Δεύτερη απόπειρα νεκρανάστασης του Κέινς
Το διαβόητο «Δόγμα του Σοκ», που περιγράφει με διεισδυτικό τρόπο στο ομώνυμο βιβλίο της η Ναόμι Κλάιν, εφαρμόζουν κατά γράμμα οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υποστηρίζει στο τελευταίο τεύχος της γαλλικής Le Monde Diplomatique ο οικονομολόγος Φρεντερίκ Λορντόν και προσθέτει: «Θα πίστευε κανείς ότι η στρατηγική αυτή ολοκληρώθηκε με τη χωρίς προηγούμενο λιτότητα στον δημόσιο τομέα, που υποτίθεται ότι θα απαντούσε στην κρίση του ιδιωτικού. Ωστόσο, η διαιώνιση της λιτότητας με το «Σύμφωνο για το Ευρώ» μάς παραπέμπει σε μια άλλη περιπλάνηση χωρίς ορατό τέλος. Μέχρι πού θα φτάσει αυτό το παράδοξο, να απαντούν δηλαδή στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού με έναν ακόμη περισσότερο μανιακό νεοφιλελευθερισμό;»
Η αλήθεια είναι ότι η οικονομική ορθοδοξία της εποχής μας υπέστη ισχυρό κλονισμό μετά την κατάρρευση της LehmaBrothers, τον Σεπτέμβριο του 2008, που έφερε το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα στην «εντατική». Η πρώτη, ενστικτώδης αντίδραση των μεγάλων δυτικών κρατών επιβεβαίωσε τον αφορισμό του Ρίτσαρντ Νίξον κατά τον οποίο, σε συνθήκες κρίσης, «είμαστε όλοι κεϊνσιανοί»: τεράστιας κλίμακας παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία για τη διάσωση των απειλούμενων κολοσσών και την τόνωση της ανάπτυξης. Αυτός ο ανεστραμμένος «κεϊνσιανισμός για τους πλούσιους» έδωσε γρήγορα τη θέση του σε έναν ενισχυμένο νεοφιλελευθερισμό για τους φτωχούς, στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η δρακόντεια λιτότητα που προωθούν σε σειρά αμερικανικών Πολιτειών οι νέοι, Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες και το «Σύμφωνο για το Ευρώ» που επέβαλε στην Ευρώπη η Αγκελα Μέρκελ αποτελούν τα πιο πρόσφατα κρούσματα.
Ωστόσο, οι νικητές της πρώτης πράξης αυτού του μονομερούς κοινωνικού πολέμου αρχίζουν να υφίστανται τις οδυνηρές επιπτώσεις της επιτυχίας τους. Στο οικονομικό επίπεδο, η εγχείρηση επέτυχε, πλην ο ασθενής απεβίωσε: Αντί να καθησυχάσει τις διεθνείς αγορές ομολόγων, η συμφωνία των Βρυξελλών για τον μόνιμο οργανισμό διάσωσης (ESM) έστειλε τα spreads στα ουράνια, καθώς ερμηνεύθηκε ως προεξόφληση μελλοντικών χρεοκοπιών. Η αιματηρή λιτότητα που επιβλήθηκε στις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) στο όνομα της αποτροπής της πτώχευσης, στην πραγματικότητα έφερε την πτώχευση πιο κοντά, όπως αναγνωρίζει ακόμη και ένα κατ' εξοχήν νεοφιλελεύθερο έντυπο, σαν τον Economist κάτω από τον τίτλο «Χρεοκοπήσατε! Παραδεχτείτε το»!
Καθώς μετατρέπεται σε αιώνιο οικονομικό Σύνταγμα της Ευρώπης, η λιτότητα διαμορφώνει σταδιακά μια «άγρια» κοινωνική ατμόσφαιρα - και μάλιστα όχι μόνο στις κατ' εξοχήν δοκιμαζόμενες, περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και στις πυρηνικές χώρες, όπως έδειξε το απεργιακό κύμα στη Γαλλία ή και στις εκτός ευρώ, βόρειες χώρες, όπως μαρτυρά η χωρίς προηγούμενο, από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ, πορεία των συνδικάτων στη Βρετανία. Φαινόμενα ανυπακοής τύπου «Κερατέας» και «Δεν πληρώνω» εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη.
Η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής συνείδησης αντανακλάται πολιτικά σε μια γενικευμένη τάση «εκλογικού λιντσαρίσματος των ελίτ», ενώ η «δημοσιονομική εξυγίανση» εξελίσσεται σε καρμανιόλα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων: Ο Κάουεν στην Ιρλανδία και ο Σόκρατες στην Πορτογαλία, δύο μέχρι πρότινος «επιτυχημένοι» πρωθυπουργοί, κατέρρευσαν, ενώ ο Θαπατέρο παραιτήθηκε και πολλοί στην Ελλάδα δεν αισθάνονται και τόσο καλά. Οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι εταίροι του Κάμερον έχουν χάσει τη μισή εκλογική τους δύναμη, ενώ οι Γερμανοί συνάδελφοί τους, το κατ' εξοχήν φιλικό προς τους επιχειρηματίες κόμμα της Γερμανίας, κινδυνεύουν να μείνουν εκτός Βουλής και ο ηγέτης τους Γκίντο Βέστερβελε εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση από την κυβέρνηση συνασπισμού. Στην Ιρλανδία ενισχύεται σοβαρά το Σιν Φέιν, πολιτική πτέρυγα του IRA και στη Φινλανδία η ακροδεξιά. Οσο για τη Γαλλία, η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν διεκδικεί σοβαρά να μπει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με σημαία την έξοδο από το ευρώ.
Υπό την πίεση των ακραίων κοινωνικών φαινομένων, αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος εναλλακτικές αναζητήσεις για υπέρβαση της λιτότητας, καθώς η σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών με αντίτιμο την αποσταθεροποίηση ολόκληρης της κοινωνίας δεν φαίνεται ούτε συνετή, ούτε εφικτή πολιτική. Στην Αμερική, οι Δημοκρατικοί πρωτοστατούν σε απεργίες ή και σε συμβολικές καταλήψεις δημοσίων κτιρίων Πολιτειών (βλ. Ουισκόνσιν) για να αποκρούσουν το αντισυνδικαλιστικό αμόκ των Ρεπουμπλικανών. Στην Ευρώπη, το παράδειγμα της «Αριστεράς» του Οσκαρ Λαφοντέν βρίσκει αντηχήσεις σε μερίδα του Εργατικού Κόμματος, υπό τη νέα ηγεσία του Εντ Μίλιμπαντ, που αναζητεί ένα είδος «επιστροφής στις ρίζες», απορρίπτοντας τον Τρίτο Δρόμο του Τόνι Μπλερ.
Από τη θεωρία στην πράξη
Σ' αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα βλέπει κανείς να αναβιώνουν ορισμένες ξεχασμένες ιδέες του Τζον Μέιναρντ Κέινς, με πυρήνα τη χαλιναγώγηση του άγρια κερδοσκοπικού, χρηματιστικού κεφαλαίου και την αναδιανομή εισοδήματος. Ο Κρούγκμαν, ο Λορντόν, ο Φιτουσί, ο Γουλφ κι ο Στίγκλιτς είναι ορισμένες από τις πλέον προβεβλημένες φωνές που αναπτύσσουν, από τις στήλες μεγάλης επιρροής εφημερίδων (New York Times, Financial Times, Le Monde κ.ά.) ετερόδοξες απόψεις για την αντιμετώπιση της κρίσης: τόνωση της ενεργού ζήτησης με αυξημένες κρατικές δαπάνες, πολιτικές μαζικής απασχόλησης και ισχυρής, προοδευτικής φορολογίας, χαλιναγώγηση των χρηματιστικών ροών και ειδικά της αγοράς παραγώγων, μέτρα μείωσης των ανισορροπιών μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, υποκατάσταση του δολαρίου από ένα νέο, παγκόσμιο νόμισμα - να ορισμένες από τις ιδέες που έχουν ήδη προταθεί.
Για την ώρα, η επιρροή παρόμοιων απόψεων είναι ισχυρότερη στο επίπεδο των ιδεολογικών ελίτ παρά των πολιτικών ηγεσιών. Τίποτα δεν δείχνει ότι η μονίμως επαγγελλόμενη αλλά ουδέποτε υλοποιούμενη νεκρανάσταση του Κέινς θα έχει αυτή τη φορά καλύτερη τύχη. Τα χρόνια του Ρούζβελτ και της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας ήταν μια εποχή τεράτων, με το εργατικό κίνημα των μητροπόλεων και το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού στο απόγειό τους. Σήμερα οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί είναι πολύ διαφορετικοί, όπως είναι και η αντικειμενική πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομίας, στην εποχή των πολυεθνικών εταιρειών και του Ιντερνετ, που κάνει πολύ δυσκολότερο όχι μόνο τον σοσιαλισμό, αλλά και αυτόν τον κεϊνσιανισμό σε μία και μόνο χώρα. Από εδώ και το παράδοξο: Οσο περισσότερο δημοφιλής γίνεται ο Κέινς σε θεωρητικά συμπόσια και στήλες εφημερίδων, τόσο περισσότερο αχαλίνωτος επελαύνει ο θατσερισμός στην πραγματική πολιτική ζωή.
Αλλωστε, όπως έλεγε κι ο Ηράκλειτος: Στο ίδιο ποτάμι δεν μπορείς να μπεις δυο φορές...
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_07/04/2011_438487
Υπάρχει άραγε ζωή μετά την ΟΝΕ και το ευρώ;
Πολλοί οικονομολόγοι αριστερών ή κεντροαριστερών προσανατολισμών αμφισβητούν το «σκληρό» ευρώ του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας που στραγγαλίζει την ανάπτυξη και θέτουν το δίλημμα: Είτε ριζική, προοδευτική αναδιάρθρωση της Ευρωζώνης, είτε διάσπαση ή και διάλυσή της. «Η επιλογή είναι ξεκάθαρη», έγραφε συνοψίζοντας τη συζήτηση για το σύμφωνο του ευρώ ο Βόλφγκανγκ Μινχάου στους Financial Times: «Είτε ολοκληρωτική διάσωση (των αδύνατων οικονομιών) είτε ολοκληρωτική χρεοκοπία. Είτε διάσπαση της Ευρωζώνης είτε ενιαίο για όλους ευρωομόλογο και οικονομική ένωση».
Ενωση Διακανονισμών
Από την πλευρά του, ο Φρεντερίκ Λορντόν επαναφέρει στη Le Monde Diplomatique μια παλιά ιδέα του Κέινς, που είχε προταθεί, χωρίς τύχη, από τον διάσημο Βρετανό οικονομολόγο στην ιστορική διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, το 1944, όπου τέθηκαν οι βάσεις για τη μεταπολεμική οικονομική διεθνή τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για την ιδέα της δημιουργίας μιας Διεθνούς Ενωσης Διακανονισμών (International Clearing Union - ICU) με αποστολή την καταπολέμηση των ανισορροπιών στο διεθνές εμπόριο, μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, οι οποίες θρέφουν εθνικές μνησικακίες και δηλητηριάζουν τη διεθνή ατμόσφαιρα. Η ιδέα του Κέινς ήταν ότι τόσο τα ελλείμματα όσο και τα πλεονάσματα κάθε χώρας οφείλουν να διατηρούνται εντός προκαθορισμένων ορίων. Αν μια χώρα, π.χ. η Ελλάδα, γίνει υπέρ το δέον ελλειμματική, θα πρέπει να υποτιμήσει το νόμισμά της για να κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα. Αλλά και αν μια χώρα, π.χ. η Γερμανία, γίνει υπέρ το δέον πλεονασματική, θα «τιμωρείται» με αυξημένο φόρο – κάτι που θα λειτουργεί ως κίνητρο για να ανακυκλώνει παραγωγικά τα πλεονάσματά της, αντί να τα συσσωρεύει, εις βάρος των εταίρων της.
Πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί, όμως, αυτή η ιδέα του Κέινς σε μια ζώνη κοινού νομίσματος, σαν το ευρώ; Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον σκόπελο χωρίς να καταργήσει τελείως το κοινό νόμισμα, κάτι που θα οδηγούσε πιθανότατα σε διάλυση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο Λορντόν εισηγείται ένα ευρώ δύο επιπέδων: ενιαίο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές των κρατών–μελών, αλλά με ευέλικτη ισοτιμία, κατά το πρότυπο της ICU, στο εσωτερικό τους. Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε, για παράδειγμα, σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία να υποτιμήσουν το «δικό τους» ευρώ ώστε να κερδίσουν σε ανταγωνιστικότητα, χωρίς να καταφύγουν στην κοινωνική θηριωδία της διαβόητης «εσωτερικής υποτίμησης» μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών, αλλά και χωρίς να αναστατώσουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις τους. Φυσικά, μπορεί να σκεφτεί κανείς σειρά σοβαρών τεχνικών και ουσιαστικών προβλημάτων ενός παρόμοιου «διπλού ευρώ», με προφανέστερο τον κίνδυνο της μαύρης αγοράς συναλλάγματος και του συνακόλουθου πληθωρισμού. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί η Γερμανία και οι άλλες, δημοσιονομικά ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά θα έσπευδαν να υιοθετήσουν μια τέτοια ιδέα.
Τέλος, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς επαναφέρει μια άλλη, ξεχασμένη ιδέα του Κέινς (συμπληρωματική της ICU), την ιδέα για ένα παγκόσμιο νόμισμα, το περίφημο bancor. Πρόσφατα, ο Στίγκλιτς συνυπέγραψε την έκκληση της «Ομάδας του Πεκίνου» μαζί με άλλους 17 οικονομολόγους, μεταξύ των οποίων, όχι απροσδόκητα, φιγουράρουν αρκετοί Κινέζοι: Ηταν ο διοικητής της κινεζικής κεντρικής τράπεζας Τσου Σιαοτσουάν, που τάραξε τα λιμνάζοντα νερά θέτοντας ζήτημα υπέρβασης του δολαρίου, ως παγκόσμιου νομίσματος, το 2009. Η πρόταση του Στίγκλιτς είναι, βέβαια, αρκετά μετριοπαθής, καθώς στηρίζεται στη διεύρυνση ενός ήδη υπάρχοντος θεσμού, των όχι και τόσο εύηχων «Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων» (SDR’s) που εκδίδει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εστω κι έτσι, δεν είναι καθόλου σαφές γιατί η Αμερική θα έσπευδε να παραιτηθεί από ένα τόσο πολύτιμο παγκόσμιο μονοπώλιο, το οποίο στηρίζεται στην ισχύ των αεροπλανοφόρων της, έναντι της οποίας κανείς εταίρος ή ανταγωνιστής έχει να αντιτάξει κάτι συγκρίσιμο.
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_100043_07/04/2011_438486
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου