Με το πρόσφατο νομοσχέδιο για την ποινική ευθύνη των υπουργών επιχειρείται η τροποποίηση και συμπλήρωση του ισχύοντος νόμου 3126/2003.
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, να ικανοποιηθεί η «καθολικά εκφραζόμενη απαίτηση να μη μένουν ατιμώρητοι οι υπουργοί για πιθανές αξιόποινες πράξεις που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με την «εξάλειψη των διακρίσεων υπέρ των υπουργών και την πρόβλεψη δικονομικών μέτρων που διευκολύνουν το ανακριτικό έργο».
Το νομοσχέδιο παρουσιάζεται σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη συγκυρία: η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα ή την τιμιότητα προσώπων που άσκησαν πολιτική εξουσία έχει καταρρεύσει και η δυσπιστία τους για την ύπαρξη αληθινής βούλησης των σημερινών διαδόχων τους να αποδώσουν ποινικές ευθύνες σε όσους εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς ή σπατάλης και κατάχρησης δημοσίου χρήματος είναι διάχυτη. Στο κλίμα αυτό, παντοειδείς παράγοντες αξιοποιούν τη λαϊκή δυσφορία ζητώντας να «μπει επιτέλους κάποιος φυλακή», ώστε να κατευνασθεί η δημόσια αγανάκτηση και να τονωθεί η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Οι μεταβολές που προτείνονται με το νομοσχέδιο είναι κατ’ ανάγκην περιορισμένες, αφού η ριζική ανατροπή του σημερινού καθεστώτος για τους υπουργούς προϋποθέτει την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στο πλαίσιο αυτό ερωτάται αν αυτές είναι αναγκαίες και εύστοχες.
Aξίζει να επισημανθεί ότι η επικρατούσα σήμερα εντύπωση περί της ατιμωρησίας υπουργών και βουλευτών δεν έχει ως κύρια αιτία τη βραχεία αποσβεστική προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα για την άσκηση ποινικής δίωξης από τη Βουλή εναντίον υπουργών ή την πενταετή παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων. Η βασική αιτία πρέπει, αντιθέτως, να αναζητηθεί στον άστοχο και ενίοτε πονηρό χειρισμό των διαδικασιών από τους υπευθύνους.
Παραδείγματα τέτοιων χειρισμών υπάρχουν πολλά:
Πλειοψηφούσα κοινοβουλευτική παράταξη αποχώρησε από τη Βουλή για να μη συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεως για τη σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής σε σχέση με εικαζόμενες αξιόποινες πράξεις πρώην υπουργού, ενώ μία από τις πρόσφατες βουλευτικές συνόδους έληξε πρόωρα χωρίς προφανή λόγο.
Στην υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, η Βουλή άσκησε ποινική δίωξη εναντίον υπουργών, μολονότι ήταν κοινώς γνωστό ότι είχε παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία. Αντί λοιπόν η Βουλή να διαπιστώσει με αποτέλεσμα την εξάλειψη του αξιοποίνου των αδικημάτων, προτίμησε να ανοίξει μια άκρως σοβαρή (συγκρότηση υπουργοδικείου κ.λπ.) πλην μάταιη διαδικασία, την οποία τερμάτισε μετ’ ολίγον, όπως όφειλε, το δικαστικό συμβούλιο.
Στην υπόθεση της Siemens η μακρόβια Εξεταστική Επιτροπή καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες, που φαίνεται ότι δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει, ενώ η συνεχής διαρροή πληροφοριών στα ΜΜΕ και η επιθετική επίκριση δικαστικών λειτουργών που χειρίζονται με σοβαρότητα την πολύπλοκη αυτή υπόθεση δεν ενισχύουν το κύρος της νομοθετικής και της δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Η προβλεπόμενη στο νομοσχέδιο επιμήκυνση της πενταετούς παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων και η εξομοίωσή της με την «κοινή» παραγραφή του Ποινικού Κώδικα απαλύνει μεν την εντύπωση προνομιακής μεταχείρισης των υπουργών, αλλ’ εξουδετερώνεται από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα αποσβεστική προθεσμία που συμπληρώνεται με τη λήξη της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται εκείνης κατά την οποία φέρονται να έχουν τελεστεί οι πράξεις του υπουργού. Σημειωτέον, εξ άλλου, ότι η πρόβλεψη βραχύτερης παραγραφής για τα υπουργικά αδικήματα δεν στερείται δικαιολογίας –υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι αυτή θα ισχύει και για τους μη υπουργούς συμμετόχους– καθ’ όσον η αναμόχλευση υπουργικών αδικημάτων μετά πάροδον πολλών ετών εγκυμονεί τον κίνδυνο καταχρήσεων από πολιτικούς αντιπάλους.
Η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο υπουργό, την οποία προβλέπει για πρώτη φορά το νομοσχέδιο, προϋποθέτει την εμφάνισή του προς απολογία. Η τελευταία αυτή, όμως, δεν μπορεί να διασφαλιστεί, αφού ο μη εμφανιζόμενος υπουργός δεν επιτρέπεται να προσαχθεί βιαίως ούτε να συλληφθεί.
Ολωσδιόλου άστοχη είναι, τέλος, η θεσμοθέτηση τριμελούς «γνωμοδοτικού συμβουλίου» που συγκροτείται από εισαγγελικούς λειτουργούς, έργο του οποίου θα είναι ο «νομικός έλεγχος των στοιχείων και η αξιολόγηση της βασιμότητας αυτών» και η υποβολή «γνωμοδότησης» περί του εάν συντρέχει λόγος να συσταθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με αξιόποινες πράξεις υπουργού. Πρόκειται για ένα υβριδικό όργανο, η δημιουργία του οποίου προσκρούει στην αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 86 του Συντάγματος, το οποίο δεν προβλέπει την ανάμειξη δικαστικών λειτουργών πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του υπουργού. Η παρεμβολή εισαγγελικού γνωμοδοτικού συμβουλίου σε μια διαδικασία η οποία τελεί υπό την απόλυτη κυριαρχία της Βουλής, αδικεί και τη Βουλή και την εισαγγελική αρχή. Οι μεν βουλευτές –αν και νομικοί στην πλειονότητά τους– τεκμαίρεται ότι δεν είναι ικανοί (ή πρόθυμοι) να κρίνουν αν επιβάλλεται η σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διερεύνηση υπουργικών αδικημάτων, οι δε εισαγγελείς ρίπτονται απροστάτευτοι στην πολιτική αρένα.
Η προσπάθεια βελτίωσης του σημερινού ειδικού καθεστώτος της ποινικής ευθύνης των υπουργών μοιάζει μάταιη αν δεν συνδυαστεί με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Εν τω μεταξύ, χρειάζονται γενναίες πρωτοβουλίες υπέρ της διαφάνειας και της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, οι οποίες θα κατευνάσουν την καθημερινά διογκούμενη δημόσια αγανάκτηση.
* Ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/01/2011_429826
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου