Ο
ρόλος της CIA στην κρίση του '74
Η
πολιτική των ΗΠΑ για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και το Κυπριακό. Πολλά τα ερωτηματικά, τα
σενάρια και οι μέθοδοι που ακολούθησε η CIA. Σίγουρο είναι ότι κατάφερε να μην
υπάρχουν στοιχεία για τη συμμετοχή της στο πραξικόπημα.
Του ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ
Πολλά έχουν γραφεί για το
αν ο Ιωαννίδης είχε πάρει το πράσινο φως για το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Σύμφωνα με ένα από τα σενάρια που κυκλοφόρησαν στην Ουάσιγκτον το καλοκαίρι του
1974, η CIA είχε στείλει στην Αθήνα ένα αξιωματούχο της, από το Λάνγκλεϊ για να
ενθαρρύνει τον Ιωαννίδη να προχωρήσει στο πραξικόπημα. Το σενάριο αυτό φέρει
τον Πίτερ Κορομηλά να επισκέπτεται την Αθήνα για 2 ημέρες την εβδομάδα της 7ης
Ιουλίου 1974.
Γεγονός είναι ότι πολλές
φορές η αμερικανική υπηρεσία χρησιμοποιεί τη μέθοδο των ειδικών αγγελιαφόρων
εφόσον δεν θέλει να αφήσει ίχνη, έγγραφα με οδηγίες κ.λπ., που να μπορεί
αργότερα να χρησιμοποιηθούν σαν αποδείξεις. Από την έρευνα όμως που έχει
πραγματοποιήσει έως τώρα η «Κ» δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να ενισχύσει
το σενάριο αυτό.
Ο τότε αρχηγός Ενόπλων
Δυνάμεων στρατηγός Μπονάνος αναφέρει στο βιβλίο του για την κρίση του '74 πως ο
αρχηγός της ΚΥΠ στρατηγός Λάμπρος Σταθόπουλος του είχε δηλώσει ότι ο σταθμάρχης
της CIA Στέισι Χολς, του διεμήνυσε μερικές ημέρες πριν την 15η Ιουλίου ότι
«γνωρίζουμε τα σχέδια σας για την ανατροπή του Μακαρίου και είμαστε σύμφωνοι»,
ενώ ανάλογες εκτιμήσεις του μετέφερε λίγο αργότερα και ο γνωστός
Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τομ Πάπας, ο οποίος πράγματι βρισκόταν στην
Αθήνα στις αρχές Ιουλίου του '74.
Πέραν όμως όλων αυτών των
σεναρίων θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν οι Αμερικανοί είχαν συμφέρον να
ανατρέψουν τον Μακάριο.
Ο Αρχιεπίσκοπος είχε
αποκαταστήσει μια «σχέση συνεργασίας» με τους Αμερικανούς, είχε επιτρέψει την
τοποθέτηση κατασκοπευτικών εγκαταστάσεων για την παρακολούθηση της Μ. Ανατολής
και οι αμερικανικές υπηρεσίες είχαν συμβάλει τρεις φορές από το 1970 στην
αποτροπή δολοφονικών ή πραξικοπηματικών ενεργειών εναντίον του. Υπάρχει βεβαίως
η θεωρία πως οι Αμερικανοί επεδίωκαν την διχοτόμηση της Κύπρου και συνεπώς θεωρούσαν
ότι η ανατροπή του Μακαρίου ήταν απλώς ένα ακόμη στάδιο σε αυτή την διαδικασία.
• Η θεωρία αυτή αγνοεί όμως δύο στοιχεία: Το
γεγονός ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να έχουν
εξασφαλίσει εκ των προτέρων την αποτροπή μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, ως
αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Η αποστολή Σίσκο μπορεί μεν να απέτρεψε τη
σύγκρουση αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο να προβλεφθεί πριν τις 15 Ιουλίου.
• Την έλλειψη στοιχείων από τους χειριστές
των ελληνικών υποθέσεων στην Ουάσιγκτον το καλοκαίρι του 1974, πολλοί εκ των
οποίων είναι σκληροί στις επικρίσεις τους εναντίον του Κίσινγκερ και εν γένει
της αμερικανικής πολιτικής. Το βέβαιο είναι ότι ο Ιωαννίδης δεν πήρε ποτέ ένα
σαφές «κόκκινο φως» από την Ουάσιγκτον ενώ κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι
ερμήνευσε μια στιχομυθία του με κάποιο στέλεχος της CIA σαν «πράσινο φως» έστω
και αν δεν ήταν αυτή η πολιτική της αμερικανικής υπηρεσίας.
Είκοσι χρόνια έχουν
περάσει από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο* και πολλά ερωτήματα παραμένουν
αναπάντητα γύρω από το ρόλο των Αμερικανών τις κρίσιμες ημέρες του Ιουλίου του
1974. Η σύγχρονη Ελληνική Ιστοριογραφία θέλει την Ουάσιγκτον και ειδικότερα τον
τότε υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και την CIA υπεύθυνους για την κυπριακή
τραγωδία. Τα ερωτήματα είναι, όμως, πολλά: τι γνώριζαν οι αμερικανικές
υπηρεσίες για τα σχέδια του τότε δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη για την ανατροπή
του Μακάριου, και πόσο τον ενθάρρυναν ή τον αποθάρρυναν; Πώς αντιμετώπισε η
Ουάσιγκτον την πρώτη τουρκική απόβαση και με ποιες μεθόδους απέτρεψε τον
ελληνοτουρκικό πόλεμο μεταξύ 20 και 23 Ιουλίου; Ποιο σχέδιο λύσης του Κυπριακού
είχε κατά νου ο Κίσινγκερ, πριν από την δεύτερη τουρκική εισβολή και γιατί δεν
μπόρεσε να το επιβάλει;
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η
CIA έχουν αποφύγει επιμελώς να δώσουν στη δημοσιότητα τηλεγραφήματα και άλλα
στοιχεία, ειδικότερα δε οτιδήποτε έχει να κάνει με τις επικοινωνίες που είχε ο
Κίσινγκερ με τις κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας. Τα στοιχεία που
διέρρευσαν στον αμερικανικό Τύπο από την έρευνα της περίφημης Επιτροπής Pike
που μελέτησε το ρόλο της CIA στην κυπριακή κρίση, είναι ασφαλώς σημαντικά, αλλά
δεν δίνουν μια πλήρη εικόνα του παρασκηνίου όπως εκτυλίχθηκε.
Οι
σχέσεις Ιωαννίδη - CIA
Ο ταξίαρχος Δημήτρης Ιωαννίδης
διατηρούσε τακτικές επαφές με τον σταθμό της CIA στην Αθήνα, χωρίς όμως ποτέ να
καταστεί έμμισθος πράκτορας, πολύ πριν ανατρέψει τον Γ. Παπαδόπουλο τον
Νοέμβριο του 1973. Ο Ιωαννίδης είχε αποκτήσει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον
Ελληνοαμερικανό Πήτερ Κορομηλά (ή Πήτερ Κόρομ όπως ήταν γνωστός), ο οποίος ήταν
ο υποδιευθυντής του σταθμού της Αθήνας και υπεύθυνος για τις μυστικές του
επιχειρήσεις. Το καλοκαίρι του 1973 ο Κορομηλάς μετατέθηκε σε άλλο πόστο, αλλά
αποφάσισε προηγουμένως να γνωρίσει τον Ιωαννίδη στον αντικαταστάτη του σε μια
σύντομη σχετικά συνάντηση που είχαν στο γραφείο του σταθμού, στο κτίριο του
Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην οδό Πανεπιστημίου.
Ο διάδοχος του Κορομηλά
(το όνομα του οποίου βρίσκεται στη διάθεση της εφημερίδας), δεν έμεινε με τις
καλύτερες εντυπώσεις από τον Ιωαννίδη, ο οποίος του έδωσε την εντύπωση «μάλλον
ασταθούς ατόμου».
Το πραξικόπημα της 25ης
Νοέμβριου 1973 αιφνιδίασε τον σταθμό της CIA, ο οποίος γνώριζε οτι ο Ιωαννίδης
ήταν βασικός πόλος έλξης για όσους διαφωνούσαν με τον Παπαδόπουλο. Οι πράκτορες
της CIA δεν είχαν όμως καταφέρει να διεισδύσουν στον στενό κύκλο του Ιωαννίδη,
γεγονός που αποδείχθηκε ιδιαίτερα προβληματικό λίγους μήνες αργότερα.
Μετά τις 25 Νοεμβρίου, ο
Ιωαννίδης καθιέρωσε ένα ανορθόδοξο τρόπο επαφής με τη CIA, μέσω του τότε
αρχηγού των ΛΟΚ και στενού του φίλου, ταξίαρχου Γιαννακά. Η CIA είχε μια στενή
σχέση με τα ΛΟΚ καθώς είχε οργανώσει ένα
μέρος των δυνάμεων τους που είχαν την ευθύνη για την οργάνωση ανορθόδοξου
πολέμου σε περίπτωση εισβολής ή κατοχής από δυνάμεις του Ανατολικού μπλοκ
(πρόκειται για το σχέδιο «Κόκκινη Προβιά», η αποκάλυψη του οποίου είχε
προκαλέσει σάλο την δεκαετία του 1980).
Ένα μεσαίο στέλεχος της
CIA επισκεπτόταν τακτικά (2-3 φορές την εβδομάδα) το γραφείο του διοικητή των
ΛΟΚ στο Πεντάγωνο, ο οποίος ειδοποιούσε τον Ιωαννίδη (τότε αρχηγό της ΕΣΑ). Αν
ο Ιωαννίδης ήθελε να μιλήσει ή να περάσει κάποιο μήνυμα κατέβαινε στο γραφείο
του και συζητούσε με τον Αμερικανό πράκτορα, ο οποίος μιλούσε άπταιστα
ελληνικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις -και ειδικά αν υπήρχαν σοβαρά θέματα προς
συζήτηση- πέρα από τον σύνδεσμο της CIA με τα ΛΟΚ ανέβαινε στο Πεντάγωνο και ο
διάδοχος του Κορομηλά, που θεωρείτο ανώτερος (senior) αξιωματούχος και ο οποίος
επίσης μιλούσε ελληνικά.
Ο Ιωαννίδης είχε
καταστήσει σαφές ότι δεν ήθελε να έχει επικοινωνία με την αμερικανική πρεσβεία,
εκτός της CIA. To μήνυμα αυτό είχε μεταφέρει ο τότε σταθμάρχης Στέησυ Χαλς στον
πρέσβη Χένρυ Τάσκα, ο οποίος είχε επαφές μόνο με τον πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη,
τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο και την ηγεσία του υπουργείου
Εξωτερικών. Ο Τάσκα δεν επεδίωξε ποτέ να έχει επαφές με τον Ιωαννίδη, ο οποίος
είχε στην πρεσβεία την φήμη ανθρώπου «που δεν θα ήθελες να καλέσεις στο σπίτι
του».
Τον Μάιο του 1974 ο
Ιωαννίδης άρχισε να εκφράζει στα στελέχη της CIA, με τα οποία συναντιόταν, τον
εκνευρισμό του για την συμπεριφορά του Μακαρίου, χωρίς όμως να αναφερθεί ποτέ
σε συγκεκριμένα σχέδια ανατροπής του. Οι πράκτορες της CIA έστειλαν αναφορές
για τις συζητήσεις αυτές στις αρμόδιες υπηρεσίες της CIA, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ
και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου ενώ αντίτυπα έλαβε και ο
Τάσκα.
Ο υπεύθυνος του γραφείου
κυπριακών υποθέσεων Τομ Μπόγιατ εξέφρασε την ανησυχία του μόλις είδε τις
αναφορές της CIA, οι οποίες ενισχύονταν από πληροφορίες που έστελνε ο ολιγομελής
σταθμός της CIA στην Λευκωσία. Τόσο ο Μπόγιατ όσο και ο υπεύθυνος ελληνικών
υποθέσεων Τζων Ντέι γνώριζαν την προϊστορία των σχέσεων Μακαρίου - Ιωαννίδη και
πίστευαν ότι η ρήξη ήταν θέμα χρόνου. Ο Μπόγιατ εισηγήθηκε στους προϊστάμενους
του να σταλεί αμέσως, μέσω του Τάσκα, μήνυμα στον Ιωαννίδη με το οποίο να
γίνεται σαφής η αντίθεση της Ουάσιγκτον στην ανατροπή του Μακαρίου.
Οι υπεύθυνοι του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ απέρριψαν όμως τις εισηγήσεις του Μπόγιατ διότι πίστευαν ότι
πρόκειται για αβάσιμη κινδυνολογία, καθώς όπως έλεγαν όλοι οι ειδικοί για το
Κυπριακό είχαν προβλέψει σειρά
πραξικοπημάτων κατά του Μακαρίου
που ποτέ δεν είχαν επαληθευθεί. Ένα σοβαρό
πρόβλημα ήταν εξάλλου πως οι Ελληνοτουρκικές υποθέσεις και το Κυπριακό
τμήμα είχαν αφαιρεθεί από το Τμήμα Υποθέσεων Μέσης Ανατολής (ΝΕΑ) και είχαν
δοθεί στο τμήμα
Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, οι υπεύθυνοι του οποίου δεν είχαν καμία
εμπειρία στα δύσκολα προβλήματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Αποκαλύπτονται
οι προθέσεις Ιωαννίδη
Στις 7 Ιουνίου το
καθημερινό δελτίο που επεξεργάζονται οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες με τις
βασικότερες ειδήσεις από όλο τον κόσμο (National Intelligence Bulletin) ανέφερε
ότι «ο Μακάριος σχεδιάζει να πιέσει για την απομάκρυνση των αξιωματικών της
Εθνοφρουράς». Την ίδια ήμερα ένα άλλο δελτίο, που έχει πολύ μικρότερη
κυκλοφορία (National Intelligence Daily), περιείχε αναφορά του σταθμού της CIA
στην Αθήνα που ήταν βασισμένη σε μια συνομιλία του Ιωαννίδη με τους δύο senior
πράκτορες-συνδέσμους της αμερικανικής υπηρεσίας, Ο Ιωαννίδης απείλησε ότι «η
Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει τον Μακάριο μέσα σε 24 ώρες και πως οι
Τούρκοι θα συμφωνούσαν σιωπηλά με την απομάκρυνση του». Ενώ, πρόσθεσε ότι «ίσως
βγάλει τον Μακάριο από τη μέση για πάντα ώστε η Ελλάδα να συνεννοηθεί απ'
ευθείας με την Τουρκία για το μέλλον της Κύπρου».
Η αναφορά της CIA
προκάλεσε έντονη ανησυχία στο Στέιτ Ντιπάρντμεντ, στο επίπεδο των διευθυντών
των αρμοδίων υπηρεσιών αλλά και πάλι δεν αποφασίζεται να σταλεί μήνυμα στον
Ιωαννίδη. Στις 19 Ιουνίου όμως ο Ιωαννίδης επανέρχεται και σε συζήτηση του με
τον ανώτερο αξιωματούχο του σταθμού της CIA αναφέρει ότι «σκέπτεται κάποια
κίνηση εναντίον του Μακαρίου», αλλά την ίδια στιγμή υπογράμμισε ότι «δεν έχει
ακόμη πάρει την απόφαση του, ενώ υποτίμησε το ενδεχόμενο τουρκικής στρατιωτικής
αντίδρασης». Το απόρρητο τηλεγράφημα που έστειλε στο Λάνκλεϊ (έδρα της CIA)
περιέγραφε με έντονο τρόπο τη βίαιη αντίδραση του Ιωαννίδη όταν του
επισημάνθηκε ο κίνδυνος τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Σύμφωνα με τη διήγηση
του Αμερικανού ο δικτάτορας «εξοργίσθηκε και κλώτσησε ένα μικρό τραπέζι που
βρισκόταν μπροστά του».
Η διανομή της αναφοράς της
Αθήνας στις αρμόδιες υπηρεσίες καθυστέρησε για μια περίπου εβδομάδα. Όταν όμως
τη διάβασαν οι υπεύθυνοι των γραφείων της Ελλάδας και Κύπρου, αποφάσισαν ότι
έπρεπε να υπάρξει άμεση αντίδραση από την Ουάσιγκτον, διότι αλλιώς ο Ιωαννίδης
θα έμενε με την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ του έδιναν το «πράσινο φως» για να κινηθεί
κατά του Μακαρίου.
Οι Μπόγιατ και Ντέι
συνέταξαν ένα τηλεγράφημα με οδηγίες προς τον Τάσκα, με το οποίο του ζητούσαν να
δώσει ο ίδιος προσωπικά το μήνυμα στον Ιωαννίδη διότι «αν δεν μιλήσει στον
Ιωαννίδη δεν θα περάσει το μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση». Το τηλεγράφημα
ζητούσε από τον Τάσκα να εξηγήσει στον Ιωαννίδη ότι «αν η Ελλάδα κινηθεί κατά
του Μακαρίου και εγκαταστήσει δική της κυβέρνηση στη Λευκωσία, η Τουρκία θα
εισβάλει».
Ο αναπληρωτής υπουργός
Εξωτερικών και υπεύθυνος για πολιτικές υποθέσεις Τζο Σισκο υπέγραψε χωρίς καμιά
αντίρρηση το τηλεγράφημα, το οποίο πήρε ο Τάσκα περί την 2α Ιουλίου. Ο
Αμερικανός πρέσβης δεν ήταν όμως διατεθειμένος να πιέσει για μια συνάντηση με
τον Ιωαννίδη και θεωρούσε υπερβολικές τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον, αν και είχε
ενημερωθεί για όλες τις προειδοποίησης
σαν ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον.
Ο
δικτάτορας τους παραπλανά
Ο Ιωαννίδης είχε
αποφασίσει όμως να προχωρήσει στην ανατροπή του Μακαρίου, με τον ίδιο συνωμοτικό
τρόπο που είχε οργανώσει το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου, ενώ παράλληλα
θέλησε να παραπλανήσει τους Αμερικανούς. Στις 3 Ιουλίου ο ταξίαρχος Γιαννακάς
πλησίασε τον ανώτερο αξιωματούχο της CIA στο πάρτι του πρέσβυ για την εθνική
επέτειο των ΗΠΑ (που εκείνη την χρονιά γιορτάστηκε μια ημέρα νωρίτερα στην
πρεσβεία) και του δήλωσε πως φέρνει ένα μήνυμα από τον «Μίμη» (σ.σ. εννοεί τον
Ιωαννίδη), ο οποίος αποφάσισε να μην κάνει καμιά κίνηση κατά του Μακαρίου διότι
πλέον δεν τον ενδιέφερε αν όλο το νησί βυθιζόταν.
Ο αξιωματούχος της CIA
εκτίμησε την πληροφορία σαν αξιόπιστη παρά το γεγονός ότι ο Γιαννακάς δεν είχε
ποτέ παίξει τον ρόλο του «αγγελιαφόρου» και θεωρείτο «πηγή που δεν είχε
δοκιμασθεί». Παρ' όλα αυτά η πληροφορία μεταδόθηκε στο Λανγκλεϋ λόγω της στενής
σχέσης του διοικητή των ΛΟΚ με τον Ιωαννίδη, Το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο
σταθμός της CIA ήταν ότι δεν είχε καταφέρει να διεισδύσει στον στενό κύκλο του
δικτάτορα μιας και δεν είχε αποκτήσει έμμισθους πληροφοριοδότες στο άμεσο
περιβάλλον του. «Υπήρχαν αρκετοί στρατηγοί που μας μίλαγαν αλλά δεν είχαμε
πρόσβαση στους στενούς συνεργάτες του Ιωαννίδη» υποστηρίζει αξιωματούχος της
αμερικανικής υπηρεσίας.
Τα στελέχη της CIA
προσπάθησαν να βρουν άλλες απτές αποδείξεις για να εξακριβώσουν ή να απορρίψουν
την πληροφορία του Γιαννακά. Από τις πηγές τους όμως δεν είχαν εντοπίσει μετακινήσεις
αξιωματικών ή στρατευμάτων στην Κύπρο. «Πιστέψαμε τον Ιωαννίδη και προφανώς δεν
είχαμε τους σωστούς πράκτορες στις σωστές θέσεις», τόνισε ο ίδιος πρώην
αξιωματούχος της CIA, ο οποίος χειρίσθηκε το Κυπριακό στο σταθμό της Αθήνας το
1974.
Η πληροφορία για τις
προθέσεις του Ιωαννίδη έγινε πάντως δεκτή με σκεπτικισμό από τον Ντέι και τον
Μπογιάτ, οι οποίοι υποστήριξαν ότι πρόκειται για προσπάθεια παραπλάνησης της
Ουάσιγκτον από τον Ιωαννίδη.
Λίγες ημέρες αργότερα,
στις 11 Ιουλίου ο Ιωαννίδης συνάντησε τον σύνδεσμο της CIA με τα ΛΟΚ και του
δήλωσε πως αποφάσισε να «μην ασχοληθεί
άλλο με τον μπάσταρδο (σ.σ. εννοεί τον Μακάριο)». Η συνομιλία μεταδόθηκε μετά
τρεις ημέρες στο δελτίο «National Intelligence Bulletin» με τον τίτλο «Ο
Ιωαννίδης υιοθετεί μετριοπαθή στάση, ενώ προσπαθεί να εξασφαλίσει χρόνο στη
διένεξη του με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο».
Ο Μπόγιατ κρατούσε στα
χέρια του αυτό ακριβώς το δελτίο όταν μπήκε στην αίθουσα επιχειρήσεων του Στέιτ
Ντιπάρτμεντ το πρωί της 15ης Ιουλίου, λίγη ώρα αφού είχε ενημερωθεί για το
πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. «Εκείνο το πρωί βρήκα δύο χαρτιά, το ένα ήταν το
δελτίο πληροφοριών, που έλεγε ότι ο Ιωαννίδης δεν ενδιαφέρεται τώρα πλέον να
επέμβει στην Κύπρο και το άλλο μια αναφορά από την πρεσβεία στη Λευκωσία που
ανέφερε πως το πραξικόπημα βρισκόταν σε εξέλιξη», θυμάται ο Μπόγιατ.
Του ανταποκριτή της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
στην ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ
*ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/ΚΥΡΙΑΚΗ 24
ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
https://boraeinai.blogspot.com/2019/02/cia-74.html