Το χρονικό των παραποιήσεων
23/10/2010
Δεν είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα παραποιούσε τα οικονομικά στοιχεία της μόνο κατά την περίοδο 2007-2009. Τα στοιχεία διαψεύδουν τον πρωθυπουργό, που θέλει να αθωώσει τις κυβερνήσεις στις οποίες μετείχε.
Δεν είναι, επίσης, αλήθεια ότι (στην Ε.Ε.) άρχισαν να ανησυχούν από το 2008. Έχει αποκαλυφθεί και συνομολογηθεί ότι παραποιήσεις στοιχείων υπήρχαν από το 1997. Και πως μετά την είσοδό μας στην ΟΝΕ, δεν σταματήσαμε να πηγαίνουμε από το ένα λάθος στο άλλο, ενώ παράλληλα παραπληροφορούσαμε την Ε.Ε.
Το 2006, ο στενός συνεργάτης του κ. Παπανδρέου κ. Ηρακλής Πολεμαρχάκης, στο συνέδριο του Εκόνομιστ, είχε πει πως μετά το 2000 τα δημοσιονομικά είχαν ξεφύγει πλήρως.
Όπως και με άλλη ευκαιρία έχουμε γράψει, τον Μάιο του 2004 δόθηκε στην δημοσιότητα η Έκθεση της Κομισιόν για την περίοδο Μάρτιος 2002-Σεπτέμβριος 2002. Σύμφωνα με αυτήν, η Eurostat δεν επιβεβαίωσε ή τροποποίησε μονομερώς τα στοιχεία που της απέστειλε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε πέντε περιπτώσεις:
Τον Μάρτιο του 2000, τον Σεπτέμβριο του 2000 και τον Μάρτιο του 2001 διότι τα στοιχεία δεν ήσαν προσαρμοσμένα με βάση τους διεθνείς λογιστικούς κανόνες. (Περίοδος ΠΑΣΟΚ)
Τον Μάρτιο του 2002, διότι ήσαν ελλιπείς οι πληροφορίες σχετικά με τα ομόλογα μετατρέψιμα σε μετοχές (Περίοδος ΠΑΣΟΚ)
Τον Σεπτέμβριο του 2002 διότι ήσαν ανεπαρκή τα στοιχεία για σειρά κυβερνητικών συναλλαγών. (Περίοδος ΠΑΣΟΚ)
Στην έκθεση υπογραμμιζόταν ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ακολούθησε αναθεώρηση στοιχείων μετά από παρέμβαση της Eurostat. Παραδείγματα: Το 2000 αυξήθηκε, μετά την παρέμβαση, το δημόσιο έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ. Το Φθινόπωρο του 2002, το αρχικά καταγεγραμμένο πλεόνασμα για το 2001 και 2002 μετατράπηκε σε έλλειμμα 1,4% και 1,5% αντίστοιχα.
Στα τέλη Απριλίου 2004, μετά την έκτη και τελευταία παρέμβαση της Eurostat, διαπιστώθηκε ότι ήσαν παράτυπες ορισμένες ενέργειες της προηγούμενης κυβέρνησης στον τομέα των εσόδων (εισπράξεις από ΦΠΑ και έσοδα από τη μείωση του μετοχικού κεφαλαίου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου), με αποτέλεσμα το έλλειμμα να εκτοξευθεί στο 3,2% από 1,7% που προέβλεπε για το 2003 το προηγούμενο οικονομικό επιτελείο.
Κατόπιν όλων αυτών, στις 19 Μαΐου 2004, η Κομισιόν υιοθέτησε έκθεση για έλλειμμα 3,2% και, στις 24 Ιουνίου, κάλεσε το Συμβούλιο Υπουργών να κηρύξει την Ελλάδα σε κατάσταση υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος.
Ακριβώς την επομένη, στις 20 Μαΐου του 2004, ο τότε διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ν. Γκαργκάνας παρουσίασε την έκθεση της Τράπεζας για την Οικονομία και παραδέχθηκε ότι έγινε προσπάθεια να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα του 2003 «με μη προσήκοντα τρόπο» και αντίθετο στην κείμενη νομοθεσία.
Ένα από τα τρυκ που χρησιμοποιήθηκαν για να μειωθεί το έλλειμμα ήταν η παράτυπη εγγραφή στα τακτικά έσοδα του προϋπολογισμού ποσού 450 εκ ευρώ που η τότε κυβέρνηση είχε πάρει από τα διαθέσιμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα έσοδα εκείνα, μείωσαν προσωρινά το έλλειμμα, μέχρι την έλευση της Γιούροστατ, που αναγνώρισε ως εκτός νομοθεσίας τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η αποκλιμάκωση του ελλείμματος το 2003.
Στις 5 Ιουλίου 2004, το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε ότι υφίσταται υπερβάλλον έλλειμμα στην Ελλάδα, απηύθυνε σύσταση και η χώρα μας πήρε παράταση μέχρι τις 5 Νοεμβρίου για την λήψη «αποτελεσματικών διαρθρωτικών μέτρων».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στις 6 Σεπτεμβρίου του 2004 η συνάντηση στελεχών της Eurostat με στελέχη του οικονομικού επιτελείου σφραγίστηκε από τις εκφράσεις δυσαρέσκειας των κοινοτικών. Ακούστηκαν σκληρές εκφράσεις για «στοιχεία-μαϊμού». Αποκαλύφθηκε ότι είχαν αποκρυβεί εξοπλισμοί ύψους 1,5 δις ευρώ, που δεν είχαν εγγραφεί στον προϋπολογισμό. Τα τελευταία χρόνια δαπανούσαμε κατά μέσο όρο ετησίως για εξοπλισμούς 3,5 δις ευρώ (1,5 τρις δρχ.) αλλά στον προϋπολογισμό εμφανίζονταν μόνο τα 2 δις ευρώ. Έτσι, λογιστικά, η δαπάνη επιβάρυνε μόνο το δημόσιο χρέος, χωρίς να προσαυξάνει το έλλειμμα. Παράλληλα, οι κοινοτικοί υπογράμμισαν την υπερεκτίμηση της άσπρης τρύπας των ασφαλιστικών ταμείων κατά 1 δις ευρώ.
Το Φθινόπωρο του 2004, κατά την συνεδρίαση του Εκοφίν στο Σεβένινγκεν της Ολλανδίας, αμφισβητήθηκαν ανοικτά όλα τα επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, της οποίας το έλλειμμα βρισκόταν στο 5,3% και το δημόσιο χρέος στο 112% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. «η συγκέντρωση και η παρουσίαση των στατιστικών του προϋπολογισμού δεν πρέπει να είναι ευάλωτες σε πολιτικούς και εκλογικούς κύκλους».
Από το κείμενο των συμπερασμάτων του Ecofin της 21ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας, προκύπτει ότι τελούσε σε εκκρεμότητα λεπτομερής έκθεση σχετικά με τα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας από το 1997!
Έγραφε τότε στην έκθεσή του το Ecofin ότι «αναθεωρήσεις των στοιχείων του προϋπολογισμού, όμοιες με αυτές που έχουν τώρα παρατηρηθεί στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν πρέπει να σημειωθούν πάλι στην Κοινότητα».
Με αφορμή εκείνη την έκθεση, το «Βήμα» της 22ας Οκτωβρίου 2004 έγραφε: «Υπό αυστηρή επιτήρηση η Ελλάδα».
Προφανώς δεν εννοούσαν ότι η παραποίηση αφορούσε στο τελευταίο εξάμηνο. Άλλωστε, η «Καθημερινή» την ίδια μέρα έγραφε: «Δεύτερος γύρος εξέτασης των ελληνικών στοιχείων. Στο μικροσκόπιο η περίοδος 1997-1999 και τα αίτια απόκλισης».
Μια μέρα πριν από την δημοσιοποίηση της έκθεσης του Ecofin, στις 20 Οκτωβρίου 2004, ο τότε αρμόδιος Επίτροπος Οικονομικών Χοακίν Αλμούνια, απαντώντας σε ερώτηση για τυχόν ευθύνες της Eurostat, είχε απαντήσει: «Η Eurostat έχει κατ’ επανάληψη τα τελευταία ΕΠΤΑ χρόνια εκφράσει τις αμφιβολίες της, με υποσημειώσεις στις ανακοινώσεις της, για τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας. Το ίδιο έχει κάνει και στα πρακτικά αποστολών της στην Ελλάδα. Αλλά δεν έχει την απαραίτητη νομική βάση να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που κοινοποιούν τα κράτη-μέλη και κατά συνέπεια δεν φέρει ευθύνη για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα».
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως, ό,τι κι’ αν λένε ο κ. Παπανδρέου και ο κ. Γιουνκέρ, οι παραποιήσεις των στοιχείων φθάνουν ως το 1997. Και πως ο κ. Παπανδρέου θέλει να αθωώσει την περίοδο Σημίτη, οπότε εκείνος, μια μέρα νωρίτερα από τον κ. Γιουνκέρ, το Σάββατο, με άρθρο του στα «Νέα», ανταπέδωσε γράφοντας πως ορθώς αντιμετωπίζει την κατάσταση δια του μνημονίου ο διάδοχός του.
Αλλά και στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο κ. Αλμούνια είχε πει: «Η Eurostat είχε επανειλημμένως αναρωτηθεί σχετικά με την ποιότητα των ελληνικών στοιχείων στο παρελθόν και οι νέες πληροφορίες δικαιολογούν αυτήν την επιμονή».
Στις 7 Οκτωβρίου 2004, κατά την προγραμματισμένη ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του ευρωκοινοβουλίου, ο κ. Αλμούνια είχε πει: «Τα τελευταία στοιχεία που λάβαμε από τις ελληνικές αρχές φαίνεται ότι ανταποκρίνονται περισσότερο στην πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Δυο μέρες νωρίτερα, στις 5 Οκτωβρίου 2004, καταθέτοντας στην ίδια Επιτροπή, ο τότε γενικός διευθυντής της Eurostat Μισέλ Βαν ΄Αμπελε, είπε ότι άσχετα από τον τρόπο καταγραφής των εξοπλιστικών δαπανών συνολικώς τα ελλείμματα δεν θα άλλαζαν. Αντίθετα με αυτά που λέγονται, πρόσθεσε, η αναθεώρηση αυτή δεν εξηγείται από την αλλαγή της μεθοδολογίας, αλλά από την καταγραφή του συνόλου των δαπανών.
Ξεκαθάρισε επίσης ο κ. ΄Αμπελε: Το ελληνικό έλλειμμα ανέβηκε σε σχέση με τα προηγούμενα στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το -2% στο -4,1% για το 2000, από το -1,4% στο -3,7% για τα έτη 2001 και 2002 και από το - 1,7% στο -4,6% για το 2003.
Ο τότε επικεφαλής της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας συνέχισε κάνοντας αναφορά στο ιστορικό των επιφυλάξεων: «Στην ανακοίνωση Τύπου της Eurostat με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 2002 αναφέρεται ότι «η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τα νούμερα που γνωστοποίησε η Ελλάδα, καθώς ορισμένες πληροφορίες για τις δημόσιες συναλλαγές δεν είχαν ακόμη μεταδοθεί ούτε είχαν ολοκληρωθεί. Οι δημόσιοι υπολογισμοί που γνωστοποιήθηκαν πρέπει να θεωρηθούν, κατά συνέπειαν, προσωρινοί και υπό αίρεσιν και ενδέχεται να αναθεωρηθούν».
Κατόπιν των επιφυλάξεων αυτών, προσκομίστηκε μια διόρθωση των ελληνικών στοιχείων και δημοσιοποιήθηκε στην ανακοίνωση Τύπου της Eurostat της 13ης Νοεμβρίου του 2002. Την εποχή εκείνη η διόρθωση οδήγησε σε μια επιδείνωση του προϋπολογισμού του ελληνικού χρέους κατά -1% για το 2000 και κατά -1,3% για το 2001.
Εκ νέου από τη γνωστοποίηση του Μαρτίου 2004 η δημοσιοποίηση των στοιχείων για το έλλειμμα και το χρέος των κρατών-μελών οδήγησε τη Eurostat να διευκρινίσει στην ανακοίνωση Τύπου της 16ης Μαρτίου 2004 ότι «λόγω των συζητήσεων που διεξάγονται αυτήν την εποχή με τις ελληνικές στατιστικές υπηρεσίες τα δεδομένα που γνωστοποιήθηκαν για το έλλειμμα και το χρέος έπρεπε να θεωρηθούν προσωρινά και θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν». Εκ νέου το έλλειμμα διορθώθηκε για το έτος 2003 από -1,7% σε -3,2%.
Σημειωνόταν επίσης ότι η Eurostat δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει το σύνολο των στοιχείων εξαιτίας της υποεκτίμησης των δημοσίων δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και την έλλειψη αξιόπιστης πληροφόρησης για τα τελευταία χρόνια, αναφορικά προς την υπέρβαση που γνωστοποιήθηκε για τον υποτομέα του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα τελευταία στοιχεία επέτρεψαν την άρση των επιφυλάξεων. Στο σημείο αυτό της κατάθεσής του, ο κ. Άμπελε σημείωνε ότι η απογραφή έγινε με κλιμάκιο της Eurostat, που έστειλε ο ίδιος.
Στις 22 Σεπτεμβρίου, ο ΄Αμπελε είπε ότι το πρόβλημα με τα στοιχεία απασχολεί την υπηρεσία του από τον Σεπτέμβριο του 2002. Και πως τον Μάρτιο του 2004 η Eurostat έβαλε υποσημείωση στα στοιχεία.
Την επομένη η «Ελευθεροτυπία», κυκλοφόρησε με τίτλο: «Από το 2002 άρχισε ξήλωμα από τη Eurostat. «Η χρονιά αυτή», έγραψε η εφημερίδα, «σηματοδοτεί το τέλος της ευφορίας που είχε καλλιεργηθεί μετά την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, αλλά και του μύθου της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αίφνης, το υπουργικό δίδυμο Χριστοδουλάκη – Φλωρίδη, υποχρεώθηκε από τους γραφειοκράτες της Κομισιόν να «τερματίσει» την ηρωική εποχή των πλεονασματικών προϋπολογισμών και ανθηρών δημοσίων οικονομικών καθώς εν μια νυκτί το χρέος αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το πλεόνασμα μετατράπηκε σε έλλειμμα. Όσον αφορά στο πλεόνασμα του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης, η Eurostat έχει εδώ και πολλά χρόνια εκφράσει επιφυλάξεις για τα ποσά του πλεονάσματος που γνωστοποιούσαν οι ελληνικές αρχές, για τους ελληνικούς υπολογισμούς, που βασίζονται σε πληροφορίες κατά βάσιν παλαιές, καθώς και για τις εύθραυστες υποθέσεις υπολογισμού. Τέλος, σχετικά με τις φορολογικές εισπράξεις (ΦΠΑ) αυτές είχαν υπερεκτιμηθεί για το έτος 2003 κατά την γνωστοποίηση του Μαρτίου 2004 και επίσης αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω στη γνωστοποίηση του Σεπτεμβρίου 2004».
Έγραψε το «Βήμα», στις 10 Οκτωβρίου 2004. «Πού οφείλονταν οι διαφορές: Η απόκλιση του ελλείμματος (4,3% του ΑΕΠ και όχι 1,8%), οφειλόταν στις διαφορές που προέκυψαν από την επαναφορά των εισπράξεων του ΦΠΑ του πρώτου διμήνου του 2004 στον εφετινό προϋπολογισμό από τον προϋπολογισμό του έτους 2003, που τις είχε βάλει η προηγούμενη κυβέρνηση, με την αιτιολογία ότι αφορούσαν οφειλές του προηγούμενου χρόνου, που εισπράχθηκαν όμως το πρώτο δίμηνο του έτους. Επίσης, οφειλόταν στο «φούσκωμα» των αμυντικών δαπανών. Οι διαφορές στο δημόσιο χρέος (άνω του 110% του ΑΕΠ από 103%) οφείλονταν κυρίως στη μείωση του πλεονάσματος των ασφαλιστικών ταμείων, των ΔΕΚΟ και των δήμων. Η προηγούμενη κυβέρνηση εμφάνιζε μεγαλύτερο πλεόνασμα στα ασφαλιστικά ταμεία και στις ΔΕΚΟ. Η μεγαλύτερη όμως διαφορά προέκυπτε από τη μεταφορά κονδυλίων των αμυντικών δαπανών που θα πληρώνονταν φέτος στους λογαριασμούς του έτους 2003 και τη μεταφορά κονδυλίων του 2005, του 2006 και των επομένων ετών στους λογαριασμούς του τρέχοντος έτους 2004».
Την 1η Οκτωβρίου 2004, ο ελληνικός Τύπος δημοσίευσε δηλώσεις της αντιπροέδρου του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody’s Σάρα Μπέρτιν: «Οι αναθεωρήσεις των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελούν έκπληξη. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στοιχείων, καθώς αυτό συνέβη και το 2001».
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν της 30ής Νοεμβρίου 2004, οι ευθύνες για τα χάλια, (που τώρα ο κ. Παπανδρέου δεν θέλει να αναζητηθούν, μοιράζονται μεταξύ Αθήνας, Eurostat και Κομισιόν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, από το 1997 διαπιστώθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και πως από τότε, λόγω της απόστασης στοιχείων και πραγματικότητας, «η ελληνική οικονομία βρέθηκε υπό επιτήρηση αυστηρότερη από εκείνη που ίσχυε για οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος».
Άλλες επισημάνσεις της ανακοίνωσης της Κομισιόν: «Το 2002 έγινε σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας κατόπιν απαίτησης της Eurostat. Ετσι, επιδεινώθηκε το έλλειμμα κατά 1% του ΑΕΠ το 2000 και κατά 1,3% το 2001. Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 1,5% και κατά 2,9%». Βασικοί λόγοι αναθεώρησης, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, Νοεμβρίου 2004: «Ελλιπής καταγραφή των αμυντικών δαπανών, υπερεκτίμηση πλεονάσματος ασφαλιστικών οργανισμών, αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων για τα φορολογικά έσοδα. Οι διαφορές από την καταγραφή των αμυντικών δαπανών ερμηνεύουν το 25% των συνολικών αναθεωρήσεων το 2003, το 75% το 2002, το 50% το 2001 και το 90% το 2000».
Σε όλες τις εκθέσεις γινόταν αναφορά και στη ΔΕΚΑ που, σύμφωνα με τη Eurostat, χρησιμοποιούσε έσοδα από αποκρατικοποιήσεις για να μειώνει τα ελλείμματα, να δίνει επιχορηγήσεις και να επιδίδεται σε σειρά εξωθεσμικών παρεμβάσεων, πλην των γνωστών σε μας οδυνηρών παρεμβάσεων στο Χρηματιστήριο. Παράλληλα, έκθεση της Eurostat ανέβαζε το έλλειμμα του 1999 σε 3,4% έναντι του 1,8% που είχε επισήμως αποδεχθεί τότε η ΕΕ.
Παρ’ όλα αυτά, στις 5 Απριλίου 2005, κατά την συνεδρίαση της Δημοσιονομικής και Οικονομικής Επιτροπής της ΕΕ, η Ελλάδα έλαβε εύσημα από Κομισιόν, Eurostat και Δημοσιονομική Επιτροπή για την αυστηρή εφαρμογή του προϋπολογισμού!
Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετεί δύο προτάσεις που θα καθιστούσαν πιο ευέλικτο και χαλαρό το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο (σύμφωνα με τις προτάσεις» δεν θα ενεργοποιείται αυτόματα εναντίον κράτους-μέλους με υπερβολικό έλλειμμα, αλλά θα λαμβάνονται υπ’ όψη μια σειρά παράγοντες, μεταξύ των οποίων και οι απρόβλεπτες οικονομικές εξελίξεις.
Στο σημείο αυτό πρέπει να θυμίσουμε ότι τον Σεπτέμβριο του 2006, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ΑΕΠ, οπότε το δημόσιο χρέος υποχώρησε από το 107% στο 86% για το 2005 και το έλλειμμα για το 2006 από το 2,6% στο 2,1%.
Η κίνηση είχε τα υπέρ και τα κατά της. Στα υπέρ καταλογίστηκαν η μείωση του ελλείμματος και του χρέους, η προοπτική για έξοδο από την επιτήρηση και δυνατότητα παροχών και η καλύτερη αποτύπωση του τριτογενούς τομέα της Οικονομίας. Στα κατά, ο κίνδυνος εξόδου από το Ταμείο Συνοχής το 2010, η αύξηση της ελληνικής εισφοράς στον κοινοτικό προϋπολογισμό κατά 600 εκ ευρώ και η αύξηση της κρατικής επιχορήγησης στο ΙΚΑ κατά 700 εκ ευρώ περίπου.
Αν και η Κομισιόν θεωρεί ότι η περιοδική αναθεώρηση του ΑΕΠ ανά πενταετία με βάση το λογιστικό σύστημα ESA 95 αποτελεί υποχρέωση των κρατών – μελών, είχε τότε ξεσπάσει σάλος. Η αλήθεια είναι ότι οι μάγοι δεν είχαν γεννηθεί εκείνη την χρονιά. Την περίοδο 1998-1991 είχε γίνει αναθεώρηση του ΑΕΠ της τάξης του 20%. Και το 1995 η αναθεώρηση με αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ ήταν στο 23%.
Τον Μάιο του 2007 o κ. Αλμούνια πρότεινε στο Ecofin να μπει τέλος στην επιτήρηση της Ελλάδας. Να πάψει δηλαδή η Ελλάδα να βρίσκεται στην διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η Κομισιόν είχε καταγράψει υψηλή ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και πτώση του πληθωρισμού. Αποφάνθηκε μάλιστα ότι η μείωση του ελλείμματος σε επίπεδα κάτω του 3% είχε γίνει χωρίς τεχνάσματα και χωρίς δημιουργική λογιστική!
Τον Ιούνιο του 2007, το Συμβούλιο Κορυφής αποφάνθηκε ότι το έλλειμμα της Ελλάδας επιστρέφει κάτω του 3% του ΑΕΠ και ότι το 2006 ήταν στο 2,6% έναντι 7,9% το 2004. Και ότι το χρέος είχε μειωθεί από το 108,5% του ΑΕΠ το 2004, σε 104,5% το 2006.
«Επιτήρηση τέλος με εύσημα για την Ελλάδα», έγραφε τότε ο ελληνικός και ο διεθνής Τύπος. Και όπως έχουμε ξαναγράψει, ο ίδιος ο κ. Γιουνκέρ είχε τότε δηλώσει: «Πρόκειται για εντυπωσιακές επιδόσεις, γιατί όλοι θυμόμαστε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Σήμερα, λέει ότι το πρόβλημα είναι πως δεν άκουσαν τις παραινέσεις του το 2008. Μα πώς να τις ακούσουν, αφού προηγουμένως, το 2007, είχαν ακούσει τους επαίνους του;
Για κάποιον λόγο, όμως, τα πράγματα επιδεινώθηκαν ξανά. Τον Φεβρουάριο του 2009, ο κ. Αλμούνια κάλεσε την τότε κυβέρνηση να λάβει μέτρα εδώ και τώρα για να μειώσει το έλλειμμα και να δώσει θετικά μηνύματα στους δανειστές της. «Είστε σε επιτήρηση από την ίδια την αγορά», είχε πει.
Αμέσως άρχισαν ξανά οι δυσμενείς εκθέσεις για την ελληνική οικονομία. Και όταν πια τον Σεπτέμβριο του 2009 βρεθήκαμε ξανά σε προεκλογική περίοδο, ο κ. Παπανδρέου υποσχέθηκε ότι με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα διαπραγματευόταν επί ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου, ώστε να σταθεί δυνατόν να ανταποκριθεί στις προεκλογικές υποσχέσεις του.
Αμέσως ήλθε η απάντηση του κ. Αλμούνια, σύμφωνα με την οποία «γνωρίζω ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, αλλά για τα θέματα της ελληνικής οικονομίας είναι ενημερωμένοι και οι δύο αρχηγοί των δύο κομμάτων».
Στο τέλος ήλθε ο λογαριασμός: Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε δώσει πλαστά στοιχεία πέντε φορές μέσα σε τρία χρόνια (Μάρτιος 2000 – Σεπτέμβριος 2002), ενώ επί Νέας Δημοκρατίας τα στοιχεία αναθεωρήθηκαν επτά φορές σε πέντε χρόνια.
Τον Ιούνιο του 2004 είχαν καταπλεύσει οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να λύσουν το μέγα μυστήριο: Πώς με τόσο υψηλό ρυθμό ανάπτυξης η οικονομία μας παρουσίαζε τόσο μεγάλα ελλείμματα. Έφυγαν άπραγοι. Μετά ήλθαν κι’ άλλοι, κι’ άλλοι. Τώρα η τρόικα νοίκιασε διαμέρισμα γιατί σκοπεύει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.
«Η Ελλάδα χτενίζει τα στοιχεία της», έγραφαν επί ΠΑΣΟΚ οι ξένες εφημερίδες. «Η Ελλάδα μαγειρεύει τα στοιχεία της» έγραφαν επί ΝΔ. Προφανώς, πρόκειται περί διαγωνισμού ανικανότητας….
Πηγή:
http://www.elzoni.gr/html/ent/125/ent.3125.asp