-->

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑ


ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑ
Θα σας εξομολογηθώ την «αμαρτία» μου. Ανασκαλεύοντας κάποιες ξεχασμένες και πεταμένες στο πάτωμα εφημερίδες στο εγκαταλελειμμένο σπίτι του παππού μου στην Κρήτη βρήκα και ένα φύλλο της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 25ης Αυγούστου 1980. Την εφημερίδα αυτή την πήρα στα χέρια μου και διαβάζοντάς την από καθαρή περιέργεια, έπεσα πάνω σε μια φιλολογική κριτική και ανακάλυψα ένα ποιητή που δεν γνώριζα την ύπαρξή του. Ήταν όμως αρκετή η ανάγνωση του άρθρου για να διαπιστώσω πόσο σπουδαίος ήταν και να παρακινηθώ να τον ψάξω περισσότερο.
 
Δεν ξέρω αν και εσείς τον γνωρίζετε και αν έχετε διαβάσει ποιήματά του· όμως και αν δεν τον ξέρετε αξίζει να τον γνωρίσετε  και γι’ αυτό σας παρουσιάζω τόσο το άρθρο της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» που γράφτηκε όταν ακόμη ζούσε ο Ε.Χ. Γονατάς όσο και ένα κατατοπιστικό βιογραφικό του σημείωμα.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑ

Αισθήσεις, όνειρα, παραβολές
Με την επανέκδοση των «Μαλαισιακών Τραγουδιών» τού Ιβάν Γκόλλ(1), τής «κρύπτης»(2) και την έκδοση των «Ανεκδότων Γραμμάτων» τού Γιώργου Κοτζιούλα από τις εκδόσεις «Κείμενα»(3), επανεμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο ένας από τους πιο αυθεντικούς ποιητές του Μεταπολέμου: ο Ε. Χ. Γονατάς.
 
Αποτραβηγμένος χρόνια τώρα από τα κοινά («τό Βάραθρο» και οι «Αγελάδες» του τυπώθηκαν το Φθινόπωρο του 1963) στην αγροτική κατοικία του της Κηφισιάς , μέσα στα δέντρα, στα ζώα του και στα πουλιά (αν κι εδώ άρχισαν να τον περιζώνουν τα πρώτα τσιμέντα, παραγνωρισμένος απ' την κριτική, μη ανθολογημένος σε καμιά, σχεδόν απ' τις γνωστές ανθολογίες, συνεχίζει εκεί στο ήσυχο εργαστήρι του να μεταστοιχειώνει σε ποίηση τις επαφές του με τον εξωτερικό κόσμο: τις παρατηρήσεις των άγρυπνων πάντα αισθήσεων του τα σχόλια των συζητήσεων του με τους λίγους φίλους του και τις εκδοχές του, τα «δοκίμια» του (η λέξη είναι δική του) επάνω στα εξαντλητικά του διαβάσματα των κειμένων της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
 
Γιατί, επάνω απ' όλα, ο Ε. Χ. Γονατάς, άν και μακριά από την τύρβη των κοινών (τη χρονοβόρο και φθοροποιό, πού σοφά την απέφυγε) προσπάθησε πάντα να δημιουργήσει ξεκινώντας από την πραγματικότητα. Δεν είναι ούτε εκλεκτικός, ούτε εστέτ (με τη στενή σημασία των λέξεων), όπως τον κατηγόρησαν, ούτε περιχαρακωμένος σε προσωπικά τείχη αυτάρκειας. Αλλ’ αντίθετα μια ερωτική, θα 'λεγα, φύση που με οξείς, λεπτές αισθήσεις, σαν ακονισμένα μαχαίρια, εισβάλλει και ανασκάπτει τον κόσμο πού τον περιβάλλει, συνυπάρχοντας μαζί του, σε εξαίσιες στιγμές συλλήψεων. Κι από εδώ, από αυτή τη συνεχή και ακούραστη άσκηση των αισθήσεων, την προσπάθεια για έκφραση του έσω δια του έξω κόσμου και την εκτόνωση του μέσω αυτού, δημιουργούνται τα ποιητικά κύτταρα, πού είτε παρουσιάζονται αυτούσια, όπως στην «Ανασκαφή» της «Κρύπτης» είτε με δεξιοτεχνία συνθέτονται σε μεγαλύτερες ενότητες («Αγελάδες» και «Βάραθρο»).
 
Και να μερικές από τις πολλές επιτυχείς «συνυπάρξεις» του ποιητή με την πραγματικότητα, αντιγραμμένες στην τύχη από την «Ανασκαφή»:
 
Εγώ πού δεν έχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά (ένα κλουβί της μάνας μου σαπίζει στην αποθήκη) ξυπνάω καμιά φορά από 'να σιγανό κελάιδισμα.
 
***
 
Μέσα στ' ανοιχτά λιονταρίσια στόματα των μπρούτζινων πόμολων του κρεβατιού είχε φυτέψει γαρύφαλλα για ακούει στον ύπνο της το βουητό της μέλισσας πού πετάει διψασμένη.
 
***
 
Αυτό το παραγιομισμένο μπαούλο, όσο κι αν πέφτω πάνω του βαρύς, δεν καταφέρνω να το κλείσω. Ένα κομμάτι κίτρινο ύφασμα περισσεύει ολόγυρα, μια μέλισσα πιασμένη απ' το ποδάρι σβουρίζει, ένα λουλούδι μού γνέφει απ' την κλειδαριά· ξεχνιέμαι και του μιλάω ώρες.
 
***
 
Υπομονή. Θα πήξει το δάκρυ, θα γίνει νησί.
 (Κρύπτη)
 
Από αυτές τις περιεκτικές σε ουσία στιγμές,   τα  «κβάντα»  της  ποιητικής  του ενεργείας (για να χρησιμοποιήσω την επιστημονική γλώσσα του φίλου του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου), ας προχωρήσουμε τώρα στις αισθητικές «ολοκληρώσεις» του ποιητή, στις συνθέσεις του πού αποκαλεί «Αφηγήματα» (γιατί, όχι, «Τεχνάσματα» για να χρησιμοποιήσουμε την ουσιαστικότερη λέξη του Μπόρχες, ενός ποιητή πού πολύ αγάπησε;)
Ο Ε. Χ. Γονατάς, αν εξαιρέσουμε το νεανικό (1945) «Ταξιδιώτη» του (πού σ αυτόν, όμως, βρίσκουμε αρκετά ψήγματα της κατοπινής προσφοράς του) χρησιμοποίησε, έως τώρα στις συνθέσεις του δυο, προπάντων, καμβάδες:   το όνειρο και την παραβολή.
 
Η ελευθερία του ονείρου (όλ’ αυτά τα παράδοξα και ασύνδετα που δημιουργούν, τελικά, μια διάθεση) προσέφερε στις δικές του, κάθε φορά, διαθέσεις το κατάλληλο, απλόχωρο μέσο για να υφάνει με ατόφια ποιητικά νοήματα ζωής και λιτό αφηγηματικό λόγο, σχέδια προσωπικά πού δεν πειθαρχούν στην καθιερωμένη αλλά στην  ποιητική  λογική.  Τρυφερές  αναμνήσεις και βιασμοί (πάμπολλοι βιασμοί από αδιόρατες, κάποτε, αιτίες), αναζητήσεις και χαμοί, σκιές πού ογκώνονται και κόσμοι εφιαλτικοί πού απρόοπτα μας κατακτούν, ή ανεξήγητα πού μάς ξαφνιάζουν και τα λογικά πού μάς κουράζουν, όλη αυτή η χωρίς τέλος περιπέτεια μιας ευαίσθητης ύπαρξης που άδικα ψάχνει να βρει το νήμα της Αριάδνης στο Λαβύρινθο της ζωής (παίζοντας, μάλλον, με τις ψευδαισθήσεις του παρά πιστεύοντας ότι υπάρχει τέτοιο νήμα) παρουσιάζονται σέ μικρές, τις περισσότερες φορές, πρόζες πού παίρνουν μέσα μας (όπως, άλλωστε κι όλα τα όνειρα) απέραντες διαστάσεις. Ο εικονιστής ποιητής της «Ανασκαφής» προχωρεί εδώ (χωρίς, όμως, να προδίδει ποτέ το στόχο του πού είναι η ποιότητα), από πιο προσωπικούς και ίσως πιο δραματικούς  δρόμους  στη   μαγεία  της  ποίησης. Να ένα παράδειγμα:
 
 
Ο ΝΕΚΡΟΣ
 
στη  μνήμη του  Θεόφιλου
 
Μπαίνω ατό μικρό δωμάτιο. Δεξιά ένα μακρύ, τεράστιο σιδερένιο κρεβάτι με πολύ χοντρό στρώμα πού φουσκώνει. Ένας άνθρωπος είναι καθισμένος στην κορυφή, σκεπασμένος με άσπρο μπαμπακερό πάπλωμα.
«Πρόσεξε» μού λέει «τα μπροστινά πόδια του κρεβατιού»· καθώς το πάπλωμα με τα χρόνια όλο ανεβαίνει κι ανηφορίζει απ' αυτή τη μεριά κατά το ταβάνι, δεν ακουμπάνε πια χάμω μα πάνω στον τοίχο. Έτσι το κεφάλι μου κοντεύει να φτάσει το μικρό εκείνο παράθυρο, δίχως παντζούρια και πάντα ανοιχτό απέναντι μου. Σε λίγα χρόνια όταν ολόκληρο το κρεβάτι κι όχι μόνο το μπροστινό του μέρος, έρθει κι ακουμπήσει στον τοίχο (για την ώρα σχηματίζουν γωνία) θα μπορώ να βλέπω χωρίς να 'μαι υποχρεωμένος να σηκώνομαι. Θα είμαι και τότε ξαπλωμένος όπως τώρα ατό κρεβάτι μου, αλλά θα φαίνομαι σαν όρθιος.
«Πολύ στενόχωρα» λέω «είναι δώ μέσα».
«Δεν έχεις καθόλου δίκιο. Κοίταξε τι ωραία εξοχή!» μου αποκρίνεται και μου ξαναδείχνει το παράθυρο.
Πηγαίνω στο παράθυρο. Είναι πολύ ψηλά. Για να φτάσω πρέπει ν' ανεβώ πρώτα στο μπαούλο. Ανεβαίνω και κοιτάζω έξω. Σε μισό μέτρο μόλις απόσταση βλέπω μονάχα τους χαλασμένους τοίχους από μια σειρά καταθλιπτικά σπίτια, που για παράθυρα έχουν κάτι   μικροσκοπικούς - σαν    κουτιά σπίρτα- καγκελόφραχτους φεγγίτες.
Τίποτ' άλλο. Νοιώθω τώρα μπρος στη θέα αυτή ακόμα μεγαλύτερο πλάκωμα στην καρδιά μου.
 (Αγελάδες)
 
Αναφέρθηκα σ’ αυτό το κείμενο των «Αγελάδων» για να επισημάνω το πόσο ο Ε. Χ. Γονατάς κινείται άνετα ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματική ιστορία και πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσει κανένας  τα όριά τους. Γιατί αν τα όνειρα του με τ’ αλλεπάλληλα απρόοπτα κι ασύνδετα περιστατικά τους μας δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα πού μάς μεταδίδει τον ουσιαστικό ποιητικό του λόγο, οι πραγματικές του ιστορίες, όπου χρησιμοποιούνται, στο ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα καταλήγουν. Έχουμε, δηλαδή, σ' αυτές ένα είδος παραβολής, ποιητικής όμως, όπου οι αφηγήσεις των γεγονότων δεν περιέχουν, όπως όρισε την παραβολή  ο Ωριγένης, μια υψηλή ηθική ή Θρησκευτική διδασκαλία, αλλά μια υψηλή δημιουργική στιγμή της μαγείας της ποίησης.
 
Και βέβαια (όπως και στις συνυπάρξεις του με την πραγματικότητα με την παρατήρηση) ο ποιητής χρησιμοποιεί κι εδώ την ίδια μέθοδο δημιουργίας. Η διάθεση ή οι διαθέσεις του βρίσκουν σ' αυτές τις ιστορίες (πού άκουσε ή και φαντάσθηκε) τον πιο γόνιμο δρόμο για εκτόνωση και προεκτάσεις. Εκφράζεται, προωθημένος εικονιστής, μέσω των γεγονότων χρησιμοποιώντας, με δεξιοτεχνία, το πιο απλά μέσα: τον κουβεντιαστό λόγο, τις εικόνες (που, πολλές φορές, προέρχονται από άλλες συνυπάρξεις του με την πραγματικότητα και συνθέτονται με την τέχνη του ψηφιδωτού) και  το διάλογο.
 
Η άκαμπτη, άλλωστε εμμονή του Ε. Χ. Γονατά να δέχεται και να γονιμοποιεί τις επαφές του με τον εξωτερικό κόσμο παρουσιάζεται εκτός από το μικρό σε έκταση έργο του (αυτά τα σύντομα αφηγήματα του πού βρίσκονται στα ρευστά, πάντα, όρια ποίησης και πεζού λόγου) και στις μεταφράσεις του και στις «Μαρτυρίες» του, μια σειρά πού άρχισε με τα άριστα προλογημένα και σχολιασμένα «Ανέκδοτα Γράμματα» του Γιώργου Κοτζιούλα για να συνεχίσει (εκτός, πιθανόν και άλλων) και με ανέκδοτα γράμματα του πρόωρα χαμένου πεζογράφου Νίκου Καχτίτση, πού τους συνέδεε «μια καρποφόρα αλληλογραφία, · ανερχομένη σε πολλές εκατοντάδες σελίδων εκατέρωθεν, πού χρονολογείται από το 1959, οπότε η καλή τύχη μας έκανε ν’ ανταλλάξουμε βιβλία»(*).
 
Συνειδητός μεταφραστής ο Ε. Χ. Γονατάς, από την πρώτη του κι όλας εμφάνιση στα Γράμματα (και ίσως πολύ πιο πριν) ένοιωσε την ανάγκη μιας ακόμα εκφραστικής διεξόδου, αποδίδοντας ξένα ποιητικά κείμενα στη γλώσσα μας. Μετέφρασε JULES SUPERVIELLE, PHILIPE SOUPAULT και SVATA KABLEC στον «Παλμό» (1942-1945) και WOLS. YVAN GOLL, CLAIRE GOLL κ.ά. στην «Πρώτη "Υλη» (1959 - 1961), το βραχύβιο περιοδικό ποιότητας που διεύθυνε με τον ποιητή Δ. Π. Παπαδίτσα. Επίσης συγκέντρωσε και εξέδωσε από το γαλλικό πρωτότυπο τα «Μαλαισιακά Τραγούδια» του IVAN GOLL, σε μια από τις πιο δημιουργικές αποδόσεις ξένων ποιημάτων στη γλωσσά μας. 
 
Όλοι αυτοί οι καρποφόροι δεσμοί του ποιητή με τα νέα αλλά και τα παλιά κείμενα (ακούραστος ερευνητής αφιέρωσε πολλές ώρες της ζωής του αναζητώντας σπάνιες εκδόσεις στα παλιοβιβλιοπωλεία) μας παρουσιάζουν μιαν άλλη προσπάθεια ανασκαφών» του Ε. Χ. Γονατά, πέρα από το καθαρά συγγραφικά του έργο. Μια προσπάθεια (πάντα μέσα στην πραγματικότητα) πού αποδεικνύει όχι μόνο πολύχρονη κι άκαμπτη έφεση για ενημέρωση και αντικειμενική κριτική θεώρηση, αλλά και υψηλό ήθος. Το ήθος ενός γνήσιου ποιητή.
 
Τάσος Κορφής
 
(1)   Πρώτη έκδοση 1960, «Πρώτη «Υλη». Βλ. «Φ.Κ.», 6)9)79,  Βιβλιοκρισία Γ. Δανιήλ.
(2)    Πρώτη έκδοση 1959, «Πρώτη "Υλη». Βλ. «Φ.Κ.»,   12)6)80,   Βιβλιοκρισία  Σ.   Τσαμπηρά.
(3)   Θα πρέπει κάποτε κάτι να γραφεί για τις αθόρυβες και δημιουργικές προσπάθειες του εκδότη Φ. Βλάχου να προβάλει με κομψές εκδόσεις βιβλία -ποιότητας, -πολλές φορές λησμονημένα, της νεοελληνικής, προπάντων, λογοτεχνίας. Βλ. «Φ.Κ.» 10)4)80,   Βιβλιοκρισία  Λουκά  Κούσουλα.
(4)    Νίκου Καχτίτση: «Η περιπέτεια ενός βιβλίου», Μόντρεαλ 1965, σ.  VI.
 
==================================
 
33
Το μυρωμένο χιόνι της καφετιάς
Σκούργιασε για τρείς μέρες
Ό ξανθός ήλιος της βερυκοκιάς
Κράτησε ακόμα πιο λίγο
Τό μελισσόφυλλο σαπίζει
Σε μια νύχτα βροχερή
Κι εγώ ή φαντασμένη
Τινάζοντας τα στήθη μου
Στο φεγγάρι
Στον ήλιο
Νομίζω αιώνια την ομορφιά μου;
Αλίμονο όπου νάναι ξανανθίζείζει
Το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά
Κι οι κλώνοι τον σκελετού μου
Θ' απομείνουν γυμνοί
Από τα ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ TOY IVAN GOLL. Κείμενα, Αθήνα 1979 (σελ. 43).
Στην εκδοτική αφοσίωση και ιδιοφυΐα του Φίλιππου Βλάχου χρωστάμε όχι μόνο την άψογη επανέκδοση της «ΚΡΥΠΤΗΣ», αλλά και τα «ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ  ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», ξαναδοσμένα ύστερα από είκοσι χρόνια με λιτή τυπογραφική αρχοντιά. Και τα δύο αυτά βιβλία (πρωτότυπο το ένα, μετάφραση το άλλο) αποτελούν καταλυτική εξαίρεση στην καλπάζουσα ευτέλεια των καιρών. Κέντρο της εξαίρεσης ο Ε. Χ. Γονατάς — ένας ποιητής με φωνή ασκημένη στους αντίποδες ακριβώς της ρητορείας. Ύστερα από τα «ΜΑΛΑΙΣΙΑΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ», του IVAN GOLL σκέφτομαι πώς ο Ε. Χ. Γονατάς είναι γλωσσικά και ηθικά ώριμος να μεταφράσει αρχαίους λυρικούς, ειδικότερα Σαπφώ. Η μεταφραστική του πάντως δουλειά στον IVAN GOLL είναι εγγύηση και μάθημα για όλους τους λαθρεπιβάτες της λυρικής ποίησης — αρχαίας και νεότερης, δικής μας και ξένης.
 
Δ. Ν. Μαρωνίτης
 
Από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Πέμπτης 25Ης Αυγούστου 1980
 
Επαμεινώνδας Γονατάς
 
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (Αθήνα, 1924 – Αθήνα, 25 Μαρτίου 2006) ήταν Έλληνας ποιητής και διηγηματογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως ως «λογοτέχνης του παράδοξου».
 
Ο Γονατάς ήταν γόνος οικογένειας πολιτικών με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, αλλά δεν ταυτίστηκε ποτέ με κανένα πολιτικό στρατόπεδο. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, με τον οποίο τον συνέδεσε βαθιά φιλία. Ήταν επίσης φίλος με τον ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση — τον τελευταίο τον γνώρισε μόνον δι' αλληλογραφίας.
 
Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος σε μεγάλες εταιρείες. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε το 1945 με το αφήγημα Ο ταξιδιώτης. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη (1959–1961). Το 1959 κυκλοφόρησε η συλλογή σύντομων αφηγημάτων Η κρύπτη, και ακολουθούν: Το βάραθρο (1963), Οι αγελάδες (1963), Ο φιλόξενος καρδινάλιος (1986) και Η προετοιμασία (1991). Η τελευταία του συλλογή αφηγημάτων με τίτλο Τρεις δεκάρες κυκλοφόρησε το 2006, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του.
 
Ο Γονατάς, βγήκε από την αφάνεια το 1976, όταν τον ξεχώρισε σε συνέντευξη ο «δάσκαλός» του Νίκος Εγγονόπουλος. Στα έργα του ήταν λακωνικός και υπαινικτικός, καθώς «ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». Ολιγογράφος, είχε επιλέξει την αφάνεια, «επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία». Ο ίδιος πάντως δεν συμφωνούσε με τον χαρακτηρισμό του ως συγγραφέα του φανταστικού και του παραδόξου:
 
    «Δεν κατασκευάζω όνειρα. Δεν είμαι "ονειροποιός". Ό,τι γράφω, είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας.» — Ε. Χ. Γονατάς, εφημ. Τα Νέα, 4 Ιουνίου 1994.
 
Υπήρξε επίσης σπουδαίος μεταφραστής. Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την Επιλογή από τις Voces του Αντόνιο Πόρτσια. Έχει ακόμα μεταφράσει έργα των Ιβάν Γκολ, Γουσταύου Φλωμπέρ, Γκέοργκ Kρίστοφ Λίχτενμπεργκ, Πιέρ Μπεττενκούρ, κ.ά.
 
Λάτρευε την παραδοσιακή τυπογραφία και επέλεξε τα βιβλία του να βγαίνουν από τα αρτιότερα, από άποψη αισθητικού αποτελέσματος, τυπογραφεία της Αθήνας: τους Αδελφούς Ταρουσόπουλους (τις δεκαετίες του '40-'50), το τυπογραφείο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (το '60), τα «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου (το '70-'80) και τελευταία τις εκδόσεις «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου (όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν πλέον από τις εκδόσεις «Στιγμή»).
 
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών από καρκίνο του πνεύμονα.
 
Για τον Γονατά υπάρχει βραβευμένο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή που επιμένει σε μια καθημερινή εκτεταμένη συζήτηση μαζί του.
 
 
 
Εργογραφία (συνοπτική)
 
Α. Αφηγηματικά κείμενα (1937-2001)
 
    «Στη βοσκή», περ. Μαθητικά Γράμματα, Νοέμβριος 1937
    Ν. Γονής, «Η μικρή εξοχική πόλη» (Νοέμβριος 1942), Παλμός (Λογοτεχνικές σελίδες), Χρόνος Β΄, αρ. 8, Ιούλης 1945, σ. 137-138.
    Ο ταξιδιώτης, [ιδίοις αναλώμασιν] τυπογραφείο Στ. Ν. Ταρουσόπουλου, 1945
    «Η κρύπτη», Πρώτη Ύλη, τεύχος 1, 1959
    Η κρύπτη, Πρώτη Ύλη, 1959
    «Το βάραθρο», Πρώτη Ύλη, τεύχος 2, 1961
    Το βάραθρο, Πρώτη Ύλη, 1963
    Οι αγελάδες, Πρώτη Ύλη, 1963
    Η κρύπτη, Εκδόσεις Κείμενα, 1979 [β΄ έκδοση]
    Οι αγελάδες, Εκδόσεις Κείμενα, 1980 [β΄ έκδοση]
    Ο ταξιδιώτης, Εκδόσεις Στιγμή, 1984 [β΄ έκδοση]
    Το βάραθρο, Εκδόσεις Στιγμή, 1984 [β΄αναθεωρημένη έκδοση]
    Ο φιλόξενος καρδινάλιος, Αθήνα, Εκδόσεις Στιγμή, 1986 [φωτομηχανική ανατύπωση 1987]
    Η προετοιμασία, Αθήνα, Εκδόσεις Στιγμή, 1991
    Η κρύπτη, Εκδόσεις Στιγμή, 1991 [γ΄ έκδοση]
    Οι αγελάδες, Εκδόσεις Στιγμή, 1992 [γ΄ έκδοση]
    Ο φιλόξενος καρδινάλιος, Αθήνα, Εκδόσεις Στιγμή, 1997 [β΄ έκδοση]
    Ο ταξιδιώτης, Στιγμή, 2001 [γ΄ έκδοση]
    Η κρύπτη, Εκδόσεις Στιγμή, 2006 [δ΄ έκδοση]
    Ο φιλόξενος καρδινάλιος, Αθήνα, Εκδόσεις Στιγμή, 2006 [γ΄ έκδοση]
    Το βάραθρο, Εκδόσεις Στιγμή, 2006 [γ΄ έκδοση]
    Τρεις δεκάρες, Εκδόσεις Στιγμή, 2006

Β. Μεταφράσεις
 
    William Blake, «Εισαγωγή», «Τραγούδι των Γέλιων», «Το μικρό χαμένο αγόρι», «Ο μικρός νέγρος», «Ο καπνοδοχοκαθαριστής», Παλμός (Λογοτεχνικές σελίδες), Χρόνος Β΄, αρ. 7, Μάρτης 1945, σσ. 118-120.
    Jules Supervielle, «Κλύδων», Παλμός (Λογοτεχνικές σελίδες), Χρόνος Β΄, αρ. 8, Ιούλης 1945, σ. 144.
    Philippe Soupault, «Ο θυρωρός», Παλμός (Λογοτεχνικές σελίδες), Χρόνος Β΄, αρ. 9, Οχτώβρης 1945, σσ. 175-176.
    Svata Kaldec, «Οι άντρες», Παλμός (Λογοτεχνικές σελίδες), Χρόνος Β΄, αρ. 9, Οχτώβρης 1945, σ. 175.
    Ivan Goll, «Μαλαισιακά Τραγούδια», «Σημείωμα», Πρώτη Ύλη, τχ. 1, 1959
    Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις "Πρώτη Ύλη", 1960
    Wols, «Σημείωμα», Πρώτη Ύλη, τχ. 2, 1961
    Claire Goll, Ποιήματα, Πρώτη Ύλη, ό.π.
    Jorge Luis Borges, Ένα κίτρινο τριαντάφυλλο, πρώτη αποσπασματική δημοσίευση στο Νίκος Καρούζος, «Το καλλιτέχνημα είναι πράγμα», Νέα Εστία, τόμ. 82, τχ. 961, 15 Ιουλίου 1967, σσ. 911-912. Αυτούσια η μτφρ. δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε υποσημείωση στην αναδημοσίευση του ανωτέρω κειμένου στο Ν. Καρούζος, Πεζά Κείμενα, φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, Νοέμβριος 1998, σσ. 125-128.
    Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Κείμενα, 1979, «Σημείωμα» [β΄ έκδοση]
    Pierre Leiris, [απόσπασμα], στον σελιδοδείκτη του τόμου Pablo Picasso, Τέσσερα κοριτσάκια, μτφρ. Ανδρέα Εμπειρίκου, Άγρα, 1979
    Wols, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983
    Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία – Η Σπείρα, Εκδόσεις Στιγμή, 1985
    Λου-Κιανγκ-Τσέου, Θέατρο Σκιών, μτφρ. Πιέρ Μπεττενκούρ, Εκδόσεις Στιγμή, 1987, Σημείωμα
    Ιβάν Γκολ, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Στιγμή, σειρά «Συγγραφείς και μεταφράσεις», αρ. 4, Δεκέμβριος 1988, «Σημείωμα» [γ΄ έκδοση]
    Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 1992, Σημείωμα [και φωτομηχανική ανατύπωση 1997]
    Ivan Goll, [9 ποιήματα], Εκδόσεις Στιγμή Κατάλογος, αρ. 20, Νοέμβριος 1996
    Yvan Goll, «Τρία ποιήματα», μτφρ., παρουσίαση: Ε. Χ. Γονατάς, Μετάφραση ’98, τχ. 4, Κηφισιά, Σεπτέμβριος 1998 σσ. 46-53.
    Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 2000, Σημείωμα [β΄ έκδοση]
    Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία – Η Σπείρα, Εκδόσεις Στιγμή, 2001 [β΄ έκδοση]
    Λου-Κιανγκ-Τσέου, Θέατρο Σκιών, μτφρ. Πιέρ Μπεττενκούρ, Εκδόσεις Στιγμή, 2001, Σημείωμα [β΄ έκδοση]
    Πιέρ Μπεττενκούρ, Τα Πλοια Βγήκαν Σεργιάνι, Εκδόσεις Στιγμή, 2001
    Wols, Ποιήματα, Εκδόσεις Στιγμή, 2001, Σημείωμα [β΄ έκδοση]
    Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Στιγμή, Σημείωμα [δ΄ έκδοση]
    Ivan Goll, Ποιήματα, Εκδόσεις Στιγμή, 2003, Σημείωμα
    Ramon Llul, σημείωμα – μετάφραση Ε. Χ. Γονατά, Διαβάζω, τεύχ. 444, αφιέρωμα «Ε. Χ. Γονατάς», Οκτώβριος 2003, σ. 81-82
    Coleridge, Samuel Taylor, Οι περιπλανήσεις του Κάιν. Οι σκέψεις του διαβόλου, Εκδόσεις Στιγμή, 2004
    Lichtenberg, Georg Christoph, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, Εκδόσεις Στιγμή, 2005 [μετάφραση, επιμέλεια]
    Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 2007 [μετάφραση, επιμέλεια] [γ΄ έκδοση]
 
Γ. Αλληλογραφία
 
    «Πρώτη ύλη για τη Διηνεκή επιστολή. Επιστολές του Νίκου Καχτίτση στὸν Ε. Χ. Γονατά και άλλα τεκμήρια για την εκ του μακρόθεν σχέση τους», εισαγωγή, σημειώσεις, βιβλιογραφία Βίκτωρ Καμχής, Οροπέδιο, τχ. 11, Χειμώνας 2011-2012 [Φεβρουάριος 2012], σ. 597-803.
 
https://el.wikipedia.org/wiki/Επαμεινώνδας_Γονατάς
http://1-2.gr/2018/03/24/ta-dakrya-toy-e-h-gonata-na-stazoyne-vrohh-sta-karvoyna/

Δεν υπάρχουν σχόλια: