-->
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Φώτη Κόντογλου : Οι Αρκάδες, τα παιδιά των βουνών




Οι Αρκάδες, τα παιδιά  των βουνών.


Του Φώτη Κόντογλου


Η Αρκαδία είναι η καρδιά του Μοριά, γεμάτη βουνά θεόχτιστα και τραγουδισμένα, παλληκαρόβουνα. Απάνω σ' αυτά είναι σκληρή η ζωή, μα τ’ αγέρι και τα νερά δίνουνε στον άνθρωπο ζωή και κέφι. Για τουτο από τα παμπάλαια χρόνια τούτη η χώρα γεννούσε ανθρώπους αντρείους, δουλευταράδες και προκομμένους, κι αν πολλοί απ' αυτούς βγάλανε και κακό όνομα σαν παραδόπιστοι, από την άλλη μεριά όμως η Αρκαδία γέννησε ανθρώπους με καλή θέληση, πατριώτες, φιλόξενους, φιλότιμους, καλόκεφους, με επιθυμία να κάνουνε καλό στον τόπο τους και στους άλλους, αγαπώντας τα γράμματα, τιμώντας την παράδοση, με σέβας στη θρησκεία. Το σχολείο της Δημητσάνας δίδαξε τα γράμματα όχι μοναχά στους ντόπιους, μα σ' ολόκληρο το έθνος.

Αύτο το σχολειό πρωτοσυστήθηκε σ' ένα μοναστήρι πού υπάρχει ακόμα — μα είναι, άλίμονο, ερείπιο λησμονημένο! — κοντά στον ποταμό Λούσιο και πού λεγότανε Μονή του Φιλοσόφου, επειδη το 'χτισε ένας Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος πού στάθηκε «πρωτασικρήτις», δηλαδή αρχιγραμματικός και συμβουλάτορας, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, κι από την πολλή σπουδή πού είχε, τον είπανε Φιλόσοφο.

Στα κατοπινά χρόνια αυτό το σχολειό το μετέθεσε στην πολιτεία της Δημητσάνας ένας Γεώργιος Γούνας, πού είχε γίνει πλούσιος στη Σμύρνη. Τότε το σχολειό έδωσε περισσότερη λάμψη. Ο Γούνας γίνηκε καλόγερος μέ τ' όνομα Γεράσιμος και δίδαξε στη σχολή από τα 1764.

Υστερ' απ' αυτόν δίδαξε ένας άλλος καλόγερος, Αγάπιος Λεονάρδος, μαθητής του Γούνα, κι ολοένα δυνάμωνε το φως πού έβγαινε από το σχολειό και φώτιζε το Έθνος, πού κειτότανε το κακόμοιρο στο σκοτάδι. Τρακόσα παλληκάρια Ελληνόπουλα από κάθε μεριά της Ελλάδας ως τη Μικρά Ασία, πήγανε για να μάθουνε τα ελληνικά γράμματα και να τα μεταδώσουνε ατούς άλλους.

Μεγάλος δάσκαλος ύστερ' από τα 1769 στάθηκε ο Αγάπιος Αντωνόπουλος. Σιγά - σιγά κάνανε και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, με τυπωμένα βιβλία και με χειρόγραφα.

Πολλοί από τους νέους πού ξεσκολίζανε από τη σχολή, σκορπούσανε σαν τους αποστόλους σ' όλα τα μέρη του Έθνους και μεταλαμπαδεύανε την παιδεία· Οι πιο πολλοί απ' αυτούς ήτανε παπάδες και καλόγεροι, κατά το σύστημα εκείνου του καιρού. Οι περισσότεροι ήτανε ντόπιοι. Εβδομήντα γραμματισμένοι δεσποτάδες βγήκανε από το σχολειό. Έξι γινήκανε πατριαρχάδες, δύο στην Πόλη, οικουμενικοί: ο Κύριλλος Καράκαλος κι ο Γρηγόριος ο Ε', και τέσσερες στα Ιεροσόλυμα: ο Γερμανός, ο Σωφρόνιος ο Δ', Θεοφάνης ο Καράκαλος κι ο Παΐσιος Λαμπάρδης. Ανάμεσα στους δεσποτάδες είναι κι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.

Άλλα, κοντά στην παιδεία, οι Αρκάδες σταθήκανε κι αγωνιστές από τους πρώτους. Η Αρκαδία γέννησε τους Κολοκοτρωναίους, τους Ντεληγιανναίους, τους Αντωνόπουλους, τους Σταματελόπουλους και πλήθος άλλους. Φυλή ακατάλυτη, πού η φωτιά της δε στομωσε από τότε πού πρωτοφανήκανε άνθρωποι στ' άγρια βουνά της Λυσοκούρας, από τον Αρκάδα κι από τον Λυκάονα, ως τα σήμερα.

Για να φανεί καλά αυτό πού λέγω, ακούστε την ιστορία δύο -τριών απ' αυτούς τους βουνοθρεμμένους δράκους:

Ήτανε ένας Δημητρης Καρούτσος, από το χωριό Άκοβο. Δυο άνθρωποι από την Κορώνη ονειρευτήκανε πώς θα βρούνε θησαυρό κοντά στο ‘ρημοκκλησι τ' Άη - Γιώργη, μισή ώρα από το Άκοβο, άλλα πώς έπρεπε να πάρουνε μαζί τους και τον Καρούτσο. Πλην δεν τον ειδοποιήσανε, άλλα ρωτήσανε κ' ηύρανε σε ποιό μέρος ήτανε το ‘ρημοκκλησι, και πήγανε μοναχοί τους και ξεχώσανε τον θησαυρό και τον φορτώσανε στα μουλάρια, για να φύγουνε κρυφά, να πάνε στην Κορώνη. Την ώρα πού ξεκινήσανε, έπιασε βροχή, κι ως πού να περάσει, τους πήρε ο ύπνος, γιατί δεν είχανε κοιμηθεί ολότελα, και τα μουλάρια πήρανε το δρόμο φορτωμένα, τραβήξανε στο Άκοβο και πήγανε και σταματήσανε απ' όξω από την αυλή του Καρούτσου.

Βλέποντας τα ζώα φορτωμένα μπροστά στο σπίτι του χωρίς άνθρωπο μαζί τους, απόρησε. Σε λίγη ώρα είδε να 'ρχουνται από μακριά τους δυο Κορωναίους. Αυτοί, σαν ξυπνήσανε κ' είδανε πώς είχανε φύγει τα ζώα, πήρανε από πίσω τα σημάδια τους και φτάξανε στο σπίτι του Καρούτσου και, επειδή φοβηθήκανε μην πάθουνε κανένα κακό, αφού τα μουλάρια πήγανε μονάχα τους στου Καρούτσου, του είπανε όλη την ιστορία και μοιράσανε σε τρία μέρη τον θησαυρό. Ύστερα τραβήξανε για την Κορώνη.

Όπως είναι χτισμένο το Άκοβο σε βουνό, τ' απάνω σπίτια βλέπουνε τ' από κάτω και μέσα στις αυλές τί γίνεται. Κάποιοι λοιπόν από τα σπίτια πού ήτανε απάνω από του Καρούτσου είδανε τι έγινε, και πήγανε στον γείτονα τους και ζητήσανε μερίδιο από τα φλουριά, ειδεμή είπανε πώς θα τον καταδώσουνε στους Τούρκους. Αλλά ό Καρούτσος δεν το παραδέχτηκε, κ' έχωσε τα φλουριά στο κατώγι του σπιτιού του. Τότες οι γειτόνοι του τον προδώσανε, και τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον τυραννούσανε να μαρτυρήσει πού έχει τα λεφτά. Άλλα αυτός δεν τα μαρτυρούσε και τον βάλανε στη φυλακή και τον παιδεύανε, πλην ματαίως.

Εικοσιεννιά χρόνια έκανέ φυλακωμένος με βασανιστήρια σκληρά. Κάθε τρεις μέρες του δίνανε λίγο ψωμί και νερό, κι αυτά όσο να ζει μοναχά. Το κορμί του έβγαλε τρίχες σαν την προβιά του κριαριού.

Στα εικοσιεννιά χρόνια εβγήκε φιρμάνι, να σκοτωθεί ανήμερα του άγιου Γιώργη. Οι Τούρκοι πού τον φυλάγανε του λέγανε να μαρτυρήσει, μα αυτός δεν έδινε απόκριση.
Την παραμονή της μέρας πού θα τον θανατώνανε, τον ζορίσανε ακόμα περισσότερο και τον τυραννήσανε, άλλα ο Καρούτσος δέν ξεκλείδωνε το στόμα του. Τη νύχτα, ξημερώνοντας του αγίου Γεωργίου, έκανε την προσευχή του και τον παρακάλεσε με δάκρυα να τόνε λευτερώσει, τάζοντας του πώς, αν λευτερωθεί, να σφάζει κάθε χρόνο ένα βόδι στη γιορτή του και να το τρώνε μοναχά οι ξένοι, χωρίς ν' αγγίξει στο κρέας κανένας ντόπιος. Άξαφνα ένα δυνατό φώς γέμισε το κελλί του κι ανοίξανε οι πόρτες της φυλακής, κι ο Καρούτσος έβγηκε κ' έφυγε, χωρίς να πάρουνε είδηση οι γενίτσαροι πού φυλάγανε.

Σαν ξημέρωσε, πήγανε να τον πάρουνε για να τον αποκεφαλίσουνε, μα δεν τον βρήκανε, κι απορήσανε πώς οι κλειδαριές ήτανε απείραχτες. Τότε πέσανε από πίσω του με τα λαγωνικά πού είχανε, και περάσανε τη Φραγκόβρυση, τ' Άνεμοδούρι, χωρίς να τον πιάσουνε. Τέλος, κοντά στο χωριό Σπανέϊκα, τον ζυγώσανε πολύ κοντά, και θα τον πιάνανε. Μα ο Καρούτσος τους είδε χωρίς να τον δούνε, και κρύφτηκε σ' ένα κούφιο δέντρο. Σε λίγο άκουσε να γαβγίζουνε οι σκύλοι και να μυρίζουνε κοντά στο δέντρο. Κείνη την ώρα, πάλι τον γλύτωσε ο άγιος. Γιατί, πριν να φτάξουνε οι Τούρκοι, ένας κόρακας πήγε και κάθησε στα κλαριά του δέντρου, κ' οι Τούρκοι, ακούγοντας τα σκυλιά να γαβγίζουνε γύρω στο δέντρο, νομίσανε πώς γαβγίζουνε για τον κόρακα, ρίξανε με τα τουφέκια απάνω του κ' υστέρα φύγανε.

Έτσι γλύτωσε ο Καρούτσος και τράβηξε πάρα πέρα, κ' ηύρε έναν παπά πού δούλευε στο χωράφι. Μα, μόλις τον είδε ο παπάς, έφυγε γρήγορα, γιατί τόνε πήρε για φάντασμα, τόσο άγριος ήτανε. Τότε του φώναξε ο Καρούτσος να μη φοβηθεί πώς είναι φάντασμα, άλλα πώς είναι άνθρωπος, και τέλος γύρισε πίσω ο παπάς και πήγε κοντά του, κι ο Καρούτσος του είπε την ιστορία του.

Ό παπάς τονε πήρε στο σπίτι του και τον κούρεψε, τον έπλυνε, τον ξεψείριασε και τον έντυσε με καινούργια ρούχα. Κι αφού κάθησε στου παπά λίγες μέρες, γύρισε τέλος στο σπίτι του στο Άκοβο.

Οι συγχωριανοί του τρομάξανε να τον γνωρίσουνε ύστερ' από τριάντα χρόνια. Δόξασε λοιπόν τον θεό πού τον γλύτωσε, και θα περνούσε τη ζωή του ήσυχος. Μα στο σπίτι του καθόντανε άνθρωποι ξένοι, κάποιοι χαλκωμάτηδες. Σαν τους είπε πώς ήτανε δικό του το σπίτι, αυτοί τον κοροϊδεύανε και γελούσανε. Κ' επειδής ο Καρούτσος επίμενε, του ζητήσανε σημάδια πώς είναι δικό του το σπίτι. Τότες ο Καρούτσος αποφάσισε και τους είπε πώς είχε χωμένα λεφτά στην αυλή του, και τα ξεχώσανε, κ' έτσι φύγανε οι χαλκιάδες από το σπίτι, κι απόμεινε μοναχός μέσα, ύστερ' από τόσα βάσανα.

Έζησε εκεί μέσα ως πού πέθανε, χωρίς να τον πειράξει κανένας, και κάθε χρόνο έκανε το τάμα του στον άη - Γιώργη, σφάζοντας στη μνήμη του μιαν αγελάδα, πού την τρώγανε οι ξένοι. Και, πριν πεθάνει, άφησε παραγγελία στους κληρονόμους του να μην ξεχάσουνε το τάμα του, κ' έτσι γινότανε μέχρι προ λίγα χρόνια. Το είχανε μάθει σ' όλη την περιφέρεια, και κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου μαζευόντανε κάμποσοι ξένοι στο πανηγύρι, για να φάνε από το κουρμπάνι.

Κατά την επανάσταση του Εικοσιένα φανερωθήκανε πλήθος γενναίοι άνθρωποι στα βουνά της Αρκαδίας.

Ήτανε ένας Νικόλας Τρίγκας, φίλος στενός του οπλαρχηγού Ζαχαρία, πού τον βγάλανε Νικηταρά για την παλληκαριά του πριν από τον Τουρκοφάγο. Παραβγαίνανε με τον Ζαχαρία ποιος τρέχει περισσότερο και πηδούσανε μέσα σ' έναν μεγάλον λάκκο πού τον λένε Γούβες.

Ο Νικόλας είχε κ' έναν αδερφό Σωτήρη, ίσον στη δύναμη μ' αυτόν. Τα δυό αδέρφια ήτανε σαν δράκοι. Τα μαλλιά τους φτάνανε ως τον αστράγαλο, κ' είχανε κ' οι δυό μικρές ουρές πού τους μποδίζανε να καθήσουνε.

Ο Νικόλας ήτανε παρόν και στον σκοτωμό του Ζαχαρία, τότε πού τον φωνάξανε οι Τούρκοι, να του δώσει τάχα ο πασάς αμνηστία. Ο Τρίγκας τον μπόδιζε να πάγει, αλλά ο Ζαχαρίας δεν τον άκουγε. Την ώρα πού μπήκε στο Διοικητήριο πρώτος ο Ζαχαρίας και τον ακολουθούσε ο Τρίγκας, οι Τούρκοι παραφυλάγανε και κόψανε το κεφάλι του, και το κορμί του πήδηξε στον αγέρα κ' έπεσε έξω από τη μάντρα. Οι Τούρκοι θελήσανε να σφάξουνε και τους άλλους Γραικούς, άλλα ο Τρίγκας πολέμησε με μεγάλη παλληκαριά και σκότωσε δυό - τρεις από τους Τούρκους, κ' έτσι γλυτώσανε. Μα ύστερ' από λίγες μέρες σκοτωθηκανε κι αυτοί από ένα απόσπασμα σιμά στο χωριό Σέλιτσα της Καλαμάτας.

Ο άλλος ο Νικηταράς, πού τον λέγανε Τουρκοφάγο, γεννήθηκε κι αύτος στο χωριό Τουρκολέκα, κ' ήτανε ανίψι -του Κολοκοτρώνη, λεγόμενος Σταματελόπουλος. Από μικρός ήτανε αντρειωμένος και χεροδύναμος. Άκουγε τ’ αντραγαθήματα του Νικηταρά Τρίγκα και ήθελε να γίνει κι αυτός ξακουσμένος. Έτρεχε πιο γρήγορα από τ' άλογο, και πηδούσε απάνω από έναν αραμπά με θημωνιές. Οι Τούρκοι θελήσανε να τον σκοτώσουνε, μα μπόρεσε και ξέφυγε. Του ρίξανε τρεις μπαταρίες, χωρίς να τον χτυπήσουνε, μοναχά άναψε η φουστανέλα του και πρόφταξε κ' έπεσε σ' έναν μικρόν βάλτο κ' έσβησε η φωτιά. Από τότες ορκίστηκε να εκδικηθεί τους Τούρκους, και γίνηκε αληθινός Τουρκοφάγος.

Ό Κολοκοτρώνης τονε πήρε κοντά του για πρωτοπαλλήκαρο. Υστερώτερα όμως ο Νικηταράς έκανε δικό του αρματολίκι, με εκατό και παραπάνω κλέφτες αντρειωμένους. Για λημέρι είχανε τους βράχους κοντά στο χωριό τους.

Είχε κ' έναν αδερφό, κι αυτός παλληκάρι. Τον λέγανε Νικόλα και σκοτώθηκε στο Δερβενάκι. Αυτός ήξερε και κάτι λίγα γράμματα, μα δεν είχε την εξυπνάδα και τη σβελτωσύνη του Νικηταρά.

Πολέμησε ο Νικηταράς σε όλες τις μάχες πού γινήκανε στον Μοριά, έκτος από το Βαλτέτσι, επειδή τον είχε στείλει ο Κολοκοτρώνης σε άλλο μέρος. Για την παλληκαριά του του κάνανε πολλά τραγούδια και ξακούστηκε σ' όλη την Ελλάδα.

Ποιος είναι κείνος πόρχεται στης Μαρμαριάς τον κάμπο;
Πόχει τη σέλλα τη χρυσή, το άλογο το γρίβο;
Αυτός είν' ο Νικηταράς από του Τουρκολέκα.
Φέρνει τους χίλιους Τσάμηδες, χίλιους απ' το Μοριά μας
και χίλιους της Αρβανιτιάς, τους κάνει τρεις χιλιάδες.
Μέσα στους Μύλους τρώει ψωμί, στο Άργος μεσημέρι,
και πάει και ρίχνει το ορδί κοντά στο Δερβενάκι.


Ας πάρουμε κ' έναν από τους πιο κατοπινούς απόγονους των οπλαρχηγών, πού ξενιτεύουνται από μικροί και πάνε στα πέρατα του κόσμου. Για παράδειγμα ας πάρουμε τον Δημήτρη Μωραΐτη, πού πέθανε προ λίγα χρόνια.
Καταγότανε από τη Δημητσάνα.

Ο παππούς του Διγενόπουλος έφυγε καταδιωγμένος από τους Αρβανίτες ύστερ' από την επανάσταση του Όρλώφ, και πήγε στην Άντρο, κ' εκεί από στεριανός έγινε θαλασσοπούλι. Κι αυτός κι ο γυιός του είχανε καράβια δικά τους. Τους λέγανε Μωραΐτες.

Ο Δημήτρης γεννήθηκε μέσα στη θάλασσα. Πολύ νέος γίνηκε καπετάνιος, και στα 1891 αγόρασε δικό του παπόρι. Από τότε απόχτησε και κυβέρνησε πολλά παπόρια, κι από τα 1895 άρχισε να σκαρώνει παπόρια με δικά του χρήματα και με ξένα κεφάλαια, πού του τα μπιστευόντανε έχοντας μεγάλη πεποίθηση στην τιμιότητα του και στην αξιωσύνη του. Μέσα σε λίγα χρόνια έγινε βαθύπλουτος, ένας από τους πρώτους εφοπλιστές.

Κάποια φημερίδα εκείνου του καιρού έγραφε: «Ό Δ. Μωραΐτης εναυπήγησεν εσχάτως και εν μέγα ατμόπλοιον, δι' ού θα εξυπηρέτηση, πρώτος Έλλην αυτός, απ' ευθείας την υπερωκεάνειον συγκοινωνίαν Τουρκίας - Πειραιώς - Αμερικής. Εντός του 1907 περατουται η ναυπήγησις και δευτέρου υπερωκεανείου, δι' ου θά πυκνωθώσιν οι πλόες χάριν των μεταναστευτικών ρευμάτων. Η ελληνική ατμήρης ναυτιλία, η εις πειρασμούς εμβάλλουσα και αυτήν την θαλασσοκράτειραν Αγγλίαν, έχει εν τώ προσώπω του Δ. Μωραΐτου αληθές έγκαλλώπισμα.»


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Η ανασκαφή και τα ευρήματα στη Νεμέα






Η ανασκαφή και τα ευρήματα στη Νεμέα
 
Αρχαιολογικό Πάρκο: μια σημαντική εργασία των ερευνητών
 
Χαίρεται κανείς να βλέπει πόσο φροντίζουν τους χώρους των ανασκαφών, μερικοί επιστήμονες, που προσπαθούν, όσο μπορούν, να αποκαταστήσουν κάποια μορφή στο τοπίο, μετά την ανακάλυψη σημαντικών μνημείων. Ο λόγος γίνεται για το αρχαιολογικό πάρκο Νεμέας, που εγκαινίασε τον Ιούλιο του 1994 ο διευθυντής των εκεί σημαντικών ανασκαφών, καθηγητής Στέφανος Μίλερ, παραδίδοντας ταυτόχρονα το χώρο στον τότε υπουργό Πολιτισμού κ. Θ. Μικρούτσικο. Εκτός από το ναό, όπου στέκονται όρθιες τρεις του κολόνες, ο καθηνητής Μίλερ ξεκαθάρισε το χώρο στα νότια του, ανέσκαψε το στάδιο και φρόντισε την κατασκευή του εκεί Μουσείου, όπου στεγάσθηκαν τα σημαντικά ευρήματα του χώρου. Κι έχει σημασία αυτό το Μουσείο, γιατί φιλοξενεί, άρτια τοποθετημένα και αντιπροσωπευτικά, τα ευρήματα της Νεμέας, που ήταν ένας από τους τέσσερις μεγάλους χώρους όπου γίνονταν πανελλήνιοι αγώνες - οι άλλοι είναι η αρχαία Ολυμπία, οι Δελφοί και η Ισθμία.
 
Η ανασκαφή του αρχαίου σταδίου ξεκίνησε το 1974 και ολοκληρώθηκε το 1991. Τα επόμενα δύο χρόνια διαμορφώθηκε ο χώρος, πάντοτε με πρωτοβουλία του κ. Μίλερ (διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια) σε συνεργασία με την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και την επίβλεψη της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του ΥΠΠΟ. Τα έξοδα για όλες τις εργασίες διατέθηκαν από δωρεές εκατοντάδων Αμερικανών, που ανάλογα με το ενδιαφέρον τους και τις δυνατότητες τους έδωσαν διάφορα ποσά, ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα που δίνει σήμερα ο σημαντικός αυτός αρχαιολογικός χώρος.
 
 
Οι Πανελλήνιοι αγώνες είχαν μεγάλη σημασία, μια και κατά τη διάρκεια τους σταματούσαν οι πόλεμοι - κάτι που το νιώθουμε βαθιά σήμερα με την αναταραχή που υπάρχει από τις διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις στον κόσμο. Οι πανελλήνιοι αγώνες στη Νεμέα γίνονταν κάθε δύο χρόνια, στη διάρκεια του θέρους, πιθανότατα στα τέλη Ιουλίου - αρχές Αυγούστου. Το στάδιο ιδρύθηκε γύρω στα 330-320 π.Χ. Αποτελείτο από το στίβο, τον αμφιθεατρικό χώρο γύρω, όπου κάθονταν οι θεατές των αγώνων, τη στοά εισόδου για τους ελλανοδίκες και αθλητές και τα αποδυτήρια. Σ' αυτά τα τελευταία, που ήταν ένα απλό ορθογώνιο κτίριο, με ανοικτή αυλή στο κέντρο και κίονες δωρικούς στις τρεις του πλευρές, διαπιστώθηκαν, με τις ανασκαφές,  αρκετές  καταστροφές που έχουν γίνει στα παλιά χρόνια (τα πρώιμα χριστιανικά). Διαλύθηκαν τοίχοι και σήμερα το περίγραμμα του κτιρίου γίνεται αντιληπτό με σειρά από χαλίκι, που σημαδεύει τη θέση των τοίχων. Ήταν κατασκευασμένοι από ωμές πλίνθους και τα κεραμίδια της στέγης είχαν σφραγίδα του αργείτη αρχιτέκτονα, υπεύθυνου για τα δημόσια έργα στο Ιερό, του Σωσικλή.
 
Στα αποδυτήρια αφαιρούσαν τα ιμάτια τους οι αθλητές, άλειφαν τα σώματα τους με λάδι και γενικά προετοιμάζονταν για τους αγώνες, οργανωμένοι σε ομάδες, όπως πιστεύει ο κ. Μίλερ. Οι ομάδες χωρίζονταν κατά άθλημα. Αφού περνούσαν την πύλη στα Ν.Α. γωνία του αποδυτηρίου, έβγαιναν οι αθλητές σ' ένα ανοιχτό διάδρομο, κομμένο στο φυσικό πέτρωμα, και έμπαιναν στη θολωτή στοά, για να περιμένουν να τους καλέσει ο κήρυκας, ονομαστικά, για τους αγώνες. Ο κήρυκας βρισκόταν στο στίβο. Φαίνεται, από τη μελέτη της θολωτής στοάς, που είναι από τις αρχαιότερες θολωτές κατασκευές στη Μεσόγειο, ότι μερικοί αθλητές την ώρα της αναμονής, περνούσαν τον καιρό τους, χαράζοντας τα ονόματα τους στους τοίχους της στοάς. Έχουν βρεθεί και μελετήθηκαν αρκετές επιγραφές του είδους: μια αναφέρει τον αθλητή Τελέστα, που ήταν νικητής πυγμαχίας το 340 π.Χ. στην Ολυμπία.
 
Οι πλευρές του στίβου πλαισιώνονταν από ένα λίθινο αγωγό, που μετέφερε τρεχούμενο νερό για να πίνουν, αλλά και για να βρέχεται η επιφάνεια του στίβου.
Οι αγώνες δρόμου ξεκινούσαν από τη βαλβίδα (λίθινη αφετηρία), που ήταν κατασκευασμένη με ένα σύστημα ολόκληρο, ώστε όλοι οι αθλητές να ξεκινούν ταυτόχρονα. Στην άκρη της βαλβίδας υπάρχει βαθμιδωτή βάση που στήριζε άγαλμα της θεάς Νίκης, προσωποποίησης της νίκης των αθλητών.
 
 
Δέκα ελλανοδίκες από το Αργός, με μαύρα ιμάτια, επόπτευαν τους αγώνες από μια εξέδρα ξύλινη, που στηριζόταν σε λίθινες βάσεις και ένα παράλληλο χαμηλό πλίθινο τοίχο. Την ύπαρξη της εξέδρας διαπίστωσαν οι ανασκαφείς από διάφορα κινητά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν, μεταλλικά καρφιά δηλ. ανάμεσα στους λίθους και τον πλίθινο τοίχο.
 
Υπήρχαν διάφορες επιτροπές ελλανοδικών, ειδικές για κάθε αγώνισμα. Περίμεναν τη σειρά τους στο στίβο του σταδίου κι είχαν μαζί τους δούλους, οι οποίοι μαστίγωναν αθλητές που έκαναν αντικανονικές ενέργειες. Μεταλλικό κιγκλίδωμα εμπόδιζε να εισβάλλουν μέσα στο στίβο διάφοροι θεατές ενθουσιώδεις, για να χαιρετίσουν φίλους τους νικητές.
 
Ο στίβος αποτελείται από κιτρινωπό αργιλώδες χώμα (καλύπτεται για προστασία από άμμο σήμερα). Από τη μελέτη του χώρου φάνηκε πως οι αγώνες δρόμου γίνονταν, ως ένα μέρος, ανηφορικά και στο υπόλοιπο κατηφορικά.
 
Με τον ήχο της σάλπιγγας ο κόσμος έμπαινε στο στάδιο για τα αγωνίσματα, αφήνοντας τις κατασκηνώσεις όπου είχε περάσει τη νύχτα. Οι ελλανοδίκες και οι αθλητές των αγώνων της ημέρας πέρναγαν πρώτα από το βωμό, εμπρός στο ναό του Δία για να κάμουν θυσίες στον πατέρα των θεών και να ορκιστούν πως θα τηρήσουν τους κανόνες των αγώνων. Ενώ οι θεατές καταλάμβαναν τις θέσεις τους, οι ελλανοδίκες και οι αθλητές προσέρχονταν σε μεγαλειώδη πομπή από την Ιερά Οδό και σταματούσαν στα αποδυτήρια και στη στοά. Κάθονταν οι θεατές σε απλά πρόχειρα βαθμιδωτά επίπεδα σκαμμένα στο μαλακό βράχο της πεταλοειδούς κοιλότητας του νότιου άκρου του σταδίου. Λίθινα εδώλια σε δύο ή τρεις σειρές εκτείνονταν μεταξύ της αφετηρίας και της στοάς εισόδου. Η Νεμέα αποτελεί τη μεταβατική φάση στην εξέλιξη των  σταδίων· στην Ολυμπία τα στάδιο δεν έχει καθίσματα, ενώ στους Δελφούς υπάρχουν λίθινα έδρανα (έγιναν στη ρωμαϊκή περίοδο).
 
 
Από τη μελέτη των νομισμάτων συνάγεται πως οι θεατές κάθονταν κατά ομάδες συμπολιτών (από την ίδια πόλη-κράτος).
 
Το πρώτο άθλημα στα Νέμεα ήταν αγώνας δρόμου μήκους ενός σταδίου (το μήκος του σταδίου ήταν διαφορετικό σε κάθε τόπο). Ακολουθούσε ο «δίαυλος» που είχε μήκος δύο σταδίων, η οπλιτοδρομία κ.ά.
 
Όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες έτσι και τα Νέμεα δεν είχαν αρχικά μουσικούς αγώνες. Προστέθηκαν αργότερα· είχαν όμως από νωρίς διαγωνισμούς για σαλπιγκτές και κήρυκες. Στο τέλος κάθε αγωνίσματος, ο νικητής έπαιρνε κλαδί φοίνικα και μια ταινία, που την έδενε γύρω στο κεφάλι του, σημάδι νίκης. Αργότερα, γινόταν τελετή απονομής, όπου όλοι οι αθλητές έπαιρναν το επίσημο σύμβολο της νίκης, ένα στεφάνι από άγριο σέλινο. Ο νικητής, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, δικαιούταν δωρεάν σίτιση στην υπόλοιπη ζωή του.
 
Γυναίκες δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους αγώνες, είχαν όμως τη δυνατότητα να πάρουν μέρος στις ιπποδρομίες οι «κέλητές» τους. Διαγωνίζονταν και συνωρίδες (άρματα συρόμενα από δύο άλογα) και τέθριππα (άρματα που τα έσυραν τέσσερα άλογα). Οι ιπποδρομίες γίνονταν στον ιππόδρομο που πιθανότατα βρισκόταν στην επίπεδη επιφάνεια πίσω από το ναό του Δία, δεν έχει όμως αποκαλυφθεί ακόμη. Ο καθηγητής Μίλερ είχε ετοιμάσει ολόκληρη γιορτή για τους καλεσμένους του την ημέρα των εγκαινίων του αρχαιολογικού πάρκου. Τραγούδια διάφορα ακούστηκαν από χορωδίες και έγινε αναπαράσταση αγώνων. 
 
 
Επανερχόμενοι στο θέμα του ιπποδρόμου να πούμε ότι τα αρχαία ελληνικά αγωνίσματα, και κυρίως οι πανελλήνιοι αγώνες στην Ολυμπία, τους Δελφούς, την Ισθμία και τη Νεμέα, περιελάμβαναν και ιππικούς αγώνες. Κανένας όμως αρχαίος ελληνικός ιππόδρομος δεν έχει ανασκαφεί, παρόλο που η τοποθεσία αυτού της Ολυμπίας, και πιο πρόσφατα ίσως των Δελφών, έχει αναγνωριστεί. Φαίνεται πως η Νεμέα μπορεί τώρα να προστεθεί σ’ αυτό τον κατάλογο των γνωστών τοποθεσιών.
 
Η γεωγραφία της κοιλάδας δείχνει πως υπάρχει μόνο μία πιθανή, κατά βάση επίπεδη, περιοχή, η οποία πρέπει να είχε τουλάχιστον 600 μέτρα μήκος. Αυτή η περιοχή ξεκινά στα νότια, δίπλα στο ηρώο του βρέφους Οφέλτη και σε μια τεράστια δεξαμενή, η οποία ίσως και να χωρούσε έως και 100.000 λίτρα νερού. Ακριβώς εδώ οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια σειρά από στρώματα γης καθένα από τα οποία επιδεικνύει τα σημάδια που άφησαν τροχοί αρμάτων.
 
Περίπου 670 μέτρα βόρεια αυτού του σημείου, ο ρους του ποταμού της Νεμέας, ο οποίος δημιουργήθηκε τεχνητά το 1884, κάνει μια απότομη στροφή προς τα δυτικά για περίπου 180 μέτρα και μετά συνεχίζει βόρεια. Αυτός ο χώρος εμφανίζεται σε μια αεροφωτογραφία του 1942 ως μια πιο σκούρα περιοχή που υποδηλώνει την ύπαρξη μιας αλλαγής του χώματος κάτω από τη επιφάνεια. Θα μπορούσε να είναι αυτή η πορεία του ιπποδρόμου;
 
Το ενδιαφέρον του κ. Μίλερ έχει στραφεί τα τελευταία χρόνια στο προγενέστερο στάδιο. Όχι αυτό που βλέπουμε σήμερα, της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά σε εκείνο που περιέγραψε ο Πίνδαρος (522-443 π.Χ.), «ίχνη του οποίου έχουμε βρει δίπλα στον ναό του Διός. Δεν το σκάψαμε, γιατί είπαμε να αφήσουμε κάτι και για τους επόμενους ερευνητές» λέει.
 
Μας αποκάλυψε πως έχει επίσης εντοπίσει ίχνη του αρχαίου ιππποδρόμου, του μοναδικού που θα σώζεται από την αρχαιότητα. 
 
«Παλιότερα θεωρούσαμε ότι ο ιππόδρομος στην Αρχαία Ολυμπία δεν σώζεται. Ότι έχει καταστραφεί από τον ποταμό Αλφειό. Τώρα καταλαβαίνουμε ότι το ίδιο το ποτάμι είναι ο ιππόδρομος, γιατί τον χειμώνα έχει φάρδος 300 μ. και το καλοκαίρι περιορίζεται στα 50 μ. επιτρέποντας στα δεξιά κι αριστερά του νερού τη χρήση του. Στη Νεμέα δεν υπήρχε ποτάμι που να τρέχει όλο τον χρόνο. Στο ιερό του Οφέλτη έχουμε βρει άμμο, χαλίκι και αρματοτροχιές. Ένα έμπειρο μάτι καταλαβαίνει ότι έχουν περάσει από εκεί άρματα που άφησαν στο χώμα αύλακες, έπειτα ήρθε το νερό και γέμισε τους αύλακες με λάσπη».
 
Ο «Στέφανος»
 
 
Τόσα χρόνια δεμένος με το ιερό της Νεμέας, ποια άραγε να ήταν η πιο δυνατή συγκίνηση για τον πολιτογραφημένο Έλληνα αρχαιολόγο που όλοι στο χωριό τον φωνάζουν «Στέφανο»;
 
«Η πρώτη ήταν όταν ξεκινήσαμε τις ανασκαφές στο στάδιο. Το πέταλο του σταδίου φαινόταν. Είχαμε ανοίξει μια τομή 10 μ. επί 20 μ. και σκάβαμε για δώδεκα ολόκληρες εβδομάδες χωρίς να βρούμε τίποτα.
 
»Στα καφενεία στο χωριό είχαν αρχίσει να λένε ότι ήρθε ο έξυπνος ο Αμερικανός να σκάψει και δεν βρήκε τίποτα. Είχα απελπιστεί. Σκεφτόμουν πώς θα πάω πίσω με άδειο κουβά; Τι θα πω στο πανεπιστήμιο που είχε δώσει τα λεφτά; Μας απέμενε μία εβδομάδα πριν να φύγουμε. Και, ω του θαύματος, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα ευρήματα: ένα νόμισμα, μερικά σπασμένα αγγεία. Είχαμε βρει το υδραγωγείο. Ο στίβος, μήκους 178 μ., πλαισιωνόταν από έναν λίθινο αγωγό με λεκάνες κατά διαστήματα για συγκέντρωση πόσιμου νερού. Σε ένα σημείο είχαμε φτιάξει μια ξύλινη ράμπα για να μην πατάμε τον αγωγό. Την τελευταία μέρα, είπαμε να σκάψουμε και κάτω από τη ράμπα. Εκεί βρήκαμε τη λίθινη αφετηρία των αγώνων. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Στήσαμε ένα γλέντι τρικούβερτο το βράδυ. Την επομένη, ημέρα Σάββατο, ξημέρωσε η 20ή Ιουλίου 1974. Είχε γίνει η εισβολή στην Κύπρο. Γύρισε ο κόσμος ανάποδα.
 

 
»Η δεύτερη συγκίνηση έχει σχέση με την ανακάλυψη της θολωτής στοάς του σταδίου. Δεξιά τού υδραγωγείου, εκεί όπου σταματούσαν τα λίθινα καθίσματα τα οποία βρίσκονται σε δύο ή τρεις σειρές μεταξύ αφετηρίας και στοάς, είχαμε ένα διάδρομο. Θα μπορούσε εκεί να βρίσκεται η κρυπτή στοά που ανέφερε ο Παυσανίας. Σας θυμίζω ότι το στάδιο βρίσκεται 400 μ. από τον ναό του Διός και χωρούσε περίπου 40.000 θεατές. Οι αθλητές και οι κριτές προετοιμάζονταν σε απλό ορθογώνιο κτίσμα, το Αποδυτήριον, με εσωτερική κιονοστοιχία στα δυτικά, κι έμπαιναν στο στάδιο από μια θολωτή στοά. Όταν πιάσαμε την άνοιξη του 1978 την ανασκαφή, τη δεύτερη κιόλας μέρα κάτω από το "κλειδί" της θόλου, ένας εργατοτεχνίτης έμπηξε το στειλιάρι του μέσα σε μια τρύπα. Δεν βρήκε αντίσταση. Ήταν η καμαροσκέπαστη θόλος που σώζεται ατόφια σε μήκος 36 μέτρων». Θυμάται ο κ. Μίλερ ότι η ανακάλυψη αυτή έκανε αίσθηση, αλλά επισκιάστηκε από το μεγάλο εύρημα των βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον Μανόλη Ανδρόνικο. «Εκείνος ο τάφος δεν είχε μόνο καμάρα. Είχε και χρυσό στο εσωτερικό του», λέει ο κ. Μίλερ.
 
 
Οι ανασκαφές έφεραν ευρήματα και την ανάγκη να χτιστεί ένα μουσείο στον χώρο. «Το έχτιζα σιγά σιγά κάθε χρόνο, στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου, έχοντας μάθει την τέχνη από τον πατέρα μου που ήταν εργολάβος οικοδομών. Ένας ντόπιος εργάτης έφτιαχνε τη λάσπη και με εφοδίαζε για 3-4 μέρες, ώσπου δεν είχα πια χρήματα να τον πληρώσω».
 
Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας δρ Στέφανος Μίλερ οραματίστηκε την αναστήλωση του Ναού του Διός στη Νεμέα, την οποία και ξεκίνησε ουσιαστικά το 1999. Ως το 2003 είχαν τοποθετηθεί δύο επιστύλια και η τρίγλυφος των υπαρχόντων κιόνων, ενώ η ανόρθωση των υπολοίπων τεσσάρων της βορειοανατολικής γωνίας άρχισε το 2003-2004 και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 2009. Στο μεταξύ ο κ. Μίλερ συνταξιοδοτήθηκε, την αναστήλωση ανέλαβε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πάτρας κ. Νίκος Μακρής και μετά ο πολιτικός μηχανικός κ. Κωνσταντίνος Παπαντωνόπουλος. 
 
Η περάτωση πάντως της παρούσας φάσης του έργου (3 πλήρη έτη δουλειάς) οφείλεται στην καθηγήτρια κ. Σέλτον, που μόνη της βρήκε το σθένος να εξασφαλίσει ξένους χρηματοδότες, χωρίς βοήθεια από παλαιότερους ντόπιους χρηματοδότες και συλλόγους που της γύρισαν δυσπιστούντες την πλάτη, αν δεν την πολέμησαν. Υπεύθυνη εξάλλου για το έργο ήταν η αρχιτέκτων Κατερίνα Σκλήρη ήδη από το 1999, που μελέτησε, σχεδίασε και επέβλεψε την αναστήλωση, ενώ ιδιαίτερη μνεία και έπαινος θα άξιζε στους ειδικευμένους τεχνίτες. (*Μια παρατήρηση του καθηγητή του ΑΠΘ κ. Σπύρου Ψυχομάνη)
 
Ο «Στέφανος» Μίλερ
 

Ο Στήβεν Γ. Μίλλερ (αγγλ. Stephen G. Miller) γεννήθηκε στο Γκόσεν (Goshen) της Ιντιάνα των ΗΠΑ το 1942. Ολοκλήρωσε το πρώτο του πτυχίο στα Αρχαία Ελληνικά στο Wabash College και το Διδακτορικό του στην Κλασσική Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον.
 
Μετά από ανασκαφές σε διάφορες τοποθεσίες του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Ολυμπίας και, για τέσσερα χρόνια, της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών, ξεκίνησε τις δικές του ανασκαφές στη Νεμέα το1973.
 
Κατά τα 35 χρόνια της εργασίας του στη Νεμέα, όχι μόνο διενήργησε ανασκαφές που έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα όπως το στάδιο όπου διεξάγονταν τα Νέμεα, αλλά δημιούργησε και αρχαιολογικό πάρκο, κατασκεύασε αρχαιολογικό μουσείο και οργάνωσε την έκθεση του, ενώ ξεκίνησε και την αναστήλωση του αρχαίου Ναού του Δία. Ταυτόχρονα, υπηρετούσε ως Καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Berkeley, με εξαίρεση τα έτη 1982-1987,όταν διετέλεσε Διευθυντής της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα σχετικά με τις ανακαλύψεις του στη Νεμέα,όπως π.χ. το Nemea II: The Early Hellenis tic Stadium (University of California Press2001), ενώ έχει γράψει και βιβλία που δεν αφορούν τη Νεμέα, όπως τα:
 
  • The Prytaneion: Its Function and Architectural Form (U.C. Press 1978),
  • Arete: Greek Sports from Ancient Sources3 (U.C. Press 2004),
  • Ancient Greek Athletics (Yale University Press 2004),
  • Ο Πλάτων στην Ολυμπία (Αθήναι2008), και
  • The Berkeley Plato (U.C. Press 2009).
  •  
Έχει ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, εχει τιμηθεί ως Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχει αναγνωριστεί ως «Πρόσωπο της Εβδομάδας» από το Αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι ABC το 2004 κ.ο.κ.
 

 
Από τη συνταξιοδότησή του το 2005 μοιράζει το χρόνο του, μαζί με τη σύζυγό του Έφη, ανάμεσα στην Καλιφόρνια και την Αρχαία Νεμέα, όπου προετοιμάζει σειρά βιβλίων και άρθρων σχετικά με τη Νεμέα και άλλα θέματα, μεταξύ των οποίων μία σημαντική μελέτη σχετικά με τα αίτια της σκοτεινής περιόδου του μεσαίωνα.
 
Το 2005 με προεδρικό διάταγμα ο Στέφανος Μίλλερ πολιτογραφήθηκε Έλληνας υπήκοος.
 


Όσοι ενδιαφέρεστε για παραπέρα στοιχεία για τον αρχαιολογικό χώρο της Νεμέας θα σας παραπέμψω στα:
 

  • Μια μελέτη-διατριβή της κας Α. Συμβουλίδου για το ΑΠΘ με τίτλο «Τα Νέμεα υπό το φώς των νεότερων αρχαιολογικών ευρημάτων» που θα την βρείτε εδώ : http://ikee.lib.auth.gr/record/100702/files/gri-2008-1018.pdf






 Πηγές:
 
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 29.1.2011 Το ποτάμι είναι ο αρχαίος ιππόδρομος Της Ν. ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ 
Απογευματινή 23.81994 : Η ανασκαφή και τα ευρήματα στη Νεμέα Της ΑΘΗΝΑΣ Γ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ
https://boraeinai.blogspot.com/2019/01/blog-post_48.html