-->

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ : Ο «Αρχάγγελος» ολόκληρης της Ελλάδας




ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ :

Ήταν κάτι παραπάνω από τη φωνή της Κρήτης


Ήταν κάτι παραπάνω από τη φωνή της Κρήτης, «Αρχάγγελο» τον χαρακτήρισαν, ήταν η φωνή ολόκληρης της Ελλάδας, σε εποχές σκοτεινές και δύσκολες.

Ακόμα και σήμερα, 34 χρόνια από τον θάνατό του (8/2/1980) το ηχόχρωμα της φωνής του συνεγείρει και διαπερνά τις συνειδήσεις. 

Ο Νίκος Ξυλούρης ανήκει στην ακριβή χορεία των τραγουδιστών που δεν πατούσε σε νότες, αλλά σε καρδιές.

Δεν τραγούδησε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» ή το «Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί», τα ερμήνευσε και τα βίωσε προσωπικά. Ήταν κομμάτι των λαϊκών αγώνων, ζυμώθηκε από αυτούς και τους εξέφρασε με το ταλέντο της φωνής του.

Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν.

Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.

Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του.

Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.

Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του.

Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ' Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ' όλη την Κρήτη.

Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο.

Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του.

Έχει ν' αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι.

Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά - σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.

Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται.

Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ.

Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ. Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται.

Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές!

Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ' ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ' όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα.

Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ' όλη την Ελλάδα.






 "Ο πατέρας μου βρίσκεται παντού. Στα τραγούδια, στα όνειρα και στις προσευχές μας" 
λέει η Ρηνιώ του.

Η μικρή Ρηνιώ και ο μπαμπάς της Νίκος Ξυλούρης

Σαν σήμερα, πριν από 34 χρόνια, στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, ο θεός έβαλε σημάδι ένα διαλεχτό παλικάρι από τα Ανώγεια... τον Αρχάγγελο της Κρήτης, Νίκο Ξυλούρη. Σήμερα τον θυμόμαστε μέσα από τις αναμνήσεις της κόρης του.


Γράφει η Αιμιλία Πανταζή...

Ο αγώνας με τον καρκίνο είχε ξεκινήσει για τον Νίκο Ξυλούρη. Λίγο πριν την οριστική κατάρρευση, οι γιατροί είχαν συστήσει περπάτημα... Πήρε την κόρη του Ρηνιώ από το χέρι μια αυγουστιάτικη νυχτιά στο Πόρτο Ράφτη και βάλθηκαν να χαζεύουν το φεγγάρι...

- Με αγαπάς Ρηνάκι μου; κι εγώ πήρα φόρα.

- Σ' αγαπώ, μα...

- Τι μα παιδί μου...

- Να, σκέφτομαι ήταν ανάγκη να αρρωστήσεις για να είμαστε συνέχεια μαζί;

- Ήμουνα πάντα μαζί σου, ήμουν και όταν εσύ δεν με θωρούσες, θα είμαι και όταν δεν θα υπάρχω επαέ.

Στη φράση "Δεν θα υπάρχω" πεισματικά δεν έδωσα την διάσταση που έπρεπε και συνέχισα...

- Δεν είναι αλήθεια. Πιο μεγάλη σημασία για σένα έχουν οι πρόβες, τα στούντιο, οι δίσκοι και οι συναυλίες. Εκείνος με κοίταζε στα μάτια και μην μπορώντας να μου βγάλει με τα λόγια από το μυαλό το παράπονο, άρχισε να μου τραγουδά...

"Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά. Αν με πίστευες λιγάκι θα ήταν όλα αληθινά...".

Αμέσως γαλήνεψα, χώθηκα στην αγκαλιά του και εκείνος συνέχισε να τραγουδά, μόνο για μένα, αποκλειστικά για μένα. Σ' αγαπώ, του ψιθύρισα μέσα από τα δόντια μου, μισομουτρωμένα, μισό-ένοχα, γιατί το "σ΄αγαπώ" έπρεπε να είχε δίπλα και το "συγνώμη".

Κάτι όμως που δεν το έλεγε εύκολα ένα κορίτσι 12 ετών, που ήταν μες την αντίδραση.

Εκείνη τη νύχτα είπαμε πολλά, καταθέσαμε ο ένας στον άλλον τις ψυχές μας.

Σήμερα θα του έλεγα συγγνώμη με το υπόλοιπο στιχάκι του τραγουδιού:

"Δίχως την δική σου αγάπη, γρήγορα περνάει ο καιρός, δίχως την δική σου αγάπη, είναι ο κόσμος πιο μικρός".

Πηγή: "Λεύκωμα με ανέκδοτες φωτογραφίες του Νίκου Ξυλούρη", εκδόσεις Victory Media Α.Ε

Όλο το αφιέρωμα στην ζωή και το έργο του στην σελίδα www.fb.com/festivalaki.gr


ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
και  GEORGE HARRISON

Μια τρυφερή ιστορία
Την ιστορία διηγείται ο σκηνοθέτης Α. Δοξιάδης





ΓΡΑΦΕΙ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΖΑΚΗ

Στις 29 Νοεμβρίου 2001 έκλεισαν δεκάξι χρόνια από τον θάνατο του George Harrison, του δεύτερου από τους Beatles που πέθανε, ύστερα από τη φρικτή δολοφονία του John Lennon. Παλιότερα θυμόμουν καμιά φορά την επέτειο, αν και εδώ και χρόνια όχι. Αλλά μου τη θύμισε κάτι που κοίταζα γι αυτόν στο διαδίκτυο, που με έκανε να αναζητήσω τα τραγούδια του και να τα ξανακούσω.

Την ανάμνηση που ακολουθεί την κουβαλώ από το 1979, ως κάτι ακριβό, δικό μου. Την έχω διηγηθεί μόνο σε στενούς φίλους. Δεν θα την έγραφα ως άρθρο σε εφημερίδα, και δε θα την έβαζα σε βιβλίο, γιατί το πρώτο θα έδινε στο γεγονός μια δημοσιότητα που δεν έβρισκα ταιριαστή, και το δεύτερο μια σοβαροφάνεια άλλου τύπου. Αλλά τώρα, με τους ήχους των τραγουδιών του George στο κεφάλι μου, αποφάσισα εδώ, σε αυτό το παράξενο μέσο, που ενώ είναι τόσο δημόσιο σε ξεγελά ώρες-ώρες πως είναι προσωπικό, να το κάνω.

Το καλοκαίρι του 1979 περάσαμε δυο βδομάδες στο Πόρτο Ράφτη με τον George και τη γυναίκα του Olivia, και τρεις ακόμη Άγγλους φίλους, καλεσμένους όλους της αδελφής μου. Η Ευφροσύνη είχε φιλία με τους Beatles από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αλλά με τον George ειδικά είχαν επανασυνδεθεί τον τελευταίο καιρό, καθώς η αδελφή μου ήταν και φίλη της γυναίκας του, Olivia Arias. Στη διάρκεια της παραμονής τους τούς έβλεπα σχεδόν κάθε βράδυ που γύριζα στο Πόρτο Ράφτη, όπως και τα σαββατοκύριακα, και είχαμε περάσει αρκετές ώρες κουβεντιάζοντας με τον George, συχνά οι δυο μας.


 George Harrisson (Porto Rafti 1979)
photo by Olivia Harrisson


Φυσικά, ήταν για μένα ένας θρύλος. Αλλά επειδή έχω γνωρίσει αρκετούς διάσημους δημιουργούς, ξέρω ότι ο καλύτερος τρόπος να είσαι άνετος μαζί τους -εκτός αν πρόκειται περί άρρωστων νάρκισσων»- είναι να μην αναφέρεσαι ποτέ στο πόσο μεγάλος θαυμαστής τους είσαι, πόσο σπουδαίο είναι το έργο τους, κλπ. Το ίδιο έκανα κι εδώ λοιπόν, και με τον George. Tον αντιμετώπιζα σα να είναι κάποιος φίλος της αδελφής μου που γνώρισα εκείνες τις μέρες, και αυτό προφανώς το εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μιλούσαμε σαν παλιά φιλαράκια, άνετα, ξένοιαστα, για απλά πράγματα, ή για άλλα καλλιτεχνικά που ενδιέφεραν εκείνον ή εμένα εκείνο τον καιρό. Eγώ ήμουν τότε 26 ετών (συγκλονιστική σκέψη: ένα χρόνο νεότερος από ό,τι ήταν εκείνος όταν διαλύθηκαν οι Beatles!) κι εκείνος 36. Εκείνος ήταν ο George Harrison κι εγώ παντελώς άγνωστος, με αμέτρητες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες και προσωπική ενασχόληση αλλά μηδενικό δημόσιο έργο. Παρ όλα αυτά, ο George μου φερόταν, όπως και σε όλους τους άλλους ανθρώπους, σα να ήμασταν ίδιοι, να μην είχαμε καμιά διαφορά σε έργο, φήμη ή ό,τι άλλο. Συζητούσαμε δε για την τέχνη σα να ήμασταν ένα και το αυτό, εκείνος κι εγώ.

Λίγες μέρες μετά, στο ίδιο σπίτι, που είχε χτίσει ο πατέρας μου και τώρα δεν υπάρχει πια, ήρθε φιλοξενούμενός μας ο Νίκος Ξυλούρης με την οικογένειά του, που τον αγαπούσαν πολύ οι γονείς μου. Κι αν και ο πατέρας μου είχε φύγει από χρόνια, εγώ είχα συνδεθεί ανεξάρτητα με τον Νίκο, με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι από τα χρόνια της Χούντας. Καλέσαμε τον Νίκο σπίτι μας εκείνο το καλοκαίρι κυρίως για να κρυφτεί από τη δημοσιότητα. Είχε μόλις γυρίσει από την Αμερική, όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση για καρκίνο στον πνεύμονα, με μεταστάσεις στον εγκέφαλο, έκανε βαριά χημειοθεραπεία, και ήταν όπως ήταν φυσικό σε μαύρη κατάθλιψη.

Κανείς δεν ήξερε ότι μένει στο σπίτι μας, εκτός από τα αδέλφια του και ελάχιστους στενούς του φίλους, που είχε ειδοποιήσει και έρχονταν και του έκαναν παρέα τα βράδια.

Ο Νίκος ήρθε στο σπίτι κοντά στις τελευταίες μέρες της διαμονής του George, και καθώς δεν ήξερε αγγλικά, και δεν είχε όρεξη για παρέες εκτός των πολύ δικών του ανθρώπων, περνούσε τις ώρες του μακριά από την εγγλέζική παρέα--το σπίτι ήταν χωρισμένο, και εκείνος έμενε σε άλλο μέρος του. Εγώ έβλεπα πότε τον έναν πότε τον άλλον.



Ο Νίκος ήξερε βέβαια ότι ήταν εκεί ο George. Ένα απόγευμα, με φώναξε και μου είπε: "Αποστόλη, θέλω μια χάρη. Να πεις το βράδυ στον Τζορτζ να μας τραγουδήσει τα τραγούδια του". Τις μέρες που ήταν εκεί ο George δεν είχε φέρει ποτέ στη βραδινή παρέα την κιθάρα που είχα δει όταν κατέφθανε, και δυο τρεις φορές που τον είχα δει να κάθεται σε μια άκρη του κήπου, κρατώντας τη, έμενα μακριά, θεωρώντας ότι ή συνθέτει ή παίζει για το κέφι του, και θα ήταν αδιάκριτο να πλησιάσω. Και φανταζόμουν επίσης ότι δε θα του άρεσε καθόλου να του ζητάνε, αυτού, του θρυλικό George Harrison, να τους διασκεδάσει με την κιθάρα του, οπότε μπήκα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση με το αίτημα του Νίκου. Συμβουλεύτηκα όμως την αδελφή μου, που μού είπε "γιατί δεν του το λες, ο George είναι πολύ καλός άνθρωπος, και μπορεί να το κάνει. Άλλωστε του έχουμε πει ποιος είναι ο Νίκος, και πόσο υποφέρει, και τον έχει συγκινήσει".

Πήρα το θάρρος και μετέφερα το αίτημα στον George, που μου είπε χαμογελώντας: "Πες του ότι θα του τραγουδήσω, αν μου τραγουδήσει κι αυτός τα δικά του". Του εξήγησα ότι αυτό δε γινόταν. Η αρρώστια του Νίκου ήταν προχωρημένη, και λόγω αυτού και της βαριάς θεραπείας του ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. "Να παίξει τουλάχιστον τη λύρα του;", αντιπρότεινε ο George. Είχα δει ότι ο Νίκος είχε φέρει τη λύρα στο Πόρτο Ράφτη, αν και δεν τον είχα δει να την αγγίζει παρουσία μου, και σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν πιθανό.

Είπα στο Νίκο το αίτημα του George, κι εκείνος χαμογέλασε πικρά και είπε "εντάξει, θα δούμε".

Εκείνο το βράδυ, μετά το φαγητό μαζευτήκαμε στη μεγάλη βεράντα, η οικογένεια του Νίκου, η αδελφή μου κι οι καλεσμένοι της, ο George με την Οlivia, κι εγώ με έναν καλό μου φίλο. Με το που κάτσαμε και τους σύστησα (ως τότε ο George δεν είχε καν συναντήσει τον Νίκο), ο George του είπε κάποια γλυκά λόγια για το έργο του, για το οποίο είχε ακούσει, που εγώ τα μετέφρασα. Ο Νίκος μου απάντησε: "Να του πεις ότι τον ευχαριστώ, και τώρα να μας παίξει". Και γυρνώντας σε εκείνον, είπε στα ελληνικά, παρακλητικά σχεδόν: "Παίξε Τζορτζ. Παίξε".

O George πήρε την κιθάρα, αμήχανα σχεδόν, σαν έφηβος που του ζητούσαν να παίξει στην παρέα και δεν ένοιωθε σίγουρος για τις δυνάμεις του--προφανώς δεν ήταν αυτό, αλλά κάποιο αντίστοιχο συναίσθημα, μιας συστολής που είχε να κάνει ίσως με την κατάσταση του Νίκου, ίσως με το ότι ο ίδιος δε συνήθιζε να παίζει σε παρέες.

Κάτσαμε όλοι γύρω γύρω σε καρέκλες, και ο George άρχισε να παίζει, και να τραγουδάει, με πρώτο ένα παλιό εγγλέζικο λαϊκό τραγούδι (folk-song), το Scarborough Fair αν θυμάμαι καλά. Χειροκροτήσαμε.

Ο Νίκος, ο αμνός του Θεού, μου ζητούσε να μεταφράσω στον George ένα σχόλιο του τύπου "να του πεις ότι παίζει πολύ ωραία κιθάρα", που εγώ το έκανα με ένα μικρό δειλό χαμόγελο. Ο George το άκουσε και τον ευχαρίστησε, με την ίδια γνησιότητα που θα αντιδρούσε σε έναν έπαινο από ειδικό ένα παιδί που παίζει κιθάρα στην παρέα. Είπε μερικά ακόμη τραγούδια, λαϊκά αγγλικά και Aμερικάνικα, νομίζω μερικά του Dylan ίσως και των Stones, αλλά όχι των Βeatles ή δικά του.

Ο Νίκος κάθε φορά μου έκανε επανετικά σχόλια για το ένα ή το άλλα--για όλα εκτός από τη φωνή του--που τα μετέφραζα. Κάποια στιγμή ο Νίκος μου είπε: "Και να του πεις ότι γράφει και πολύ όμορφα τραγούδια. Αυτό το τελευταίο εδικά μου άρεσε πολύ". Tου εξήγησα, με τρόπο, ότι δεν ήταν δικά του αυτά που έπαιζε ο George και ο Νίκος σχεδόν παρεξηγήθηκε. "A, όχι, όχι, πες του να παίξει δικά του", είπε. "Aυτά ήρθα να ακούσω". Kαι πάλι στον ίδιο, ελληνικά: "Δικά σου παίξε Τζορτζ. Δικά σου. Παίξε".

Mετέφρασα, ο George γέλασε γλυκά, και είπε "μόνο άμα παίξεις λύρα". Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι, και είπε "μετά, παίξε τώρα εσύ. Δικά σου".

Μετέφρασα και ο George έπαιξε πρώτα το My Sweet Lord. Ο Νίκος μου ζήτησε τώρα και έκατσα δίπλα του, και του μετέφραζα τα λόγια ενώ o George τραγουδούσε. Μόλις τέλειωσε, ο Νίκος μου είπε "Ωραίο. Πες του κι άλλο τώρα". To είπα, και ο George, αφού είπε δυο τρία ακόμη μεταμπητλικά, και μετά είπε και κάποια από τα πιο διάσημα του, το While my guitar gently weeps, κι ένα δυο ακόμη. "Ωραίο" έλεγε ο Νίκος. "Kι άλλο. Παίξε Τζορτζ. Παίξε". Κάποια στιγμή, ο George έπαιξε το Here Comes the Sun. Σε αυτό ειδικά, ο Νίκος άλλαξε. "Aυτό! Αυτό να του πεις ότι είναι σπουδαίο τραγούδι!".

 
To μετέφρασα, και ο George, που θα τραγουδούσε κοντά μια ώρα, πάλι του ζήτησε να παίξει λύρα. Σα να ήθελε να τον ευχαριστήσει ειδικά για το τελευταίο τραγούδι, ο Νίκος ζήτησε τη λύρα, που την είχαν φέρει εκεί που καθόμασταν. Του την έδωσαν. Την κούρδισε διστακτικά, κι άρχισε να παίζει αργά, και με προφανή, σε εμένα τουλάχιστον, κόπο. Έβλεπα τον George που τον κοίταζε με δέος. O Nίκος θα έπαιξε ένα, δυο λεπτά το πολύ, και κάπου που πήγε να κάνει μια κοντυλιά πιο γρήγορη, τα δάχτυλά του τον πρόδωσαν, και άρχισε να κλαίει.

Ο George σηκώθηκε τον φίλησε, και μου είπε να του μεταφράσω ότι ήταν πολύ μεγάλος καλλιτέχνης, και θα ήθελε κι εκείνος μια μέρα να γίνει τόσο σπουδαίος μουσικός. Ο Νίκος ήταν βέβαια μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά από αυτό που είχε παίξει, στην κατάστασή του, δεν είχε φανεί. Τα λόγια του George ήταν από σκέτη μεγαλοψυχία και καλοσύνη.

Ενώ σαφώς έμοιαζε να έχει κουραστεί να τραγουδάει, βλέποντας τον Νίκο να κλαίει ο George πήρε την κιθάρα και συνέχισε. Μάλιστα παρότρυνε κι εμένα και τον φίλο μου και τραγουδάγαμε μαζί του Beatles, σε όποια τραγούδια ξέραμε τα λόγια, δηλαδή σχεδόν όλα. Εμείς νοιώθοντας εντελώς άβολα, με τις γαϊδουροφωνάρες μας, ενώ εκείνος χαμογελούσε, συντονιζόμενος μαζί μας, παροτρύνοντας και αντιμετωπίζοντάς μας με την ίδια φυσικότητα, ως συνάδελφους, σα να ήμασταν ο Paul και ο John.

Ο Νίκος ήταν φανερά καταβεβλημένος, δακρυσμένος, ώσπου κάποια στιγμή μου ένευσε να πάω δίπλα του. Μου μίλησε στο αυτί. "Πες του να πει πάλι εκείνο με τον ήλιο", μου είπε. Κι εγώ, σα μυστικό, πήγα στον George και του το ψιθύρισα. Εκείνος άρχισε πάλι να τραγουδάει το Here Comes the Sun, τώρα μου φάνηκε με περισσότερη ψυχή από ό,τι πριν, σα να έβαζε μέσα ένα σωρό πράγματα που δεν εκφράζονται παρά με τη μουσική. Ο Νίκος δάκρυζε, τώρα από ανάμεικτη συγκίνηση, θλίψη για την ομορφιά της ζωής, που ένοιωθε ότι χάνει, και ίσως και την ελπίδα που δίνει η γλυκιά μουσική και τα λόγια του τραγουδιού. Όπως άκουγα τον George, και έβλεπα τον Νίκο, μου ήρθε στο νου ότι το τραγούδι ίσως αντηχούσε στο νου του εκείνο το αρχαίο ριζίτικο, τον Αητό, που το είχε τραγουδήσε ο ίδιος στις καλές του με μοναδικό τρόπο.

 

Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό χάρακι
Κάθεται ένα αήτος.
Βρεγμένος χιονισμένος ο καημένος
Και παρακαλεί τον ήλιο να ανατείλει:
Ήλιε ανάτειλε, ήλιε ανάτειλε.


Το κρητικό τραγούδι ζήταγε από τον ήλιο να ανατείλει, το τραγούδι του George διακήρυσσε ότι όντως, να, έρχεται το φως του. Η πονεμένη επίκληση της ελπίδας, στο ένα, και η παιδική χαρά του ερχομού της, στο άλλο.

Η βραδιά συνέχισε για λίγο ακόμη, με τον George να μη σταματά να τραγουδά, κι ο φίλος μου κι εγώ να συνοδεύουμε, όσο ο Νίκος ήταν εκεί. Προφανώς ο George έβλεπε ότι του έδινε χαρά, και δεν ήθελε να σταματήσει.

Κάποια στιγμή όμως ο Νίκος κουράστηκε. Σηκώθηκε, αγκάλιασε τον George, τον ευχαρίστησε και τον φιλοφρόνησε με τη σοβαρότητα κάποιου αρχαίου εθιμοτυπικού, ενώ ο George του είπε ότι ήταν τιμή του που έπαιξε για χάρη του Έπειτα ο Νίκος αποσύρθηκε. Η μουσική σταμάτησε, και κάτσαμε λίγη ώρα ο George και οι υπόλοιποι, να τους λέω εγώ περισσότερα για το ποιος ήταν ο Νίκος, και τι αντιπροσώπευε για την Ελλάδα η μουσική και το τραγούδι του.

Λίγους μήνες μετά πέθανε ο Νίκος, και εικοσιδύο χρόνια αργότερα ο George, από την ίδια αρρώστια. Κι εγώ, που ήμουν τυχερός που γνώρισα και τους δυο τους, και έζησα εκείνη τη συνάντησή τους, τους θυμάμαι πάντα με ατέλειωτο θαυμασμό και αγάπη, και για τη μουσική τους βέβαια, μα πάνω από όλα για την ανθρωπιά τους, που τόσο πολύ έλαμψε εκείνο το βράδυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: