28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1943 : Το συλλαλητήριο στην κηδεία
του Κωστή Παλαμά
Στις
27 Φεβρουαρίου 1943 στην παγωμένη από τον φόβο των κατακτητών Αθήνα
πέφτει σαν κεραυνός η είδηση του θανάτου του Κωστή Παλαμά που
αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες πνευματικές φυσιογνωμίες της νεώτερης
Ελλάδας και έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές του Ελληνισμού. Ο θάνατός
του στις 3 το πρωί σήμανε την ανάταση και ανάσταση ενός καταπιεσμένου
από την χιτλερική μπότα λαού που θα βγει από τα σπίτια του για να
συνοδεύσει τον μεγάλο ποιητή στην τελευταία του κατοικία.
Να τι γράφει ο λογοτέχνης Νικηφόρος Βρεττάκος για τον θάνατο του ποιητή σε ένα κείμενό του το 1989:
Ένα
πλήθος κόσμου συνόδευε τον Κωστή Παλαμά ως το πρώτο νεκροταφείο, στις
27 Φεβρουαρίου του 1943. Αυτό πού λέμε ομοψυχία και πού ή θεωρία του
επαναλαβαίνεται τόσο συχνά σήμερα αποτέλεσε ένα γεγονός γύρω από το
μικρό αυτό φέρετρο, πού έκλεινε μέσα του έναν μεγάλον άνθρωπο. Το
πλήθος, πού έσυρε ως εκεί τη θλίψη και την καρτερία του και περικύκλωσε
τον νεκρό, βρισκόταν σε σπάνια έξαρση. Έμοιαζε ως να ορκιζότανε πάνω
από ένα σπαθί, ή ένα εικόνισμα. Λέω πως αυτό έδειχνε, όχι γιατί μου το
είπανε, άλλα γιατί το είδα και το έζησα και ό ίδιος, μια πού έτυχε ένας
από τους πολλούς πού τον συνόδεψε ως εκεί να είμαι κ’ εγώ.
Μέσα
σε κείνη την ατμόσφαιρα της μεγάλης δοκιμασίας, όπου ό βαρβαρισμός
απειλούσε τις ίδιες τις ρίζες μας, το άγγελμα «Πέθανε ό Παλαμάς!»
εκτινάχτηκε ως ένα είδος αστραπής σε όλη τη χώρα και έγινε αποδεχτό με
ένα είδος εσωτερικής γονυκλισίας, θα έλεγα. Ή φράση «Πέθανε ο Παλαμάς!»
ήταν άγγελμα και προσκλητήριο μαζί. "Ένωνε γύρω της όλο το έθνος. Δεν
ξέρω αν κανείς άλλος θάνατος εκείνη την εποχή, θα μπορούσε να
δημιουργήσει μία τέτοια «ηρωική και πένθιμη» ατμόσφαιρα στη χώρα.
Διατηρώ
ακόμη μέσα μου τον πάταγο από την βροντώδη φωνή του Αγγέλου
Σικελιανού, πού λεβέντικη, όπως άρμοζε εκείνη τη στιγμή, ανατίναξε πάνω
μας τον κατοχικό τρόμο. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά ή Ελλάδα !».
Σήμερα,
υστέρα από σαράντα έξι χρόνων απομάκρυνση από τη συγκινητική εκείνη
ώρα, μπορούμε να ειπούμε πώς το φέρετρο αυτό έκλεινε μέσα του ένα μέρος
από την Ελλάδα, πού ολίσθαινε προς τον τάφο. Γιατί αυτό πού λέμε
Ελλάδα, συναποτελείται βέβαια και από το γεωφυσικό του χώρο, την κύρια
έννοια του όμως την συγκροτούν τα πρόσωπα και τα δρώμενα τους πάνω σ΄
αυτό το χώρο. Ένα μέρος λοιπόν της νεώτερης Ελλάδας υπήρξε και ό
Κωστής Παλαμάς, ένα μέρος από κείνα πού ο χρόνος, οφείλω να το τονίσω
αυτό από την αρχή, δεν θα μπορέσει να το μετακινήσει από την ιδιαίτερα
σημαντική, ιστορική θέση του.
Και το γιατί μας το δίνει ένας άλλος μεγάλος λόγιος και τέως πρόεδρος της Ελλάδος, ο ακαδημαϊκός Κων/νος Τσάτσος, που έγραψε στα 1983 για τον Παλαμά:
Σαράντα
χρόνια πέρασαν από τότε, πού, μέσα στους δίσεκτους καιρούς της
Κατοχής, θάψαμε τον Παλαμά, ψέλνοντας τον Εθνικό μας Ύμνο.
Τα
χρόνια περάσανε. Ό Παλαμάς δεν πέρασε. Ό Παλαμάς είναι μια μόνιμη
παρουσία μέσα στον ελληνικό κόσμο. Πολλά αστέρια κοσμήσανε τον
ελληνικόν ορίζοντα από τότε, άλλα κανένα δεν τον κατακάλυψε. Ίσως
μάλιστα, μερικά αστέρια πού καταυγάζουν σήμερα να αρχίσουν να
τρεμοσβήνουν, όταν ο Παλαμάς θα παραμένει με το ίδιο πάντα φως, σαν το
πολικό αστέρι της ελληνικής ποίησης.
Ό
Παλαμάς έχει βαθιές ρίζες πού διακλαδίζονται προς όλες τις
κατευθύνσεις της ελληνικής ψυχής. Αγκάλιασε τον ελληνικό ποιητικό λόγο
όλων των αιώνων και πρόσθεσε και αυτός ο ίδιος σε αυτόν το μέσα του
πλούτο.
Είναι
πολύς. Και αυτό δυσκολεύει την συνολική του σύλληψη. Δύσκολα χωράει
σε μια παλάμη ή σε μια αγκαλιά. Πρέπει να ζήσεις χρόνια μαζί του. Να
φύγεις από κοντά του και να ξαναγυρίσεις, για να βρεις πάλι κάτι πού
δεν είχες δει. Έτσι παλεύεις για να κατακτήσεις τους μεγάλους. Μπορεί
αυτό τώρα να μην αρέσει, γιατί είναι δύσκολο. Άλλα αυτές οι
ιδιοτροπίες θα περάσουν. Θα περάσουν οι λεπτοί μίσχοι, οι λεύκες όλο
χάρη και θα μείνει η δρυς, η χιλιόχρονη. Ο Γύφτος ο οικοδόμος,
ασάλευτος μέσα στην αέναη φυγή των πραγμάτων. Ένα αναλλοίωτο κομμάτι
Ελλάδα.
Η
κηδεία του έμεινε μνημειώδης στα χρονικά της πατρίδας μας. Χιλιάδες
λαός πλημμύρισε το Α' Νεκροταφείο Αθηνών και συνόδευσε τον μεγάλο μας
ποιητή μέχρι την τελευταία του κατοικία, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο,
μπροστά στα μάτια των έκπληκτων Γερμανών κατακτητών. Λίγο νωρίτερα ο
ποιητής Άγγελος Σικελιανός είχε απαγγείλει το περίφημο νεκρώσιμο ποίημα
στη μνήμη του Κωστή Παλαμά.
«Ο Γέρο – Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως είναι θνητός», παρατηρεί η Ιωάννα Τσάτσου.
Συγκλονιστική
υπήρξε η παρουσία του αθηναϊκού λαού, που κατά χιλιάδες συγκεντρώθηκε
στον περίβολο του νεκροταφείου και γέμισε ασφυκτικά τον ναό. Πώς
η είδηση μαθεύτηκε και ολόκληρη η Αθήνα κατέκλυσε το νεκροταφείο; Ποια
ήταν εκείνη η σιωπηρή συμφωνία που μετέτρεψε την κηδεία του μεγάλου
βάρδου σε παλλαϊκό αντικατοχικό συλλαλητήριο; Δεν είναι η πρώτη φορά
άλλωστε, που μια κηδεία μετατρέπεται σε διαδήλωση διαμαρτυρίας σε
δύσκολους καιρούς. Κάτι παρόμοιο έγινε τα μετέπειτα χρόνια και με την
κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου και του Γεωργίου Σεφέρη.
«Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί», παρατηρεί με δέος η Ιωάννα Τσάτσου.
Ο
πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς,
Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος
Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.
«Οι
επιστήμονες μαζί με τους επαγγελματίας, οι υπάλληλοι μαζί με τους
εμπόρους και με τους φοιτητάς, ηνωμένοι όλοι με τα ίδια αισθήματα εμπρός
εις τον νεκρόν του μεγάλου ποιητού της Ελλάδος», έγραφε μεγάλη
αθηναϊκή εφημερίδα λίγες μέρες μετά.
Υπερβαίνοντας τα συμβατικά όρια του γεγονότος, η τελετή σύντομα απέκτησε αυθόρμητα χαρακτήρα εθνικής εκδήλωσης. Και
δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αθρόα συρροή των κατοίκων της
πρωτεύουσας. Ο κόσμος πνιγόταν. Αναζητούσε ένα ξέσπασμα, καθώς οι
αντοχές του έφταναν πια στα όρια τους.
Πράγματι,
σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η γερμανική διοίκηση προωθούσε
σειρά επώδυνων μέτρων (όπως για παράδειγμα η έκδοση διατάγματος
«πολιτικής επιστράτευσης»), ο ελληνικός λαός δεν δίστασε να εκφράσει την
έντονη δυσαρέσκεια και αγανάκτησή του, παρά την παρουσία του κατοχικού
πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, και εκπροσώπων της
φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράιχ.
«Αυτονών
και η παρουσία ερέθιζε τον κόσμο, που από την επικείμενη κήρυξη της
πολιτικής επιστρατεύσεως ήταν αυτές τις μέρες ήδη ερεθισμένος»,
παρατηρούσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, διερωτώμενος: «Ποιος τους είπε
νάρθουν να μαγαρίσουν με την παρουσία τους τη λειτουργία μας;».
Οι κατοχικές όμως αρχές και η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, καταλαβαίνοντας βέβαια τι θα επακολουθούσε, είχαν λάβει τα μέτρα τους.
Η
υπερφίαλη γερμανική διοίκηση, καταλαβαίνοντας ότι η αντίστροφη μέτρηση
έχει αρχίσει, σκληραίνει ακόμα περισσότερο τη στάση της με συλλήψεις
ομήρων και εκτελέσεις. Οι φήμες για πολιτική επιστράτευση πληθαίνουν, οι
απεργίες ξεσπούν η μία μετά την άλλη, οι άνθρωποι πεθαίνουν στους
δρόμους από την πείνα και η σβάστικα εξακολουθεί να βεβηλώνει την
Ακρόπολη.
Οι κατακτητές, οπλισμένοι και επιφυλακτικοί, παρατηρούν το σιωπηλό πλήθος, όμως δεν επεμβαίνουν.
Η
νεκρώσιμος ακολουθία ξεκίνησε στις 11.00 π.μ., χοροστατούντος του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, ο οποίος και εκφώνησε επικήδειο λόγο,
μια «πατριωτική προσλαλιά» σύμφωνα με τον Γεώργιο Θεοτοκά.
Και
ξαφνικά εκεί, μέσα στην συνωστισμένη εκκλησία με τις χιλιάδες κόσμου
απ’ έξω, μια φωνή τράνταξε την παγερή σιωπή κι έφτασε θαρρείς σε κάθε
γωνιά της ελληνικής γης. Ήταν ο Άγγελος Σικελιανός
που απήγγειλε «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» το ποίημα που είχε γράψει
τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή::
«Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
Δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογγήστε, τύμπανα πολέμου...
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!»
Ήταν αυτή η στεντόρια φωνή του Άγγελου Σικελιανού που δονεί τις καρδιές των παρευρισκομένων. Ο επικήδειος λόγος του , συμπυκνώνει μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ’ εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.
«Τράνταζε
ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη
την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν
υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός
θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μία πνοή θριάμβου», σημειώνει ο Κων/νος Τσάτσος. Μετά τον Σικελιανό, ποίημα απήγγειλε και ο Σωτήρης Σκίπης, από τους τελευταίους εκπροσώπους της νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Νέα
παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, ο Σικελιανός πρώτος μαζί τους καθώς
και ο Σπύρος Μελάς. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα
κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον
αποχαιρετήσει.
«Βγήκαμε
απ’ την εκκλησία και το νεκροταφείο έδειχνε μαύρο από τον κόσμο»,
θυμάται ο Πεπονής, και συνεχίζει: «Γύρω Ιταλοί στρατιώτες με τα όπλα,
σιωπηλοί. Απλώθηκε ύστερα βουβό το πλήθος ανάμεσα στους τάφους, έως το
βάθος του νεκροταφείου πάνω στα υψώματα. Την ώρα που θα εναπόθεταν το
φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή να καταθέσει
στεφάνι, μα του δόθηκε απάντηση απ’ όλα τα στόματα».
Καθώς
το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο, μέσα στη σιωπή και τη
συγκίνηση, μια δεύτερη φωνή ακούστηκε και πάλι δυνατή και τολμηρή: Αυτή
τη φορά ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης ο Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά, με όση φωνή είχε μαζέψει δυο χρόνια μέσα του: «Σε γνωρίζω από την κόψη...».
Σε
λίγα δευτερόλεπτα ο Εθνικός Ύμνος δονούσε ολόκληρη την πρωτεύουσα,
ολόκληρη τη χώρα. Ένας Εθνικός Ύμνος, που έβγαινε από χιλιάδες στόματα,
από τα τρίσβαθα χιλιάδων ψυχών. Οι κατακτητές κοιτούσαν σιωπηλοί. Κι
όμως, κανείς τους δεν κουνήθηκε, κανείς τους δεν αντέδρασε.
Ο
Κωστής Παλαμάς είχε γίνει ένα σύμβολο. Με το θάνατό του ένωσε το λαό,
τον εμψύχωσε. Ακόμα και οι βάρβαροι σεβάστηκαν την ιερή στιγμή και
προσκύνησαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.
Ο
επίλογος της ζωής του εθνικού ποιητή μας ήταν ένας θάνατος που μέσα
στα χρόνια της γερμανικής κατοχής έδωσε ζωή στην ελληνική συνείδηση και
τόνωσε το εθνικό συναίσθημα. Ο επικήδειος θρήνος έγινε εθνικός παιάνας
στα στόματα όσων με την τέχνη του λόγου τους ξεπροβόδισαν το σκήνωμά
του.
Είκοσι
οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κωστή Παλαμά, το 1971, η κηδεία ενός
άλλου μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Γιώργου Σεφέρη, εξελίχθηκε, και αυτή,
σε διαδήλωση εναντίον ενός μη νόμιμου, αυταρχικού καθεστώτος: της
δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Η μοίρα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών…
Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο
Ρομαίν Ρολλάν είπε για τον Κωστή Παλαμά πως ήταν ο μεγαλύτερος
σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης. Το απέραντο έργο του διδασκόταν στη
Σορβόννη τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, μαζί με τους άλλους
κορυφαίους ποιητές της ευρωπαϊκής διανόησης.
Η
λυρικότητα και η γλωσσοπλαστική του δεινότητα είναι μοναδικές. Πέρα
όμως από την ποιητική του οντότητα διακρίθηκε και για την κριτική,
φιλολογική και διηγηματογραφική του εργασία.
Στο
«Δωδεκάλογο του Γύφτου» δεν διστάζει να χτυπήσει με μαστίγιο κάθε τι
το σαθρό και φαύλο. Ο Ολυμπιακός Ύμνος του αντηχεί ως τα πέρατα της Γης
και η μετάφραση του τροπαρίου της Κασσιανής ακούγεται με κατάνυξη από
χιλιάδες πιστούς τη Μεγάλη Τρίτη.
Μαζί
με τον Γεώργιο Δροσίνη και τον Νίκο Καμπά εξ άλλου, έγιναν
μπροστάρηδες του δημοτικισμού, κάνοντας μια βαθιά τομή στη νεότερη
ελληνική λογοτεχνία. Οι τρεις τους αποτέλεσαν τους πρωτεργάτες της
αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής ή Παλαμικής Σχολής.
Ο
Κωστής Παλαμάς κυριάρχησε σε όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής
της Ελλάδας για πάνω από πενήντα χρόνια και με την ρομφαία της ποίησής
του ξεκαθάρισε με όλα τα σάπια και νεκρά και όπλισε τον λαό με ζωντανά
ιδανικά έχοντας ο ίδιος κατανοήσει πρώτα από όλα πως ο κόσμος δεν μένει
στάσιμος, αλλά προχωρά από το παλιό στο νέο το οποίο όμως επικρατεί
μετά από συνειδητό αγώνα.
Γεννημένος
στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα και με καταγωγή από το Μεσολόγγι, ο
Κωστής Παλαμάς έμεινε ορφανός και από τους δύο του γονείς σε ηλικία
επτά ετών και μεγάλωσε με τον θείο του Δημήτρη Παλαμά στο Μεσολόγγι.
Το
1868, ο 9χρονος Κωστής Παλαμάς γράφει το πρώτο του ποίημα, ενώ το 1871
καταφέρνει να λύσει ένα γρίφο που είχε δημοσιευθεί σε ένα περιοδικό
και έτσι βλέπει το όνομα του τυπωμένο σε Αθηναϊκό περιοδικό.
Εκείνο
που άλλαξε την αντίληψη του για την ποίηση ήταν τα γεγονότα που
συνέβησαν στην Ελλάδα από το 1894 και μετά με πρώτο το «Η Ελλάς κύριοι
χρεοκόπησε» που αναφώνησε μέσα στην Βουλή ο Χαρίλαος Τρικούπης και
δεύτερο τον πόλεμο του 1897.
20
τόμοι ποιητικά έργα, και άλλοι τόσοι πεζά αποτελούν τον πνευματικό
θησαυρό που κληροδότησε στην ελληνική γλώσσα και την ελληνική κοινωνία ο
Κωστής Παλαμάς. Τα Απαντά του επιμελήθηκε ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο
Ανδρέας Καραντώνης, ενώ το 1937 ο γιός του ποιητή Λέανδρος επιμελήθηκε
μια πρώτη εξάτομη έκδοση των Απάντων του.
Πηγές:
Φιλολογική Πρωτοχρονιά 47ος τόμος 1990
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ : Πρώτες σελίδες 1913-2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου