Επειδή το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η ομοτράπεζός μας στην Ε.Ε. Γερμανία παρουσιάζει μια ρατσιστική συμπεριφορά έναντι των Ελλήνων, ανασύραμε, από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, τα αποτελέσματα της ναζιστικής τους θηριωδίας εις βάρος της Ελλάδος, για να υπενθυμίσουμε στους σημερινούς Γερμανούς συμμάχους, ότι μας χρωστούν πολλά, που αν και η εκάστοτε ηγεσία μας δεν είχε το ανάστημα να τους το θυμίσει, αυτό μπορεί να το κάνει κάλλιστα και μόνος του ο Ελληνικός Λαός.
Εκτέλεση ομήρων
Οι Γερμανοί θα πρέπει κάποια στιγμή να αντιληφθούν ότι οι Έλληνες σαν ειρηνικός Λαός που είναι προσπάθησε να τους συγχωρήσει την τότε συμπεριφορά τους σαν δυναστών και να θέσει στην άκρη μίση και πάθη προκειμένου να υπάρξει η λήθη στο όνομα της συμπόρευσης και της προοπτικής για μια Ενωμένη Ευρώπη. Αυτό όμως φαίνεται , με την συμπεριφορά τους και τα απαράδεκτα δημοσιεύματά τους, δεν το επιθυμούν οι «φίλοι» Γερμανοί, που δυστυχώς φαίνεται να ξεχνούν το παρόν, το πρόσφατο παρελθόν και την ναζιστική Γερμανία που αιματοκύλισε τον κόσμο.
Ας τους θυμίσουμε λοιπόν για το παρόν ότι το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών μας ευνοεί υπέρμετρα την Γερμανία, αφού η Ελλάδα καταναλώνει γερμανικά προϊόντα και αγοράζει γερμανικά οπλικά συστήματα.
Για το πρόσφατο και για το μεταπολεμικό παρελθόν τους ας υπενθυμίσουμε ότι Έλληνες βοήθησαν στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας και η Ελλάδα, σαν μέλος της ΕΕ, συνεισέφερε και αυτή μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τα ποσά για την ενοποίηση της Γερμανίας.
Πιο συγκεκριμένα μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε 60 δισ. το 1990-2005 για την διαρθρωτική ανάπτυξη των περιοχών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Με δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Φ. Πετσάλνικος, τονίζει ότι είναι ανακριβές ότι από το 1981 οι Έλληνες μόνον εκταμίευαν και δαπανούν συνεχώς ενώ οι Γερμανοί χρηματοδοτούν μόνο και επιβεβαιώνει τα παραπάνω αναφερθέντα.
Ακόμη για την περίοδο 2007-2013 αναλογούν για τη Γερμανία 26,3 δισ. από τα διαρθρωτικά ταμεία της Εκ, ενώ για την Ελλάδα 20,4 δισ. Επίσης από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, επωφελήθηκαν οι Γερμανοί αγρότες. (Είναι γνωστοί οι χαρακτηρισμοί "επιδοτούμενα βουνά βουτύρου", αναφέρει ο κ. Πετσάλνικος).
Η Γερμανία - άλλωστε - είναι η ευρωπαϊκή εκείνη χώρα που περισσότερο επωφελήθηκε από την δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου: Οι εξαγωγές της προς τις χώρες της ΕΕ το 2007 ανήλθαν σε ποσοστό 64,6% του συνόλου των εξαγωγών της χώρας. Το 14% εξ αυτών "είναι προς χώρες που χαρακτηρίζετε "γουρουνοοικονομίες της ΕΕ" (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία)".
Υπενθυμίζει επιπλέον πως κύριος προμηθευτής των αμυντικών συστημάτων της χώρας μας - τα κονδύλια για τα οποία ανέρχονται στο 4,2% του ΑΕΠ - είναι η Γερμανία.
Καθώς το άρθρο στο οποίο απαντά ο κ. Πετσάλνικος αναφέρεται στην διάσωση εκ μέρους των Γερμανών, των τραπεζών τους, αναρωτιέται "ποιος προκάλεσε την τραπεζική αυτή κρίση που αστραπιαία μετεξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση" και προσθέτει: "Σίγουρα όχι εμείς οι Έλληνες".
Ο πρόεδρος της Βουλής επισημαίνει επιπλέον: "Το απολύτως παράλογο: Σήμερα κερδοσκοπούν σε βάρος της Ελλάδας, αυτοί που προκάλεσαν την διεθνή κρίση, επιτιθέμενοι και στην Ευρωζώνη και συνιστά: "Μην βλέπετε το δέντρο και χάνετε το δάσος".
Όσο για το απώτερο και ναζιστικό παρελθόν τους θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους Γερμανούς ότι κατέστρεψαν την Ελλάδα και φεύγοντας της κληροδότησαν πέραν από την καμένη γη και ένα υπερπληθωρισμό που έχει μείνει σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερπληθωρισμού στην φιλολογία των οικονομικών του πολέμου.
Η πρωτογενής αιτία των υψηλών ρυθμών του πολεμικού πληθωρισμού ήταν η κάλυψη των δαπανών συντήρησης των στρατευμάτων Κατοχής, αλλά και των δαπανών των κατοχικών κυβερνήσεων, με χρήμα νέας κοπής -δηλαδή με πληθωριστικό χρήμα.
Στα πρωτογενή αυτά αίτια πρέπει να προσθέσουμε την όλο και μεγαλύτερη μείωση της προσφοράς (παραγωγής) αγαθών και την κερδοσκοπία, που οδήγησαν στα χρόνια 1941-1944 σε άνοδο των τιμών μεγαλύτερη από την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας.
Η μεγάλη αύξηση που εμφάνισαν οι δείκτες των τιμών καταναλωτή και της νομισματικής κυκλοφορίας δεν είναι άσχετη από το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές Κατοχής - παρά τα διεθνή νόμιμα, τη συμφωνία της Χάγης, αλλά και τη δική τους συμφωνία της Ρώμης τον Μάρτιο του 1942 - εισέπρατταν χρηματικά ποσά μεγαλύτερα από τα προβλεπόμενα για τη συντήρηση των δυνάμεων της κατοχής. Με βάση τη συμφωνία της Ρώμης, οι κατά μήνα αναλήψεις πέραν του 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων -δηλαδή πέραν του ποσού που αντιπροσώπευαν τα έξοδα Κατοχής- θα πιστώνονταν στην Ελλάδα ως δάνειο της προς τη Γερμανία και την Ιταλία. Έτσι, οδηγηθήκαμε στο λεγόμενο πρόβλημα του κατοχικού δανείου. Το ποσό του κατοχικού δανείου, ανατοκιζόμενο από το 1945 έως το 2000, ανήρχετο, σε τιμές του 2000, στα 18 δισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα το ποσό αυτό ανατοκιζόμενο φθάνει σε λίαν υψηλότερες τιμές.
Η «υπέρβαση» αυτή των κατοχικών στρατιωτικών δαπανών - η οποία συνδέεται, εκτός των άλλων, και με τη χρηματοδότηση της εκστρατείας του Άξονα στην Αφρική- συνάντησε την αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αντίδραση που δεν άφησε «ασυγκίνητες» ακόμη και τις κατοχικές κυβερνήσεις. Άλλωστε, η ανατροπή και αντικατάσταση διαδοχικών κατοχικών κυβερνήσεων δεν είναι διόλου άσχετη και με τις τροποποιήσεις που επιβάλλοντο κάθε φορά στους όρους της συμφωνίας της Ρώμης.
Ο οικονομικός σφετερισμός που ακολούθησαν οι κατακτητές μπορούσε να υλοποιηθεί με δύο πολιτικές: την πολιτική της απόσπασης και την πολιτική της αναπαραγωγής. Στις συγκεκριμένες συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου, οι Γερμανοί υιοθέτησαν την πολιτική της απόσπασης, η οποία οδήγησε σε κατασχέσεις και επιτάξεις αποθεμάτων και παραγωγικών μέσων της κατεχόμενης χώρας. Όταν, όμως, η πολιτική της απόσπασης έγινε -λόγω της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος- ατελέσφορη, η καταφυγή στην κοπή μεγαλύτερης ποσότητας χρήματος κατέστη το τελευταίο μέσο των κατακτητών.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑΖΙ
Αλλά ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς φθάσαμε ως εκεί:
Το Βασικότερο σημείο για να αντιληφθεί κανείς τι επακολούθησε στη διάρκεια της Κατοχής είναι ότι προπολεμικά η μεν ύπαιθρος μπορούσε να θρέφει τον εαυτό της, όχι όμως και οι πόλεις. Η βιομηχανία απέδιδε το 25 % του εθνικού εισοδήματος, απασχολούσε όμως μόνο 4% του πληθυσμού. Ο μεγάλος όγκος των κατοίκων των πόλεων και ιδιαίτερα του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθήνας και Πειραιά απασχολούνταν στο λεγόμενο τριτογενή τομέα, ιδιαίτερα αναπτυγμένο λόγω της γραφειοκρατικής διάρθρωσης της οικονομίας και της έντονης κρατικής παρέμβασης.
Το ένα έβδομο του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν συγκεντρωμένο στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πώς θα τρέφονταν όλοι αυτοί σε περίπτωση πολέμου και άρα διακοπής των εισαγωγών τροφίμων; Δυστυχώς το ζήτημα αυτό δεν είχε απασχολήσει κανέναν από τους τότε αρμοδίους. Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο αναγκαστικής συγκέντρωσης και διανομής των τροφίμων και όταν η κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου δοκίμασε να εφαρμόσει ένα αυτοσχέδιο σύστημα, απέτυχε παταγωδώς.
Πώς η φτώχεια γίνεται πείνα
Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ιδιαίτερα με την έναρξη της στρατιωτικής κατοχής της χώρας, συνέβησαν ταυτοχρόνως τρία πράγματα, που το καθένα από αυτά θα ήταν καταστροφικό για μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής:
α) Μειώθηκε η υλική παραγωγή, σε ποσοστό πάνω από το 50% και η μείωση αυτή διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
β) Διακόπηκε (σχεδόν πλήρως) το εξωτερικό εμπόριο. Μόνο το 6% του προπολεμικού εξωτερικού εμπορίου επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν οι πόλεις χωρίς τρόφιμα.
γ) Αυξήθηκε η ζήτηση εμπορευμάτων, από το Στρατό αρχικά και από τις δυνάμεις κατοχής στη συνέχεια. Οι δυνάμεις κατοχής προέβαιναν σε επιτάξεις, αλλά κυρίως σε αγορές εμπορευμάτων, με κατοχικά χαρτονομίσματα ή με δραχμές που εξασφάλιζαν δωρεάν από την κατοχική κυβέρνηση.
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα ήταν η πλήρης έλλειψή τροφίμων και η άνοδος των τιμών, η οποία οδήγησε κατ' αρχάς σε ραγδαίο υποσιτισμό των απόρων, εν συνεχεία των φτωχότερων και μετά των μικροαστικών οικογενειών των πόλεων.
Η κυβέρνηση Τσουδερού (που φεύγοντας από την Αθήνα πήρε μαζί της το απόθεμα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος) επιχείρησε το 1941 να οργανώσει τη μεταφορά σιτηρών στην Ελλάδα, μέσω ουδέτερων χωρών, αλλά οι Βρετανοί επέβαλαν αυστηρή απαγόρευση για στρατιωτικούς λόγους. Μόνον όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, με τον πολλαπλασιασμό των θανάτων από ασιτία, δέχθηκε η βρετανική κυβέρνηση να δημιουργηθεί ένα ανεπαρκές δίκτυο τροφοδοσίας στην Ελλάδα.
Μέχρι την άνοιξη του 1943, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ιδιαίτερα στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών, πέθαναν από ασιτία. Έκτοτε, η κατάσταση βελτιώθηκε και η θνησιμότητα περιορίστηκε στα επίπεδα που βρισκόταν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο λόγος της βελτίωσης ήταν η συστηματική αποστολή τροφίμων και η διενέργεια συσσιτίων και διανομών, με πρωτοβουλία που ξεκίνησε ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός. Συχνά μας διαφεύγει ότι αν δεν είχε εκδηλωθεί η σουηδική πρωτοβουλία, ελάχιστοι Έλληνες θα είχαν απομείνει ζωντανοί για να «απελευθερωθούν», όταν οι γερμανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Ελλάδα.
Δημοσιονομική διαχείριση της πείνας
Το 1942 το εγχώριο εισόδημα μειώθηκε ακόμη περισσότερο, αλλά κανείς πια δεν δοκίμαζε να το μετρήσει.
Τα μόνα τρόφιμα στα οποία μπορούσαν να υπολογίζουν οι Έλληνες ήταν το λάδι, οι ελιές, οι σταφίδες και τα σύκα. Τα υπόλοιπα διαθέσιμα τρόφιμα αποτελούσαν μικρό κλάσμα μόνο των ήδη ανεπαρκών προπολεμικών ποσοτήτων.
Όμως, ακόμη και η ελαττωμένη παραγωγή δεν μπορούσε να φτάσει στις πόλεις: Πρώτον, διότι : Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε διάφορες ζώνες κατοχής με αυτοτελείς στρατιωτικές διοικήσεις που δεν λογοδοτούσαν πουθενά (στα Δωδεκάνησα οι Ιταλοί είχαν επιτάξει για λογαριασμό του ιταλικού κρατικού μονοπωλίου ακόμη και τους αναπτήρες και τις τσακμακόπετρες). Δεύτερον, διότι δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα. Τρίτον, διότι οι αρχές κατοχής απορροφούσαν ένα πολύ μεγάλο μέρος (περί το 40%) της ελάχιστης υλικής παραγωγής.
Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, διέθεταν ήδη κατοχική εμπειρία και γνώριζαν ότι οι επιτάξεις και οι αρπαγές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επικουρικώς, αλλά όχι ως κύριος τρόπος εξασφάλισης των αναγκαίων τροφίμων και των άλλων εμπορευμάτων. Η ζήτηση αγαθών από τις αρχές κατοχής ήταν το βασικό στοιχείο, στο οποίο επικεντρώθηκε τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η λεγόμενη μαύρη αγορά. Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές γίνονταν μεταξύ της κατοχικής γραφειοκρατίας και του τοπικού εμπορίου. Αντίθετα προς τη γενική αντίληψη ότι η «μαύρη αγορά» αφορούσε τη διάθεση τροφίμων στο κοινό, έστω και σε υψηλές τιμές, το όλο κύκλωμα απόκρυψης τροφίμων είχε σκοπό τη διοχέτευση του προς τις δυνάμεις κατοχής. Οι τελευταίες εμφανίζονταν ως αγοράστριες, πλειοδοτώντας στις τιμές και εξασφαλίζοντας έτσι ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής.
Σε πρώτη φάση, για να αγοράσουν τα προϊόντα που επιθυμούσαν, εισήγαγαν τραπεζογραμμάτια κατοχής (γερμανικό στρατιωτικό μάρκο και ιταλικές «μεσογειακές δραχμές»). Τα χαρτονομίσματα αυτά κυκλοφορούσαν μόνο στις κατεχόμενες χώρες, όχι όμως και στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ζήτησε και πέτυχε την απόσυρση τους τον Ιούνιο του 1941, με το σκεπτικό ότι δεν ελεγχόταν η νομισματική κυκλοφορία. Για να αναπληρωθεί το κενό, η κυβέρνηση δέχθηκε να χορηγεί δραχμές στις αρχές κατοχής, ώστε οι αγορές να γίνονται με ελεγχόμενο νόμισμα.
Οι μαρτυρίες για τις σχετικές συζητήσεις (αν και μειωμένης αξιοπιστίας) δείχνουν ότι οι οικονομολόγοι που συμβούλεψαν την κυβέρνηση δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το μέγεθος του προβλήματος, ενώ το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Αθήνας (που αναγνώρισε έστω και έμμεσα την κυβέρνηση Τσολάκογλου μέχρι τον Αύγουστο του 1942) νόμιζε ότι οι αρχές κατοχής δεν θα ξεπερνούσαν ένα ορισμένο όριο στην απόσπαση του εγχώριου προϊόντος, με βάση το διεθνές δίκαιο.
Η κατεχόμενη χώρα ήταν υποχρεωμένη να «φιλοξενεί» τις απαραίτητες για την κατοχή στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλά πόσες ήταν αυτές οι δυνάμεις και ποιο ήταν το όριο μεταξύ «φιλοξενίας» και λιμοκτονίας; Ποιο ήταν το αναγκαίο ύψος δαπανών κατοχής; Μόνο το φθινόπωρο του 1942 έγινε σαφές όχι οι κατακτητές δεν ενδιαφέρονταν αν θα κατέρρεε η ελληνική οικονομία. Ορισμένες γερμανικές υπηρεσίες έδειξαν να συμμερίζονται το πρόβλημα, αλλά οι ενδογραφειοκρατικές αντιθέσεις τους (ιδιαίτερα μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών) αποδείχθηκαν αξεπέραστες.
Πληθωρισμός
Η στρατηγική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις κατοχής για να ανταποκριθούν στις γερμανικές απαιτήσεις ήταν η αύξηση των φόρων [που έφτασαν το 1941 να καλύπτουν ποσοστό 39% (!) του εθνικού εισοδήματος] και κυρίως η συνεχής έκδοση χαρτονομίσματος. Η τελευταία οδηγούσε σε σπειροειδή αύξηση των τιμών και σε καλπάζοντα, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.
Η στρατηγική που ακολούθησε το εμπόριο ήταν η χρήση της χρυσής λίρας ως μέσου διαφύλαξης αγοραστικής δύναμης, ως μονάδας μέτρησης αξιών και ως μέσου πληρωμής, αποφεύγοντας και υποκαθιστώντας τη δραχμή. Η χρήση δύο νομισμάτων, ενός καλού κι ενός κακού, υπήρξε πρόσθετος λόγος δημιουργίας πληθωρισμού. Η τιμή της χρυσής λίρας σε δραχμές αυξανόταν συνεχώς, λόγω του δραχμικού πληθωρισμού και προκαλούσε με τη σειρά της αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και τελικώς αύξηση του όγκου των δραχμών που ήταν απαραίτητες για την αγορά της ίδιας ποσότητας αγαθών.
Ανάλωση κεφαλαίου
Εκτός από τη διαρπαγή της ετήσιας παραγωγής, οι κατακτητές κατέσχεσαν ή κατέστρεψαν σημαντικό τμήμα του εθνικού πλούτου: το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, των μεταφορικών υποδομών και το 25% των κτισμάτων δεν υπήρχαν πλέον τον Οκτώβριο του 1944. Η Ελλάδα υπολόγισε τις ζημίες σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια (αξίας 1938), από τα οποία έλαβε μόνο 300 εκατομμύρια μεταπολεμικά δολάρια. Οι απώλειες της καλύφθηκαν κατά 1,5% περίπου.
«Αι ζημίαι δεν πτοούν γενναίους ανθρώπους. Αυτές αποκαθίστανται και θα αποζημιωθούν. Όλοι οι Έλληνες θα συμμερισθώμεν τας ζημίας και θα τας διανείμωμεν με εκείνους που θα τας υποστούν. Τούτο είναι ιερά και απαράβατος υποχρέωσις. Καρτερείτε», έγραφε στο διάγγελμα του ο πρωθυπουργός Τσουδερός, την ημέρα που η κυβέρνηση του έφευγε από την Αθήνα για την Κρήτη. Οι ζημίες ήταν μεγαλύτερες από όσο μπορούσε ίσως να φανταστεί ο Τσουδερός. Οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί από ασιτία, τα θύματα της Κατοχής, δεν μπορούσαν να αναστηθούν. Η Ελλάδα δεν αποζημιώθηκε. Επιβίωσε μεταπολεμική χάρη στη διεθνή φιλανθρωπία και το σχέδιο Μάρσαλ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Οι ανθρώπινες ζημίες υπολογίζονται ως έξης :
Φονευθέντες στον πόλεμο 16.000
Από ωμότητες Γερμανών, Βουλγάρων & 'Ιταλών, 41.000
Από βομβαρδισμούς και ναυάγια 7.000
Από αντίποινα ανταρτοπόλεμου 30.000
Από την πείνα 300.000
Από μη επιστροφή εξ εκπατρισμού 80.000
Σύνολο 474.000 θύματα
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Εις τους αριθμούς αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ζημιές που προέρχονται από την αύξηση της θνησιμότητας από τις στερήσεις και από την μείωση των γεννήσεων κατά την περίοδο της Κατοχής, πού υπολογίστηκαν σε 300.000.. Τέλος στους παραπάνω αριθμούς δεν περιλαμβάνονται αυτοί που κατάντησαν ανίκανοι προς εργασία, ανάπηροι και ασθενείς. Επομένως οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό πλησιάζουν το εκατομμύριο.
Όσον άφορα τις υλικές ζημίας έχουμε:
α) Διαρπαγή του γεωργικού καλλιεργητικού κεφαλαίου και μείωση της παραγωγής, που υπολογίστηκε στο τέλος του πολέμου σε 40% για τα δημητριακά, 80% για τον καπνό, 70% για το βαμβάκι, 60% για την σταφίδα, 50% για τα αμπέλια κ.ο.κ.
β) Μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου που υπολογίστηκε σε απώλειες του 50% για τα μεγάλα ζώα και σε 30% για τα μικρά.
γ) Ελάττωση των δασών μας κατά 20%.
δ) Νέκρωση της μεταλλευτικής κινήσεως και καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων.
ε) Ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής στο 50% σχεδόν, με ζημιές στο βιομηχανικό κεφάλαιο.
στ) Καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή
- του μεγαλύτερου μέρους του σιδηροδρομικού υλικού,
- του μεγαλύτερου μέρους του σιδηροδρομικού δικτύου
- του μεγαλύτερου μέρους των γεφυρών,
- μεγάλες βλάβες στο οδικό δίκτυο
- διαρπαγή του 70% των αυτοκινήτων,
- καταστροφή των λιμενικών εγκαταστάσεων και της διώρυγας της Κορίνθου.
ζ) Απώλεια του 73% της εμπορικής και της επιβατηγού ναυτιλίας της Χώρας.
η) Καταστροφή ολική 100.000 περίπου κατοικιών και μερική 50.000 περίπου κατοικιών.
θ) Καταστροφή πολλών δημοσίων και παραγωγικών έργων.
ι) Υποτίμηση μέχρις εξαφανισμού της αξίας της δραχμής.
Κατά την απελευθέρωση 1944 και σε σχέση με τον Απρίλιο τού 1941
το κόστος ζωής ήταν αυξημένο κατά 2.305.986.911 φορές
η νομισματική κυκλοφορία ήταν αυξημένη κατά 8.276.320 φορές και
η τιμή της χρυσής λίρας ήταν αυξημένη κατά 1.633.540.989 φορές.
Πηγές:
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ (ΕΠΤΑ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ) τ. ΚΘ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ τ. 8
http://greece-salonika.blogspot.com/2010/02/blog-post_4106.html
http://www.hri.org/news/greek/eragr/2010/10-02-22_2.eragr.html
ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου