ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ
ΑΝΟΙΓΕΙ
Η ΨΑΛΙΔΑ ΠΛΟΥΣΙΩΝ - ΦΤΩΧΩΝ
Στην Ελλάδα, η
εισοδηματική ανισότητα άρχισε να υποχωρεί τη δεκαετία του '80, σταθεροποιήθηκε
την προηγούμενη δεκαετία και αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της κρίσης.
ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΥΤΣΑΜΠΕΛΑ*
ΚΑΙ ΜΑΝΘΟΥ ΝΤΕΛΗ**
Η συζήτηση για την
οικονομική ανισότητα έχει επιστρέψει στην κοινωνική και την πολιτική ατζέντα ως
βασική απειλή αποσταθεροποίησης του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Σε
διάφορες εκλογικές διαδικασίες χρησιμοποιήθηκε είτε ουσιαστικά είτε ως
λαϊκίστικο ανάγνωσμα με στόχο την ψηφοθηρία. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι
και στο ελληνικό και στο βρετανικό δημοψηφίσματα «όχι» εισέπραξαν μεγάλα
ποσοστά σε περιοχές όπου οι πολίτες είναι φτωχότεροι και πλήττονται περισσότερο
από τη πολιτική και οικονομική αστάθεια που προκαλείται από τις πολιτικές
απομονωτισμού.
Το ζήτημα είναι ουσιαστικό,
γιατί η υψηλή οικονομική ανισότητα οδηγεί σε επιμέρους ανισότητες που αφορούν
την υγεία, την παιδεία, τις ίσες ευκαιρίες, την εμπιστοσύνη των πολιτών
απέναντι στους θεσμούς, την πρόσβαση σε κοινωνικές και πολιτισμικές
δραστηριότητες και την αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών. Συνολικά, οι
πολίτες με χαμηλά εισοδήματα βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό, απομόνωση από την
αγορά εργασίας και μείωση της ευημερίας τους. Πόσο, όμως, έχει αυξηθεί η
οικονομική ανισότητα και πόση βλάβη προκαλεί στο οικοδόμημα των οικονομιών της
ελεύθερης αγοράς; Ποιες πολιτικές είναι οι κατάλληλες για την αντιμετώπιση του
προβλήματος,· Πώς μπορεί να διαχειριστεί αυτό το ζήτημα μια χώρα με σοβαρούς
δημοσιονομικούς περιορισμούς όπως η Ελλάδα;
ΜΕΤΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
ΧΑΡΤΗΣ
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε
αρκετές μεγάλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Σε ευρωπαϊκές
χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, επίσης, παρατηρείται αύξηση των ανισοτήτων,
όμως τα επίπεδα τους είναι ακόμα συγκριτικά χαμηλά (στη Γαλλία η αύξηση
ξεκίνησε μόλις από τα μέσα της δεκαετίας του 2000). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η
περίπτωση της Ιρλανδίας, όπου η εισοδηματική ανισότητα μειώνεται σταδιακά,
χωρίς να παρουσιάσει ουσιαστική αύξηση ούτε κατά την περίοδο της οικονομικής
κρίσης. Να σταθούμε εδώ λέγοντας ότι η Ιρλανδία βίωσε μεγάλη οικονομική
ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, την οποία, σε αντιδιαστολή με την Κίνα,
φαίνεται να εισέπραξε και η μεσαία τάξη. Τα χαμηλότερα επίπεδα εισοδηματικής
ανισότητας βρίσκονται στα κράτη της Σκανδιναβικής Χερσονήσου, αν και εκεί
παρατηρείται μια μικρή σχετικά αύξηση τα τελευταία χρόνια. Συνολικά, και σε
πλήρη αντιδιαστολή με την οξύτατη κριτική που δέχεται, η Ευρώπη είναι η περιοχή
με τις χαμηλότερες συγκριτικά ανισότητες. Τέλος, εντυπωσιακό είναι το γεγονός
ότι η Νότια Αμερική και η Νότια Αφρική παραμένουν οι περιοχές με την υψηλότερη
οικονομική ανισότητα.
ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Η Ελλάδα έχει υψηλή
ανισότητα νια ευρωπαϊκή χώρα και χαμηλή σε σύγκριση με άλλες περιοχές του
πλανήτη. Στην Ελλάδα, η εισοδηματική ανισότητα άρχισε να υποχωρεί τη δεκαετία
του '80, σταθεροποιήθηκε την προηγούμενη δεκαετία και αυξήθηκε τα τελευταία
χρόνια εξαιτίας της κρίσης. Ωστόσο, η παρατηρούμενη αύξηση είναι μικρότερη του
αναμενόμενου, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της πτώσης του ΑΕΠ, αφού δεν
μειώθηκαν μόνο τα εισοδήματα των φτωχών και της μεσαίας τάξης, αλλά και των
πλουσιότερων. Όμως, η μείωση των εισοδημάτων των οικονομικά ασθενέστερων έχει
ισχυρότερες επιπτώσεις στην ευημερία τους, κάτι που αντανακλάται στη σημαντική
αύξηση του ποσοστού των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Επιπρόσθετα, όπως φαίνεται
στο Διάγραμμα η αύξηση της φτώχειας/κοινωνικού αποκλεισμού δεν είναι ομοιογενής
στις διάφορες ηλικιακές ομάδες. Ενώ το σχετικό ποσοστό παραμένει σταθερό για
τις ηλικίες άνω των 54 ετών, αντίθετα αυξάνεται για όλες τις υπόλοιπες
ηλικιακές ομάδες, και ειδικά για τους νέους 16-24 ετών. Σημειωτέον ότι η
φτώχεια στους νέους αναχαιτίζεται από τα υψηλά ποσοστά συγκατοίκησης/ιδιοκατοίκησης
ενήλικων παιδιών με τους γονείς τους και γενικότερα από τις κοινωνικές νόρμες
διαγενεακής αλληλεγγύης που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικογένεια. Δίχως αυτά
τα χαρακτηριστικά, η θέση των νέων θα ήταν δυσμενέστερη. (Δείτε διάγραμμα 2:
Ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανά ηλικιακή ομάδα
στην Ελλάδα, (2007-2016)
Η χειροτέρευση των
προαναφερθέντων δεικτών οφείλεται στις κακές συνθήκες που επικρατούν στην αγορά
εργασίας. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας (23,6%)
και μακροχρόνιας ανεργίας (17%) (τα αντίστοιχα ποσοστά νια την ΕΕ των «28» ήταν
8,3% και 4,0% το 2016)! Αυξητικές τάσεις στις μορφές άτυπης απασχόλησης (π.χ.
μερική απασχόληση) και σχετικά χαμηλό επίπεδο μισθών. Οι χαμηλές απολαβές έχουν
διευρύνει το φαινόμενο των «φτωχών εργαζόμενων», δηλαδή των εργαζόμενων των
οποίων οι απολαβές δεν επαρκούν για να ξεπεράσει το εισόδημα τους το όριο της
φτώχειας. Η μελέτη τών στατιστικών δεδομένων καταδεικνύει ότι η καταπολέμηση
της οικονομικής ανισότητας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού,
τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας, θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της
ουσιαστικής βελτίωσης της αγοράς εργασίας. Η δε βελτίωση στην αγορά εργασίας
απαιτεί στιβαρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό το συμπέρασμα
διαφοροποιεί την Ελλάδα από χώρες με άλλα μακροοικονομικά χαρακτηριστικά, καθώς
και μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. ·
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου