Οι παραβιάσεις του Συντάγματος
προκάλεσαν τη δημοσιονομική εκτροπή
Πρέπει ν' αναφερθούμε στην υφισταμένη συνταγματική ομαλότητα και δυστυχώς στις εκτροπές απ’ αυτή, αφού υπήρξαν. Αντικρίζοντας την αλήθεια ίσως οδηγηθούμε σε ορθές λύσεις. Αλλά επιβάλλεται και από λόγους παιδαγωγικούς.
Συνταγματική ομαλότηταΟι ελληνικοί νόμοι πρέπει να είναι, κατά πρώτον, σύμφωνοι με το ελληνικό Σύνταγμα, για να είναι νόμοι του ελληνικού δημοκρατικού πολιτεύματος.
Κατά δεύτερο, πρέπει να είναι δίκαιοι, ηθικοί και να προάγουν το γενικό συμφέρον.
- Το δίκαιο πρέπει να εναρμόνιζεται με την περί δικαίου συνείδηση του κάθε αγνού και συνετού πολίτη.
- Το ηθικό αποτελεί και συνταγματικό κανόνα, από το άρθρο 5 του Συντάγματος,το οποίο προστατεύει τα χρηστά ήθη, που έχουν αναγορευθεί σε συνταγματική διάταξη.
- Το γενικό ή δημόσιο συμφέρον διαχέεται σε όλες τις διατάξεις του Συντάγματος και αποτελείτο πνεύμα του Συντάγματος.
Το Σύνταγμα καθορίζει την τριμερή άσκηση της πολιτικής εξουσίας, από τρία διακεκριμένα όργανα: νομοθετικά, εκτελεστικά, δικαστικά. Επιτρέπει όμως, κατ' εξαίρεση, και τη διασταύρωση των εξουσιών. Έτσι, επιτρέπει και τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια, τα οποία κυριαρχικά ασκούν την αρμοδιότητα αυτή, η οποία προήλθε από συνταγματικό έθιμο. Προέχον δε όργανο του κράτους είναι η Βουλή, η οποία ψηφίζει τους νόμους, αναδεικνύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στηρίζει και ελέγχει την κυβέρνηση, πάντοτε μέσα στα όρια του Συντάγματος. Η συνταγματική αυτή ομαλότητα ίσχυσε μέχρι και τις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1981.
Εκτροπές από τη συνταγματική ομαλότηταΈκτοτε, επεκράτησαν διάφορα εξωσυνταγματικά συνθήματα, με κύριο την ασύνετη άποψη ότι η Βουλή μπορούσε να ψηφίζει και αντισυνταγματικούς νόμους, δεδομένου ότι αυτή εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία. Ενώ, κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους, ασκούνται δε κατά τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα». Αυτή είναι και η αξία του Συντάγματοςς. Επίσης, επεκράτησε η αλόγιστη άποψη ότι «το κράτος δεν κινδυνεύει από την οικονομία του», από τα προϊόντα της ανομίας, της οποίας μείζον ουκ έστι κακόν. Η ασύνετη και αλόγιστη αυτή άποψη υπεισήλθε σε διαφόρους «νόμους», όπως: 0 Ν.1266/1982 κατάργησε τον Ν.3745/1957, που επέτρεπε την «έκδοση» εντόκων γραμματίων μόνο για την πληρωμή παραγωγικών επενδύσεων, και επέτρεψε την πληρωμή και καταναλωτικών δαπανών, όπως οι καταναλωτικές δαπάνες των δημοσίων εκδηλώσεων.
Η ηρωική ιδιότητα του αντιστασιακού σφετερίστηκε από τότε ανηλίκους και από στυγνούς εγκληματίες κατά του λαού. Και οι συνέπειες του σφετερισμού επηρέασαν, αρνητικά, και επηρεάζουν την εθνική οικονομία. Ο Ν.1489/1984 «κατάργησε» τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών του κράτους από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά παράβαση του άρθρου 98 του Συντάγματος, και ίσχυσε η κατάργηση, επί μία ολόκληρη πενταετία (1985-1989) μέχρι της καταργήσεως του νόμου εκείνου, από το 1990, από το οποίο επανήλθε ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών, επί υπουργίας Αντώνη Σαμαρά.
Για τον διορισμό δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το Σύνταγμα, στο άρθρο 103 παρ. 2, απαιτεί την ύπαρξη νομοθετημένης θέσεως. Προβλέπει όμως, κατ' εξαίρεση, εάν υπάρξει πραγματική απρόβλεπτη και επείγουσα ανάγκη, την πρόσληψη προσωπικού, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για όσο χρόνο διαρκεί η ανάγκη. Προβλέπει δηλ. το Σύνταγμα και αυτό το Δίκαιο της Ανάγκης, το οποίο όπου εμφανίζεται προκαλεί μια αναστροφή των αξιών (Μ.Waline). Εν τούτοις, από τον Ν.1476/1984 (17-9-84) και εφεξής, εκδόθηκαν δεκάδες αντισυνταγματικοί νόμοι, οι οποίοι μετέβαλαν την εξαίρεση σε κανόνα και έτσι «διορίστηκαν» χιλιάδες κομματικοί υπάλληλοι, χωρίς να χρειάζονται και χωρίς να έχουν ως στόχο την προαγωγή του γενικού συμφέροντος. Οι οικονομικές συνέπειες είναι συνεχείς, είτε ως αύξηση των συντάξεων είτε ως αύξηση των μισθών.
Ο Ν.2229/1994 (Α.138), στο άρθρο 5 παρ. 6, προέβλεψε την ίδρυση ανωνύμων εταιρειών, με αποκλειστικό μέτοχο το ελληνικό Δημόσιο, οι οποίες απολαμβάνουν όλες τις διοικητικές και δικαστικές ατέλειες του Δημοσίου και ελέγχονται από ορκωτούς ελεγκτές. Ενώ κάθε εκροή από τον κρατικό προϋπολογισμό και κάθε δαπάνη απ' αυτόν υπόκειται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και εν συνεχεία στον κατασταλτικό έλεγχο αυτού. Τον έλεγχο αυτόν ήθελε ν' αποφύγει ο αντισυνταγματικός αυτός νόμος, για να υπάρχει ελευθεριότητα στην πραγματοποίηση των δαπανών. Το έτος 1999, παρά την ολοσχερή ανέγερση του έτοιμου προς διοικητική παράδοση-παραλαβή Μεγάρου, επιβαρύνθηκε, ακόμη, με 70 δισ. δραχμές (!), ισάξιο του ποσού ανεγέρσεων 18 ομοίων Μεγάρων, τα οποία λειτουργούν στην Αθήνα. Ιδρύθησαν, μέχρι το έτος 2001, άλλες, ανεξάρτητες αρχές, καθ' υπέρβαση των υφισταμένων οικονομικών-δημοσιονομικών δυνατοτήτων, ασύμμετρες με την επιδιωκόμενη δημόσια ωφέλεια, αλλ’ απηχούσες προσωπικές διαθέσεις των κυβερνώντων.
Πρέπει να επανεξετασθεί η περίπτωση εν σχέσει προς την αναγκαιότητα τους και τη δημοσιονομική στενότητα.
Κατά το άρθρο 79 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, «όλα τα έσοδα και έξοδα του κράτους πρέπει ν' αναγράφονται στον ετήσιο προϋπολογισμό και τον απολογισμό». «Διά νόμου δύναται να καθιερωθεί η σύνταξη προϋπολογισμού διετούς χρήσεως». Εν τούτοις, όπως αναφέρεται στη συνέντευξη μου στον «Τύπο της Κυριακής» της 8-12-2002, το ελληνικό Δημόσιο εφάρμοσε, από τον Ν. 2198/1994, διαφόρους μεθόδους επαχθούς πολυδανεισμού, απόκρυφες από τους προϋπολογισμούς και απολογισμούς του κράτους, όπως με τα προμέτοχα «μετοχοποιήσιμοι τίτλοι» (άρθρο 53 Ν.2533/1977 και 10 Ν.2642/1998) και με τις προεισπράξεις, μελλοντικών εσόδων «τίτλοι προεσόδων» (άρθρο 14 Ν.2801/2000, όπως τροποποιήθηκε). Οι «μετοχοποιήσιμοι τίτλοι» και «οι τίτλοι προεσόδων» εκδίδονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, και αποτελούν προεισπράξεις μελλοντικών εσόδων του Δημοσίου, πολλών ετών, με πολλές επιβαρύνσεις, για το ελληνικό Δημόσιο, από προμήθειες, τόκους και έξοδα των δανείων, μεγαλύτερες από αυτές της αγοράς. Παρεμβάλλοντο, για τα αφανή αυτά δάνεια και απαγορευμένα από το Σύνταγμα, διάφορες ελληνικές εταιρείες, με έδρα το εξωτερικό: Λουξεμβούργο και Λονδίνο, και με διάφορες αρχαιοελληνικές ονομασίες, όπως «Αίολος», «Αριάδνη», «Άτλας». Οι προεισπράξει προσδιορίστηκαν μέχρι τα έτη: 2007, 2011, 2013 και 2019. Ενώ οι προϋπολογισμοί του κράτους καταρτίζονται, κατά το Σύνταγμα, το πολύ, για μία διετία.
Αλήθεια, δημοσιονομικές ενέργειες κόντρα στο ελληνικό Σύνταγμα είναι νομικά ανύπαρκτες και καθιστούν τους ενεργήσαντες de jure και de facto υπολόγους για τη ζημία που προκάλεσαν στο Δημόσιο, υπόκεινται δε στη συνήθη 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. Αποκαλύπτουν δε συγχρόνως καθεστωτική προσκόλληση στην εξουσία. Οι νομοθετικά εμφανείς δημοσιονομικές αυτές εκτροπές απετέλεσαν το πνεύμα που επικρατούσε κατά την εποχή εκείνη και που διέρρευσε εν συνεχεία.
Στην κυβερνητική λοιπόν αλλαγή του Οκτωβρίου 1981 οφείλεται η πολιτική και δημοσιονομική εκτροπή της χώρας, παρά τον πακτωλό των εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί τον ισχυρό παράγοντα υπέρ της Δημοκρατίας, στην περιοχή ευθύνης της. Είναι ανάγκη, συνεπώς, να συσταθεί μια δικαστική επιτροπή στον Άρειο Πάγο, η οποία θα εντοπίσει και θα κατονομάσει τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος και της δημοσίας περιουσίας, κατά τα έτη 1985-2009 και θα ασκήσει ποινικές διώξεις κατ' αυτών, αφού, ταυτόχρονα, θα κηρυχθεί με νόμο το απαράγραπτο των σχετικών αξιώσεων υπέρ του Δημοσίου. Οι σώφρονες και γνωρίζοντες πολίτες θα σπεύσουν και θα καταγγείλουν στη δικαστική επιτροπή τα δημόσια ανομήματα πολλών, για την απόδοση στο ζημιωθέν ελληνικό Δημόσιο του παρανόμου πλουτισμού. Η σύσταση της δικαστικής αυτής επιτροπής κρίνεται εκ των ων ουκ άνευ για να αποδοθεί «εκάστω το προσήκον». «Το προσήκον εκάστω αποδιδόναι δίκαιον εστί» (Πλάτων). Άλλως ευνοούμε τους κλέφτες του δημοσίου πλούτου.
Χωρίς την άρση παρομοίων ενεργειών, οι οποίες απορροφούν, όπως η άμμος της ερήμου, τον δημόσιο θησαυρό και πλούτο, είναι μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια-θυσία, όπως η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού και της 13ης και 14ης συντάξεως και η αναλογική περικοπή από τη σύνταξη. Δυσμενή μέτρα, που πλήττουν τους συνεπείς φορολογουμένους. Η γνώση της ανωτέρω πραγματικότητας είναι απαραίτητη και για τη γνώση των ετήσιων απολογισμών του κράτους, όπως κατά τα έτη 1977-2008, αναφορικά:
(α) με τις δαπάνες εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους,
(β) με τα σύνολα των εξόδων,
(γ) με το ονομαστικό κεφάλαιο του δημοσίου χρέους και
(δ) με το ποσοστό (%) τούτου στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
Η δαπάνη εξυπηρετήσεως του δημόσιου χρέους, κατά τα έτη 1977-1981, ήταν, αντίστοιχα, 9, 10,11,13 και 11%, στο σύνολο των εξόδων. Ανήλθε από το έτος 1985 στο 17% και περαιτέρω αυξανόμενη μέχρι τα έτη 1995-1997, έφθασε στα 63, 64 και 62%, για να πέσει το έτος 2003 στο 46%, χωρίς όμως τις ανωτέρω κρυφές δημοσιονομικές ενέργειες, και στα έτη 2004-2008 στο 43, 38, 38, 52 και 53%.
Τα χρεολύσια και οι τόκοι των δανείων των ετών 2006, 2007 και 2008, ανήλθαν, αντίστοιχα, σε 34 δισ. ευρώ, 61 δισ. ευρώ και 67 δισ. ευρώ, κάλυψαν δε τα 39%, 52% και 53% των όλων εξόδων.
Του Κων/νου ΤράκαΑντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ε.τ.Πηγή:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
6.6.2010