκης ενότητας», λέει ο
Ορχάν Παμούκ. Ποιος να τον διαψεύσει;
«Είμαι οπτικός ιστορικός,
στην πραγματικότητα εμείς οι φωτορεπόρτερ είμαστε οι πιο σημαντικοί ιστορικοί»,
μου λέει ο Αρά Γκιουλέρ, ζωντανός θρύλος για την Πόλη. Είναι ένας από τους
μεγαλύτερους φωτορεπόρτερ του κόσμου και κατέγραψε την ιστορία του τελευταίου
μισού αιώνα με τη Λάικά του.
Τον συνάντησα στο «Καφέ
Αρά», την καφετέρια που διατηρεί στο κέντρο της Ιστικλάλ. Στα 82 του τώρα,
αρχειοθετεί φωτογραφίες του για να τις παραδώσει στις επόμενες γενιές. «Είχα
πάει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄50», μου λέει. Η τελευταία
φορά ήταν πριν από έξι χρόνια στην Καβάλα, όταν Έλληνες φωτογράφοι επισκέφθηκαν
την Τουρκία και Τούρκοι επισκέφθηκαν, αντίστοιχα, την Ελλάδα.
Ύστερα από μισό αιώνα
δουλειά απολαμβάνει τώρα τα αποτελέσματά της. «Αυτήν τη στιγμή είναι σε εξέλιξη
τρεις εκθέσεις μου. Στη Νυρεμβέργη, στο Αμβούργο και στη Λισαβώνα. Στη Λισαβώνα
με κάλεσαν να πάω, αλλά δεν πάω. Πουθενά πλέον δεν πηγαίνω. Ακόμη κι αν με
καλέσουν να πάω στην Αμερική να με κάνουν πρόεδρο, δεν πάω», μου λέει γελώντας.
Οι ιστορίες του είναι
ατέλειωτες. Άρχισε φωτογραφίζοντας την Πόλη και τους ανθρώπους της. «Εγώ
φωτογραφίζω μόνο ανθρώπους, ποτέ τοπία», μου εξηγεί. Φωτογράφισε τον Ναζίμ
Χικμέτ μόλις αποφυλακίστηκε, αλλά λίγο αργότερα αναγκάστηκε να κάψει τις
φωτογραφίες φοβούμενος μήπως τις ανακαλύψουν οι αρχές. Με τη Λάικά του
κατέγραψε και τα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955 όταν είχαν κάψει
τα σπίτια και τα μαγαζιά των Ρωμιών. «Τα είδα όλα εκείνη τη μέρα. Ντροπή, μεγάλη
ντροπή», μου λέει. Θυμάται το πιάνο που ετοιμάζονταν να ρίξουν από τον πρώτο
όροφο. «Περιμένετε να ρυθμίσω τη μηχανή», τους είπε και μόλις ήταν έτοιμος τους
έδωσε το σύνθημα. Τράβηξε τη φωτογραφία όταν το πιάνο ήταν στον αέρα.
Φωτογράφισε ανθρώπους να αφήνουν τα δικά τους ρούχα στα μαγαζιά και να φεύγουν
φορώντας καινούργια. Είδε κάποιον να φεύγει φορώντας έξι παλτά, το ένα πάνω στο
άλλο. «Ήταν όλα δουλειά του Μεντερές», λέει ο Αρά Γκιουλέρ.
Πηγή :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου